Σε αυτό το μπλόγκ μας έχει ξανα-απασχολήσει η δουλειά του Kim de Molaener σε παλαιότερο άρθρο μας. Τώρα από το προσωπικό προφίλ του φωτογράφου στο instagram παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτής της δουλειάς που ολοένα γίνεται και πιο ενδιαφέρουσα.
Να θυμίσουμε οτι οι φωτογραφίες του Βέλγου Kim de Molaener απεικονίζουν τα παραδοσιακά κοστούμια της συλλογής του χοροθεάτρου Δώρα Στράτου
Σας δείχνουμε λίγη ακόμη δουλειά του Kim ελπίζοντας να σας αρέσει, όπως άρεσε και σε μας. Για όσους έχουν προφίλ στο instagram μπορείτε να αναζητήσετε τον kimdemolaener και να τον ακολουθήσετε για να βλέπετε την συνέχεια της δουλειάς αυτής.
Μια επίσκεψη στη Βόρεια Εύβοια και στη Λίμνη Ευβοίας θα είναι ελλιπής αν κάποιος παραλείψει να επισκεφτεί την Συλλογή Παραδοσιακών Φορεσιών της Ελλάδας του κυρίου Ανδρέα Πέρη.
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Η αλήθεια είναι ότι είχα υποσχεθεί στον κ. Πέρη να περάσουμε από το Μουσείο του από πολύ καιρό. Πριν δύο χρόνια γνωριστήκαμε με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου μου «Παραδοσιακές Ελληνικές Φορεσιές Βόρεια Εύβοια», (εκδ. Φυλάτος, 2014) στην γραφική κωμόπολη της Λίμνης, αλλά δεν στάθηκε δυνατό να βρεθεί ένα απόγευμα ελεύθερο, ώστε να απολαύσουμε με την ησυχία μας την συλλογή του. Φέτος όμως το πήραμε απόφαση. Έτσι νωρίς το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης βρεθήκαμε έξω από την πόρτα του παραδοσιακού κόκκινου σπιτιού του, έχοντας ειδοποιήσει τον κ. Πέρη από μέρες, ώστε να μας περιμένει για να μας ξεναγήσει.
Ο κύριος Ανδρέας Πέρης- Παπαγεωργίου αποτελεί ένα από τα μεγάλα – εν ζωή- κεφάλαια της κωμόπολης της Λίμνης. Χορευτής, χορογράφος και τέως διευθυντής της Επαγγελματικής Σχολής Χορού και του «Ελληνικού Χοροδράματος» της Ραλλούς Μάνου, ο κύριος Πέρης ασχολήθηκε εδώ και πολλά χρόνια με την έρευνα της μουσικοχορευτικής παράδοσης της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Λίμνης Ευβοίας, και έγινε ιδρυτής και πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Παραδοσιακών Χορών «Το Λύμνι».
Στο παραδοσιακό Λιμνιώτικο σπίτι του, που χτίστηκε το 1895 κοντά στην κεντρική εκκλησία της Παναγίας και κληρονόμησε από τη μητέρα του, Ευαγγελία Αργυροπαίδου-Παπαγεωργίου, ο κ. Πέρης εκθέτει την εκτεταμένη ιδιωτική του Συλλογή Εθνικών αυθεντικών Ενδυμασιών που καλύπτουν σχεδόν όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Στις βιτρίνες μετρήσαμε περισσότερα από 80 σύνολα ενδυμάτων που εκτίθενται σε δύο αίθουσες (ισόγειο και υπόγειο) ενώ η συνολική συλλογή περιλαμβάνει τουλάχιστον τριπλάσια κομμάτια. Τα κομμάτια της συλλογής χρονολογούνται από τον πρώιμο 19ο αιώνα, ίσως και νωρίτερα και φτάνουν μέχρι τα μέσα του 20ου.
Ο κ. Πέρης μας αφιέρωσε ένα ολόκληρο απόγευμα να μας ξεναγήσει στα εκθέματα της συλλογής του και να μοιραστεί μαζί μας την πολύτιμη εμπειρία του, ως συλλέκτης και ερευνητής τα τελευταία πενήντα χρόνια . Για κάθε άνθρωπο που αγαπά τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό και μαγεύεται από την έμφυτη καλαισθησία και τον ενδυματολογικό πλουραλισμό των προγόνων μας, η ξενάγηση του κ. Πέρη μπορεί πραγματικά να ταξιδέψει τον ακροατή μέσα στο χρόνο. Αυτό που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι το χαρακτηριστικό πάθος του, ένα πάθος που τον διατηρεί σε πνευματική ακμή και το οποίο είναι και η κινητήρια δύναμη για τα όσα κάνει.
Ο κύριος Πέρης μας μίλησε αναλυτικά για την ιστορία της Λίμνης και την ενδυματολογική της ιδιαιτερότητα σε αντίθεση με τα υπόλοιπα χωριά της Βόρειας Εύβοιας. Όπως είδαμε, η Λίμνη έχει νησιώτικη κουλτούρα. Οι Λιμνιώτισσες φορούσαν νησιώτικες ενδυμασίες με φουστάνι σε αντίθεση με τις γυναίκες των όμορων χωριών που φορούσαν τα σεγκούνια, ενώ οι άντρες είχαν ως γιορτινή φορεσιά τους την γαλάζια βράκα, που διαφοροποιείται χρωματικά από τις σκούρες μπλέ νησιώτικες βράκες. Η βαφή τους γινόταν με λουλακί χρώμα του εμπορίου και στη συλλογή του κ. Πέρη περιλαμβάνεται εκτός από τις ενδυμασίες κι ένα μεγάλο πήλινο δοχείο-πιθάρι με γυαλωμένο στόμιο και στρογγυλεμένο πάτο σε ξύλινη βάση, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς υφασμάτων και το οποίο ανήκει στην οικογένειά του. Η συλλογή του με Λιμνιώτικες φορεσιές, περιλαμβάνει τις πλήρεις φορεσιές των γυναικών και ανδρών της οικογένειάς του, αλλά και ενδυματολογικά σύνολα που δωρήθηκαν στη Συλλογή από συντοπίτες του.
Εν συνεχεία ακολουθούν φορεσιές από την περιοχή της Αγίας Άννας και τα χωριά της περιοχής της Αιδηψού, οι οποίες συνοδεύονται από την κατάλληλη αρματωσιά (τα κοσμήματα). Στις αναμνήσεις του κ. Πέρη υπάρχει γλαφυρή η ιδιαίτερη φορεσιά των χωριών του Τελέθριου.
«Η πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου», μας είπε ο κ. Πέρης, «είχε παντρευτεί στις Γαλτσάδες. Τα πατρικά σπίτια μας ήταν κοντά, και είχε έρθει να δει τις αδερφές της και είχε μαζί της τη συμπεθέρα της. Θυμάμαι τις γιαγιές αυτές τις δύο, ήμουν μικρό παιδάκι, που φορούσαν μαύρα σεγκούνια και με πράσινο γαρνίρισμα γύρω γύρω και η ποδιά τους ήταν μαύρη με πράσινο γύρω γύρω.»
Η έκθεση προχωράει με φορεσιές από την Κεντρική και Νότια Εύβοια. Τα σύνολα είναι ενδεικτικά των περιοχών και κάνουν σαφή τον ενδυματολογικό χάρτη του νησιού. Ο κ. Πέρης μας ανέφερε πολλές πληροφορίες για την κατεργασία του βαμβακιού και του μεταξιού που γινόταν στην περιοχή της Λίμνης.
«Κάθε σπίτι έφτιαχνε εκείνη την εποχή μετάξι. Και μέσα στο σπίτι μας βρήκαμε μασούρια από μετάξι στα μπαούλα της γιαγιάς. Παρόλα αυτά, η μητέρα μου μού είπε οτι το λεπτό μετάξι δεν το ύφαιναν εδώ, το αγοράζανε… Κυρίως το έφερναν από την Πόλη, από τη Σμύρνη, από την Καλαμάτα ή την Κύμη. Τα πουκάμισα ολόκληρα τα μεταξωτά τα έφερναν από την Πόλη. Της γιαγιάς του πατέρα μου το πουκάμισο έχει διασωθεί αλλά είναι πολύ παλιό, το πιάνεις και λιώνει, γιατί το μετάξι όπως είναι διπλωμένο καίγεται… Θυμάμαι την Νανά την Παπαντωνίου που μου έλεγε ότι όποτε τα βγάζω να τους αλλάζω το δίπλωμα, να μην είναι διπλωμένα στο ίδιο σημείο γιατί καταστρέφονται. Και η Κύμη έβγαζε λεπτό μετάξι… στη Σαλαμίνα λέγεται ότι πήγαν Κυμιώτισσες που τους έμαθαν πώς να κατεργάζονται και να υφαίνουν το μετάξι και έτσι άρχισε εκεί η παραγωγή μεταξιού. Εδώ στην Βόρεια Εύβοια έφτιαχναν το κουκουλάρικο μετάξι. Ακόμη οι μουριές υπάρχουν σε μερικά σπίτια, όπως μπροστά στο σπίτι του παππού μου.»
Η έκθεση συνεχίζεται με ένα πολύχρωμο τοπίο φορεσιών από περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου: Μεσόγεια Αττικής, όπου θα σταθούμε στις τρείς φορεσιές με τα τριών ειδών φούντια, διαφορετικών χρονικών περιόδων με εμφανή την διαφορά στα χρώματα και στο κέντημα, μία εκ των οποίων χρονολογείται στα 1850. Ακολουθούν φορεσιά Σαλαμίνας, Δεσφίνας, Περαχώρας Πελοποννήσου, Στεφανοβίκειου και Μηλιών Πηλίου, Σκύρου, Σκιάθου και Λέσβου. Δίπλα τους υπάρχουν φορεσιές του Βόρειου Αιγαίου και των Δωδεκανήσων.
Ο κάτω όροφος φιλοξενεί τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Ανάμεσα στα σπάνια ενδύματα της συλλογής θα σημειώσουμε εδώ την παρουσία ενός καραγκούνικου σαγιά του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα διακοσμημένου με μαιανδρικά κεντήματα καθώς και δύο φορεσιών από τα Χάσια Γρεβενών (εκτίθεται η μία), με ιδιαίτερη ιστορία.
«Περηφανεύομαι», μας είπε ο κ. Πέρης, «ότι έχω δύο ολόκληρα κοστούμια, τα οποία είναι από το ίδιο σπίτι, από τα Χάσια Γρεβενών. Έχει ένα το Μπενάκη και ένα το Μουσείο Μακεδονίας… Δεν έχω δει πουθενά αλλού σε άλλη συλλογή κι αυτό που έχει η Νανά (Παπαντωνίου) στο βιβλίο της είναι του Μπενάκη. Αυτά τα σύνολα μου τα πούλησε ο άνθρωπος που τα είχε γιατί ήθελε να στείλει την κόρη του στο εξωτερικό για σπουδές… η ανάγκη τον έκανε. Η κυρία αυτή που τα είχε στην συλλογή της ήταν φίλη της Χατζημιχάλη, μαζί έκαναν τις περιοδείες στην Μακεδονία, την εποχή του Μεταξά, περίπου το 1936. Αυτή η κυρία τα είχε λοιπόν είχε αγοράσει τότε, πριν τον πόλεμο, από σπίτι για την προσωπική της συλλογή, μαζί με τις ποδιές και με όλα. Μαζί με τη Χατζημιχάλη γύριζαν τα χωριά και έβγαλαν φωτογραφίες που διασώζονται στο Μπενάκη. Δυστυχώς, όλα τα χωριά αυτά τα έκαψαν οι Γερμανοί μετά, για το λόγο αυτό και δεν σωθήκανε πολλές φορεσιές. Είναι όλα με μαλλί κεντημένα. Και εδώ υπάρχει το δέντρο της ζωής σαν κέντημα, που το συναντάμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας αλλά και σε όλα τα Βαλκάνια.
Πάνω στη Μακεδονία όλα τα κεντήματα στα ρούχα ήταν με μαλλί. Το μοναδικό πουκάμισο που έχω βρεί να είναι κεντημένο με μετάξι στον ποδόγυρο είναι από τη Σκοπιά (σημ. Σερρών). Όλα τα άλλα είναι με μαλλί. Υπήρχαν και πουκάμισα κεντημένα με χάντρες στα μανίκια και στον ποδόγυρο, όπως αυτά της περιοχής της Φλώρινας, που έλεγε η Νανά ότι ήταν τα νυφικά. Σε κοντινές περιοχές και στη Μακεδονία βλέπουμε να υπάρχουν τα ίδια σχέδια στα ρούχα αλλά κεντημένα με άλλα χρώματα, βαμμένα με φυτικές βαφές. Το μαύρο το έβγαζαν από τα φλούδια από τα ρόδια που έκαιγαν στη φωτιά, τα έτριβαν και με άλλες προσμίξεις έπαιρναν μαύρο χρώμα. »
Πολλά και ενδιαφέροντα μας είπε ο κ. Πέρης και για τους παραδοσιακούς χορούς.
«Και οι χοροί κάθε περιοχής σχετίζονται και με την φορεσιά. Η Μακεδονία μεν έχει χορούς πιο ζωηρούς όμως είναι πιο κοντά τα ρούχα ενώ στην Ηπειρο είναι πιο μακριά γιατί οι χοροί είναι αργοί. Οι Μακεδόνισσες, φοράν τις κάλτσες τις μάλλινες από κάτω και από πάνω έχουν μάλλινα σεγκούνια. Τα πουκάμισά τους όμως δεν είναι κανένα μάλλινο. Ενώ στη Θράκη που είναι το κρύο το κλίμα υπάρχουν και μάλλινα από μέσα. Όσο για το μετάξι, δεν φορούσαν μεταξωτά γιατί το μετάξι ήταν ακριβό, το πουλούσαν…»
Όσα και να γράψω, δεν μπορώ σε αυτή τη ανάρτηση να αναφέρω παρά ελάχιστα από τα όσα μάθαμε από το στόμα του κ. Πέρη. Για να μην σας κουράσω με λεπτομέρειες, περάσαμε μέσα στο χώρο του Μουσείου τρείς ώρες κατά τις οποίες χαρήκαμε την συζήτηση με αυτόν τον αειθαλή άνθρωπο με την ευγενική πρόθεση να συνεισφέρει τις γνώσεις του σε όποιον ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για την ελληνική παραδοσιακή φορεσιά…
Με τον κύριο Ανδρέα Πέρη στο χώρο της έκθεσης
Να αναφέρω επίσης ότι ο κ. Πέρης σε συνεργασία με τον ζωγράφο κ. Γήση Παπαγεωργίου έχουν δημιουργήσει μια σειρά βιβλίων με ζωγραφικές απεικονίσεις των φορεσιών της συλλογής του κ. Πέρη που αφορούν πολλές περιοχές Ελλάδας υπο τον τίτλο «Ελληνικές Παραδοσιακές Φορεσιές». Οι τόμοι κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μίλητος και από την Ελληνοαμερικανική ένωση.
Κλείνοντας θα ήθελα να σας ενθαρρύνω αν βρεθείτε στην γραφική κωμόπολη της Λίμνης να μη χάσετε την ευκαιρία να επισκεφτείτε τη Συλλογή Ελληνικών Ενδυμασιών του κ. Πέρη και κυρίως να κουβεντιάσετε μαζί του. Η ενέργειά του και το πάθος του είναι σίγουρο ότι θα σας αιχμαλωτίσουν.
To άρθρο αναρτήθηκε πρώτη φορά απο τη συγγραφέα στον ιστοχώρο Δίαυλος
Σήμερα η ανάρτησή μας είναι αφιερωμένη στην ομάδα γυναικών του Συλλόγου Αυλωνιτών «Το Σάλεσι» από τον Αυλώνα Αττικής και στις υπέροχες δραστηριότητές τους που επαναφέρουν ξεχασμένες τεχνικές των ελληνοραπτών και τις εφαρμόζουν στις φορεσιές τους, που τις κεντούν οι ίδιες, σε μία εποχή που η μηχανή έχει αντικαταστήσει το χέρι…
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Πρόκειται για μια ομάδα γυναικών που ασχολούνται με την κατασκευή της τοπικής φορεσιάς Αττικής. Έχουν μέχρι τώρα πετύχει την κατασκευή χρυσοκέντητων τμημάτων της φορεσιάς όπως ποδιές και μανίκια με την βυζαντινή χρυσοκεντητική τεχνική,
έχουν πετύχει το κέντημα με την τεχνική τσεβρε σε μετάξι με χρυσή και μεταξωτή κλωστή, την κατασκευή χρυσού χειροποίητου κροσσιού με πούλιες… Το χρυσό το δουλεύουν για να στρώσει με το νύχι, όπως οι παλιοί τεχνίτες.
Με κόπο και μεράκι έχουν πετύχει την κατασκευή και το κέντημα όλης της γυναικείας φορεσιάς Αττικής, με τον παλαιό τρόπο, την κατασκευή πλήρους στολής φουστανέλας με μεταξωτά κορδονέτα στο κέντημα των γιλέκων, την κατασκευή δεύτερων φορεσιών διακοσμημένων με ριζοβελονια ή χάντρες ή σουταζ κλπ. Όπως μας ενημέρωσαν σε λίγο θα επιδοθούν και στην μικροϋφαντικη χρυσομέταξων ζωνών.
Εμπνέονται από το μουσείο Ζυγομαλά και τον τοπικό κατασκευαστή φορεσιών Ηλία Πανούση (Μπρεζαράς) που ζούσε μέχρι το 1935 αναπαράγοντας κατά βάσιν τα έργα του. Ο Πανούσης ήταν Έλληνας κατασκευαστής παραδοσιακών φορεσιών και εργοχείρων λαϊκής τέχνης, που έζησε και έδρασε στον Αυλώνα Αττικής. Ο ίδιος ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ύφος στις τέχνες που άσκησε, ενώ τα έργα του είναι σήμερα ευρέως αναγνωρίσιμα σε πολλές περιοχές της Αττικής, της Βοιωτίας και της Εύβοιας. Χαρακτηριστικό της δεξιοτεχνίας του είναι το γεγονός πως οι ντόπιοι έδωσαν στον Πανούση το προσωνύμιο ‘’Μπρεζαράς’’, λόγω των χρυσομεταξοΰφαντων ζωναριών (μπρέζες) που ο ίδιος δημιουργούσε.
