Για κάποιον που αγαπά τον λαϊκό πολιτισμό και τις παραδοσιακές φορεσιές και χορούς μια επίσκεψη στο Εθνολογικό Λαογραφικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης είναι επιβεβλημένη! Το Μουσείο ιδρύθηκε το 1970 και στεγάζεται στο διατηρητέο κτίριο του 20ού αιώνα, γνωστό ως «Villa Modiano», κατοικία του τραπεζίτη Yiako Modiano και της οικογενείας του. Η βίλα ήταν επίσης γνωστή ως κατοικία του «Παλιού Κυβερνήτη» επειδή φιλοξενούσε κάθε χρόνο τον διοικητή της Μακεδονίας και αργότερα τον Υπουργό της Βορείου Ελλάδος.
Φορεσια απο το Σουφλί Έβρου
Αν και η αυλή του είναι υπέροχη για να πιει κάποιος καφέ μια ηλιολουστη μέρα, ( 2500 τετραγωνικά μέτρα, σχεδόν το μισό της αρχικής περιουσίας του Μοντιάνο) εμείς θα σταθούμε στο εσωτερικό του Μουσείου που ήταν πολύ ενδιαφέρον και αξίζει τον κόπο να επισκεφτείτε ιδίως αν έχετε παιδιά, και θα θέλατε να τα ξεναγήσετε τον τρόπο ζωής των παλιότερων γενεών, καθως το Μουσειο περιλαμβάνει πολλές αλληλεπιδραστικές δράσεις
Φορεσια Πυλαια Θεσσαλονικης και πλάτη Δρυμός Θεσσαλονικης
Στο εσωτερικό του μουσείου φιλοξενούνται συλλογές σχετικές με τις ανθρώπινες δραστηριότητες (γεωργία, κτηνοτροφία κ.α.) και τεχνικές επεξεργασίας (υφανση, ράψιμο, κέντημα, ξυλογλυπτική, μεταλλοτεχνία, κεραμικά) για την κάλυψη των βασικών αναγκών της κοινότητας για τρόφιμα, στέγη, ένδυση καθώς και για την κοινωνική οργάνωση και την πνευματική ζωή των ανθρώπων που ζούσαν στο Βόρειο Ελλαδικό χώρο.
Οι συλλογές αποτελούνται από αντικείμενα που προέρχονται από την προ-βιομηχανική εποχή, κυρίως από τις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
Φορεσια Πομάκας απο τη Σμίνθη Νομού Ξάνθης
Αντιπροσωπεύουν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στην πόλη. Όσον αφορά την ποσότητα και την ποικιλία τους, πρόκειται για μία από τις πλουσιότερες συλλογές του είδους σε όλη την Ελλάδα.
Σε αυτή την ανάρτηση θα δούμε κάποιες απο τις 55 φορεσιές της μόνιμης συλλογής του Μουσείου και θα επανέλθουμε σε άλλη ανάρτησή μας με κοσμήματα και κεφαλόδεσμους.
Σε αυτό το μπλόγκ μας έχει ξανα-απασχολήσει η δουλειά του Kim de Molaener σε παλαιότερο άρθρο μας. Τώρα από το προσωπικό προφίλ του φωτογράφου στο instagram παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτής της δουλειάς που ολοένα γίνεται και πιο ενδιαφέρουσα.
Να θυμίσουμε οτι οι φωτογραφίες του Βέλγου Kim de Molaener απεικονίζουν τα παραδοσιακά κοστούμια της συλλογής του χοροθεάτρου Δώρα Στράτου
Σας δείχνουμε λίγη ακόμη δουλειά του Kim ελπίζοντας να σας αρέσει, όπως άρεσε και σε μας. Για όσους έχουν προφίλ στο instagram μπορείτε να αναζητήσετε τον kimdemolaener και να τον ακολουθήσετε για να βλέπετε την συνέχεια της δουλειάς αυτής.
Σε συνέχεια προηγούμενης ανάρτησης για τις ελληνικές -κυρίως γυναικείες – φορεσιές όπως αποδίδονται μέσα απο φωτογραφίες που λήφθηκαν στα στούντιο φωτογράφων του 19ου αιώνα σήμερα σας παρουσιάζω κάποια δείγματα για να καταλάβετε τι εννοώ. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1833, και την ανάγκη προβολής και ανάδειξης της ελληνικής ταυτότητας, η παραδοσιακή φορεσιά των χωρικών της υπαίθρου πέρασε απο το χρηστικό στάδιο στο συμβολικό, μετατράπηκε σε ένα «σύμβολο ελληνικότητας».
