Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ο πιο γνωστός Έλληνας συγγραφέας που αποτύπωσε το ελληνικό λαϊκό στοιχείο με ηθογραφική και λαογραφική χροιά στο έργο του.
protoxroniatika-diigimata-papadiamantis-ekdoseis-schooltime.gr2013
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ο πιο γνωστός Έλληνας συγγραφέας που αποτύπωσε το ελληνικό λαϊκό στοιχείο με ηθογραφική και λαογραφική χροιά στο έργο του.
protoxroniatika-diigimata-papadiamantis-ekdoseis-schooltime.gr2013
Πριν από λίγες ημέρες, ένας Χιώτης φίλος ανακάλυψε και μας έστειλε φωτογραφίες από μια ιδιαίτερη παλαιότατη σκούφια από τον κεφαλόδεσμο της χιώτικης φορεσιάς της Καλαμωτής. Η σκούφια αυτή μας κίνησε το ενδιαφέρον λόγω του ημικυκλικού σχήματός της και του ιδιαίτερου ραψίματός της και έτσι θεωρήσαμε ενδιαφέρον να σας την παρουσιάσουμε. Το κεφαλοκάλυμμα αυτό στη μορφή αυτή είναι πολύ παλιό, πιθανόν του 19ου αιώνα.
Η σκούφια η στρουγγάτη η οποία ήταν αρκετά δύσκολο στο να ραφτεί, για το λόγο αυτό φαίνεται οτι αντικαταστάθηκε στην πορεία με σκούφια στην οποία εφαρμοζόταν εσωτερικό στρουγκί (όπως μας γράφει ο Philip Argenti στο The Costumes of Chios. Their Development from the XVth to the XXth Century, Λονδίνο, B.T. Batsford [1953].)
Το εξάρτημα αυτό φοριόταν με τη φορεσιά της Καλαμωτής και καλύπτεται από τα τέσσερα τσεμπέρια, (βαμβακερά μαντήλια), και την «παπαζίνα» (αραχνοΰφαντο βαμβακερό μαντήλι).
Ο ιδιόμορφος αυτός κεφαλόδεσμος είναι εμφανής και σε γκραβούρες αλλά και ζωγραφικές απεικονίσεις και φωτογραφίες της φορεσιάς
Μπορείτε να δείτε πώς δενόταν ο ιδιόμορφος αυτός κεφαλόδεσμος σε αυτό το βίντεο από το Λύκειο Ελληνίδων Πατρών. Στο βίντεο αντί για»στρουγγάτη σκούφια» υπάρχει σκούφια με στρουγκί και μπορείτε να δείτε τη διαφορά που έχει μια καινουργοφτιαγμένη σκούφια από την αυθεντική παλιά, συγκρίνοντας με τις φωτογραφίες που παρατίθενται παραπάνω.
Είναι ακόμη πολύ ενδιαφέρον το γεγονός οτι η παλαιότατη αυτή βάση του χιώτικου κεφαλόδεσμου παραπέμπει οπτικά στο αρχαιοελληνικό κράνος τύπου «πίλου».
πηγές http://eng.travelogues.gr/ http://www.nhmuseum.gr/ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Αν σας άρεσε αυτό το άρθρο χαρίστε μας το Like σας και κοινοποιήστε το!
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, γνωστός απλά ως Θεόφιλος,ή Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στη Βαρειά της Λέσβου μεταξύ του 1867 και 1870, πρώτο παιδί μια φτωχής οικογένειας που απέκτησε άλλα επτά στη συνέχεια. Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική εκδηλώθηκε από νωρίς.
Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών ο Θεόφιλος δραπετεύει από τη Μυτιλήνη και φεύγει για τη Σμύρνη, την πόλη με τους χιλιάδες Έλληνες, που είναι το οικονομικό κέντρο της Μικράς Ασίας. Δουλεύει θυροφύλακας (»καβάσης») στο ελληνικό προξενείο και παράλληλα ζωγραφίζει. Στη Σμύρνη, ο Θεόφιλος θα διαμορφώσει την εικαστική του γλώσσα και το βασικό του θεματολόγιο, από τον κόσμο της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της νεώτερης Ελλάδας. Τότε κάνει τη ζωγραφική επάγγελμά του.Με το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 φεύγει για την Ελλάδα, με την πρόθεση να καταταγεί εθελοντής. Πριν προλάβει να γνωρίσει τα πεδία των μαχών, ο πόλεμος τερματίζεται. Αποφασίζει να μείνει στον Βόλο, πλούσιο αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο Θεόφιλος φέρεται να είχε και έντονη συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα της περιοχής με τη διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές, ενώ την περίοδο της Αποκριάς συνήθιζε να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος ως Μεγαλέξανδρος και άλλοτε ως ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος.
Υπήρξε πάντοτε ιδιαίτερα φτωχός και συχνά ζωγράφιζε τοίχους καφενείων ή σπιτιών για να κερδίσει ένα πιάτο φαγητό. Εξίσου συχνά έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης, ειδικά λόγω της επιλογής του να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως οι ήρωες που απεικόνιζαν τα έργα του.Τα οικονομικά του καλυτερεύουν κάπως, όταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας, ο Γιάννης Κοντός, του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του ’21, αρχαίους θεούς και τοπία. Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο.