Τις φωτογραφίες απο τη δουλειά των Γυναικών του Συλλόγου δανειστήκαμε απο την σελίδα τουs στο Facebook. Ευχόμαστε να συνεχίσουν το υπέροχο έργο τους δημιουργώντας με τα χέρια τους υπέροχα έργα τέχνης, διατηρώντας ζωντανές τις τεχνικές κεντητικής και υφαντικής και να μιμηθούν το παράδειγμά τους και άλλοι σύλλογοι στην Ελλάδα.
Δύσκολα η έρευνα καταλήγει σε ένα γενικό τύπο ενδυμασίας στην Καππαδοκία ως το 1924, εξαιτίας της πολυμορφίας και της διαφοροποίησης1των επιμέρους ενδυμάτων ανά περιφέρεια.2 Ο κυρίαρχος δομικός ενδυματολογικός τύπος, διαφοροποιούμενος κατά περίπτωση μορφικά, με ποσοτικό και ποιοτικό εμπλουτισμό ή απλούστευση, βάσει μαρτυριών και εικονογραφικών τεκμηρίων από την Ανακού, την Καρβάλη, το Μιστί, την Αξό, το Τσαρικλί, τα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) και τη Σινασό, είναι ο ακόλουθος:3
Φαρδύ βαμβακερό εσώρουχο ως τους αστραγάλους, με μακρύ κεντρικό τμήμα. Η καθημερινή φορεσιά, υφαντή στον αργαλειό, είναι συνήθως ακόσμητη, ενώ η γιορτινή έχει κεντητό ή επίρραπτο κάτω μέρος (βρατσί, πατσάι στο Μιστί, τσιντιάνι και σαλβάρι σε Τσαρικλί και Νίγδη).
Μακρυμάνικο ένδυμα ως τους αστραγάλους, ελαφρώς τραπεζιόσχημο. Φτιαχνόταν συνήθως από ύφασμα του αργαλειού (μετ’, ιμάτ’).
Αμάνικο εφαρμοστό ένδυμα ως τη μέση που κουμπώνει μπροστά. Φτιαχνόταν από τσόχα και βαμβάκι, με απλό κέντημα (ουσλούτς).
Ποδήρες ένδυμα, στενό στο πάνω τμήμα, κλειστό μπροστά, άρραφο στα πλάγια από τη μέση και κάτω. Τα καθημερινά φορέματα φτιάχνονταν συνήθως από ριγωτό ύφασμα που αγοραζόταν από τη Νεάπολη, τη Νίγδη ή το Προκόπι, ενώ τα γιορτινά ή νυφικά από υφάσματα πολίτικα ή εισαγόμενα από τη Συρία (σειτερjί, εντερί, γομάσ’ – ονομασία ακριβού υφάσματος και συνεκδοχικά ονομασία του ενδύματος).
Μακρύ και σταυρωτό, κατεξοχήν επίσημο γυναικείο ένδυμα, έκρυβε τελείως τα ενδύματα που φοριούνταν κάτω από αυτό. Ραβόταν και κεντιόταν από τεχνίτες με ιδιαίτερη τεχνική (τσόχα ή τσοχά ή τσογά).
Ελαφρύς εξωτερικός κοντός επενδύτης, που φοριόταν πάνω από το φόρεμα, με ή χωρίς μανίκια (σάλτα, κιρλίκ στην Ανακού μετά το 1880, ζουμπούνα, εσλίτσι σερεφλού, αμαζόνα με στενές πιέτες στο πίσω μέρος, σελίκ για τις ηλικιωμένες, λιbαdέ, ζιμπούνα / βαμβακούλα, φέρμενε στη Σινασό).
Μακριά ορθογώνια ποδιά, με χρηστικό χαρακτήρα, κάλυπτε το μπροστινό τμήμα της φορεσιάς. Η επίσημη τσόχα συνοδευόταν από τιζλίκα με ταιριαστό κεντητό διάκοσμο. Έδενε στη μέση με κορδόνια που κατέληγαν σε φούντες, τα ράμμαντα (τιζλίκα σε Κάρβαλη και Μιστί, ιγκιλίκ στην Ανακού, πεσκίρ στη Σινασό).
Απαραίτητο μετά τα δώδεκα χρόνια ήταν το ζωνάρι, που φοριόταν είτε πάνω από την τιζλίκα (Τσαρικλί, Αξό, Μιστί), είτε έσφιγγε κατευθείαν το φόρεμα ή την τσόχα (Νίγδη, Καρβάλη). Τα απλά καθημερινά ζωνάρια φτιάχνονταν από υφαντό του αργαλειού, ενώ τα επίσημα από εισαγόμενο ύφασμα (κεμέρ, λαχούρι).
Το χειμώνα φορούσαν επιπλέον ενδύματα, όπως το μπαμπουκλού, ένα γιλέκο με βαμβακερή επένδυση πάνω από το πουκάμισο, ή το κουτούκ, ένα μακρύ επενδύτη μεταξύ φορέματος και τσόχας στην Καρβάλη.
Γυναίκες απο τη Σινασό
Κορίτσια από το Γκέλβερι
Το κεφάλι κάλυπταν με μαντίλι (γεμενί, γιασμά, τιβάχ, κιβράχ, με χάντρες περιμετρικά) ανοιχτόχρωμο οι νέες, σκουρόχρωμο οι ηλικιωμένες. Σε ολόκληρη την Καππαδοκία υπάρχουν περίτεχνοι και ογκώδεις γαμήλιοι κεφαλόδεσμοι, συχνά αρχαΐζοντες 4 (τερλίτσι στο Μιστί, τσάφκα στην Αξό, τάκα ή ταχιά στην Ανακού, τακέ στα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) σε σχήμα φεσιού, κάσσαπα στη Σινασό). Τα μαλλιά τα είχαν σε μεγάλη υπόληψη («πολύ έχισκάν τα σην υπόλεψη»).5 Η πιο συνηθισμένη γυναικεία καππαδοκική κόμμωση ήταν οι πλεξίις, τέσσερις για τα κορίτσια και τις νέες γυναίκες, δύο για τις ηλικιωμένες. Σε επίσημες περιστάσεις και σε περιοχές, όπως το Γκέλβερι, η Σινασός, η Ανακού, τα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε), οι πλεξούδες έφταναν ως και τις σαράντα.6 Στις μεγαλύτερες πόλεις, όπως η Σινασός, η Τελμησσός, η Ανακού, υπήρχαν ειδικές τεχνίτρες, οι εριτζüδες,7 για το πλέξιμο των μαλλιών. Άλλοτε το ρόλο αυτό αναλάμβαναν φίλες μεταξύ τους, ενώ στο γάμο η νονά της κοπέλας ή η συντέξα, γυναίκα που οι γονείς της νύφης της είχαν βαφτίσει τα παιδιά. Αφού χώριζαν τα μαλλιά στη μέση, τα έκαναν πλεξιδάκια, τα λεγόμενα φιτίλια. Στις απολήξεις τους στερέωναν φλουριά (σατσ-αλτινί) και κατόπιν περνούσαν ανάμεσά τους τσόχινο κορδόνι με ραμμένα φλουριά και χάντρες, έτσι που τα φιτίλια να ενώνονται μεταξύ τους κάτω από το μέσο του μήκους τους.
Γυναίκα απο το Προκόπι
Η ανδρική ενδυμασία εντάσσεται σε πιο σταθερό τύπο που απαντούσε στην ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας. Ειδικότερα, πέρα από διαφοροποιήσεις κυρίως στα υφάσματα λόγω της τοπικής οικοτεχνίας και των επαγγελματικών ιδιαιτεροτήτων, η ανδρική ενδυμασία ως τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούνταν από:
Εσώρουχο (βρατσίε).
Πουκάμισο (μέτ’, ιμάτ’).
Παντελόνι (σαλβάρ, κιατιπιγές, πιο φαρδύ από παντελόνι και πιο στενό από σαλβάρι, που φοριόταν στη μεταβατική φάση της ανδρικής ενδυμασίας, τέλη 19ου αιώνα).
Γιλέκο (ισλίτς).
Ζωνάρι (κεμέρ και σιλαχλούλ).
Σακκάκι (σάλτα).
Επενδύτη: γούνα, κάπα, γιαμψί (<τουρκ. yamps?), ριχτό, αμάνικο, με επένδυση φλόκων εξωτερικά πάνω από ένα στρώμα κετσέ. Συνηθιζόταν σε ρωσικούς πληθυσμούς και κάποτε τον δανείζονταν και οι Μιστιώτες που ταξίδευαν σε αυτές τις περιοχές.
Στις γαμήλιες και γιορτινές φορεσιές χρησιμοποιούνταν κοσμήματα, κυρίως φλουριά. Το στήθος ανδρών και γυναικών κοσμούσαν σειρές από νομίσματα ραμμένα σε τσόχα (γκιζντανούχι σε Νίγδη και Μιστί) ή περασμένων σε αλυσίδα (γκιλντίν), ενώ το ζωνάρι των γυναικών έκλεινε με περίτεχνη πόρπη (μπασκουσαγούδια).
Οι ανάγκες για υπόδεση καλύπτονταν από την τοπική παραγωγή τσαρουχιών ή με κάλτσες (μπεέρτσια στο Τσαρικλί, σαπούχια σε Τσαρικλί και Μιστί, ποδόρτια στη Σινασό, τσουράπια) που έπλεκαν οι γυναίκες. Μόνο μέσα στο 19ο αιώνα γενικεύτηκε η χρήση των πατίν καλόσ’, πιθανότατα κατά μουσουλμανική επίδραση. Γιορτινά παπούτσια ήταν οι δερμάτινες κοντούρες ή τα καλίκια, που κατασκεύαζαν οι υποδηματοποιοί στα μεγάλα εμπορικά κέντρα.
2. Η κοινωνική λειτουργία του ενδύματος
Το ένδυμα εξέφραζε κοινωνικά χαρακτηριστικά του ανδρικού και του γυναικείου φύλου των χριστιανικών, ελληνόφωνων μα και τουρκόφωνων πληθυσμών της Καππαδοκίας και παράλληλα συνδεόταν με την κοινωνική συγκρότηση.
Μεταξύ χριστιανικών κοινοτήτων παρατηρούνταν συμπεριφορές άρρητης, μα σχεδόν απαράβατης ενδογαμίας, ακόμη και σε επίπεδο χωριών.8Είχαν διαμορφωθεί τοπικά ενδυματολογικά στοιχεία, που χωρίς να διαταράσσουν τον προαναφερθέντα γενικό τύπο, λειτουργούσαν ως μορφικές παραλλαγές και συνιστούσαν «διάλεκτο» μεταξύ των κατοίκων της ίδιας κοινότητας. Η υπακοή σε παγιωμένους τοπικούς παραδειγματικούς ενδυματολογικούς τύπους9 ήταν απαραίτητη για την κοινωνική αποδοχή στην Καππαδοκία. Το ζωνάρι σε άνδρες και γυναίκες μετά τα δώδεκα χρόνια, τα λιγότερα πλεξούδια στις γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, η αποφυγή του κόκκινου, μπλε σκούρου και μαύρου χρώματος10 στα καθημερινά ενδύματα ήταν κάποιες βασικές επιταγές του καππαδοκικού ενδυματολογικού κώδικα, κοινές στα περισσότερα κατά τόπους ιδιώματα. Κάθε χρωματική λεπτομέρεια ή κάθε ποσοτικός εμπλουτισμός είχε ένα έντονο σημαντικό φορτίο. Για παράδειγμα, οι νιόνυφες στο χορό του Αγίου Βασιλείου φορούσαν ανοιχτόχρωμα και πλουμισμένα μαντίλια, τα τιβάχ, ενώ οι από χρόνια παντρεμένες απλούστερα.11
Το χαρακτηριστικότερο ίσως στοιχείο της εμφάνισης της παντρεμένης Καππαδόκισσας, πέρα από αυστηρά εθιμικά πλαίσια, όπως αυτά του γάμου, ήταν η κάλυψη ολόκληρης της κεφαλής, έτσι που φαινόταν μόνο μια μικρή περιοχή γύρω από τα μάτια. Στο γάμο, η κάλυψη του προσώπου της νύφης από πέπλο12 πυκνά υφασμένο, που στερεωνόταν στον κεφαλόδεσμο και έφτανε κάποτε ως τα γόνατα,13 δικαιολογείται με βάση δεισιδαιμονικές πίστεις που ήθελαν τη νύφη πομπό αλλά και δέκτη βασκανίας.14 Στην Καππαδοκία, η γυναίκα μετά το γάμο, άρα συχνά πριν από τα δεκαοκτώ της χρόνια, υποχρεωνόταν να φέρει κεφαλοκάλυμμα χαμηλά στο μέτωπο και να το δένει πίσω στον αυχένα, σταυρώνοντάς το γύρω από το λαιμό και σκεπάζοντας μύτη και στόμα. Μια τέτοια ενδυματολογική επιλογή ήταν δηλωτική της κοινωνικής θέσης της γυναίκας στην Καππαδοκία. Το ανδροπατροτοπικό σύστημα εγκατάστασης ενίσχυε την υποτέλεια της γυναίκας15 στα άρρενα μέλη της οικογένειας, με τα οποία δεν επιτρεπόταν να συντρώει,16 να συνομιλεί, να συνυπάρχει ως αυτόνομη μονάδα.
Ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει μέσα από μαρτυρίες είναι η «εξαγορά της νύφης». Η οικογένεια του γαμπρού έδινε ένα ποσό στην οικογένεια της νύφης δεδομένου ότι στερούσε την τελευταία από την εργατική δύναμη της νύφης. Η συμφωνία εθιμοτυπικά σφραγιζόταν με την προσφορά από την πλευρά του γαμπρού ενός λεπτού, μονόχρωμου ή κλαρωτού μαντιλιού, του γιασμά(χ) ή γεμενιού, που φορούσαν ως καθημερινό κεφαλόδεσμο σε όλη την Καππαδοκία. Συνεκδοχικά οι ονομασίες των μαντιλιών έφτασαν να σημαίνουν τη συνήθεια της εξαγοράς της νύφης .
Κορίτσια της Σινασσού χορεύουν Συρτό. Φωτογραφία: Θέατρο «Δόρα Στράτου»
Από αριστερά Αναστάσιος Καραγκιόζης, Συμεωνίδης Ανδρέας, Ασλανίδης Λεωνίδας, απόγονοι των οικογενειών που ίδρυσαν το Ταστσί, το 1833. Φωτογραφία: diasporic.org
Η δομή της ενδυμασίας προάσπιζε τη σεμνότητα, πρωτεύουσα γυναικεία αρετή στις παραδοσιακές κοινωνίες, που μεταφραζόταν σε επιβεβλημένη σιωπή και χαμηλό βλέμμα: η τσόχα, ραδινή και σχεδόν ακίνητη –λόγω κοψίματος, υφής των υφασμάτων, λιτής διακόσμησης και σκούρων χρωμάτων–, επέτρεπε ανεπαίσθητες κινήσεις τόσο στους κυκλικούς όσο και στους αντικριστούς χορούς.
Ο κοινωνικός ρόλος του ενδύματος ως «συλλογικού θεσμού»17 αναβαθμίζεται σε ιδιαίτερες περιστάσεις. Στο γάμο η γυναίκα φορούσε οπωσδήποτε την τσοχά, που καθιερώθηκε αρχικά στα κέντρα της Καππαδοκίας και κατόπιν γενικεύτηκε ως επίσημο ένδυμα και στις φτωχότερες περιφέρειες. Στο πένθος, άνδρες και γυναίκες έβγαζαν τα διακοσμημένα ενδύματα και για καιρό φορούσαν τα ίδια εξωτερικά ρούχα, πρακτική την τήρηση της οποίας ήλεγχε η ίδια η κοινότητα.18 Παρά την οικονομική δυσπραγία, τα γιορτινά ρούχα19 δεν έπρεπε να λείπουν από κανένα νοικοκυριό. Έτσι σχεδόν όλες οι γυναίκες διέθεταν παραπάνω από μια τσοχά. Για να τηρηθούν όλα «όπως ορίζονταν» ενεργοποιούνταν, ενδεχομένως ασυναίσθητα, συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης. Έτσι, αν κάποια Μιστιώτισσα δεν μπορούσε να αγοράσει έτοιμη τσοχά ή ύφασμα από τη Νεάπολη (Νέβσεχιρ), το Προκόπι (Ουργκιούπ) ή την Πόλη, δανειζόταν από συντοπίτισσά της, όσο και αν κάτι τέτοιο δεν την τιμούσε ιδιαιτέρως.20 Κάποτε η εκκλησία διέθετε τον κόκκινο τελετουργικό μανδύα του γάμου, επιτρέποντάς μας, τηρουμένων των αναλογιών, να χαρακτηρίσουμε το ένδυμα οιονεί κοινοτικό,21 αφού δεν υπάρχει μαρτυρημένη ενοικίαση. Κάποιες φορές22 το γαμήλιο πέπλο, το αl, δωριζόταν από τη νύφη στην εκκλησία του χωριού, που συχνά το ενοικίαζε σε άλλες νύφες που δεν είχαν.
Η σχέση των Καππαδόκων με τα ενδύματά τους ήταν τέτοια που ενισχύει την άποψη όσων θεωρούν ότι τα ενδύματα αντιπροσωπεύουν μέρη του σώματος που καλύπτουν.23 Έτσι έχει παρατηρηθεί ότι χριστιανοί24 κατά περιπτώσεις αφιέρωναν ή έταζαν25 ενδύματα σε εκκλησίες, οι οποίες με τη σειρά τους τα έβγαζαν σε δημοπρασία, για να καλύψουν εκκλησιαστικές ανάγκες.26
3. Ιστορικά συμφραζόμενα και ενδυμασία
Η εξέλιξη και εν τέλει η παγίωση της καππαδοκικής γυναικείας και ανδρικής ενδυμασίας συντελέστηκαν σε δεδομένα ιστορικά συμφραζόμενα. Και εδώ οι χριστιανικοί πληθυσμοί συμμορφώνονταν στις υπαγορεύσεις αναφορικά με την αμφίεση των μιλλέτ, των εθνοθρησκευτικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με έντονο όμως το μουσουλμανικό στοιχείο, με ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού να τείνει σταδιακά σε εκτεταμένη ή και αποκλειστική χρήση της τουρκικής γλώσσας, με τη θρησκεία ως μόνο συνεκτικό στοιχείο «εθνικής» ταυτότητας, οι ενδυματολογικές επιλογές των χριστιανών, και ιδίως των γυναικών, φορτίζονταν με αναγνωριστικά, διακοινοτικά σχήματα και ανάγονταν σε στοιχείο ενδοκοινοτικής συνοχής. Έτσι οι χριστιανές Καππαδόκισσες δεν υιοθέτησαν το σαλβάρι ως βασικό εξωτερικό ένδυμα, κάτι που συναντάμε στις μουσουλμάνες, ενώ οι γαμήλιοι κεφαλόδεσμοί τους αποτελούσαν απόηχους βυζαντινών και διαφοροποιούνταν από τους μουσουλμανικούς. Οι αλληλεπιδράσεις27 όμως ήταν αναπόφευκτες. Συνήθειες όπως οι πλεξίδες ή η συνολική κάλυψη κεφαλής και προσώπου απαντούσαν και σε χριστιανές και σε μουσουλμάνες Καππαδόκισσες, χωρίς να μπορούμε με ασφάλεια να πούμε σε ποια από τις δύο κοινότητες εμφανίστηκαν για πρώτη φορά .