Τότε, οι φωτογράφοι της εποχής, ανάμεσα στους οποίους ο Μωραϊτης, αλλά και άλλοι φωτογράφοι που είχαν έδρα σε αστικά κέντρα σε Ελλάδα και εξωτερικό, συγκέντρωσαν έναν αριθμό αυθεντικών τοπικών ενδυμασιών από διάφορα μέρη της υπαίθρου, ακόμα και από περιοχές που ήταν ακόμα τουρκοκρατούμενες και προέτρεπαν τους πελάτες τους να φωτογραφίζονται με αυτές. Μάλιστα, όταν η ροή των περιηγητών αυξήθηκε και η επιθυμία να έχουν κάτι ελληνικό μεγάλωσε, αρκετοί φωτογράφιζαν μοντέλα με τις φορεσιές και πουλούσαν τις φωτογραφίες ως καρτ βιζίτ, για να έχουν οι επισκέπτες μια ανάμνηση όταν γύριζαν στη χώρα τους. Έχοντας στα χέρια αυτές τις κάρτες, αρκετοί λιθογράφοι και εικονογράφοι των περιηγητικών εκδόσεων, αποτύπωσαν σε λιθογραφίες τα εικονιζόμενα πρόσωπα και κόσμησαν με εικόνες τα βιβλία των περιηγητών.
Κάποιες φορές η απεικόνιση της φορεσιάς στη φωτογραφία είναι επαρκής, αν ο φωτογράφος είχε στη διάθεσή του μια πλήρη φορεσιά και γνώριζε πώς να επιμεληθεί ενδυματολογικά σωστά το μοντέλο του. Αρκετές φορές όμως αυτό που βλέπουμε είναι ένα σύνολο αταίριαστων στοιχείων, που προσπαθούν να μιμηθούν μια παραδοσιακή ενδυμασία. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός πώς τα εικονιζόμενα πρόσωπα δεν έχουν το βίωμα της ενδυμασίας, είναι κατά κανόνα πρόσωπα της αστικής τάξης με διαφορετική κουλτούρα και απλώς ο στόχος είναι να δημιουργηθεί η αίσθηση της ελληνικότητας, παρά να αποτυπωθεί πιστά η φορεσιά. Πολλές φορές βλέπουμε φορεμένα τα ρούχα με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που συνηθιζόταν ή να υπάρχει κάποιο ανακάτεμα ρούχων απο διαφορετικές περιοχές ή συμπληρωματική προσθήκη κοσμημάτων ή ρούχων για τις ανάγκες της φωτογράφησης που τελικά μας οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα σε σχέση με την ιστορία της φορεσιάς.
Δεν έχει λοιπόν σημασία μόνο το οτι μπροστά μας έχουμε μια παλιά φωτογραφία φερ’ ειπείν του Πέτρου Μωραϊτη, του οποίου το έργο μελετάμε σήμερα, αλλά ο ερευνητής θα πρέπει να λάβει υπόψη του και άλλα επιπλέον στοιχεία που σχετίζονται με την τοπική παράδοση και να κάνει συγκριτική ανάλυση με άλλες φωτογραφίες. Να θυμάστε πάντα οτι οι «χωριατοπούλες» ήταν συνήθως κυρίες της αστικής τάξης που πόζαραν στο φωτογραφικό φακό, και δεν είχαν – όπως και σήμερα – μεγάλη γνώση σχετικά με το πώς πραγματικά φοριούνταν τα ρούχα στις εκάστοτε τοπικές κοινωνίες. Σκεφτείτε οτι απο το 1860 και μετά η αστική τάξη φορούσε στη συντριπτική της πλειοψηφία τη μόδα της Ευρώπης, οπότε η ουσιαστική γνώση της φορεσιάς χάθηκε στα αστικά κέντρα και έμεινε μόνο η ανάμνηση…
Π. Μωραϊτης c.1880