Μια ενδιαφέρουσα σειρά slides με το έργο του μπορείτε να δείτε και εδώ
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1935 δημοσιεύεται συνέντευξη του Teriade στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», στην οποία χαρακτηρίζει τον Θeόφιλο «μεγάλο έλληνα ζωγράφο». Ένα χρόνο αργότερα οργανώνεται έκθεσή του στο Παρίσι. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ γράφει σε άρθρο του για τον Θεόφιλο «…Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….». Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Τσαρούχης εκφράζονται εγκωμιαστικά για την τέχνη του.Ο Teriade χρηματοδοτεί την ίδρυση του Μουσείου Θεοφίλου, που άνοιξε το 1965 στη γενέτειρά του Βαρειά στη Λέσβο, όπου φιλοξενούνται 86 πίνακες του ζωγράφου.
From a humble Lesbiote family, he showed an inclination for painting at a very early age. He left the island in 1883 and settled in Smyrna till 1897 when he returned with the aim of enlisting as a volunteer at the front of the Greek-Turkish war. Not being able to return to Turkish-occupied Smyrna, he remained in Thessaly, and specifically Volos, and the villages of Pelion, where he decorated shops, cafes and inns with paintings, but without being accepted by the residents of the area because of his eccentric behavior and appearance. In 1927, Theophilos returned to his birthplace in disappointment where he continued to work till his death. A few years earlier, the art critic Stratis Eleftheriadis, known in the artistic circles of Paris as Teriade, at the recommendation of Fotis Kontoglou and Georgios Gounaropoulos, arranged a meeting with Theophilos and ordered works from him for an exhibition in Paris. The exhibition was at last presented in 1936. In 1965 the Theophilos Museum was opened in Vareia, a gift of Teriade.
In Theophilos’ works — wall paintings, painting on objects or cloth — his world is caught with the ingenuousness and innocence, but also the freshness, of folk painting, a world equally of gods, heroes and everyday human beings, which coexists with elements and images from familiar reality and landscape
Μπορείτε να δείτε γκραβούρες με ελληνικές φορεσιές του 19ου αιώνα σε αυτό το σύνδεσμο
See engravings depicting Greek folk costumes of the 19th century in this link.
πηγές
http://www.lesvosgreece.gr/el/theofilos-hatzimihail http://vaspik.blogspot.gr/2011/05/blog-post.html https://paletaart.wordpress.com/ https://gr.pinterest.com
Μετά το παλαιότερο άρθρο μας που αφορούσε το διαζύγιο το 19ο αιώνα για να πάμε τώρα λίγο παλαιότερα, στην βυζαντινή εποχή. Στην πρώιμη εποχή του Βυζαντίου το διαζύγιο δεν ήταν η επιθυμητή κατάληξη ενός γάμου και οι λόγοι για να γίνει αυτό ήταν ελάχιστοι.
Για να δούμε ένα νόμο περί διαζυγίου που εξέδωσε το 331 ο Μέγας Κωνσταντίνος: «Όταν μια γυναίκα στείλει αναγγελία διαζυγίου, θα πρέπει να ερευνώνται μόνο οι ακόλουθες κατηγορίες: υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτός είναι φονιάς, μάγος ή τυμβωρύχος; Αν ναι, τότε αυτή η γυναίκα θα πρέπει να επαινείται και να ανακτά όλη την προίκα της. Αν όμως έχει στείλει αναγγελία διαζυγίου για λόγους ανεξάρτητους από αυτές τις τρεις κατηγορίες, θα πρέπει να αφήσει ακόμα και την τελευταία φουρκέτα της στο σπίτι του συζύγου της και να εκτοπισθεί σε κάποιο νησί για τη μεγάλη της έπαρση. Αν οι άνδρες στείλουν αναγγελία διαζυγίου, θα πρέπει να ερευνηθούν οι εξής τρεις κατηγορίες: επιθυμούν να αποκηρύξουν μια μοιχαλίδα, μάγισσα ή μαστροπό; Αν κάποιος άνδρας διώξει τη σύζυγό του η οποία δεν έχει αποδεδειγμένα σχέση με αυτές τις κατηγορίες, θα πρέπει να της επιστρέψει όλη την προίκα και ο ίδιος να μην ξαναπαντρευτεί. Αν πράγματι πράξει κάτι τέτοιο, επιτρέπεται στην τέως σύζυγο να εισέλθει στο σπίτι του και να μεταβιβάσει στον εαυτό της όλη την προίκα της δεύτερης συζύγου, ως αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστη.»(G. Clarck, Οι γυναίκες στην όψιμη αρχαιότητα, σ.52)
Οι βυζαντινοί βασιλείς επεδίωκαν την ενίσχυση των οικογενειακών θεσμών και τον περιορισμό του διαζυγίου. Μάλιστα ο Λέων Γ΄ κατήργησε το συναινετικό διαζύγιο. Επιπλέον η χωριστή ιδιοκτησία αντικαταστάθηκε από το αδιαίρετο σύνολο της οικογενειακής περιουσίας (προίκα + προγαμιαία δωρεά). Μετά τον θάνατο του συζύγου η περιουσία μπορούσε να μοιραστεί εξίσου στη γυναίκα και στα παιδιά.
Η σχέση της γυναίκας με τον άντρα της ήταν μια σχέση δούλου προς τον αφέντη του. Έπρεπε πάντα να τον πλησιάζει με το φόβο και την ντροπαλότητα της πρώτης φοράς.