Όταν στα τέλη 19ου αιώνα28 οι Καππαδόκες για εμπορικούς και επαγγελματικούς λόγους μετανάστευαν ή απλώς ταξίδευαν άρχισαν να μεταβάλλονται οι ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες, λ.χ. αναβαθμίστηκε η θέση της γυναίκας, ενδυναμώθηκαν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που απασχολούνταν στα κτήματα των μεταναστών εμπόρων, αλλά και οι ενδυματολογικές συνήθειες. Τη συγκυρία ευνόησε και η εποχή των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ, που δεν επέβαλλε πλέον τόσους περιορισμούς. Σε κάθε επιστροφή οι ξενιτεμένοι έφερναν ως δώρα μαντίλια, ζωνάρια, λαχούρια και υφάσματα (π.χ. ριγωτά μεταξωτά από τη Δαμασκό) αγορασμένα στα αστικά κέντρα της ΝΑ Μικράς Ασίας ή της Πόλης. Οι γυναίκες κατασκεύαζαν πια ενδύματα με αυτά τα υλικά ή ενσωμάτωναν νέα ενδύματα στα παλαιά.
Η επικοινωνία των Καππαδόκων με τα αστικά κέντρα είχε άμεσες συνέπειες στην εξέλιξη και του ανδρικού ενδύματος, που επηρεάστηκε από τον κυρίαρχο πληθυσμό κάθε τόπου. Έτσι, όσοι σχετίζονταν με βορειοανατολικές επαρχίες υιοθέτησαν ρωσικά ενδυματολογικά στοιχεία,29 οι Αξενοί που ασχολούνταν με το εσωτερικό εμπόριο γίνονταν οι κατεξοχήν φορείς του τουρκικού πολιτισμού, στο ένδυμα και στη γλώσσα,30 ενώ όσοι έφταναν ως την Πόλη ήταν οι πρώτοι που φορούσαν «φράγκικα».
Από το 1870 και εξής συντελέστηκε σειρά ενδυματολογικών διαφοροποιήσεων και στο γυναικείο ένδυμα. Τα καταστήματα από όπου εύκολα προμηθεύονταν υλικά, όπως κλωστές, βελόνια, μα κάποτε και υφάσματα και έτοιμα ενδύματα, τα παζάρια της Νίγδης και της Νεάπολης,31 οι πραγματευτές και η επιστροφή των εμπόρων άμβλυναν τα αυστηρά ήθη. Ήδη από το 1850 η κάλυψη του προσώπου της νύφης στη Νεάπολη απέκτησε τελετουργικό χαρακτήρα, απαλλαγμένη από την κοινωνική σήμανση που έφερε το 18ο αιώνα.32 Το 1870 άρχισε μια σταδιακή απλούστευση του αρχικού τύπου: στην Αξό τότε παρουσιάστηκε μια τάση εκμοντερνισμού.33 Στην Ανακού φορέθηκε το πρώτο κοινό φουστάνι. Όμως μόνο μετά το 1920 κυκλοφόρησαν ευρύτερα τα δυτικά ενδύματα.34
1. Η διαφοροποίηση εντοπίζεται κυρίως στη διακόσμηση, στα υλικά κατασκευής, ακόμη και στην ονομασία, ανάλογα με το αν πρόκειται για ελληνόφωνο ή τουρκόφωνο πληθυσμό.
2. Η Καππαδοκία διαιρείται, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, σε επτά περιφέρειες: Καισαρείας, Προκοπίου, Νεαπόλεως (Nevşehir), Ακσεράι-Γκέλβερι, Νίγδης, Φαράσων και αποικιών των Φαράσων. Βλ. Πετρόπουλος Δ. – Ανδρεάδης Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράι-Γκέλβερι, (Αθήνα 1971), σελ. 14.
3. Αν θέλαμε να κατατάξουμε με βάση τα γνωστά ενδυματολογικά ταξινομικά συστήματα (Παπαντωνίου, Χατζημιχάλη) το γενικό ενδυματολογικό τύπο της καππαδοκικής φορεσιάς, θα λέγαμε ότι πρόκειται για φορεσιά με το καβάδι. Σύμφωνα με το ταξινομικό σύστημα που επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1980 από ομάδα εμπειρογνωμόνων στο Musée des Arts et des Traditions Populaires, μπορεί να θεωρηθεί σύνολο από ραμμένα ενδύματα που φοριούνται από το κεφάλι και τα περισσότερα στηρίζονται στους ώμους. Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με το νέο ταξινομικό σύστημα βλ. Groupe de Travail sur le Vêtement, “La constitution d’un prôtocole d’enquête”, L’Ethnographie 92-94, Actes du colloque national CNRS “Vers une anthropologie du vêtement”, Musée de l’Homme (9-11 mars 1983) publiés sous la direction d’ Y. Delaportes (Paris 1984), σελ. 287-289.
5. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 100. Τα μαλλιά θεωρούνταν βασικό στοιχείο γυναικείας ομορφιάς. Στο Γκέλβερι για να δυναμώσουν και να μακρύνουν τα μαλλιά τους οι κοπέλες επιδίωκαν να βραχούν από το πρώτο νερό του Μαΐου· Βλ. Πετρόπουλος, Δ. – Ανδρεάδης Ερ., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράι-Γκέλβερι (Αθήνα 1971), σελ. 164. Ενδεικτικά για το πόσο σημαντικά ήταν για τις ίδιες τις γυναίκες τα πλούσια και μακριά μαλλιά είναι όσα έγιναν κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών (1924), όταν επιβάλλονταν αναγκαστικά υγειονομικά μέτρα στους προσφυγικούς πληθυσμούς. «Όταν ήρθαμε πρόσφυγες, στην καραντίνα, μας κόβαν τα μαλλιά, κόβανε τα φιτίλια. Αχ! Να ’βλεπες τι έγινε τότε. Τι κλάμα ήταν εκείνο! Ένα κορίτσι πήγε να πέσει στη θάλασσα, για να μην του κόψουν τα φιτίλια. Μια νύφη τσίριζε: “Πώς να πάω τώρα στον άνδρα μου;”. Μια άλλη νύφη πέθανε από τη στενοχώρια της. Τότε απαγορεύτηκε και δεν μας κόψανε πια τα μαλλιά». Μαρτυρία Ιορδάνας Κουβάρογλου, από τη Δελμησσό, που δόθηκε στη Σόφη Αναστασιάδη το 1950, και περιλαμβάνεται στους φακέλους της Καππαδοκίας από το υλικό του Κ.Μ.Σ.
6. Η επιλογή του αριθμού 40 για τις πλεξίδες δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαία. Από τα βυζαντινά χρόνια το 40 συγκαταλέγεται στους συμβολικά φορτισμένους αριθμούς. Βλ. Σπυριδάκης, Γ.Κ., Ο αριθμός τεσσαράκοντα παρά τοις Βυζαντινοίς και νεωτέροις Έλλησι (Αθήναι 1939), σελ. 101-102. Τα παραπάνω ενισχύουν και μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες κατά τη γιορτή των Σαράντα Μαρτύρων στο Γκέλβερι οι γυναίκες συνήθιζαν για καλοτυχία να περνούν 40 βελονιές στα κεντήματά τους ή 40 βελονιές στους αργαλειούς τους. Βλ. και Πετρόπουλος, Δ. – Ανδρεάδης Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράι-Γκέλβερι (Αθήνα 1971), σελ. 151. Επιπλέον, η πεθερά στο ίδιο χωριό το Μεγάλο Σάββατο δώριζε στην αρραβωνιαστικιά του γιου της 40 φλουριά για τις πλεξούδες της, βλ. Πετρόπουλος Δ. – Ανδρεάδης Ε., ό.π., σελ. 156.
7. Μαρτυρία Ιορδάνας Κουβάρογλου, από τη Δελμησσό, που δόθηκε στη Σόφη Αναστασιάδη το 1950 και περιλαμβάνεται στους φακέλους της Καππαδοκίας από το υλικό του Κ.Μ.Σ. Μας δίνει πληροφορίες ακόμη και για το εργασιακό καθεστώς των εριτζüδων, που μισθώνονταν σε ετήσια βάση. Στις αρχές του 20ού αιώνα η ετήσια αμοιβή τους ήταν 6-7 γρόσια από κάθε γυναίκα.
8. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ελληνόφωνου Μιστιού, όπου οι γυναίκες δίσταζαν να παντρευτούν σε άλλο χωριό, αφού μεταφέροντας εκεί το παράξενο ντύσιμό τους θα γίνονταν αντικείμενο «περιέργειας και εμπαιγμού». Βλ. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), σελ. 202. Για περισσότερα σχετικά με τη σημασία ενδογαμικών πρακτικών στην παγίωση ενδυματολογικών τύπων βλ. Μελλίδου-Κεφαλά, Ν., «Η γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά από το Μέγα Ζαλούφι», Εθνογραφικά 7 (Ναύπλιο 1989), σελ. 68.
9. «Αν έφερνες εκατό γυναίκες τη μία κοντά στην άλλη, όλες το ίδιο ρούχο φορούσαν, σαν τους στρατιώτες, δεν μπορούσαν να φορέσουν διαφορετικά γιατί τις κορόιδευαν». Βλ. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας, τόμος Α΄ (Αθήνα 1977), σελ. 144. Κάτι τέτοιο δεν έχει να κάνει με την έννοια της «μόδας» όπως εννοείται σήμερα, μα με τη λειτουργία του ενδύματος ως αναγνωριστικού κώδικα μεταξύ των μελών μιας κοινότητας και με το βαθμό αποδοχής και ένταξης στα όριά της. Βλ. Τσένογλου, Ε., «Τα γυναικεία καστελλοριζιακά ενδύματα», Εθνογραφικά 4-5 (Ναύπλιο 1985), σελ. 59-61.
10. Ιωσηφίδης, Κ., Η Καρβάλη της Καππαδοκίας – Η Φορεσιά (Νέα Καρβάλη 1988), σελ. 13.
11. Κορρέ-Ζωγράφου, Κ., Ο νεοελληνικός κεφαλόδεσμος (Αθήνα 1991), σελ. 132.
12. Στο Μιστί, χωριό της περιφέρειας Νίγδης, η καλύπτρα αυτή λέγεται αl, και λίγο πριν από την ανταλλαγή δε φοριόταν παρά μία εβδομάδα. Σε παλαιότερες εποχές έχουν καταγραφεί ακόμη πιο συντηρητικές συμπεριφορές. Βλ. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας, τόμος Α΄ (Αθήνα 1977), σελ. 230. Στην Αξό, οι νεόνυμφες υποχρεώνονταν να φορούν την καλύπτρα για απροσδιόριστο εθιμικά χρονικό διάστημα, που μπορούσε να φτάσει και το έτος, ανάλογα με τη βούληση και την απόφαση του επικεφαλής της οικογενειακής μονάδας. Βλ. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξό Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 217, 221.
13. Έτσι σημειώνεται για την περίπτωση της Αξού, όπου ο νυφικός πέπλος, το doυβάχji, λέγεται άλης και είναι ένα κόκκινο διάφανο τούλι με φάρδος 50 εκ. και μήκος περίπου ένα μέτρο. Βλ. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξό Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 249.
14. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη δύναμη της βασκανίας βλ. Μιχαλοπούλου-Βέικου, Χ., Το μάτιασμα, η κοινωνική δυναμική του βλέμματος σε μια κοινότητα της Μακεδονίας, διδ. διατρ. (Αθήνα 1996).
15. Χαρακτηριστικά λεγόταν στην Ανακού, μολονότι εκεί λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικών συνθηκών (έντονο μεταναστευτικό ρεύμα των ανδρών στη Πόλη, επαφές με άλλα, λιγότερο ή περισσότερο αστικά κέντρα κτλ.) η θέση της γυναίκας δεν ήταν και τόσο υποβαθμισμένη, ότι «νύφ’ και σκλάβος ψυσή δεν έχουν». Βλ. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 183.
16. Για να φάει, όταν της επιτρεπόταν να καθήσει στο ίδιο τραπέζι με τους άνδρες, έπρεπε για κάθε μπουκιά να αποστρέφει το κεφάλι, να σηκώνει την καλύπτρα ή να κατεβάζει το γιασμάχ, να φέρνει το κουτάλι στο στόμα και προτού καν καταπιεί να ξανανεβάσει το κεφαλόδεμα. Για κάθε μπουκιά επαναλαμβανόταν η αυτή διαδικασία. Βλ. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 222.
17. Παπαντωνίου Ι., «Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς», Εθνογραφικά 1 (Ναύπλιο 1989), σελ. 5.
18. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 193.
19. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 73.
20. Αν ο πατέρας της δεν της έκανε δώρο τσοχά για το γάμο, η νύφη ξεσπούσε το παράπονό της στη φράση: «Για μένα οι ραφτάδες σπάσαν τα βολόνια;». Βλ. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας, τόμος Α΄ (Αθήνα 1977), σελ. 219.
21. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 214.
22. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 182.
23. Πρόκειται για την αντίληψη του pars pro toto, ήτοι του ότι το μέρος λειτουργεί για λογαριασμό του όλου. Βλ. Λεκατσάς, Π., Η καταγωγή των θεσμών, των εθίμων και των δοξασιών (Αθήνα 1951), σελ. 56.
24. Εδώ αξίζει να σημειωθεί και μια συνήθεια που απαντούσε τόσο σε χριστιανικούς όσο και σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Καππαδοκίας και αποδείκνυε δοξασιολογικό συγκρητισμό. Στο δρόμο προς Göstük μουσουλμάνοι και χριστιανοί έκοβαν και κρεμούσαν πάνω σε αγριοαπιδιά κουρελάκια από ρούχα τους, ευχόμενοι για υγεία και ευετηρία. Βλ. Πετρόπουλος Δ. – Ανδρεάδης Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράι-Γκέλβερι (Αθήνα 1971), σελ. 85. Πανομοιότυπη πρακτική τηρείται ως σήμερα από μουσουλμάνους στη Σινασό, στον περίβολο της ερειπωμένης πια εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
26. Μαυροχαλυβίδης Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 147.
27. Εκτός από τις ενδυματολογικές συνήθειες, αλληλεπιδράσεις διαπιστώνονταν και σε τρόπους καθαριότητας ή υγιεινής του σώματος. Στην Ανακού, για παράδειγμα, μαρτυρήθηκε την παραμονή του γάμου τελετουργική αποτρίχωση των απόκρυφων σημείων του σώματος ανδρών και γυναικών με ένα βοτάνι, πρακτική που δεν παρατηρήθηκε σε άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς, ιδιαιτέρως δόκιμη όμως στους μουσουλμάνους. Βλ. Κωστάκη, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 168. Για περισσότερα στοιχεία αναφορικά με τις αλληλεπιδράσεις σε επίπεδο δοξασιών και εθιμικής συμπεριφοράς βλ. Πετρόπουλου Δ. – Ανδρεάδης Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράι-Γκέλβερι (Αθήνα 1971), σελ. 56.
28. Οι Καππαδόκες από τη βόρεια Καππαδοκία μετανάστευσαν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, ενώ αυτοί από την κεντρική και νότια Καππαδοκία προς τα ΝΑ (κυρίως στα Άδανα). Βλ. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 391.
29. Οι Μιστιώτες που δούλευαν στους κετσέδες περνούσαν σημαντικό μέρος του χρόνου σε άλλες περιοχές και κάποτε ταξίδευαν ως τις επαρχίες που συνόρευαν με τη ρωσική επικράτεια. Συχνά οι κλιματικές συνθήκες κάθε τόπου τους ανάγκαζαν να υιοθετήσουν ενδύματα όπως το γιαμψί, αντί της γνωστής τους κάπας, ή το πασλίκ, πανωφόρι με κουκούλα. Βλ. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας, τόμος Β΄ (Αθήνα 1977), σελ. 449.
30. Η ενδυμασία των Αξενών εμπόρων του εσωτερικού της Ασίας επηρεάστηκε από τους τουρκικούς πληθυσμούς: Η κάπα αντικαταστάθηκε από τσόχινη σάλτα και κατόπιν από σάκκο, ενώ η ποδήρης κάπα από το αραβικό μασλάχ. Το σαλβάρι από μαύρο υφαντό, τόσο τυπικό στους Αξενούς, υποχώρησε μπροστά στον κιατιπιγέ, μια περισκελίδα στενότερη από σαλβάρι, που έμοιαζε με παντελόνι, το δε χωρικό φέσι πλέον εγκαταλείφθηκε και υιοθετήθηκε το τουρκικό με φούντα μία πήχη και αργότερα το dαλφές (φέσι με μικρή φούντα). Βλ. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 85-87. Όσον αφορά τα υποδήματα οι Καππαδόκες χριστιανοί έμποροι μιμούμενοι τους Τούρκους άρχοντες των πόλεων φόρεσαν όχι πια τσαρούχια ή κοντούρες μα ποτίν καλόσ’. Βλ. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 26.
31. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας, τόμος Β΄ (Αθήνα 1977), σελ. 440.
32. Κουκίδης, Γ., Η Νεάπολις της Καππαδοκίας (Αθήναι 1975), σελ. 80.
33. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 243.
34. Το κοινό φουστάνι που επικράτησε αποτελείται από πουκάμισο (ιμάτ), γιλέκο (κιρλίκ), φουστάνι με σφιχτή μέση, εφαρμοστό πανωκόρμι, μακριά μανίκια και στενό σακάκι (αμαζόνα). Βλ. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 99.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, γνωστός απλά ως Θεόφιλος,ή Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στη Βαρειά της Λέσβου μεταξύ του 1867 και 1870, πρώτο παιδί μια φτωχής οικογένειας που απέκτησε άλλα επτά στη συνέχεια. Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική εκδηλώθηκε από νωρίς.
Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών ο Θεόφιλος δραπετεύει από τη Μυτιλήνη και φεύγει για τη Σμύρνη, την πόλη με τους χιλιάδες Έλληνες, που είναι το οικονομικό κέντρο της Μικράς Ασίας. Δουλεύει θυροφύλακας (»καβάσης») στο ελληνικό προξενείο και παράλληλα ζωγραφίζει. Στη Σμύρνη, ο Θεόφιλος θα διαμορφώσει την εικαστική του γλώσσα και το βασικό του θεματολόγιο, από τον κόσμο της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της νεώτερης Ελλάδας. Τότε κάνει τη ζωγραφική επάγγελμά του.Με το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 φεύγει για την Ελλάδα, με την πρόθεση να καταταγεί εθελοντής. Πριν προλάβει να γνωρίσει τα πεδία των μαχών, ο πόλεμος τερματίζεται. Αποφασίζει να μείνει στον Βόλο, πλούσιο αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο Θεόφιλος φέρεται να είχε και έντονη συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα της περιοχής με τη διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές, ενώ την περίοδο της Αποκριάς συνήθιζε να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος ως Μεγαλέξανδρος και άλλοτε ως ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος.
Υπήρξε πάντοτε ιδιαίτερα φτωχός και συχνά ζωγράφιζε τοίχους καφενείων ή σπιτιών για να κερδίσει ένα πιάτο φαγητό. Εξίσου συχνά έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης, ειδικά λόγω της επιλογής του να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως οι ήρωες που απεικόνιζαν τα έργα του.Τα οικονομικά του καλυτερεύουν κάπως, όταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας, ο Γιάννης Κοντός, του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του ’21, αρχαίους θεούς και τοπία. Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο.
Φωτογραφία του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ με φουστανέλα. Τέλη 19ου αι. Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου
Φωτογραφία του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ με την μητέρα του. Τέλη 19ου αι.
Το 1927 ο Θεόφιλος επέστρεψε στη Λέσβο και έναν περίπου χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με τον τεχνοκριτικό και έμπορο έργων τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη – Teriade, μια γνωριμία που συνέβαλε αρχικά στη βελτίωση των συνθηκών επιβίωσής του και μετέπειτα (δυστυχώς μετά θάνατον) στη σταδιακή αναγνώριση του έργου του, ώσπου το Υπουργείο Πολιτισμού χαρακτήρισε το έργο του ως «χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας». Ο Θεόφιλος πέθανε στις 24 Μαρτίου του 1934, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση.
Μια ενδιαφέρουσα σειρά slides με το έργο του μπορείτε να δείτε και εδώ
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1935 δημοσιεύεται συνέντευξη του Teriade στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», στην οποία χαρακτηρίζει τον Θeόφιλο «μεγάλο έλληνα ζωγράφο». Ένα χρόνο αργότερα οργανώνεται έκθεσή του στο Παρίσι. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ γράφει σε άρθρο του για τον Θεόφιλο «…Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….». Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Τσαρούχης εκφράζονται εγκωμιαστικά για την τέχνη του.Ο Teriade χρηματοδοτεί την ίδρυση του Μουσείου Θεοφίλου, που άνοιξε το 1965 στη γενέτειρά του Βαρειά στη Λέσβο, όπου φιλοξενούνται 86 πίνακες του ζωγράφου.
From a humble Lesbiote family, he showed an inclination for painting at a very early age. He left the island in 1883 and settled in Smyrna till 1897 when he returned with the aim of enlisting as a volunteer at the front of the Greek-Turkish war. Not being able to return to Turkish-occupied Smyrna, he remained in Thessaly, and specifically Volos, and the villages of Pelion, where he decorated shops, cafes and inns with paintings, but without being accepted by the residents of the area because of his eccentric behavior and appearance. In 1927, Theophilos returned to his birthplace in disappointment where he continued to work till his death. A few years earlier, the art critic Stratis Eleftheriadis, known in the artistic circles of Paris as Teriade, at the recommendation of Fotis Kontoglou and Georgios Gounaropoulos, arranged a meeting with Theophilos and ordered works from him for an exhibition in Paris. The exhibition was at last presented in 1936. In 1965 the Theophilos Museum was opened in Vareia, a gift of Teriade. In Theophilos’ works — wall paintings, painting on objects or cloth — his world is caught with the ingenuousness and innocence, but also the freshness, of folk painting, a world equally of gods, heroes and everyday human beings, which coexists with elements and images from familiar reality and landscape
Μπορείτε να δείτε γκραβούρες με ελληνικές φορεσιές του 19ου αιώνα σε αυτό το σύνδεσμο
See engravings depicting Greek folk costumes of the 19th century in this link.
«Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Αθανάσιος Διάκος» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ
«Γεώργιος Καραϊσκάκης στην πολιορκία της Ακρόπολης» Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου.
«Τα ελευθέρια» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. 1933. Συλλογή Μουσειου Θεόφιλου.
«Θεοδωράκης Γρίβας», Ελαιογραφία σε ξύλο, μετά το 1929. Δ. 62Χ23εκ Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Α.Μ. 2808
Βλάχα της Καλαμπάκας 1933, εργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ
Φουστανελάς. Λαδοτέμπερα σε ξύλο. Συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης.
«O Αθανάσιος Διάκος» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. 1930. Συλλογή Μουσειου Θεόφιλου
«Όθωνας και Αμαλία», Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.1932. Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου. «Otto and Amalia» by Theofilos Hatzimihail. 1932. Theofilos Museum collection
«Κατσαντώνης», Τοιχογραφία, 1924-30 Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αίθουσα Θεόφιλου/ 4. Ο Κατσαντώνης είναι λαϊκός ήρωας της προ-επαναστικής περιόδου, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο από τον Αλή-Πασά στα 1808.
Ο Κολοκοτρώνης συγκεντρώνει στη Λίμνη Λερνα στρατό, έργο του Θεόφιλου
ο Γεώργιος Καραϊσκάκης καταδιώκων το Ρεσίτ πασά ή Κιούταχη Ελαιογραφία σε ξύλο, Δ. 67Χ98εκ. Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης
«O Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στη Λέρνα» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. 1933. Συλλογή Μουσειου Θεόφιλου.
Λήμνιος κεχαγιάς, εργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ
O βοσκός και η βοσκοπούλα
«Ο καπετάν Λεωνίδας Ανδρούτσος πατέρας του Οδυσσέα» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. 1931. Συλλογή Μουσειου Θεόφιλου.
Έργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, 1932
O λήσταρχος Νταβέλης
ΝΕΟΣ ΤΥΠΟΣ ΧΩΡΙΚΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ-(1931)
Αθανάσιος Διάκος
Το μάζεμα των ελαιών στη Μυτιλήνη 1933, έργο του Θεόφιλου
Ο Νικόλαος Βώκος (1854-1902) ανήκε στους καλλιτέχνες της Σχολής του Μονάχου και εγγονός του Έλληνα αγωνιστή της Επανάστασης Ανδρέα Μιαούλη. Γράφτηκε αρχικά για σπουδές στην Σχολή Ευελπίδων, αλλά γρήγορα την εγκατέλειψε για σπουδάσει ζωγραφική στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) κατά την περίοδο 1874–1878. Το 1885, μετά από διαγωνισμό, έλαβε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μόναχο με δασκάλους τον Νικόλαο Γύζη, τον Λούντβιχ Λαίφτς (Ludwig Löfftz) και τον Ανδρέα Μύλλερ (Andreas Müller). Εκεί παρέμεινε επί 16 χρόνια διατηρώντας σχολή ζωγραφικής μέχρι που ασθένησε. Επέστρεψε το 1902 στην Ελλάδα όπου και πέθανε λίγους μήνες αργότερα.Απέσπασε χάλκινο μετάλλιο το 1888 στο διαγωνισμό των Ολυμπίων και το αργυρό μετάλλιο σε έκθεση σκαριφημάτων που διοργάνωσε ο Σύλλογος Παρνασσός.Μεταξύ των βραβευθέντων έργων του ονομαστά υπήρξαν ο Ιχθυοπώλης (Βραβείο Σικάγου) και το Επιτραπέζιον, που κόσμησε τα Ανάκτορα του Αντιβασιλέως της Βαυαρίας Λουιτπόλδου.
Ο Νικόλαος Βώκος αποτυπώνει ρεαλιστικά με το πινέλο του φορεσιές της Ελλάδος μέσα από τα θέματα που τον εμπνέουν. Η φορεσιά που αποτυπώνεται περισσότερο είναι της Μεγαρίτισσας. Ας θαυμάσουμε λοιπόν λίγα από τα έργα του που αποδίδουν τη ζωή στα τέλη του 19ου αιώνα.
Μπορείτε να δείτε περισσότερες φορεσιές του 19ου αιώνα στη σειρά Traditional Dress of Greece πατώντας εδώ
Χωριατοπούλα ή νεαρή Ελληνίδα (Εθν. πινακοθήκη)Νεαρή κοπέλα με λουλούδιαΤο άρμεγμα της κατσίκας 1895Η αγκαλιά της μητέρας
Ικεσία, π. 1905-1909 Λάδι σε μουσαμά , 35 x 27 εκ. Κληροδότημα Θεόδωρου Ράλλη , Αρ. έργου: Π.486, Εθνική Πινακοθήκη
Το λιβάνι, π. 1907 Λάδι σε μουσαμά , 55 x 33 εκ. Κληροδότημα Θεόδωρου Ράλλη , Αρ. έργου: Π.660, Εθνική Πινακοθήκη
Πολλοί ζωγράφοι αποτύπωσαν με το πινέλο τους τις ελληνικές φορεσιές. Ένας απο αυτούς, ο οποίος εμπνεύστηκε απο τη Μεγαρίτικη φορεσιά και την αποτύπωσε ολοζώντανα στους πίνακές του ήταν και ο Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909). Εδώ θα δούμε έργα του στα οποία αποτυπώνεται η ποικιλία της φορεσιάς των Μεγάρων στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους πίνακες έχουν δημιουργηθεί περί το 1890-1905.
Το αντίδωρο ή Μετά τη λειτουργία
Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Σ. Πέστροβα (Ερευνητή – δάσκαλο παραδοσιακών χορών) στα Μέγαρα «Συναντάμε δυο τύπους γυναικείας φορεσιάς ,τα «φουστάνια» & τους «καπλαμάδες». Στα «φουστάνια» ανήκει η νυφική φορεσιά «τα κατηφένια». Την ονομασία κατηφένια την πήραν αρχές του 20ου αιώνα, όταν έφτιαχναν τα ζιπούνια από βελούδο (κατηφές ήταν ένα είδος μεταξωτού βελούδου) ενώ τα παλαιότερα ζιπούνια ήταν από τσόχα. Επίσης στα φουστάνια ανήκε και η πρώτη φορεσιά το φούντι με το κοντοζίπουνο. Πάμπολλες οι αναφορές από περιηγητές, ζωγράφους, ενδυματολόγους για την συγκεκριμένη φορεσιά η οποία έγινε γνωστή πάλι (ολοκληρωμένη) από τον κ. Δημήτρη Ηλία που ασχολήθηκε σε βάθος με την έρευνα των χορών και των φορεσιών.
Παραμονή εορτής, ελαιογραφία σε καμβά, Ιδιωτική συλλογή Πηγή: www.lifo.gr
Δεύτερος τύπος φορεσιάς είναι οι «καπλαμάδες» οι οποίοι συνυπήρχαν με τα φουστάνια με πολλές παραλλαγές ανάλογα την περίσταση. Αναφέρω λίγες από τις ονομασίες που υπήρχαν. Ο καπλαμάς με το φούντι, ο καλός ή ψιλός καπλαμάς, ο σπαθάτος, ο καπλαμάς με τα σκούρα και ο χοντρός (καθημερινός).»
Ο εσπερινός, ελαιογραφία σε ξύλο, 35 χ 27 εκ., Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα, κληροδότημα Θ. Ράλλη Πηγή: www.lifo.gr
Ο καπλαμάς, αποτελούνταν από τον μπούστο, τα μισοφόρια, τα φούντια, την τραχηλιά, τον επενδύτη – καπλαμά, τη ζώστρα ή ζουνάρα, την ποδιά, το γκιουρντί ή σιγκούνι και τα ποδήματα. Ο κεφαλόδεσμος σχηματιζόταν από το σαρικάκι και το κίτρινο μαντήλι για τις νέες, και από το σαπίσο μαντήλι για τις ηλικιωμένες. Η φορεσιά αυτή διακρινόταν για την απλότητά τηςενώ το μόνο κόσμημα της φορεσιάς ήταν οι άλυσες. Τον μπούστο τον φορούσαν οι νέες γυναίκες για να σφίγγουν το στήθος μέσα από τα φούντια. Από τη μέση και κάτω έβαζαν αρκετά μισοφόρια για να έχει μεγαλύτερο αέρα και όγκο η φορεσιά. Τα φούντια, τα δύο ποκάμισα έμπαιναν πάνω από το μπούστο των νέων γυναικών και κατάσαρκα στις μεγαλύτερες. Φορούσαν δύο, το ένα πάνω από το άλλο για να έχει αέρα ο καπλαμάς και πήρε την ονομασία του από το σχέδιο που στόλιζε τον ποδόγυρο. Το κατακόρυφο άνοιγμα της τραχηλιάς έκλεινε με κουμπάκια ως τη μέση. Η τραχηλιά ήταν διακοσμημένη με ταμιτέλες πλεγμένες από τις γυναίκες στα κοπανέλια ή με το βελονάτσι. Το εξωτερικό φούντι ήταν ραμμένο από άσπρο ουβγιωτό ύφασμα του αργαλειού, το τσουλίντρι.
Η τραχηλιά ήταν ραμμένη από τις γυναίκες με άσπρο μεταξωτό ύφασμα και ήταν ξεχωριστή από τα φούντια. Οι ηλικιωμένες δεν φορούσαν τραχηλιά, ήταν δηλαδή ξεστήθωτες. Την τραχηλιά συγκρατούσε ο καπλαμάς που έμπαινε από πάνω. Ο γαλάζιος καπλαμάς, είναι το εξωτερικό κομμάτι της φορεσιάς και είναι κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά με μακριά, στενά μανίκια. Ο καθημερινός και ο γιορτινός μοιάζουν σε μορφή, ενώ το μόνο που τους διαχωρίζει είναι η ποιότητα του υφάσματος και ο διάκοσμος. Τα κάθετα ραμμένα μακριά του μανίκια, φτάνουν ως τον καρπό και γυρίζουν προς τα πάνω, τα καπάσια. Οι καπλαμάδες των κοριτσιών ήταν φτιαγμένοι από άσπρο και γαλάζιο ύφασμα και ονομάζονταν για αυτό παρδαλοί. Ο καθημερινός γυναικείος είναι ραμμένος από τις γυναίκες από χοντρό, βαμβακερό, γαλάζιο σκούρο ύφασμα, το καλοπάνι. Ήταν διακοσμημένος απλά, με κορδονάκια και σειρήτια πολύχρωμα. Ο καλός, γιορτινός καπλαμάς ή ψιλός καπλαμάς ήταν από γαλάζιο σωπανιασμένο ύφασμα για να προσθέτει αέρα, όγκο και χάρη στο βάδισμα της Μεγαρίτισσας. Σ’ αυτόν ύφαιναν και μια λωρίδα κόκκινου βελούδου ολόγυρα στον ποδόγυρο για να φαίνεται το σχέδιο καθώς σήκωναν τις σκούτες του καπλαμά (τις άκρες του). Με το ίδιο ύφασμα ήταν φοδραρισμένα και τα μανίκια στα καπάσια τους. Η ζώστρα ή ζουνάρα ήταν μάλλινη και την τύλιγαν στο σώμα χαμηλά, έτσι που ακουμπούσε στους γοφούς.
Η ποδιά που φορούσαν οι γυναίκες ήταν χρωματιστή, βαμβακερή ή μάλλινη λογιόμυτη. Οι νύφες και οι νιόπαντρες ύφαιναν άσπρες, βαμβακερές, ριγωτές για τις καθημερινές, τη λεγόμενη μάρτινα και άσπρες μεταξωτές στις γιορτές, την καλαμάτα (πήρε την ονομασία της από την πόλη που αγόραζαν το ύφασμα). Όταν οι θερμοκρασίες έπεφταν πολύ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, πάνω από τον καπλαμά φορούσαν το άσπρο σιγκούνι ή το γκιουρντί. Το σιγκούνι ήταν κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά, δεν είχε μανίκια και έφτανε ως το γόνατο. Ήταν απλά διακοσμημένο με γαλάζια τσόχα στον ποδόγυρο και τις ραφές του ώμου. Τα ποδήματα φορούσαν οι γυναίκες μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές, ενώ τις καθημερινές ήταν ξυπόλυτες. Τα γουρουνοτσάρουχα που φορούσαν πριν την τουρκοκρατία πιθανόν ονομάζονταν ξενοθήλια, ενώ τα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά τη θέση τους πήραν οι κουντούρες. Οι κουντούρες ήταν ένα είδος παντόφλας με χαμηλό τακούνι και τσόχα ή βελούδο.
Για να θαυμάσουμε λοιπόν τις Μεγαρίτικες φορεσιές δια του χρωστήρα του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου
Λαϊκή φορεσιά
Μεσημεριανή ανάπαυση
Γυναίκες ετοιμάζουν γλυκό τριαντάφυλλο στα Μέγαρα
Ο πρώτος μπάτσος (1909)
Φλερτ (1880)
Κοπέλα στη βρύση
Ελληνίδα που ξεκουράζεται
Πρόσφυγας ή Νεαρή σε εκκλησία
Ο δεσμώτης
Αιχμαλωσία ή Τούρκικη λεηλασία (1885)
Ανάπαυση σε Ελληνικό μοναστήρι
Η παπαδοπούλα
Μια στιγμή σκέψης
Λίγα λεπτά ξεκούραση
Μια στιγμή συλλογισμού
Μεγάλη Παρασκευή
Νέα κοιμάται σε εκκλησία
Ευλάβεια (1886)
Προσκομίζοντας ένα κερί
Μεγάλη Παρασκευή, ελαιογραφία σε καμβά, 66 χ 100 εκ., Ιδιωτική Συλλογή, Ελλάδα Πηγή: http://www.lifo.gr
Προσευχή πριν τη Θεία Μετάληψη στα Μέγαρα 1890
Σχέδιο από την εικονογράφηση του μυθιστορήματος Λουκής Λάρας του Δ. Βικέλα, σινική μελάνι και υδατόχρωμα σε χαρτί, 24,5 χ 30,5 εκ., Συλλογή Αθανασίου και Ελισάβετ Γιαννούκου, Αθήνα Πηγή: http://www.lifo.gr
Αν σας αρέσουν οι φορεσιές της Αττικής μπορείτε να δείτε το βιβλίο μου με συλλογή γκραβούρων του 19ου αιώνα από την Αττική και άλλα μέρη της Ελλάδος πατώντας ακριβώς εδώ Όλη η σειρά βιβλίων με γκραβούρες που παρουσιάζουν φορεσιές από όλη την Ελλάδα μπορείτε να τη δείτε πατώντας εδώ
Στο blog ΡΟΔΟΣυλλέκτης βρήκαμε μια ενδιαφέρουσα εργασία για την παραδοσιακή φορεσιά 10 χωριών του δήμου Νότιας Ρόδου που έγραψε ο Βαλάσιος Φακιόλης και δημοσιεύτηκε στη σελίδα southrodes.gr που δυστυχώς πλέον δεν υπάρχει και μαζί του και οι φωτογραφίες των φορεσιών που περιγράφονται.….Ευχαριστούμε το φίλο Βασίλη Αναστόπουλο για τις ωραίες φωτογραφίες που παραχώρησε από το αρχείο του για να πλαισιώσουν την ανάρτηση…
Αρχείο Βασίλη Αναστόπουλου
Σας παραθέτω αυτούσια την εργασία του κ. Φακιόλη.
ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΤΟΠΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΟΤΙΑΣ ΡΟΔΟΥ
Από τον Φακιόλη Βαλάσιο, Υπάλληλο του Δήμου Νότιας Ρόδου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η έρευνα που ακολουθεί αφορά τις ενδυματολογικές συνήθειες των κατοίκων και κυρίως των γυναικών στα δέκα χωριά που αποτελούν σήμερα το Δήμο Νότιας Ρόδου (Απολακκιά, Αρνίθα, Ασκληπιείο, Βάτι, Γεννάδι, Ίστριος, Κατταβιά, Λαχανιά, Μεσαναγρός, Προφύλια).
Σκοπός της έρευνας δεν είναι τόσο η καταγραφή των υλικών, του τρόπου ύφανσης και ραψίματος των ενδυμάτων, όσο το να καταγραφεί η ιστορική διαδρομή, των ενδυματολογικών συνηθειών των χωριών του σημερινού Δήμου Νότιας Ρόδου και να εξεταστεί ποιοι ήταν ανά τους αιώνες οι ιστορικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες που επηρέασαν την τοπική φορεσιά των κατοίκων.
Η έρευνα ξεκινά από τους «χιτώνες» της αρχαίας Ρόδου, περνάει στη “tunica” της ρωμαϊκής εποχή, από εκεί στη βυζαντινή και ιπποτική εποχή και καταλήγει στην Αναγέννηση και τη Τουρκοκρατία. Στο σύνολό της η έρευνα κατέγραψε πως στην περιοχή της Νότιας Ρόδου τη μεταβυζαντινή εποχή φαίνεται να υπήρχαν δύο είδη λαϊκής ενδυμασίας, που το καθένα αντιπροσωπεύει διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ένα είδος που έρχεται από τα Ρωμαϊκά – Βυζαντινά χρόνια και ονομάζεται «Μεταβυζαντινή λαϊκή φορεσιά» και ένα δεύτερο είδος «Σακοφούστανο» που σταδιακά αντικαθιστά το πρώτο. Το δεύτερο (το «Σακοφούστανο») είναι «μόδα» που έχει ευρωπαϊκά πρότυπα και είναι αποτέλεσμα επηρεασμού της περιοχής από την Μικρά Ασία.
Σημαντική ήταν η συμβολή του Δημοτολογίου και του Ληξιαρχείου του Δήμου Νότιας Ρόδου, καθώς και των Πολιτιστικών Συλλόγων των χωριών.
Αρχείο Βασίλη Αναστόπουλου
ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΡΟΔΙΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Α) ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ – ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ (ΙΠΠΟΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ)
Την Ιπποτική περίοδο (1306-1522), όπως μας λέει στους στίχους του ο ροδίτης ποιητής της εποχής Εμμανουήλ Γεωργιλάς Λιμενίτης, στη πόλη της Ρόδου «μιαν είχασιν την φορεσιά Φράγκισσες και Ρωμαίισσες». Δυστυχώς όμως οι σχετικές πληροφορίες από γραπτές πηγές που αναφέρονται στη «κοσμική» ή στη «λαϊκή» ροδίτικη μεσαιωνική φορεσιά, είναι ελλιπείς και αρκετά ασαφείς. Οι καλύτερες ενδυματολογικές μαρτυρίες προέρχονται από τοιχογραφίες της μεσαιωνικής Ρόδου, από παραστάσεις αφιερωτών και συνεπώς αναφέρονται στη κοσμική τάξη. Από τις τοιχογραφίες αυτές βλέπουμε ότι η ενδυμασία των δυτικών αρχόντων διαφέρει από αυτή των Βυζαντινών, αν και ήταν φυσικό να αλληλοεπηρεάζονται. Βέβαια το τοπικό στοιχείο είναι αυτό που επικρατεί αλλά είναι φυσικό να δέχθηκε ορισμένα στοιχεία της δυτικής μόδας που άρχισε από τον 14ο αιώνα να συγκεκριμενοποιείται και να αντανακλάται στους λαούς που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής της. Οι δυτικές αυτές επιρροές φαίνονται περισσότερο στη φορεσιά της Τήλου με το ψηλό κωνικό καπέλο, φορεσιά που μοιάζει πολύ με τη Ροδίτικη.
Σε γενικές γραμμές κάποιες δυτικές επιρροές αναφέρονται κυρίως στην αρχοντική ενδυμασία και όχι στην καθημερινή των απλών ανθρώπων, οι τύποι της οποίας μένουν σχεδόν αναλλοίωτοι, αφού απορρέουν από σταθερές λειτουργικές ανάγκες (Περισσότερα για τις ενδυματολογικές συνήθειες στη μεσαιωνική Ρόδο μπορούμε να δούμε στο βιβλίο με τα πρακτικά του συνεδρίου «ΡΟΔΟΣ 2400», τόμος Β΄, στην εισήγηση της κ. Ιωάννας Μπίθα «Ενδυματολογικές μαρτυρίες στις τοιχογραφίες της μεσαιωνικής Ρόδου».
Αν και δεν υπάρχουν τα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία που να το τεκμηριώνουν, η λαϊκή φορεσιά των γυναικών της Ρόδου τον μεσαίωνα πρέπει να συνέχισε να είναι η αρχαία ρωμαϊκή “tunica”, που όπως θα δούμε και παρακάτω – στις προφορικές πηγές – στο χωριό Κατταβιά συνέχισε να φοριέται μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.
Β) ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ – ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ (ΙΠΠΟΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ – ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ)
Το Πάσχα του 1853 επισκέπτεται τα χωριά της Ρόδου ο αρχαιολόγος και τότε πρόξενος της Ρόδου ο Charles Newton. Στο βιβλίο του «Travels and discoveries in the Levant» (ταξίδια και αναλήψεις στην Ανατολή), στην από 4 Μαΐου 1853 επιστολή, περιγράφει την τοπική λαϊκή «μεταβυζαντινή φορεσιά» κατά την επίσκεψή του στο μοναστήρι της Παναγιάς Τσαμπίκας. Ο Newton τονίζει την αυτάρκεια των χωρικών μας όχι μόνο στη διατροφή, αλλά και στην αμφίεση και μας λέει ότι, «Όλοι είναι ντυμένοι με τις γραφικές ενδυμασίες που εξακολουθούν να απαντώνται σ’ εκείνα τα νησιά του Αιγαίου όπου τα κακόγουστα τσίτια της στάμπας από το Μάντσεστερ δεν έχουν ακόμη αντικαταστήσει τα ντόπια προϊόντα της ρόκας και του αργαλειού. Οι Ροδίτες χωρικοί άντρες και γυναίκες φορούσαν κάτασπρα ρούχα κλωσμένα με τα ίδια τους τα χέρια από λινάρι που βγαίνει στα χωράφια τους. Τίποτα δεν είναι πιο όμορφο από την εικόνα αυτού του λευκού ντυσίματος στο δυνατό φως της ημέρας που τη δυναμώνει η αντίθεση με τα μελαψά ηλιοκαμένα σώματα και πρόσωπα…»
Η περιγραφή του ταιριάζει με τη φωτογραφεία από το βιβλίο «Ημερολόγιο Λαγγάνη» με τον υπότιτλο «Χωρικαί εξ Αρνίθας».
« …Εντυπωσιάστηκα τόσο από τις ενδυμασίες των γυναικών που δεν έκανα τίποτα άλλο από το να έχω τα μάτια μου καρφωμένα πάνω τους ώσπου ο φίλος μου, ο Ρώσος υποπρόξενος M. Ducci ανήσυχος, με συμβούλεψε να αφήσω τις παρατηρήσει μου ως την ώρα που θα άρχιζαν να χορεύουν…
Μπορεί να περιγράψει κανείς ως εξής το ντύσιμο μιας χωρικής της Ρόδου: το κεφάλι της καλύπτει ένα φέσι από κόκκινο ύφασμα. Πάνω από αυτό έχει τυλιγμένο ένα σάλι γύρω από το κεφάλι της. Πάνω από το σάλι, πάλι ένα μαντήλι από μουσελίνα πέφτει πίσω από το σβέρκο σε αληθινό κλασικό στυλ, ενώ κάτω από αυτό διακρίνεται ένα άλλο εσωτερικό μαντήλι. Στο μέτωπο ένα χρυσό ή ασημένιο στολίδι τριγωνικού σχήματος, είναι στεριωμένο στο σάλι. Στη μέση υπάρχει ένα μεγάλο ρουμπίνι και από τη βάση του τριγώνου κρέμονται άλλα στολίδια, δεμένα με αλυσιδίτσες. Αυτό το στολίδι είναι καθαρά Βυζαντινής προέλευσης. Αυτά για το τι φορούν στο κεφάλι. (που μάλλον αποτελούν τοπικό χαρακτηριστικό του Αρχαγγέλου,(σημ.του blog) οι φορεσιές του οποίου παρουσιαζονται στα παρακάτω σλάιντ)
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Όσο για τα υπόλοιπα, το εσωτερικό φόρεμα είναι ένα μεσοφόρι που φτάνει ως τους αστραγάλους. Έπειτα έρχεται ένα φόρεμα χωρίς μανίκια, που φτάνει ίσα με τη μέση περίπου των ποδιών και κάτω από τον ποδόγυρό του μόλις διακρίνεται ή άκρη από τις μπότες. Πάνω από αυτό διακρίνεται μία ζακέτα χωρίς μανίκια. Στη μέση βάζουν μια ζώνη, δεμένη χαλαρά και με γούστο, αν και δεν μπορώ να πω ότι έχει κάτι από τη μαγική επίδραση που ο Όμηρος αποδίδει στο μεστό της Αφροδίτης.
Γραφικές Τούρκικες παντόφλες, με ανασηκωμένες τις άκρες και καθαρές, άσπρες κάλτσες συμπληρώνουν αυτή την ενδυμασία, στην οποία όπως στα περισσότερα πράγματα στο Αιγαίο υπάρχει ένα ανακάτεμα από αρχαία ελληνικά και τούρκικα στοιχεία.
Ο Newton κατά την επίσκεψη του στο χωριό Κοσκινού μας λέει ότι: «Ήταν πολύ ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς το πώς η επίδραση του Ευροπαικού πολιτισμού, λόγω της θέσης του χωριού κοντύτερα στη Ρόδο παρά στην Αρχάγγελο, είχε αλλοιώσει την ενδυμασία. Τα βαμβακερά της στάμπας του Μάντσεστερ, ανακατώνουν τα χοντροκομμένα σχέδιά τους με τα απλά, κλασικά χρώματα του καθαυτού νησιώτικου ρούχου. Ακόμα και στους τρόπους των ανθρώπων υπήρχε, αντίστοιχη αλλαγή: χόρευαν αλλά η σκηνή ήταν λιγότερο ειδυλλιακή.»
Στην από 12 Μαΐου 1853 επιστολή του μας λέει ότι επισκέφθηκε το χωριό Γεννάδι. Δεν αναφέρει καμία άλλη ενδυματολογική συνήθεια από αυτή του Αρχαγγέλου, παρά μόνο ότι, το χωριό αυτό είναι πολύ φτωχό, αλλά οι κάτοικοί του έκτιζαν μια ωραία καινούρια εκκλησία. Από εκεί ακολουθώντας την οροσειρά φθάνει στο χωριό Απολακκιά στη δυτική παραλία, όπου επίσης δεν αναφέρει καμιά ενδυματολογική διαφορά, παρά μόνο ότι το νησί εδώ είναι στενό και ακαλλιέργητο και τα χωριά είναι ελάχιστα. Κατά τη διαδρομή στα αριστερά του βρίσκεται το χωριό Μεσαναγρός και στ δεξιά του το βουνό Αττάβυρος. Ως αρχαιολόγος αναφέρει τα ερείπια της Αγίας Ειρήνης.
Στην από 10 Δεκεμβρίου 1853 επιστολή μας λέει ότι «Έλπιζα ότι θα μπορούσα να μελετήσω τις ενδυμασίες των χωρικών, αλλά αυτοί έχουν μια περίεργη πρόληψη γύρω από τις προσωπογραφίες, η οποία τους αποτρέπει να ποζάρουν. Η έννοια της ομοιότητας είναι συνδεδεμένη στο μυαλό τους με αυτή της ζωής, οπότε πιστεύουν ότι το άτομο που θα επιτρέψει να γίνει το πορτρέτο του θα βρίσκεται στο έξεις υπό την εξουσία όποιου κατέχει το ομοίωμά του. Τις προάλλες σε ένα απομακρυσμένο χωριό, κατάφερα με τεράστια δυσκολία και με τη παρέμβαση του Παγκά να πίσω ένα νεαρό κορίτσι να ποζάρει για τον M. Berg. Την ώρα που το σχέδιο ολοκληρώθηκε κατέφθασε η μητέρα και μαθαίνοντας τι συνέβη κατά τη απουσία της άρχισε να κατηγορεί τη κόρη της ωσάν να είχε διαπράξει κάποιο αποτρόπαιο αμάρτημα, καθώς και να επιπλήττει το ζωγράφο τόσο ζωηρά, ώστε ο τελευταίος μετά από άκαρπες προσπάθειες να καταπραΰνει το θυμό της, έσχισε το σκίτσο του»
Άλλος περιηγητής που επισκέφτηκε τα χωριά της Ρόδου τον Οκτώβρη του 1894, δηλαδή μισό αιώνα αργότερα από τον Newton, είναι ο De Launay. Αποσπόσματα από τις περιγραφές του βρίσκονται στο βιβλίο «Η Ρόδος τον 19ο αιώνα»,. Ο De Launay μας περιγράφει με πάρα πολύ γλαφυρό τρόπο την αγροτική κατοικία, τον τρόπο ζωής, την φυσιογνωμία των κατοίκων και ιδιαίτερα την φυσιογνωμία της Ροδίτισσας ως σκληραγωγημένης αγρότισσας, φυσιογνωμία που είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη φορεσιά της. Επίσης μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη ροδίτικη λαϊκή φορεσιά, με την ευκαιρία της διανυκτέρευσής του στο χωριό Απόλλωνα και όπως μας λέει, η φορεσιά είναι ίδια για όλες τις γυναίκες στο νησί. Ο De Launay εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα από τη φορεσιά και η περιγραφή του είναι σημαντική, καθώς καταφέρνει να μεταφέρει ακόμα και σήμερα μετά από 110 χρόνια τις πλήρεις εικόνες και εντυπώσεις ενός επισκέπτη του 19ου αιώνα.
Παρομοιάζει τις γυναίκες με αγάλματα του Φειδία καθώς πηγαίνουν για να αντλήσουν νερό, κουβαλώντας στον ώμο τον αμφορέα τους από κοκκινόχωμα. Απ’ ότι μας λέει θα απογοητεύονταν αυτοί που φαντάζονται μια ανατολή πολύχρωμη με έντονα και αταίριαστα χρώματα. Εδώ επικρατεί το λευκό και το γκρι, με αντανακλάσεις του μπλε ή του ροζ, σε τόνους λεπτούς σχεδόν ευρωπαϊκούς. Η φορεσιά σύμφωνα με τις περιγραφές του αποτελείται από ένα απλό λευκό πουκάμισο, πάνω από το οποίο φοριέται μια φούστα, με ένα κορσάζ χωρίς μανίκια, τόσο στενό που μοιάζει με ένα ζευγάρι τιράντες. Η φούστα είναι ως επί το πλείστον επίσης λευκή και καμιά φορά μπλε, που όταν την ανασηκώσουν για δουλειά δημιουργεί ένα μπλε τρίγωνο στη μέση του σώματος.
Τα πόδια είναι γυμνά ή εγκλωβισμένα μέσα σε μεγάλες μπότες από κίτρινο δέρμα.
Στο κεφάλι φορούν ένα εσωτερικό σκούφο, σε χρώμα πράσινο, λαδί, μαύρο ή καφέ και που καμιά φορά δεν υπάρχει. Πάνω απ’ αυτό είναι τοποθετημένο, ένα λευκό μαντίλι διπλωμένο τριγωνικά, αφήνοντας τη μία άκρη να πέφτει στους ώμους και οι άλλες δύο άκριές του είναι περασμένες η μία κάτω από την άλλη, κάτω από το πιγούνι. Σε άλλα χωριά πάλι τυλίγουν το μαντίλι δύο ή τρις φορές γύρο από το σκούφο.
Επίσης περιγράφει ότι οι γυναίκες άφηναν το επάνω κουμπί του πουκαμίσου τους ανοικτό δίχως ψεύτικες ντροπές και πως αν δεν φορούσαν μπότες τα πόδια ήταν γυμνά. Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει η ενδυματολόγος και σκηνογράφος κ Ιωάννα Παπαντωνίου, καθώς αρχικά οι Χριστιανές δεν είχαν τόσο αυστηρά ήθη όπως οι Μουσουλμάνες. Τα αυστηρά ενδυματολογικά ήθη είναι ήθη της «Βικτοριανής Ευρώπης», που κάποια στιγμή έφθασαν και στο τόπο μας.