Πάνω σε αυτό θα σας δώσω το παρακάτω παράδειγμα απο το έργο του Π. Μωραϊτη και το αρχειο του elia.org. Στην πρώτη φωτογραφία βλέπουμε τη Βασιλική Κ. Βούρου με κεφαλόδεσμο που παραπέμπει σε κερκυραϊκη ή ιταλική φορεσιά και συμπληρωματικές προσθήκες πάνω στα αστικά της ρούχα, όπως ένα είδος μπόλιας ή τσεβρέ που πέφτει εμπρός θυμίζοντας ποδιά. Για την ιστορία η Βασιλική Βούρου ανήκει στην οικογένεια Δεκόζη Βούρου απο τη Χίο, μια οικογένεια εμπόρων που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ίδρυσε Τραπεζική Επιχείρηση. Το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου βρίσκεται εκεί που λειτουργεί σήμερα το «Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών» . Δίπλα βλέπουμε την ίδια γυναίκα με τα κανονικά ρούχα που φορούσαν οι κυρίες της τάξης της την ίδια περίοδο, περίπου στα 1865. Η ίδια γενική ιδέα υπάρχει και στην τρίτη φωτογραφία του Π. Μωραϊτη που προσπαθεί να αποπνεύσει έναν αέρα υπαίθρου. Ο διπλωμένος τσεβρές χρησιμεύει για ποδιά, ενώ τοποθετείται ένας κεφαλόδεσμος σαν κερκυραϊκός για να μιμηθεί το στυλ των χωρικών. Η τελευταία φωτογραφία είναι πιθανόν αποκριάτικη, αν δούμε και το ντέφι στα χέρια της κοπέλας.
Βασιλική Κ. Βούρου φωτογραφημένη απο τον Π. Μωραϊτη με τρόπο ωστε να δώσει την αίσθηση της υπαίθρου γύρω στα 1865Βασιλική Κωνσταντίνου Δεκόζη Βούρου όρθια δίπλα σε πολυθρόνα με τυπική φορεσιά της αστικής τάξης. περίπου 1865Π. Μωραϊτης , Το ίδιο concept σε μεταγενέστερη φωτογραφία c. 1880 με σεταρισμένα κομμάτια για δίνουν την εικόνα παραδοσιακής ενδυμασίας
Όπως είχαμε δει και σε προηγούμενη ανάρτηση ο Francois-Marie Rosset (1743-1824) ήταν Γάλλος σχεδιαστής με καταγωγή από τη Lyon που επισκέφτηκε την Ελλάδα στα πλαίσια της ευρύτερης περιήγησής του στην Μεσόγειο στα τέλη του 18ου αιώνα. Στο ταξίδι του αυτό επισκέφτηκε και τα νησιά του Αιγαίου και έτσι έχουμε από το χέρι του ορισμένες γκραβούρες που παρουσιάζουν τις γυναικείες φορεσιές των νησιωτισσών του τέλους του 18ου αιώνα, δημοσιευμένες στο έργο του «Moeurs et Coutumes Turques et Orientales / dessinées dans le Pays en 1790»
As we saw in a previous post the Francois-Marie Rosset (1743-1824) was a French designer coming from Lyon who visited Greece in the context of a broader tour in the Mediterranean countries in the late 18th century. In this trip he also visited the Aegean islands and so we have some engravings by his hand, showing the female costumes of islanders of the end of the 18th century, published in «Moeurs et Coutumes Turques et Orientales / dessinées dans le Pays en 1790 «
Ας τις θαυμάσουμε! Μπορείτε να δείτε περισσότερες γκραβούρες με φορεσιές του 18ου και 19ου αιώνα σε αυτή μου τη συλλογή
Aparos [A Paros ?] la Sig.ro Zeneta Shepri : [dessin] / [François-Marie Rosset]Femmes de Scio : [dessin] / [François-Marie Rosset]Femme de Spsra [Psara ?] de l’Archipel : [dessin] / [François-Marie Rosset]Femmes de Météline [Metelin] : [dessin] / [François-Marie Rosset]
Μια επίσκεψη στη Βόρεια Εύβοια και στη Λίμνη Ευβοίας θα είναι ελλιπής αν κάποιος παραλείψει να επισκεφτεί την Συλλογή Παραδοσιακών Φορεσιών της Ελλάδας του κυρίου Ανδρέα Πέρη.