Η μοιχαλίδα γυναίκα μπορούσε να σκοτωθεί από το σύζυγό της. Αργότερα επί Λέοντος Σοφού η ποινή αυτή μετριάσθηκε σε κόψιμο της μύτης και διαπόμπευση. Εννοείται ότι η ποινή που ίσχυε για τις γυναίκες μοιχαλίδες δεν εφαρμοζόταν στους άνδρες μοιχούς. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (ο οποίος βλέπει ότι η μοιχευόμενη γυναίκα τιμωρείται, ενώ ο μοιχός θεωρείται ανεύθυνος) φωνάζει: «ου δέχομαι ταύτην την νομοθεσίαν, ουκ επαινώ την συνήθειαν». Να σημειωθεί ότι ο άντρας θεωρείται μοιχός μόνο όταν έχει σχέση με παντρεμένη γυναίκα και μάλιστα μοιχός όχι έναντι της γυναικός του, αλλά μόνο έναντι του συζύγου της άλλης γυναίκας.
πηγές
Οι αρχαίες Ελληνίδες φορούσαν στην πλειοψηφία τους εξαιρετικής τέχνης κοσμήματα. Εδώ θα δούμε κάποια από αυτά τα οποία ανήκουν στις συλλογές μεγάλων Μουσείων ή δημοπρατήθηκαν σε ιδιωτικές συλλογές, τα περισσότερα από την Ελληνιστική εποχή…
Ancient Greek women used to wear fabulus jewels. Here we can see some of them, which are exposed in the famous Museums, mosltly from the hellenistic times …
Το διαζύγιο δεν είναι μια καινούρια συνήθεια. Πάντα οι άνθρωποι όταν δεν επιθυμούν να είναι για διάφορες αιτίες μαζί βρίσκουν τρόπο να διαλύσουν τον οικογενειακό δεσμό καταφεύγοντας στα δικαστήρια. Μελετώντας τις δικαστικές υποθέσεις στη Λέσβο του τέλους του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα η εργασια της Μ.Σταματογιαννοπούλου μας βοηθά να καταλάβουμε τις αιτίες που οδηγούν τα ζευγάρια να διαλύσουν τη συμβίωση περίπου μια εκατονταετία παλαιότερα και ως πιο βαθμό ήταν ανεκτική η κοινωνία σε καταστάσεις που σήμερα δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε οτι συνέβαιναν.
Γράφει η συγγραφέας: «Πίσω όμως από κάθε αγωγή ή ανταγωγή βρίσκονται οι πρωταγωνιστές: οι δύο αντίδικοι. Περιγράφουν τη συζυγική σχέση, την πορεία προς την κατάσταση ρήξης ή την εγκατάλειψη, σκιαγραφούν τις αιτίες που τους οδηγούν στο αίτημα της ικανοποίησης τους, ή «ξαναγράφουν» μιαν άλλη ιστορία, πλάι σ’ αυτήν του αντίδικου μέρους. Έτσι, αφουγκραζόμαστε συνήθως δύο φωνές: αυτού που ενάγει και του άλλου που ενάγεται. Άλλοτε η μία εμφανίζεται να συμπληρώνει την εικόνα που δίνει η άλλη, άλλοτε διαγράφει την πρώτη εικόνα εμφανίζοντας μίαν άλλη. Η αγωγή λύσης του γάμου αποτελεί συχνά την τελική φάση σε μια διαδικασία ρήξης και χωρισμού του συζυγικού ζεύγους. Το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο εξαντλεί —όταν αυτό είναι δυνατό— το «πνευματικό μέρος)) της αποστολής του που συνίσταται στην προσπάθεια συμφιλίωσης των συζύγων. Έχει επίσης τη δυνατότητα να επιβάλει «τοπική διάσταση», προσωρινό δηλαδή χωρισμό για ορισμένη περίοδο — για τρεις έως έξι συνήθως μήνες, ή και να υποχρεώσει το σύζυγο στην καταβολή ενός μηνιαίου ποσού για τη διατροφή της συζύγου. Κατά τα έτη 1884-1895 εγείρονται ενώπιον του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου Μυτιλήνης 25 αιτήσεις διατροφής και 28 κατά τα έτη 1908- 1910, 53 δηλαδή αγωγές για την περίοδο που εξετάζουμε. Η αγωγή διατροφής της συζύγου και των τέκνων, εφόσον υπάρχουν, εγείρεται εναντίον του συζύγου που έχει εγκαταλείψει τη συζυγική οικία. Η εγκαταλελειμμένη σύζυγος ζητά να «υποχρεωθεί» ο σύζυγος να συμβιώσει μαζί της, «εν εναντία δε περιπτώσει» να τη διατρέφει. Στόχος της γυναίκας είναι η επιστροφή του άνδρα στη συζυγική οικία. Η διατροφή αποτελεί επομένως υποχρέωση του συζύγου προς τη σύζυγο, εφόσον υφίσταται ο συζυγικός δεσμός. Δεν αποτελεί δηλαδή δικαίωμα της συζύγου μετά τη λύση του γάμου. Το διαζύγιο λύει την υποχρέωση του συζύγου, όπως λύει και οποιαδήποτε έννομη σχέση μεταξύ των συζύγων. Αφαιρεί εξάλλου από τον άνδρα τη διαχείριση της προίκας της γυναίκας του, καθώς η προίκα επιστρέφει στη σύζυγο . Το μέτρο της διατροφής δεν προϋποθέτει την ύπαρξη παιδιών. Έτσι, σε 15 από τις 25 αιτήσεις των ετών 1884-1895 και σε 15 από τις 28 αιτήσεις των ετών 1908-1910 εμφανίζονται παιδιά.»