Οι γραπτές μαρτυρίες των περιηγητών, ταιριάζουν με τις «προσωπικές μαρτυρίες» (βλέπε κεφάλαιο 7) που προέρχονται από κατοίκους της Νότιας Ρόδου. Συμφωνούν δε ότι η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» καταργήθηκε από τις γυναίκες που ήταν γεννηθείσες περίπου τις δεκαετίες του 1860 – 70. Επομένως οι τελευτές γυναίκες που τη φορούσαν το 1894, που επισκέφτηκε τα χωριά της Ρόδου ο De Launay, θα ήταν 30 με 40 ετών και άνω και συνεπώς σε ηλικία που δεν θα άλλαζαν ενδυματολογικές συνήθειες. Τώρα αν οι νεαρότερες ηλικίας 18 με 25 ετών, σε ορισμένα χωριά ντύνονται σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, δεν το καταγράφει, γιατί αναφέρεται σε λαϊκή φορεσιά και όχι σε μόδα.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΡΟΔΙΤΙΚΗΣ «ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ»
Η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» φαίνεται επηρεασμένη από τις βυζαντινές αρχοντικές φορεσιές, με τα επάλληλα φορέματα και τα μελετημένα μήκη ή ανοίγματα ώστε να δηλώνεται ο αριθμός, η ποιότητα και η διακόσμησή τους. Κατά τη βυζαντινή εποχή με τον τρόπο αυτό δηλωνόταν και η κοινωνική τάξη αυτού που τα φορά.
Α) ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ (ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ)
Το πρώτο τμήμα της φορεσιάς αποτελείται από την πουκαμίσα που φθάνει μακριά πιο κάτω απ’ το γόνατο, (καμίσιον chemise) που είναι μανικωτό ένδυμα και φοριέται κατάσαρκα. Είναι το πανάρχαιο ένδυμα η “tunica” των Ρωμαίων που ήταν κοινό σε άντρες και γυναίκες. Το ελληνικό πουκάμισο είναι ένδυμα βασικό μια και δεν λείπει από καμιά ελληνική φορεσιά. Είναι κλειστό με κατακόρυφο άνοιγμα για το λαιμό και όπως όλα σχεδόν τα χωρικά πουκάμισα είναι βαμβακερό.
Οι τοπικές φορεσιές όπώς εξελίχθηκαν από το Βυζάντιο και πέρα, δεν έχουν καμιά σχέση με τα αρχαιοελληνικά ενδύματα. Θα τις ονομάζαμε άνετα «ρωμαίικες». Η ουσιαστική διαφορά από το αρχαιοελληνικό με δωρική την προέλευση ένδυμα στο μεταβυζαντινό, δημιουργείται από τη φορά του στημονιού του υφάσματος πάνω στο κορμί. Τα ενδύματα αυτά είχαν το φάρδος του υφάσματος για μάκρος και ήταν άκοπα (φαρδύς όρθιος αργαλειός), ενώ τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά ενδύματα έχουν το μήκος του υφάσματος για μάκρος και σχηματίζονται από τη συρραφή κομματιών υφάσματος, (π.χ. εμπρός, πίσω, μανίκια) που υφαίνονται σε στενό πλαγιαστό αργαλειό. (Περισσότερα για τις ελληνικές φορεσιές βλέπουμε στο βιβλίο της ενδυματολόγου και σκηνογράφου Ιωάννας Παπαντωνίου «Η ελληνική ενδυμασία από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα»).
Β) ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ (ΦΟΥΣΤΑΝΙ)
Το δεύτερο τμήμα της φορεσιάς είναι το εξωτερικό φουστάνι, που επικράτησε σταδιακά μετά τη πτώση του Βυζαντίου, με διαφορετικές μορφές, στα νησιά, στα περισσότερα παραλιακά μέρη και σε πολλά αστικά κέντρα. Είναι δυτικού τύπου αναγεννησιακό φόρεμα, που φορέθηκε εξωτερικά χωρίς να καταργηθεί το πουκάμισο που πήρε τη θέση του εσωτερικού ενδύματος. Σύμφωνα με την κα Ιωάννα Παπαντωνίου πιθανών να έχει τις ρίζες του ή να είναι επηρεασμένο από τους αρχαίους ελληνικούς χιτώνες. Το ύφασμα από το οποίο ήταν κατασκευασμένο περιγράφετε στα χωριά Βάτι και Μεσαναγρός, σκληρό σαν «τζιν». Πρόκειται για το «futaine» που ήταν βαμβακερό δίμιτο ύφασμα.
Όπως θα δούμε παρακάτω στο χωριό Κατταβιά που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του νησιού, το εξωτερικό φουστάνι δε φορέθηκε ποτέ. Οι γυναίκες στην Κατταβιά φορούσαν την αρχαία Ρωμαϊκή-Βυζαντινή “tunica” ακόμα και στις επίσημες εκδηλώσεις τους περίπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και δεν ακολούθησαν την προσθήκη του πτυχωτού αμάνικου φουστανιού την αναγεννησιακή εποχή. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι λόγοι ήταν οικονομικοί γιατί οι κάμποι της Κατταβιάς είναι από τις εύφορες περιοχές της Ρόδου και σαφώς πλουσιότερη από το άγονο έδαφος του Ατταβύρου όπου το φουστάνι φορέθηκε. Στη Κατταβιά το φουστάνι δεν φορέθηκε για άγνωστους λόγους. Ίσως λόγο του απόμακρου της περιοχής ή λόγο διατήρησης της παράδοσης, λόγοι που σπάνια προσδιορίζονται. Η φορεσιά τους όμως δεν άντεξε την μόδα της φούστας («Σακοφούστανο»), γιατί ήταν πολύ παλιά για ν’ αντέξει. Διατηρήθηκε στη Κατταβιά είκοσι ολόκληρους αιώνες.
ΕΡΕΥΝΑ & ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΡΟΔΙΤΙΚΗ «ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ»
Η κυριότερη δυσκολία στη συλλογή στοιχείων που αφορούν τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» είναι η μικρή σχετικά ηλικία του πληροφοριοδότη, που σπάνια ξεπερνά τα 90. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να θυμάται γεγονότα μετά το 1920, όταν θα ήταν σε ηλικία τουλάχιστον 5 χρονών. Στο να μας πληροφορήσει λοιπόν για μια φορεσιά που και στα 10 χωριά της σημερινής Νότιας Ρόδου καταργήθηκε κατά τέλη του 19ου αιώνα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Αν έχει καλή μνήμη, ίσως θυμάται και ιστορίες από τους γονείς του ή τους παππούδες του, οι ποίοι θα γεννήθηκαν αν υπολογίσουμε με 20 χρόνια διαφορά περίπου το 1900 και το 1880 αντίστοιχα.
Από την άλλη πλευρά τα ενδύματα φτιαγμένα από υλικά που φθείρονται ή μετατρέπονται θα ήταν δύσκολο να επιζήσουν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Άλλωστε το έθιμο της ταφής με τη νυφική, γαμπριάτικη ή την καλή φορεσιά και η συνήθεια της καύσης των ρούχων των νεκρών, συντέλεσε στο να μην φτάσουν οι ενδυμασίες αυτές μέχρι τις μέρες μας.
Διευκρινίζουμε ότι πρόκειται για «φορεσιά» και όχι για «στολή» που έπρεπε να τηρείται αυστηρό τυπικό. Για παράδειγμα αν κρίνουμε από το τοπωνύμιο στο Βάτι πού λέγεται «Της Κατερίνας η μυρτιά» και την ιστορία που μας λέει ότι το τοπωνύμιο πήρε την ονομασία του από την Κατερίνα που έχασε τη ζωή της προκειμένου να προστατέψει τη ζώνη της, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι ακόμα και στη περίπτωση του μύθου, δεν αναφερόμαστε στην πλεκτή ροδίτικη ζώνη, αλλά σε ζώνη χρυσή ή τουλάχιστον χρυσοκέντητη. Ακόμα όμως και αν γνωρίζαμε πως ακριβώς ήταν η συγκεκριμένη ζώνη, δεν θα μπορούσαμε να την εντάξουμε στην παραδοσιακή φορεσιά, γιατί θα ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση κάποιας, που της έκαναν δώρο μια ζώνη προερχόμενη από κάποια άλλη περιοχή ή κάποιας που είδε μια ζώνη προερχόμενη από κάποια άλλη περιοχή και την αντέγραψε ή έστω ακόμα και να πρόκειται για τη μόδα κάποιας γενιάς. Δεν έχουμε όμως μαρτυρία ότι υπήρχε παράδοση από γενιά σε γενιά, για να την εντάξουμε στη ροδίτικη παραδοσιακή-τοπική φορεσιά.
Οι προφορικές μαρτυρίες που αφορούν τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» είναι λίγες και προέρχονται από τα χωριά Ασκληπιείο, Βάτι, Μεσαναγρό, και Κατταβιά. Επίσης έχουμε και τη φωτογραφεία από το «Ημερολόγιο του Λαγγάη» από το χωριό Αρνίθα. Οι προφορικές μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις περιγραφές οι οποίες συμπίπτουν. Έχουμε δε τις πληροφορίες αυτές όχι τόσο λόγω τις διατήρησης στα χωριά αυτά, αλλά λόγω της μακροβιότητας των κατοίκων που έτυχε να συναντήσουμε και της συγκυρίας ώστε αυτοί να θυμούνται απ’ τα παιδικά τους χρόνια μακρόβιους συγγενείς ή γυναίκες που η ενασχόλησή τους ήταν χαρακτηριστική (π.χ. καντηλανάφτισσα). Οι εξελίξεις και στα δέκα χωριά μας ήταν κοινές και αυτό λόγω της στενής επαφής των κατοίκων.
Οι πληροφορίες που λένε ότι κάθε χωριό είχε δική του φορεσιά είναι λάθος ή αναφέρονται στην εποχή που εισχωρεί η δυτική μόδα με διαφορετικούς ρυθμούς σε κάθε χωριό και διαφορετικά μοντέλα. Γενικά η Ρόδος είναι απ’ τα μέρη της Ελλάδας που παρουσιάζει μεγάλη ομοιογένεια και αυτό φαίνεται απ’ τα γλωσσικά της ιδιώματα, απ’ τα ήθη και έθιμά της, απ’ τη μουσική και το χορό, με μικρές παραλλαγές που είναι απόλυτα φυσιολογικές. Το ίδιο ισχύει και για τις ενδυματολογικές της συνήθειες. Όσο για τις απόψεις ότι η περιοχή δεν είχε ενδυματολογική παράδοση ούτε καν τις συζητάμε. Σ’ ένα χώρο που οι άντρες είχαν ενδυματολογική παράδοση θα ήταν ανιστόρητο να μην είχαν οι γυναίκες. Επικρατεί η ροδίτικη φορεσιά στη ποιο απλή και αγροτική εκδοχή της. Δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο ή το ξεχωριστό που να προσελκύσει τους περιηγητές της εποχής ώστε να την εξετάσουν ιδιαίτερα. Οι περιηγητές συνήθιζαν να εξετάζουν φορεσιές που ήταν πιο πλούσιες, π.χ. Έμπωνας, Απολλώνων, Αρχαγγέλου. Αν τα δέκα χωριά της Νότιας Ρόδου δεν είχαν καθόλου ενδυματολογική παράδοση ή ξεχωριστή απ’ το υπόλοιπο νησί, θα ήταν κάτι που θα έκανε τους περιηγητές να το εξετάσουν ιδιαίτερα, γιατί θα υπήρχαν και οι ιστορικοί λόγοι που θα ήταν υπεύθυνοι γι αυτό. Τουλάχιστον από το 1309 που οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννου εγκαθίστανται στο νησί, δεν αναφέρεται εισροή ξένου πληθυσμού σε τμήμα του ή κατοχή αυτού.
Στα δέκα χωριά του σημερινού Δήμου Νότια Ρόδο περίπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα επικρατούσε η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά». Καταλήγουμε σ’ αυτό το συμπέρασμα όχι μόνο επειδή οι λιγοστές γραπτές πηγές, οι προφορικές μαρτυρίες και τα λιγοστά ευρήματα από το χωριό Ασκληπιείο συμπίπτουν, αλλά και γιατί η ιστορία της Ρόδου δεν μας αφήνει να υποθέσουμε κάτι άλλο. Οι φορεσιές του Έμπωνα και Αρχαγγέλου είναι παραλλαγές τη ίδιας φορεσιάς. Η φορεσιά στα χωριά της Νότιας Ρόδου έμοιαζε με αυτή που σήμερα λέμε «Σιδερίτικη» (Αγίου Ισιδώρου), επειδή εκεί διατηρήθηκε περισσότερο.
Δεν αποκλείεται και η περίπτωση να μεσολάβησε κάποια βραχεία περίοδος κατά την οποία η φορεσιά αυτή φορέθηκε με εισαγόμενα «Δαμασκηνά» και «Κωνσταντινοπολίτικα» υφάσματα, χρυσοκέντητα, συνήθως στην απόχρωση του μπλε, του πορφυρού ή του ροδί, που ήταν οι κυρίως βυζαντινές αποχρώσεις. Σημειωτέον οι μαρτυρίες στα δέκα χωριά του Δήμου Νότιας Ρόδου είναι λιγοστές και όχι τεκμηριωμένες (βλέπε κεφάλαιο 7 προσωπικές μαρτυρίες – ευρήματα από το χωριό Λαχανιά και Ασκληπιείο).Γι’ αυτό μπορούμε να κάνουμε μόνο την υπόθεση, ότι επειδή η οι γυναίκες από τις οποίες θυμούνται να φοριόταν η φορεσιά αυτή ήταν μεγάλες σε ηλικία και πιθανών να ήταν και χήρες, θα ήταν απίθανο να φορούσαν ρούχα μεταξωτά και χρυσοκέντητα. Αν πάλι υποστηρίξουμε το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήθηκαν τέτοιου είδους υφάσματα, το ποιο πιθανό θα ήταν να μεταποιήθηκαν από τις ίδιες ή από τις κληρονόμους τους όταν άλλαξε η μόδα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στο χωριό Γεννάδι για τη μεταξωτή πουκαμίσα ενός «βρακά» που την έκαναν κουρτίνα και που αργότερα την πέταξαν όταν πάλιωσε ή τη περίπτωση του μισοφούστανου στην Αρνίθα που απ’ αυτό έφτιαξαν δύο φούστες ή ακόμα και τις δύο πουκαμίσες που βρέθηκαν στο Ασκληπιείο που τις έκαναν φούστες όταν άλλαξε η μόδα και αργότερα τις έκαναν κουρτίνες για το «σπερβέρι» του αποκρέβατου. Το πιθανότερο όμως απ’ όλα είναι ότι οι γυναίκες τις νότιας Ρόδου, μετέβηκαν κατευθείαν από τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» στη πρώτη ευρωπαϊκή μόδα, το «Σακοφούστανο», μετά την κάποια οικονομική αναβάθμιση της περιοχής.
Αντικείμενο της έρευνας είναι η φορεσιά των χωριών της Νότιας Ρόδου που είναι φορεσιά αγροτική, αλλά δεν μπορούμε να την δούμε μεμονωμένα πάνω σ’ ένα νησί της έκτασης της Ρόδου, έως ότου η ομώνυμη πόλη της Ρόδου, ήταν το μοναδικό εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Επίσης τα χωριά είχαν τακτική επαφή με τη πόλη, και ήταν συχνές οι μετακινήσεις πληθυσμών, από την περιφέρεια προς το κέντρο και σπανιότερα αντίστροφα ή ακόμα περισσότερο και των χωριών μεταξύ τους. Λαμβάνουμε επίσης υπόψη ότι η Ιστορία του νησιού σχετίζεται με την Ιστορία της πρωτεύουσάς του από την ίδρυσή της το 400 π.χ.
Η φορεσιά της πόλης μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους την 1η Ιανουαρίου του 1523 ήταν η τούρκικη, αφού οι Χριστιανοί υποχρεώθηκαν να μένουν έξω απ’ τα τείχη. Στα «Μαράσια» όμως που κτίστηκαν από τους διωγμένους Χριστιανούς και ήταν κάτι σαν προάστια γύρω από τη τειχισμένη «μεσαιωνική πόλη» της Ρόδου, πιθανόν, δίχως να υπάρχει απόλυτη τεκμηρίωση, επικρατούσε κάποια αστικοποιημένη μορφή της ροδίτικης «μεταβυζαντινής φορεσιάς», όπως αυτή της Αρχαγγέλου με τα μεταξωτά υφάσματα, πού θα αντικαταστάθηκε σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μόδα της εποχής, που ήταν το «σακοφούστανο».
4) ΛΟΓΟΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΡΟΔΙΤΙΚΗΣ «ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ»
Οι λόγοι κατάργησης ή διατήρησης γενικά της παράδοσης δεν προσδιορίζονται. Συνήθως έχουν να κάνουν με τη ψυχοσύνθεση του τόπου, του πολιτιστικού και κοινωνικού επιπέδου των κατοίκων, ή ακόμα και με ιστορικά γεγονότα που διαδραματιστήκαν ίσως και πριν από αιώνες, καθώς επίσης και με τη σταθερή ή απότομη οικονομική ανάπτυξη του τόπου.
Μετά τη κατάληψη της Ρόδου από τους Τούρκους την 1η Ιανουαρίου του 1523, μαζί με τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννου έφυγαν από το νησί και πέντε χιλιάδες Ροδίτες. Έτσι η Ρόδος ήταν φυσικό μαζί με τους διανοούμενους, να χάσει και ένα μεγάλο μέρος από την εθνική και την κοινωνικοοικονομική της τάξη. Οι τάξεις αυτές, που για λόγους πολιτιστικής διαφοροποίησης έναντι των κατακτητών ή ακόμα και λόγω της ταξικής προβολής τους πιθανών να διατηρούσαν την φορεσιά, δε ξαναδημιουργήθηκαν όπως σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, που είχαν επί Τουρκοκρατίας ιδιαίτερα προνόμια.
Επίσης μετά τη κατάληψη της Ρόδου από τους Τούρκους, οι Ροδίτες και γενικά οι Χριστιανοί εκδιώκονται από τη τειχισμένη πόλη και έτσι παύει το νησί να έχει κάποιο ισχυρό κέντρο πολιτιστικής αναφοράς. Από πολιτιστικής πλευράς, επί Τουρκοκρατίας στο νησί δεν υπάρχει πόλη, αλλά μόνο χωρά με δύο θα λέγαμε κεφαλοχώρια, τον Αρχάγγελο στην ανατολική πλευρά του νησιού και τον Έμπωνα στη δυτική. Στη τειχισμένη «παλιά πόλη» όπως τη λέμε σήμερα έμεναν μόνο οι Τούρκοι και οι Ευρέοι.
Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα η Σμύρνη γίνεται το νέο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Ενώ η πόλη της Ρόδου είναι ήδη αποδυναμωμένη πολιτιστικά και οικονομικά. Την εποχή αυτή τα περισσότερα νησιά που βρίσκονταν κοντά στα μικρασιατικά παράλια, προχώρησαν στο «σακοφούστανο», καταργώντας τη παραδοσιακή τους φορεσιά και έμειναν μόνο ορισμένοι πυρήνες, όπως για παράδειγμα ο Αρχάγγελος όπου η φορεσιά εξελίσσεται με ευρωπαϊκά παπούτσια, βράκες κεντητές μέχρι τον αστράγαλο και μεταξωτό φουστάνι, ο Έμπωνας όπου η φορεσιά στολίζεται με σιρίτια και τα γύρο χωριά του Ατταβύρου.
Η κοντινή απόσταση και η μεγάλη επαφή που είχαν επί τουρκοκρατίας και πριν τη «Μικρασιατική καταστροφή», με την «Ανατολή» (όπως έλεγαν τη Μικρά Ασία) που παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη, ευνόησε την αλλαγή αυτή στις ενδυματολογικές συνήθειες των περισσότερων χωριών της Ρόδου. Η επαφή αυτή ενισχύθηκε περισσότερο μέσω των αντρών που πήγαιναν ορισμένους μήνες το χρόνο ως εποχιακοί μετανάστες στη Σμύρνη και σε άλλα τότε ανεπτυγμένα κέντρα της «Ανατολής» και κατά την επιστροφή τους, έφερναν για δώρα στις γυναίκες και στις κόρες τους υφάσματα και ρούχα.. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο προσανατολισμός του Τουρκικού κράτους που προωθούσε ένα «νέο» και «Δυτικό» θα λέγαμε τρόπο ζωής που ήταν συνυφασμένος με την προσπάθεια του να εξαλείψει τις διάφορες εθνότητες που συνυπήρχαν στην επικράτειά του.
Ο σημαντικότερος λόγος κατάργησης της ροδίτικης «μεταβυζαντινής φορεσιάς», είναι το ότι σταμάτησε να εξελίσσεται, λόγω της χαμηλής ανάπτυξης της περιοχής, τους τρις πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εκτοπιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα, από τη πρώτη ευρωπαϊκή μόδα που ήταν το «σακοφούστανο». Ιδιαίτερα για το 16ο αιώνα η Ιστορία της Ρόδου του Χ. Ι. Παπαχριστοδούλου αναφέρει ότι, «είναι μια σκοτεινή περίοδος για ολόκληρο το νησί. Στην πόλη της Ρόδου δεν έχουν αποκαλυφθεί τουλάχιστον μέχρι σήμερα, έστω και λείψανα τέχνης, της πλέον χαρακτηριστικής εκδήλωσης του ανθρώπου»
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ή στάση, όσων ασχολήθηκαν μεταπολεμικά με τον πολιτισμό που παρουσίαζαν ως παραδοσιακή φορεσιά το «σακοφούστανο», στη προσπάθειά τους να παρουσιάσουν ένα θέαμα πλουσιότερο που πίστευαν ότι ενδείκνυται για τουριστική προβολή και που θα έδινε και το στίγμα της αστικής και συνεπώς πιο εκλεπτυσμένης συνήθειας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να αγνοείται στις μέρες μας, ακόμα και η ύπαρξη της «ροδίτικης μεταβυζαντινής φορεσιάς» και να χαθούν σημαντικές πληροφορίες. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της κας Μαριετούλας Παπαστέργου απ’ το χωριό Ασκληπιό που μας λέει ότι, «όταν έρχονται και με ρωτούν για παλιές φορεσιές κι εγώ αρχίσω να λέω γι’ αυτήν, γυρίζουν το κεφάλι τους αλλού. Θέλουν να τους λέω για την άλλη, την ποιο καινούρια επειδή ήταν πιο λουσάτη (φανταχτερή – εντυπωσιακή), εννοώντας το «σακοφούστανο».
Τέλος ας μη διστάσουμε να αναφέρουμε και τις συνθήκες που αντιμετώπισε μεταπολεμικά ο Ροδίτικος πολιτισμός, μέσα στο αναπόφευκτο συνονθύλευμα του «πανελληνισμού». Η λιτότητα που χαρακτηρίζει τη φορεσιά αυτή, συμπληρώνει τη γενικότερη εικόνα που χαρακτηρίζει τη νότια Ρόδο, όπως είναι για παράδειγμα η λιτή παραδοσιακή διατροφή και η λιτή διακόσμησα της παραδοσιακής κατοικίας, και είναι απόηχος των αρχαίων δωρικών συνηθειών των κατοίκων, όπως επίσης και τα δωρικά γλωσσικά τους ιδιώματα. Η λιτότητα όμως αυτή, έρχεται σε αντίθεση με τις βαριές φορεσιές, τις πλούσιες σε κεντίδα, στολίδια και χρωματισμό των περισσότερων περιοχών της σημερινής Ελλάδας, που συνέχισαν να εξελίσσονται μέσα στη τουρκοκρατία.
5) «ΣΑΚΟΦΟΥΣΤΑΝΟ»
Απ’ τα μέσα έως τα τέλη του 19ου αιώνα οι ενδυματολογικές συνήθειες στα χωριά της σημερινής Νότιας Ρόδου και γενικά του μεγαλύτερου τμήματος του νησιού αλλάζουν σύμφωνα με την μόδα, που είναι το «σακοφούστανο».
Η συγκεκριμένη ενδυμασία χαρακτηρίζεται ως «μόδα» και όχι ως «φορεσιά» γιατί δε βασίζεται στη παράδοση όπως η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» αλλά στην αλλαγή. Σε πολλά χωριά μάλιστα επειδή αυτή θυμούνται τη θεωρούν τοπική παραδοσιακή φορεσιά. Είναι όμως γνωστό ότι η φούστα εμφανίσθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα και έφθασε στο τόπο μας με κάποια σχετική καθυστέρηση (ντεμοντέ). Η συγκεκριμένη ενδυμασία, δεν έχει ούτε τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φορεσιάς. Είναι μια μόδα με ευρωπαϊκά πρότυπα και με ανατολίτικα υφάσματα και αξεσουάρ.
Η φούστα δεν είναι ενταγμένη ούτε στις ευρωπαϊκές τοπικές φορεσιές. Αν και η μόδα της φούστας εμφανίστηκε στις ευρωπαϊκές χώρες, οι Ευρωπαίοι τη ξεχώρισαν από τις τοπικές τους φορεσιές, που κι αυτές έχουν σαν βασικό ένδυμα τη πουκαμίσα, που κι εδώ έχει τις ρίζες της στη αρχαία Ρωμαϊκή “tunica”.
Η νέα αυτή μόδα κυριαρχούσε στη Σμύρνη που ήταν το μεγάλο αστικό κέντρο της Μικράς Ασίας και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και λιγότερο στα μικρότερα αστικά κέντρα και χωριά, όπου διακρίνεται κάποια τοπικότητα και ιδιαιτερότητα που έχει να κάνει με το δικό τους προσωπικό γούστο και τα υλικά π.χ. υφάσματα που έφθαναν σ’ αυτά.
Στο βιβλίο «Η Ρόδος του χθες» του κ. Σταύρου Γιωργαλλίδη και παρουσιάζεται η ροδίτικη φορεσιά σε διάφορες εκδοχές, ανάλογα με την εποχή και τις ιδιαιτερότητες του κάθε χωριού. Μία από τις φωτογραφίες του βιβλίου αυτού παρουσιάζεται με τον υπότιτλο «Κάτοικοι του Κοσκινού με τοπικές ενδυμασίες». Πρόκειται όμως για λάθος, γιατί στη πραγματικότητα πρόκειται για κάτοικους του χωριού Ασκληπιείου, που φορούν τα ρούχα των παππούδων τους – που έζησαν περίπου από 1890 έως 1960 – προκειμένου να υποδεχθούν το Βασιλιά Παύλο στη Ρόδο, μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου το 1949.. Παρουσιάζονται με μια λαϊκή ενδυμασία με δυτικά πρότυπα και ανατολίτικα στολίδια. Πρόκειται για την ευρωπαϊκών προτύπων μόδα το «σακοφούστανο», που επικρατούσε με την ίδια περίπου μορφή στα Βαλκάνια, στα μικρασιατικά παράλια και σε διάφορα άλλα μέρη της βορειοανατολικής Μεσογείου, από τα τέλη του 19ου έως τις πρώτες δεκαετίες 20ου αιώνα. Για το λόγω αυτό, ο χαρακτηρισμός «τοπικές ενδυμασίες» δε ταιριάζει στη περίπτωση γιατί οι φορεσιές της φωτογραφίας, δεν είναι τοπικές. Η φορεσιά είναι παρόμοια και μ’ αυτή που συναντά και η Αθηνά Ταρσούλη στο χωριό Αφάντου που επισκέφθηκε τη Ρόδο κατά τα μέσα του 20ου αιώνα, μετά την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου.
6) ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Την αντρική φορεσιά δεν χρειάζεται να την εξετάσουμε ιδιαίτερα. Ήταν η γνωστή «βράκα», αρχικά λευκή-βαμβακερή και υφαντή, όπως φαίνεται και στη φωτογραφεία από το χωριό Κατταβιά που όταν πάλιωνε και κιτρίνιζε τη βάφανε μπλε ή μαύρη, όπως μας περιγράφει και η κα Άρτεμη Διακοσάββα απ’ το Βάτι.
Όπως μας λέει η κα Θεανώ Αυγουστάκη απ’ τον Μεσαναγρό, οι άντρες είναι πιο συντηρητικοί στην εμφάνισή τους και δεν άλλαξαν εύκολα μόδα. Σταδιακά και με αργούς ρυθμούς, αντικατέστησαν τις μπότες με παπούτσια, μετά το γιλέκο με σακάκι και τελικά έβγαλαν και τη «βράκα» και έγιναν «φραγκοφορεμένοι». Ο κ. Κωνσταντίνος Κώνστας- Μαστρογιάννης απ’ το Γεννάδι, μας περιγράφει και την τρίχινη «καμουζέτα ή καμουζέρα» και το τρίχινο καπέλο.
Από το χωριό Κατταβιά προέρχεται και η φωτογραφία, στην οποία παρουσιάζονται οι νεαροί Κατταβενοί φορώντας λευκή βράκα, καθώς μεταφέρουν την εικόνα της «Παναγιάς της Σκιαδενής» στο χωριό τους.
7) ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Α) ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ
Στο χωριό Ασκληπιό η κα. Ειρήνη Καμπανάρη που γεννήθηκε το 1915 περιγράφει αρχικά το «σακοφούστανο» επίσης θυμάται ότι υπήρχε κάποια άλλη παλαιότερη φορεσιά που έμοιαζε με αυτή που σήμερα λέμε Σιδερίτικη.
Η κα Μαριετούλα Παπαστέργου που γεννήθηκε το 1917 αρχικά περιγράφει κι αυτή το σακοφούστανο και στη ερώτηση αν υπήρχε παλαιότερη, απαντά ότι «υπήρχε και πως ήταν με «μια άσπρη πουκαμίσα μακριά ποιο κάτω από το γόνατο κι απέξω άλλη πιο κοντή σκούρα και στη μέση η ζώνη ήταν πλεκτή». Αλλά όταν έρχονται και με ρωτούν για παλιές φορεσιές κι εγώ αρχίσω να λέω γι’ αυτήν γυρίζουν το κεφάλι τους αλλού. Θέλουν να τους λέω για την άλλη την ποιο καινούρια επειδή ήταν πιο λουσάτη (φανταχτερή – εντυπωσιακή).
Επίσης θυμούνται διάφορες γυναίκες που φορούσαν τη παλιά ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» όπως τη Χατζημαρία από την οικογένεια των Θαρενών που πήγε και στους Αγίους Τόπους και τη θυμόντουσαν καλύτερα γιατί ήταν καντηλανάφτισσα.
Επίσης από το χωριό Ασκληπιό έχουμε και τα εξής ευρήματα: Δύο υφαντές βαμβακερές πουκαμίσες, η μία με κέντημα στο ποδόγυρο σε σχήμα τετραγωνάκια και η άλλη σε σχήμα ρόμβων. Οι πουκαμίσες αυτές βρέθηκαν κομμένες στη μέση, προφανώς για να χρησιμοποιηθούν και ως φούστες όταν άλλαξε η μόδα. Η μία από αυτές τις πουκαμίσες – αυτή με τα τετραγωνάκια – κατέληξε κουρτίνα σε σπερβέρι αποκρέβατου. Επίσης βρέθηκε ένα γιλέκο της «μεταβυζαντινής φορεσιάς», με ύφανση σε ψαροκόκαλο. Στο εκκλησιαστικό μουσείο του Ασκληπιείου, είναι εκτεθειμένα και δύο ασημένια στολίδια τριγωνικού σχήματος που χρησιμοποιούνταν για να στερεώνουν το μαντήλι, σαν αυτά που περιγράφει και περιηγητής Charles Newton (βλέπε κεφάλαιο 1). Ακόμα βρέθηκε ένα μεταξωτό αμάνικο φουστάνι. Το φουστάνι αυτό, πιθανών να φορέθηκε πάνω από πουκαμίσα, δίχως όμως αυτό να είναι τεκμηριωμένο. Το ίδιο ισχύει και για το, τσόχινο, χρυσοκέντητο γιλέκο, πράσινου χρόματος, μάλλον μικρασιάτικης καταγωγής. Από το χωριό Ασκληπιό έχουμε και άλλα ευρήματα που ανήκουν στο «σακοφούστανο», όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές μόδες του 20ου αιώνα και παρόμοια έχουν βρεθεί και στα γύρω χωριά.
Β) ΒΑΤΙ
Η τελευταία γυναίκα πού θυμούνται να φορούσε τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» στο χωριό Βάτι πριν φορεθεί η μόδα με τους σάκους και τα μισοφούστανα, ήταν η Στεργούλα Παπαγεωργίου ή «Κουλιά» πού γεννήθηκε το 1835 και πέθανε το 1940 σε ηλικία 105 ετών και έτσι τη θυμούνται όλοι οι κάτοικοι του χωριού που έχουν γεννηθεί το 1930, όπως η Μαριάνθη Καμπουροπούλου, ο δάσκαλος Τριαντάφυλλος Καμπούρης, ο δάσκαλος Αθανάσιος Ψελλάκης κ.α. Όπως περιγράφεται η φορεσιά της από την δισέγγονή της κα Μαρουσία Καμπούρη, είναι με το αμάνικο εξωτερικό φουστάνι στην απόχρωση του μπλε και δίχως σιρίτια. Θυμάται επίσης ότι όταν δούλευε στο χωράφι συνήθιζε να ανεβάζει το εξωτερικό φουστάνι μέχρι τη μέση, άλλες φορές πάλι – ιδίως όταν έκανε ζέστη – το έβγαζε και έμενε με την πουκαμίσα και το έβαζε ξανά όταν τελείωνε τη δουλειά. Το ύφασμα του φουστανιού ήταν σκληρό σαν «τζιν». Τη ζώνη της την έδενε πότε στη περιφέρεια και πότε στη μέση δίχως κάποιο ιδιαίτερο κανόνα, αλλά όπως τη βόλευε.
Άλλη που περίγραψε τη ροδίτικη φορεσιά όπως τη θυμόταν από τη Στεργουλα Παπαγεωγίου (πού ήταν μητέρα της πεθερά της) και από διηγήσεις των μεγαλυτέρων της, είναι η κα Άρτεμη Διακοσάββα, κόρη του γιατρού Θεόδωρου Κωνσταντινίδη (συγγραφέα του βιβλίου «Λεξιλόγιο της δημώδους Ροδιακής διαλέκτου»). Από τις περιγραφές της η φορεσιά αποτελείτο από τη πουκαμίσα που ερχόταν μακριά, πιο κάτω απ’ το γόνατο, περίπου μέχρι τη μισή γάμπα και το εξωτερικό πτυχωτό αμάνικο φουστάνι, που σούρωνε κάτω απ’ το στήθος και ερχόταν 4-5 πόντους πιο κοντό από τη πουκαμίσα. Το χειμώνα φορούσαν και την «καμουζέτα» που ήταν μακρομάνικο γιλέκο, συνήθως μάλλινο. Η επίσημη φορεσιά της λεύτερης και της νύφης ήταν λευκή). Όπως το ύφαιναν το βαμβάκι το αφήνανε λευκό (στο χρώμα του). Όταν πάλιωνε και κιτρίνιζε, βάφανε το εξωτερικό φουστάνι μπλε με λουλάκι και αν ξεθώριαζε το ξαναβάφανε. Το μπλε το συνήθιζαν περισσότερο οι παντρεμένες, που δεν έραβαν πια καινούρια ρούχα για τον εαυτό τους αλλά έβαφαν τα παλιά. Όταν χήρευε ή γυναίκα τότε το έβαφε μαύρο. Μαύρα επίσης ήταν και τα καθημερινά, τα πρόχειρα ρούχα, που φορούσαν στη δουλειά και τελικά ως χρώμα επικράτησε, ίσως λόγω του ότι όταν σταμάτησαν πια να υφαίνουν και αγόραζαν έτοιμα υφάσματα, τα αγόραζαν στο μπλε ή στο μαύρο, που ήταν χρώματα πιο ανθεκτικά. Το ίδιο συνέβαινε και με την αντρική φορεσιά. Αρχικά η βράκα ήταν λευκή, στο χρώμα του βαμβακιού και όταν κιτρίνιζε τη βάφανε μπλε, ή μαύρη για πιο πρόχειρη που τελικά επικράτησε.
Η Άρτεμη Διακοσάββα με ενημέρωσε και για κάποιες ιδιαιτερότητες ορισμένων χωριών, όπως για παράδειγμα, τα σιρίτια στη στολή του Έμπωνα, ή για τις μακριές βράκες που φορούσαν σε ορισμένα χωριά όπως για παράδειγμα στον Αρχάγγελο), προκειμένου να φορέσουν Ευρωπαϊκά παπούτσια. Στην ερώτηση αν υπήρχε κάποια ιδιαιτερότητα στα δικά μας χωριά απάντησε πως δε πιστεύει και πώς από τα Λάερμα και πέρα η παρουσία των γυναικών ήταν περισσότερο αγροτική, δίχως μακριές βράκες μέχρι τον αστράγαλο και ευρωπαϊκά παπούτσια ή αν φορούσαν μακριές βράκες τις φορούσαν μέσα από τις μπότες. Η φορεσιά διευκρινίζει ότι ήταν σαν τη Σιδερίτικη (Αγίου Ισιδώρου), όπου και διατηρήθηκε περισσότερο και ήταν γνωστή στο Βάτι και σε άλλα χωριά της Νότιας Ρόδου από τις Σιδερίτισες που έρχονταν για να εργαστούν μεροκάματο σαν θερίστριες.