Για να δούμε τώρα τους κύριους λόγους που οδηγούσαν τα ζευγάρια στα δικαστήρια:
«Οι αγωγές διαζυγίου εμφανίζουν υπεύθυνο τον ένα από τους δύο συζύγους. Το μέρος που καταφεύγει στο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο ζητώντας να διευθετηθεί το πρόβλημα του επικαλείται τον κύριο, αλλά και δευτερεύοντες λόγους, που το ωθούν στην κίνηση αυτή. Το άλλο μέρος απαντά, δίνοντας τη δική του εκδοχή »
1. Η διαφωνία για τον τόπο διαμονής των συζύγων αποτελεί συχνή αιτία σύγκρουσης.
Η γυναίκα είναι συνδεδεμένη με την πατρώα οικία και δεν επιθυμεί εύκολα να φύγει απο αυτή. Πολλές φορές η άρνηση να ακολουθήσει η γυναίκα το σύζυγο την οδηγεί στο να δημιουργήσει νέα σχέση, κάτι που οδηγεί το δικαστήριο να εκδικάσει σε βάρος της την υπόθεση. Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής η γυναίκα πράγματι οφείλει να ακολουθεί το σύζυγο στον τόπο εργασίας του και επομένως και διαμονής του, αλλά όταν πρόκειται για σταθερή διαμονή. Όταν ο σύζυγος έχει διαρκώς διαφορετική κατοικία τότε το διαζύγιο βγαίνει εις βάρος του. Άλλη αιτία διαζυγίου είναι η επιμονή του συζύγου να πουλήσει η γυναίκα την πατρώα οικία και να μείνουν αλλού. Ένας αγωγιάτης από τον Άνω Χάλικα, παντρεύεται στην Αγία Μαρίνα, όπου βρίσκεται και η προικώα οικία. Ο ίδιος ισχυρίζεται, ένα χρόνο μετά το γάμο, όταν ενάγεται από τη σύζυγο του για εγκατάλειψη της συζυγικής οικίας, ότι κατά τη σύνταξη του προικοσυμφώνου είχε συμφωνηθεί να πωληθεί η προικώα οικία και να κτισθεί νέα, στον Άνω Χάλικα, όπου πρέπει να μένει για λόγους εργασίας. Στην επιμονή του να πωληθεί η προικώα οικία, η γυναίκα απαντά ότι «προς το παρόν ουδέν δύναται να πράξη, όμως άφου συνετισθη καί συζήση μετ’ αυτής επί τίνα χρόνον εν αρμονία δύναται κατόπιν καί αύτη να θυσιάση τι ύπερ αύτου» . Η θυσία λοιπόν της συζύγου προϋποθέτει εξετάσεις καλής διαγωγής από το σύζυγο και το δικαστήριο συμφωνεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις διαφωνίας και σύγκρουσης των συζύγων ο κανόνας —η γυναίκα οφείλει να ακολουθεί τον άνδρα— αντιτίθεται στην πρακτική: την κατοχή της συζυγικής οικίας από τη γυναίκα και την πρόσδεση της με αυτήν και το συγγενειακό της δίκτυο . Επομένως, όσες φορές εμφανίζεται ως αιτία σύγκρουσης ο τόπος διαμονής του συζυγικού ζεύγους, πρόκειται για άρνηση της γυναίκας να απομακρυνθεί από το χώρο που κοινωνικά και συμβολικά την προσδιορίζει στην τοπική κοινωνία, και αυτή είναι αποδεκτή από το δικαστήριο. Αρκετές είναι οι περιπτώσεις στις οποίες ο σύζυγος ισχυρίζεται ότι η γυναίκα του, τον «άπέβαλε», τον «έξεδίωξε» από την προικώα οικία.
Ένας γεωργός από το Πλωμάρι το 1890 καταφεύγει στο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο και ζητά να υποχρεωθεί η γυναίκα του να τον δεχθεί στη συζυγική οικία, από όπου τον έδιωξε, μετά από δεκατρία έτη έγγαμης συμβίωσης. Εκείνη όμως απαντά ότι «μόνος εγκατέλειψε την οίκίαν του … επειδή [αύτη] δεν παρεδέχετο να εκποίηση τα κτήματα της και οίκίαν». Ακόμη και στην περίπτωση που η εκδίωξη επινοείται για να αποφύγει ο σύζυγος τις έννομες συνέπειες, η συχνή αναφορά της υποδηλώνει μία παγιωμένη πρακτική. Το προνόμιο της κατοικίας είναι στα χέρια της γυναίκας που το χρησιμοποιεί και το καθιστά αντικείμενο διαπραγμάτευσης της συζυγικής σχέσης. Το χρησιμοποιεί με την άρνηση της να ακολουθήσει τον σύζυγο σε άλλη κατοικία, με την άρνηση της να συμφωνήσει στην εκποίηση της προικώας οικίας, με την αποπομπή τέλος του συζύγου από το χώρο της. Και τα τρία αυτά παραδείγματα μαρτυρούν ότι η γυναίκα δεν προσκολλάται στο σύζυγο, αλλά στην προικώα οικία. Ο δε σύζυγος, από τη μητρική προικώα οικία, όπου έχει ήδη εσωτερικεύσει τις ενδοοικογενειακές ισορροπίες, μετακινείται, ενήλικας πια, στην προικώα οικία της συζύγου του.
2. Εγκατάλειψη και συμβίωση με άλλη γυναίκα
Η εγκατάλειψη της συζυγικής οικίας αποτελεί το συχνότερο λόγο λύσης του γάμου εξ υπαιτιότητος του άνδρα. Η σύζυγος οφείλει να εξαντλήσει την τριετία που προβλέπεται, για να καταφύγει στο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, η δε εγκατάλειψη πρέπει να είναι συνεχής. Μπορούμε να διακρίνουμε δύο διαφορετικές μορφές εγκατάλειψης: στη μία περίπτωση ο σύζυγος φεύγει αμέσως μετά το γάμο, «άνευ ουδεμίας προφάσεως και αφορμής»στην άλλη περίπτωση έχει προηγηθεί, για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, έγγαμη συμβίωση, που χαρακτηριστικό της είναι οι συνεχείς συγκρούσεις Στην πρώτη περίπτωση λίγες ημέρες, λίγες εβδομάδες, λίγους μήνες μετά το γάμο, ο σύζυγος εγκαταλείπει τη συζυγική οικία. Πρόκειται συχνά για «εργάτες», που απασχολούνται στη Λέσβο, όσο και σε περιοχές της Μικράς Ασίας. Σε κάποια μετακίνηση τους στην «Ανατολή» παραμένουν εκεί και δεν ξαναγυρίζουν. Στην εκδίκαση της υπόθεσης ο εναγόμενος είναι απών και δεν υπάρχει απάντηση στις αιτιάσεις της συζύγου. Η εγκατάλειψη εμφανίζεται χωρίς κίνητρο καθώς η σύζυγος αναφέρει απλά ότι «άνευ νομίμου λόγου και αφορμής» εγκαταλείπεται.
Στη δεύτερη περίπτωση, η κατάσταση είναι διαφορετική. Η σύζυγος υπομένει συνήθως τη βάναυση ή ανοίκεια συμπεριφορά του συζύγου για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου ακριβώς την εγκαταλείψει. Τότε ζητά διατροφή ή διαζύγιο. Το ερώτημα που θέτουμε εδώ είναι το εξής: αν ο άνδρας δεν εγκατέλειπε την προικώα οικία, θα ζητούσε η γυναίκα τη λύση του γάμου (για βάναυση ή ανοίκεια συμπεριφορά του συζύγου); Δηλαδή, ποιο είναι το όριο ανοχής της συζύγου απέναντι στον ανάρμοστα συμπεριφερόμενο σύζυγο; Από ό,τι φαίνεται, καθώς η πλειονότητα των αγωγών διαζυγίου που κατατίθενται από τις συζύγους αναφέρεται στην εγκατάλειψη της συζυγικής οικίας, το όριο ανοχής της συζύγου δεν εξαντλείται και δεν συνδέεται με την επαναλαμβανόμενη ανοίκεια συμπεριφορά, παρά όταν πλέον η σύζυγος εγκαταλείπεται. Η βάναυση συμπεριφορά δεν αποτελεί τον κεντρικό λόγο πάνω στον οποίο στηρίζονται οι αγωγές. Η εξωσυζυγική ερωτική σχέση τιμωρείται παραδειγματικά στο πρόσωπο της συζύγου , ενώ από το σύζυγο απαιτείται η διόρθωση, με την επιστροφή στη συζυγική οικία. Τη διαφορετική αυτή αντιμετώπιση των «αθέμιτων» σχέσεων των συζύγων αποτυπώνει με σαφήνεια το 1894 ένας κρεοπώλης του Πλωμαρίου. Η σύζυγος του έχει επιτύχει την έκδοση απόφασης της δημογεροντίας, που επικυρώνει το Μητροπολιτικό Συμβούλιο Μυτιλήνης. Με αυτή την απόφαση, ο άνδρας της, που συζεί με «παλλακίδα» και έχει αποκτήσει μαζί της παιδιά, υπο χρεώνεται να καταβάλλει «σιτηρέσιον» (διατροφή) στη σύζυγο και τα παιδιά του που εγκατέλειψε. Εκείνος ισχυρίζεται ότι η γυναίκα του τον απέβαλε πριν από πέντε χρόνια από την προικώα οικία, «μεθ’ ολας δε τάς προτροπάς μου δεν εδέχθη έκτοτε να συζήσωμεν άρμονικώς». Και συνεχίζει: «Επειδή, και αν θεωρηθή αληθής ό ισχυρισμός αυτής δτι συζώ μεθ’ ετέρας γυναικός, τούτο δεν δικαιολογεί την άντίδικόν του να μή με παραδέχεται εις την οίκίαν της. Είναι δε μωρά καί παράλογος ή αιτιολογία … δτι δήθεν παρεβίασα την συζυγικήν πίστιν. Τήν παραβίασιν της συζυγικής πίστεως ό νόμος τιμωρεί αυστηρώς εις το πρόσωπον της γυναικός, ή δε κοινωνία θεωρεί την τιμήν του ανδρός δεινώς προσβαλλομένην υπό τοιαύτης παραβιάσεως, ουδόλως δμως έγγίζουσι τήν τιμήν της γυναικός αϊ παρεκτροπαί του ανδρός». Το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο θα εκδώσει διαζύγιο σε βάρος του συζύγου, γιατί, όπως φαίνεται, η ρητορική του κειμένου απέχει από την πραγματικότητα της εγκατάλειψης. Η νέα αθέμιτη σχέση του συζύγου συνάπτεται κάποτε με πρόσωπο του συγγενειακού δικτύου: ο σύζυγος συμβιώνει με τη νύφη του , ενώ προτιμάται επίσης η δεύτερη εξαδέλφη . Οι σχέσεις αυτές προϋπάρχουν κάποτε του γάμου, οπότε η εγκατάλειψη της συζύγου σημαίνει την επιστροφή στην προηγούμενη ερωτική σχέση, την οποία ο γάμος δεν αποδυναμώνει. Στην εγκαταλειμμένη σύζυγο προσφέρονται δύο δυνατότητες από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο: να απαιτήσει από το σύζυγο να τη διατρέφει μέχρις ότου επιστρέψει στη συζυγική οικία ή να ζητήσει λύση του γάμου μετά από τρία έτη συνεχούς απουσίας. Να συνδυάσει επίσης και τα δύο: διατροφή στην αρχή, διαζύγιο μετά από τρία έτη. Σε αρκετές περιπτώσεις διαζυγίων έχουν προηγηθεί αγωγές διατροφής, αλλά φαίνεται πως η απόφαση του δικαστηρίου για διατροφή δεν εκτελείται, ειδικά στις περιπτώσεις εγκατάλειψης της συζυγικής οικίας και συμβίωσης με άλλη γυναίκα.