Γ) ΜΕΣΑΝΑΓΡΟΣ
Στο χωριό Μεσαναγρός η κα Ειρήνη Βαλασάκη που γεννήθηκε το έτος 1909, θυμάται τη θεία της Ναστασούλα μια από τις τελευταίες γυναίκες του χωριού που φορούσε τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά». Η φορεσιά αυτή αποτελείτο από μια μακρομάνικη πουκαμίσα, που ερχόταν μακριά κάτω απ’ το γόνατο, περίπου μέχρι τη μισή γάμπα και εξωτερικά έμπαινε το φουστάνι που ήταν ποιο κοντή απ’ τη πουκαμίσα. Το ύφασμα της φούστας ήταν σκληρό. Το περιγράφει «σαν αυτό που φορούν σήμερα τα παιδιά» εννοώντας το τζιν. Εξωτερικά φορούσε και ένα σάκο (εννοεί τη καμουζέτα) που έδενε κάτω απ’ το στήθος. Η φορεσιά της ήταν σαν αυτή που συνέχισαν να φορούν οι Σιδερίτισες. Ήταν κι άλλες γυναίκες στην ηλικία της που φορούσαν τα ίδια αλλά δεν θυμάται ποιες ήταν. Θυμάται όμως τη θεία της τη Ναστασούλα γιατί την άφηναν σ’ αυτήν οι γονείς της να την προσέχει όταν έφευγαν στα χωράφια. Όταν η θεία Ναστασούλα απεβίωσε η κα Ειρήνη Βαλασάκη ήταν περίπου επτά χρονών δηλαδή περίπου το 1915 και αν υποθέσουμε ότι απεβίωσε ογδόντα ετών, πρέπει να γεννήθηκε περίπου το 1936. Η θεία Ναστασούλα πρέπει να ήταν στην ίδια ηλικία με τη κα Στεργούλα Παπαγεωργίου απ’ το Βάτι με τη διαφορά ότι η κα Στεργούλα έζησε 25 χρόνια περισσότερο.
Η κατά εννέα χρόνια νεότερη από τη κα Ειρήνη η κα Θεανώ Αυγουστάκη, που γεννήθηκε το έτος 1918, δε θυμάται πια καμιά γυναίκα στον Μεσαναγρό με τη ροδίτικη φορεσιά. Θυμάται την ηλικία της γιαγιάς της και της μητέρας της με το σακοφούστανο. Η μητέρα της είχε ένα μπαούλο με ρούχα της εποχής εκείνης, που τα έκαψαν σύμφωνα με τη συνήθεια να καίνε τα ρούχα των νεκρών. Η γενιά η δική της φόρεσε την επόμενη μόδα που ήταν οι ρόμπες. Οι γυναίκες αλλάζουν μόδα ποιο εύκολα απ’ τους άντρες είπε, και αφηγήθηκε και την ιστορία κάποιου «βρακά» (βρακοφόρου) του Γιώργη, όταν αυτή ήταν περίπου δέκα χρονών, δηλαδή περίπου το 1928. Ο Γιώργης στο γάμο του έβαλε κουστούμι αλλά για να μην τον κοροϊδεύουν, τη δευτέρα του γάμου του ξανάβαλε «βράκα». Στο γάμο του τραγούδησαν το ακόλουθο δίστιχο. «Πετάξανσιν οι πέρδικες και κάτσασει στ’ αλώνια,
κοιτάξετε τον Γιωρκαρά που ‘βαλε παντελόνια.»
Δ) ΚΑΤΤΑΒΙΑ
Στο χωριό Κατταβιά η κα Ειρήνη – Κατίνα Παύλου Βλάμη σύζυγος Κυριάκου Καρπαθιού που γεννήθηκε το έτος 1912, μας περιγράφει τη φορεσιά της γιαγιάς της Ειρήνης σύζυγος Ιωάννου Παπαγεωργίου. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εγγονής της Ειρήνης-Κατίνας πρέπει να γεννήθηκε από το 1855 έως το 1860.
(Οι υπολογισμοί της έχουν ως εξής: Αυτή γεννήθηκε το 1912 και με τη μητέρα της είχε 26 χρόνια διαφορά. Η μητέρα της με τη γιαγιά της είχαν περίπου 30 χρόνια διαφορά, γιατί η μητέρα της ήταν το τρίτο κατά σειρά παιδί στην οικογένεια. Άρα 1912 μείον 55 από το 1855 έως το 1860 γεννήθηκε η κα Παπαγεωργίου Ειρήνη).
Σύμφωνα με την περιγραφή της γιαγιάς της, αυτή όπως και οι άλλες γυναίκες της Κατταβιάς εκείνη την εποχή, φορούσαν μόνο τη πουκαμίσα «ζούρκα» δίχως εξωτερικό φουστάνι. Μου είπε ακόμα ότι και οι Μπωνιάτισες στις καθημερινές τους δραστηριότητες φορούσαν μόνο τη πουκαμίσα και το εξωτερικό φουστάνι το φορούσαν σαν στολίδι στις επίσημες εκδηλώσεις τους, στις γιορτές και στα πανηγύρια. Το χειμώνα έβαζαν εσωτερικά και άλλα ρούχα για να προστατεύονται απ’ το κρύο. Τη φορεσιά αυτή τη φορούσε η γιαγιά της όσο ήταν λεύτερη. Όταν παντρεύτηκε περίπου το έτος 1875 της την έβγαλε ο άντρας της γιατί της έφερε ρούχα «από την Ανατολή», απ’ όπου έφερε και μεγάλη περιουσία (300 χρυσές λίρες).
Η φορεσιά αποτελείτο από μια υφαντή λευκή βαμβακερή πουκαμίσα που έφθανε μέχρι τη μισή γάμπα και είχε ένα ελαφρύ κέντημα στον ποδόγυρο, στις άκριες των μανικιών και στο λαιμό. Στη μέση έδεναν ένα υφαντό ζωνάρι πού είχε συνήθως χρώμα μπλε. Τα μαντήλια τ’ αγόραζαν έτοιμα και ήταν λευκά, χρωματιστά ή πολύχρωμα. Για υποδήματα φορούσαν τα «πο(δ)ήματα» που ήταν τα ίδια με τις «μπωνιάτικες μπότες». Πο(δ)ήματα φορούσε ακόμα κι αυτή όταν ήταν μικρή περίπου μέχρι 12 – 13 χρονών.
Επίσης από το χωριό Κατταβιά προέρχεται και η φωτογραφία, στην οποία παρουσιάζονται οι νεαροί Κατταβενοί φορώντας λευκή βράκα, καθώς μεταφέρουν την εικόνα της «Παναγιάς της Σκιαδενής» στο χωριό τους.
Ε) ΑΡΝΙΘΑ
Η κα Μάρθα Σαββή χήρα Κωνσταντίνου απ’ το χωριό Αρνίθα που γεννήθηκε το 1917. περιγράφει το σοκοφούστανο και απ’ ότι λέει διευκόλυνε η φούστα γιατί πλυνόταν ευκολότερα το κάτω μέρος, που λερωνόταν συχνότερα. Υπήρχαν δε και μισές φούστες που ήταν υφαντές. Επίσης η φούστα ερχόταν πολύ φαρδιά και όταν η μόδα αυτή καταργήθηκε η μητέρα της έφτιαξε απ’ αυτό το ύφασμα δύο φουστάνια.
Από την Αρνίθα όμως προέρχεται η φωτογραφεία του βιβλίο «Ημερολόγιο Λαγγάνη» με τον υπότιτλο «Χωρικαί εξ Αρνίθας».
ΣΤ) ΛΑΧΑΝΙΑ
Απ’ το χωριό Λαχανιά η κα Σαββάκη Παρασκευή μας περιγράφει το μεταβατιό στάδιο ανάμεσα στη «Ροδίτικη παραδοσιακή φορεσιά» και το «σακοοφούστανο» και βλέπουμε ότι οι Λαχανιάτισες με τη γιορτινή τους φορεσιά φορούσαν μακριές βράκες μέχρι τον αστράγαλο, εσωτερικά μέσα από τις μπότες και όχι με ευρωπαϊκά παπούτσια, κι’ από τη διακόσμηση στις μπότες επιβεβαιώνεται ότι φορούσαν τις μπότες και με τα γιορτινά τους.
Επίσης μας περιγράφει τη φορεσιά της μεταβατικής περιόδου ανάμεσα στη «Ροδίτικη παραδοσιακή φορεσιά» και το «Σακοφούστανο». Στη Λαχανιά, όπως και σε άλλα χωριά και όπως μας δείχνουν και τα ευρήματα από το χωριό Ασκληπιείο ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος κατά την οποία, οι νεαρές κοπέλες φορούσαν ανοικτόχρωμα ρούχα, συνήθως κανελί με ρίγες. Όταν όμως έχαναν κάποιο συγγενή τότε φορούσαν για πάντα μαύρα. Στο κεφάλι φορούσαν δύο μαντήλια, το ένα το σκούφωναν από μέσα για να μην φαίνονται τα μαλλιά, το άλλο το έριχναν από πάνω σε σχήμα τριγώνου και οι δυο άκρες ήταν ριγμένες εμπρός. Στο μέτωπο στην άκρη του μαντιλιού ήταν ραμμένο ένα μικρό σιρίτι απ’ όπου κρέμονταν κάτι μικρά μπρούτζινα τετραγωνάκια σαν αστεράκια. Το γιλέκο ήταν αμάνικο, έφτανε ως τη μέση, είχε λαιμόκοψη και κούμπωνε με κουμπιά. Το πουκάμισο ήταν άσπρο με πολύ μικρό γιακαδάκι ή λαιμόκοψη και τα μανίκια στην άκρη είχαν βολάν. Η φούστα ήταν φαρδιά, έφτανε κάτω από το γόνατο και στη μέση έδενε με λάστιχο. Είχαν και ζωνάρι αλλά δεν το έδεναν σφικτά. Η βράκα έφτανε ως τον αστράγαλο και έδενε με λάστιχο. Στα πόδια φορούσαν δερμάτινες μπότες κομμένες στην άκρια πριονωτά (Ζικ-Ζακ) και λίγο πιο κάτω από το κόψιμο ήταν ραμμένο ένα κόκκινο σιρίτι με χρυσό κέντημα.
Ζ) ΙΣΤΡΙΟΣ
Η κα Πόλου Χρυσή από το χωριό Ίστριος μας περιγράφει κι αυτή το σακοφούστανο και συμπληρώνει ότι χρησιμοποιούσαν υφάσματα κλαδωτά, μεταξωτά ή χασεδένια, ανάλογα με την οικονομική άνεση της κάθε οικογένειας ή υφάσματα από κάποτο για πιο πρόχειρα. Επίσης από κάποια εποχή και μετά άρχισαν να χρησιμοποιούνται και ευρωπαϊκά παπούτσια, δίχως όμως τις μακριές βράκες όπως στη φορεσιά τού Αρχαγγέλου αλλά με μακριές κάλτσες μέχρι το γόνατο.
Η) ΓΕΝΝΑΔΙ
Το σακοφούστανο θυμάται και η κα Μαθιουδάκη Αικατερίνη απ’ το χωριό Γεννάδι, που γεννήθηκε το 1912.
Ο κ. Κώνστας Κωνσταντίνος Μαστρογιάννης που γεννήθηκε το 1911 είπε ότι θυμάται τη μητέρα του με τα «μισοφούστανα». Το ίδιο και η σύζυγος του κα Δέσποινα θυμάται τα μισοφούστανα που φορούσε η γιαγιά της που ήταν γεννηθείσα περίπου το 1875 – 1880. Αναφέρουν επίσης τη στολή του «βρακά» και ότι το χειμώνα εξωτερικά φορούσαν και ένα σάκο την «καμουζέρα». Ήταν φτιαγμένη από ύφασμα φτιαγμένο από τρίχα κατσίκας, που αφού το ύφαιναν το πατούσαν δύο άτομα που κάθονταν αντικριστά για να δέσει. Από το ίδιο ύφασμα ήταν φτιαγμένο και το καπέλο. Αναφέρουν και τη περίπτωση για κάποια μεταξωτή ανδρική πουκαμίσα που τη μετέτρεψαν σε κουρτίνα και που αργότερα την πέταξαν όταν πάλιωσε.
Οι άλλοι κάτοικοι του χωριού είναι κατά πολύ νεότεροι. Στο Γεννάδι που ήταν από τα κεντρικά χωριά της Νότιας Ρόδου, οι εξελίξεις ίσως να έφθαναν λίγο νωρίτερα
Θ) ΑΠΟΛΑΚΚΙΑ
Στο χωριό Απολακκιά ο κ. Σάββας Λέργος περιγράφει κι αυτός το σακοφούστανο. Άλλωστε ένα αγοράκι είναι πολύ δύσκολο να παρατηρήσει τι φορούν οι γυναίκες και μάλιστα οι γριές εκτός κι αν είναι συγγενείς πρώτου βαθμού, όπως μάνα ή γιαγιά. Όμως ο κ. Λέργος δε γνώρισε καθόλου γιαγιά και τη μητέρα του την έχασε με τη γρίπη το 1916. Ογδόντα άνθρωποι πέθαναν είπε με τη γρίπη το 1916 που στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι φυσικό να ήταν ηλικιωμένοι.
Ι) ΠΡΟΦΥΛΙΑ
Στο χωριό Προφύλια η κα Συγαμβρή Κωνσταντίνα που γεννήθηκε το 1913 περιγράφει το σακοφούστανο. Θυμάται κάποια γριά που λεγόταν Κάραλη Μαρία και φορούσε ρούχα μονοκόμματα – ριχτά, με ένα ζωνάρι στη μέση, αλλά ήταν πολύ φτωχή και τα ρούχα της φθαρμένα. Γι’ αυτό δε νομίζω ότι μπορούμε να το καταγράψουμε ως ενδυματολογική συνήθεια.
Αξίζει όμως να αναφέρουμε την ιστορία που περιγράφει η κα Κωνσταντίνα για το πώς καταργήθηκε στη Προφύλια η μόδα με του «σάκοφούστανου» και πώς οι κοπέλες του χωριού προχώρησαν στη επόμενη μόδα που ήταν η «ρόμπα». Η αλλαγή δεν έγινε σταδιακά αλλά απότομα, κατόπιν συνεννόησης των κοριτσιών του χωριού, ώστε να εμφανιστούν με τη νέα μόδα στο γάμο του Μαυρουδή Σπανακαρά και της Δημητρούλας, όταν η κ. Κωνσταντίνα ήταν 19-20 χρονών, δηλαδή περίπου το 1922 – 1923.. Στο γλέντι ο οργανοπαίκτης που έπαιζε λίρα τους τραγούδησε και το ακόλουθο τετράστιχο:
«Στ’ ανάθεμαν το ψιαλί μη πω και τη μοδίστρα,
που βάλλουν τώρα τα κοντά με τη στραοχωρίστρα.
Εβάλλαν τα φορέματα οι λεύτερες κι ελάμπαν,
Και τώρα βάλλουν τα κοντά να φαίνετε η γάμπα». 8) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 1Ο: Βασιζόμενοι στις Ιστορικές πηγές, στις προσωπικές μαρτυρίες, καθώς και στην ιστορία και ομοιογένεια της Ρόδου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στη Νότια Ρόδο περίπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα δεν θα μπορούσε να επικρατεί άλλη φορεσιά εκτός απ’ τη ροδίτικη μεταβυζαντινή φορεσιά.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 2Ο: Γενικά στη Νότια Ρόδο μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα επικρατεί η ροδίτικη μεταβυζαντινή φορεσιά στη πιο απλή και αγροτική εκδοχή της. Οι φορεσιές του Έμπωνα και Αρχαγγέλου είναι παραλλαγές τη ίδιας φορεσιάς.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 3Ο: Στο χωριό Κατταβιά μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι γυναίκες εξακολουθούσαν να φορούν τη πουκαμίσα που δεν ήταν άλλη από την αρχαία Ρωμαϊκή-Βυζαντινή “tunica” δίχως τη προσθήκη της αναγεννησιακής «φούστας».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 4Ο: Δεν αποκλείεται να υπήρξε και μια βραχεία μεταβατική περίοδος κατά την οποία το εξωτερικό φουστάνι της ροδίτικης μεταβυζαντινής φορεσιάς να φορέθηκε με τα μεταγενέστερα, εισαγόμενα «Δαμασκηνά» και «Κωνσταντινοπολίτικα» υφάσματα, αν και για τους λόγους που περιγράφω στο 3ο κεφάλαιο «έρευνα αλληλεπιδράσεις», δεν είναι τεκμηριωμένο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 5Ο: Περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζεται στα δέκα χωριά της σημερινής Νότιας Ρόδου η μόδα με τα «σακοφούστανα» η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» δε καταργείται απότομα, αλλά οι ώριμες σε ηλικία γυναίκες εξακολουθούν να τη φορούν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Η μόδα του «σακοφούστανου» παραχωρεί τη θέση της στην επόμενη μόδα που είναι οι «ρόμπες», περίπου τις δεκαετίες του 1910-1920.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 6Ο: Το «σακοφούστανο», όπως και η «ρόμπα, χαρακτηρίζεται ως «μόδα» και όχι ως «φορεσιά». Είναι μια μόδα με ευρωπαϊκά πρότυπα και με ανατολίτικα υφάσματα και αξεσουάρ, που εμφανίζεται στη Ρόδο και γενικά στην ευρύτερη περιοχή της βορειοανατολικής Μεσογείου περίπου το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 7Ο: Την αντρική φορεσιά δεν χρειάζεται να την εξετάσουμε ιδιαίτερα. Ήταν η γνωστή «βράκα», αρχικά λευκή-βαμβακερή και υφαντή, που όταν πάλιωνε και κιτρίνιζε τη βάφανε μπλε ή μαύρη.
Τη Δώρα Στράτου την γνωρίζουν ως όνομα όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με τον παραδοσιακό ελληνικό χορό. Δείτε σήμερα ένα ντοκιμαντέρ που μας δείχνει όλα όσα πρέπει να μάθετε για την σημαντική αυτή Ελληνίδα…
Everyone that likes and searches on greek traditional dance knows the name of Dora Stratou. Watch today a video showing all you need to know for this important Greek person….
See engravings of Greek traditional costumes that Dora Stratou collected all her life in this link / Δείτε γκραβούρες από ελληνικές φορεσιές που η Δώρα Στράτου συνέλεγε όλη της τη ζωή εδώ
If you liked this article please like and share! Αν σας άρεσε το άρθρο κάντε like και share!