3. Γυναικεία κινητικότητα και ανυπακοή
Η εγκατάλειψη του συζυγικού οίκου, αν και αποτελεί την κυρίαρχη στον ανδρικό πληθυσμό πρακτική, απαντάται και από την πλευρά των γυναικών. Είναι η περίπτωση της συζύγου που εγκαταλείπει τη συζυγική οικία «χωρίς την άδεια» του συζύγου. Η εγκατάλειψη της συζυγικής οικίας από τη γυναίκα συνδέεται βασικά με την αναζήτηση χρηματικών πόρων. Οι αγορές εργασίας που καθιστούν δυνατή την έξοδο από τη συζυγική οικία είναι δύο: μία τοπική και μία απομακρυσμένη. Στην τελευταία η γυναίκα ακολουθεί την κινητικότητα του ανδρικού πληθυσμού του νησιού προς τα μικρασιατικά παράλια. :Στη δεύτερη περίπτωση, οι ανάγκες της τοπικής κυρίαρχης ομάδας σε υπηρετικό προσωπικό διευρύνουν την τοπική αγορά εργασίας και επιτρέπουν στις γυναίκες των φτωχών στρωμάτων της πόλης και της κοντινής περιφέρειας της να ανταποκριθούν θετικά σ’ αυτή την προσφορά εργασίας. Οι σύζυγοι διαμαρτύρονται ότι οι γυναίκες τους πηγαίνουν «εις ξένας εργασίας» χωρίς την έγκριση τους, ότι «αναχωρούν», «άνευ της θελήσεως τους» «εις ξένας οικίας». Άλλοτε ο σύζυγος κατηγορεί την σύζυγο για «ακόλαστο βίο» και ζητά διαζύγιο επί μοιχεία, ενώ εκείνη δηλώνει ότι απλώς εργάζεται «εις ξένας εργασίας» καθώς δεν αρκούν όσα της στέλνει ο σύζυγος από την Αμερική προς διατροφή των παιδιών της. Πόσο «επικίνδυνες» απέναντι στους συζύγους καθιστά τις γυναίκες η απόκτηση χρηματικών εισοδημάτων και η καθημερινή επαφή με τις «αστές» κυρίες τους σε συνδυασμό με την ιδιοκτησία επί της συζυγικής οικίας; Υπάρχει ωστόσο και η περίπτωση της οργάνωσης από τον άνδρα της εξόδου της γυναίκας από τη συζυγική οικία. Μιας οργάνωσης της οικογενειακής ζωής και μιας επιδίωξης αύξησης του οικογενειακού εισοδήματος που συναντά την άρνηση της γυναίκας. Η πηγή μας εμφανίζει ένα γνωστό στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία παράδειγμα: η σύζυγος θα εργαστεί ως τροφός στην πόλη, ενώ το δικό της παιδί τοποθετείται επίσης σε τροφό, συνήθως όμως στην ενδοχώρα. Είναι προφανές ότι η οικονομική αποδοτικότητα αυτής της πρακτικής συνίσταται στην υψηλότερη αμοιβή της τροφού που τοποθετείται σε αστική οικογένεια. Αναφέρεται μάλιστα υψηλή θνησιμότητα στα βρέφη που τοποθετούνται σε τροφούς της υπαίθρου . Ανάλογη είναι η περίπτωση της Ζωγραφιάς: «άμα δε έγέννησα το πρώτον μου θυγάτριον με υποχρέωσε [ό σύζυγος] καί έμβήκα τροφός … το δέ τέκνον μου έδωκε να περιποιείται ξένη γυνή…». Το παιδί της πεθαίνει σε ηλικία τριών μηνών στα χέρια της τροφού του. Αποκτά ένα ακόμη «θυγάτριον» και ο αγωγιάτης σύζυγος που μένει μαζί της στη Μυτιλήνη οργανώνει εκ νέου την οικογενειακή ζωή: «μέ βιάζει καί πάλιν να εμβω τροφός. Αλλ’ έγώ, αίσθανομένη εισέτι τον πόνον τουθανάτου του πρώτου μου τέκνου καί φοβούμενη μήπως αν το αφήσω εις ξένην γυναίκα χάσω καί τούτο, ου δόλως στέργω να υπακούσω τήν διαταγήν του συζύγου μου» , που γι’ αυτό το λόγο της φέρεται βάναυσα και στο τέλος την εγκαταλείπει. Η γυναίκα περιγράφει με σαφήνεια το όριο υπακοής απέναντι στο σύζυγο — όχι ανοχής, γιατί μετά την εγκατάλειψη της πηγαίνει να τον βρει στο σπίτι της αδελφής του. Ζητά διατροφή και όχι λύση του γάμου.
Χαρακτηριστικό είναι το γράμμα αδελφής προς αδελφή σε σχέση με το όριο ανοχής της γυναίκας στη συζυγική σχέση αυτή την εποχή. «…δεν θα το βαστάξω … δέν ημπόρεσες να πάς στα φισικά του άντρου σου … πώς αποφάσισες καί αφίσες τον άντρα σου … σε παρακαλώ να πάς στην πεθερά σου να φιλίσεις χέρια καί ποδάρια να μην τύχει καί πα ή δουλειά ως το τέλος … καί τί απόφαση έκανες καί έξεχώρισες τα παιδιά καί τον άντρα σου πόπρεπε να σε διώχνει από την πόρτα καί συ έπρεπε να μπαίνεις άπο το παραθύρι … μονής εφιγες άπο την ευχαρί στηση σου το ξύλο έφοβήθηκες ας σε σκότωνε εκεί κάτω κι οχι να σηκωθείς νά φύγεις … να αποχωριστώ το Γαμπρό μου μοί έρχεται θάνατος … εμάς αυτός ό Γαμπρός μας είναι ό πρώτος μας καί Άξιος … ολα τα σφάλματα Αδελφή είναι δικά σου ποτέ άνθρωπος χωρίς σφάλμα δέν δέρνεται ούτε μαλλώνεται…»
4. Η γυναικεία «παρεκτροπή»
Τα περισσότερα διαζύγια που εκδίδονται εξ υπαιτιότητος της συζύγου έχουν ως λόγο, όπως ήδη αναφέραμε, τη μοιχεία. Η τελευταία αποτελεί την κατεξοχήν παραβίαση των ορίων στη συζυγική σχέση; Ή , η «έξ ανάγκης», όπως διατείνονται οι παρεκτρεπόμενες σύζυγοι, συμβίωση με έναν άλλο άνδρα, τις καθιστά αποδεκτές μέσα στην κοινότητα; «Έξ ανάγκης» λοιπόν ισχυρίζεται ότι συμβιώνει με άλλον άνδρα μία γυναίκα από το Πλωμάρι, που το 1909 ζητά τη λύση του γάμου, σε βάρος του συζύγου, για εγκατάλειψη. Ο από εξαετίας σύζυγος της ισχυρίζεται κατά την εκδίκαση της αγωγής ότι ενώ αυτός «δέχεται να συμβίωση … αύτη αρνείται» γιατί έχει σχέσεις με άλλον. Η σύζυγος, στην επόμενη συνεδρίαση, «ομολογεί οτι πράγματι άγαπα άλλον τον όποιον προτίθεται να νυμφευθη … άλλα οτι την εγκατέλειψε [ό σύζυγος της]». Το διαζύγιο εκδίδεται εις βάρος της. Το 1891, ένας γεωργός από τον Παλαιόκηπο, ζητά να διαζευχθεί τη σύζυγο του. Στην αγωγή αναφέρει ότι μόλις είκοσι μέρες συμβίωσαν γιατί μετά τον έδιωξε από τη συζυγική εστία και «έκτοτε» συζεί με άλλον «μεθ’ οδ έτεκνοποίησε» . Στη συνεδρίαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου εκείνη ισχυρίζεται ότι ο σύζυγος της την εγκατέλειψε, «άναγκασθείσα κατόπιν ένεκα ανέχειας να συζη μεθ’ ον διαβάλλεται εν παρανομία». Ο σύζυγος προτρέπεται να «παράβλεψη τα πάντα και να συζήση», αλλά η παραίνεση δεν γίνεται απο δεκτή
Η «έπ’ αυτοφώρω» σύλληψη της γυναίκας αποτελεί μίαν άλλη μορφή διασυρμού.. Λειτουργεί όμως και συμβολικά: η μοιχός ξεσκεπάζεται, εμφανίζεται «γυμνή», χάνει ό,τι τότε την προστάτευε, την εκάλυπτε. Ακριβώς όπως στην περίπτωση της συζύγου που συλλαμβάνεται μία νύχτα στην παραλία της Μελίντας, κοντά στο Πλωμάρι, στο μαγαζί του εραστή της: «τυλιγμένη εντός έφαπλώματος έκοίτετο του μικρού σοφά. «Εσυρον το έφάπλωμα και ειδον δτι … ήτο με ανοικτά στήθη και με λυμένο βρακί» . Η μοιχεία αποτελεί ακόμη περισσότερο παραβίαση των ορίων της κοινότητας όταν η γυναίκα διατηρεί σχέσεις «ουχί μόνον μετά Χριστιανών, άλλα και μετ’ αυτών τών αλλοφύλων». Ίσως γι’ αυτό το λόγο αποτελεί τη μόνη από τις περιπτώσεις μοιχείας όπου ο σύζυγος πείθεται να δεχθεί τη γυναίκα του στη συζυγική οικία, έπειτα από προτροπές του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και τη διαβεβαίωση ότι η αίτηση διαζυγίου που έχει καταθέσει θα ενεργοποιηθεί, εάν η σύζυγος υποπέσει σε νέο παράπτωμα.
5. Η φυσική και κοινωνική ανικανότητα
Η αίτηση λύσης του γάμου από τη σύζυγο εμφανίζει σε ορισμένες περιπτώσεις έναν ανίκανο — με την έννοια του μη χρήσιμου συζύγου. Πότε λοιπόν ο σύζυγος είναι χρήσιμος στη σύζυγο και στην οικογένεια του και πότε γίνεται άχρηστος και ως εκ τούτου ανεπιθύμητος ως περιττός;. Η αποπομπή του συζύγου από τη συζυγική οικία συνδέεται και με την ικανότητα του να διατρέφει τη σύζυγο και τα υπόλοιπα μέλη του οίκου. Υπάρχει και η πλευρά της φυσικής ανικανότητας, η οποία καθιστά μεν το σύζυγο «κοίτης άπρακτουντα» , αλλά όχι υποχρεωτικά κοινωνικά άχρηστο, όταν εξακολουθεί να φέρει το βάρος της «οικογενειακής ευθύνης». Όταν όμως η φυσική συνοδεύεται από κοινωνική ανικανότητα, τότε είναι συνολικά ανίκανος
Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις όπου ο σύζυγος καταθέτει αγωγή διαζυγίου λόγω ανίατης ασθένειας της συζύγου του που οδηγεί στην αδυναμία συνάφειας. Σε μία περίπτωση το διαζύγιο εκδίδεται προς αποφυγή «της δια της τεκνοποιήσεως διάδοσιν της νόσου»πρόκειται για «έλεφαντίαση» ή «σύφιλη» , σε άλλη ο σύζυγος ζητά τη λύση του γάμου λόγω αδυναμίας συνεύρεσης των συζύγων: εδώ η σύζυγος συναινεί στο διαζύγιο, αν και αρνείται την κατηγορία, για να σταματήσει να προσφέρει το όνομα και την υπόληψη της «ως ύλην ομιλίας εις τους αργούς της πόλεως» .
6. Αστοί σύζυγοι και εγκατάσταση στο σπίτι του συζυγου
Λίγες είναι οι υποθέσεις συζυγικών διαφορών που αφορούν σε μέλη αυτής της ομάδας. Εδώ εμφανίζονται αφενός σύζυγοι οικονομικά εύρωστοι, τους οποίους έρχεται να ενδυναμώσει και ενισχύσει μία αξιοσημείωτη σε κινητές και ακίνητες αξίες προίκα και αφετέρου θυγατέρες μορφωμένες που μεταφέρουν αυτή την προίκα στον οίκο του συζύγου. Το ενδιαφέρον βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι η γυναίκα εγκαθίσταται σε κατοικία του συζύγου της . Πώς εμφανίζεται η σύγκρουση και ρήξη του συζυγικού δεσμού σ’ αυτή την ομάδα; Οι αγωγές του συζύγου είναι επιθετικές και με έντονη την προσπάθεια εξευτελισμού του άλλου μέρους ενώ αυτές της συζύγου είναι υπεροπτικές και περιφρονητικές προς το σύζυγο.Η αστή, καλλιεργημένη σύζυγος περιφρονεί βαθύτατα τον αστό, έμπορο σε όλα τα επίπεδα των σχέσεων του, σύζυγο.
Ο καθορισμός της υπαιτιότητας στην έκδοση διαζυγίου, ο προσδιορισμός δηλαδή του υπαίτιου της ρήξης της συζυγικής σχέσης, παράγει ορισμένα αποτελέσματα: ο υπαίτιος δεν έχει συνήθως δικαίωμα να τελέσει δεύτερο γάμο . Μία άλλη συνέπεια της υπαιτιότητας αφορά στα περιουσιακά στοιχεία των συζύγων που συνδέθηκαν μέσω του γάμου: στο υπαίτιο μέρος δεν επιστρέφονται οι κινητές ή ακίνητες αξίες που έχει φέρει μαζί του στο γάμο.Στα 1887, ένας γιατρός της Μυτιλήνης που ζητά να λυθεί ο γάμος του λόγω ανικανότητας της γυναίκας προς συνάφεια, απαιτεί την —αξιόλογη— προίκα της συζύγου του. Στην αγωγή διαβάζουμε: «αν μεν ό άνήρ είναι αίτιος της διαζεύξεως υποβάλλεται αυτός εις την έπιστροφήν της προικός καί απώλειας της προγαμιαίας δωρεάς, αν δε ή γυνή, εις την έπιστροφήν της προγαμιαίας δωρεάς καί την άπώλειαν της προικός της … ούτω δε ή προίξ καί ή προγαμιαία δωρεά άνήκουσιν εις την απόλυτον κυριότητα του αναίτιου» . Αγνοούμε ωστόσο αν αυτή η ρύθμιση εφαρμόζεται στην πράξη.
Το διαζύγιο ποτέ δεν ήταν απλή υπόθεση παρόλα αυτά διαπιστώνουμε οτι τα ήθη της κοινωνίας του τέλους του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα ήταν περισσότερο αυστηρά για τις γυναίκες από οτι για τους άνδρες ενώ η ανοχή της κοινωνίας αυξανόταν από τη στιγμή που ο άνδρας δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του κοινωνικού του ρόλου. Η κοινωνική υπόσταση λοιπόν υπερείχε του ιδιωτικού βίου μέσα στον οποίο φαίνεται οτι σχεδόν όλα καλύπτονταν από το «τα εν οικω μη εν δήμω» εις βάρος συνήθως των γυναικών και των αναγκών τους.
Το άρθρο είναι επιλογή στοιχείων από την παρακάτω εργασία:
ΣΤΑΜΑΤΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΜΑΡΙΑ. ΜΑΚΡΑΝ ΚΟΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΗΣ. ΟΙ ΣΥΖΥΓΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ ΤΟΥ 1900. Μνήμων, [S.l.], v. 16, p. 107-138, Ιαν. 1994. ISSN 2241-7524. Διαθέσιμο από http://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/8256/8328
Ημερομηνία πρόσβασης: 15 Νοέ. 2016 doi:http://dx.doi.org/10.12681/mnimon.562.