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Η αλήθεια είναι ότι είχα υποσχεθεί στον κ. Πέρη να περάσουμε από το Μουσείο του από πολύ καιρό. Πριν δύο χρόνια γνωριστήκαμε με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου μου «Παραδοσιακές Ελληνικές Φορεσιές Βόρεια Εύβοια», (εκδ. Φυλάτος, 2014) στην γραφική κωμόπολη της Λίμνης, αλλά δεν στάθηκε δυνατό να βρεθεί ένα απόγευμα ελεύθερο, ώστε να απολαύσουμε με την ησυχία μας την συλλογή του. Φέτος όμως το πήραμε απόφαση. Έτσι νωρίς το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης βρεθήκαμε έξω από την πόρτα του παραδοσιακού κόκκινου σπιτιού του, έχοντας ειδοποιήσει τον κ. Πέρη από μέρες, ώστε να μας περιμένει για να μας ξεναγήσει.
Ο κύριος Ανδρέας Πέρης- Παπαγεωργίου αποτελεί ένα από τα μεγάλα – εν ζωή- κεφάλαια της κωμόπολης της Λίμνης. Χορευτής, χορογράφος και τέως διευθυντής της Επαγγελματικής Σχολής Χορού και του «Ελληνικού Χοροδράματος» της Ραλλούς Μάνου, ο κύριος Πέρης ασχολήθηκε εδώ και πολλά χρόνια με την έρευνα της μουσικοχορευτικής παράδοσης της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Λίμνης Ευβοίας, και έγινε ιδρυτής και πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Παραδοσιακών Χορών «Το Λύμνι».
Στο παραδοσιακό Λιμνιώτικο σπίτι του, που χτίστηκε το 1895 κοντά στην κεντρική εκκλησία της Παναγίας και κληρονόμησε από τη μητέρα του, Ευαγγελία Αργυροπαίδου-Παπαγεωργίου, ο κ. Πέρης εκθέτει την εκτεταμένη ιδιωτική του Συλλογή Εθνικών αυθεντικών Ενδυμασιών που καλύπτουν σχεδόν όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Στις βιτρίνες μετρήσαμε περισσότερα από 80 σύνολα ενδυμάτων που εκτίθενται σε δύο αίθουσες (ισόγειο και υπόγειο) ενώ η συνολική συλλογή περιλαμβάνει τουλάχιστον τριπλάσια κομμάτια. Τα κομμάτια της συλλογής χρονολογούνται από τον πρώιμο 19ο αιώνα, ίσως και νωρίτερα και φτάνουν μέχρι τα μέσα του 20ου.
Ο κ. Πέρης μας αφιέρωσε ένα ολόκληρο απόγευμα να μας ξεναγήσει στα εκθέματα της συλλογής του και να μοιραστεί μαζί μας την πολύτιμη εμπειρία του, ως συλλέκτης και ερευνητής τα τελευταία πενήντα χρόνια . Για κάθε άνθρωπο που αγαπά τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό και μαγεύεται από την έμφυτη καλαισθησία και τον ενδυματολογικό πλουραλισμό των προγόνων μας, η ξενάγηση του κ. Πέρη μπορεί πραγματικά να ταξιδέψει τον ακροατή μέσα στο χρόνο. Αυτό που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι το χαρακτηριστικό πάθος του, ένα πάθος που τον διατηρεί σε πνευματική ακμή και το οποίο είναι και η κινητήρια δύναμη για τα όσα κάνει.
Ο κύριος Πέρης μας μίλησε αναλυτικά για την ιστορία της Λίμνης και την ενδυματολογική της ιδιαιτερότητα σε αντίθεση με τα υπόλοιπα χωριά της Βόρειας Εύβοιας. Όπως είδαμε, η Λίμνη έχει νησιώτικη κουλτούρα. Οι Λιμνιώτισσες φορούσαν νησιώτικες ενδυμασίες με φουστάνι σε αντίθεση με τις γυναίκες των όμορων χωριών που φορούσαν τα σεγκούνια, ενώ οι άντρες είχαν ως γιορτινή φορεσιά τους την γαλάζια βράκα, που διαφοροποιείται χρωματικά από τις σκούρες μπλέ νησιώτικες βράκες. Η βαφή τους γινόταν με λουλακί χρώμα του εμπορίου και στη συλλογή του κ. Πέρη περιλαμβάνεται εκτός από τις ενδυμασίες κι ένα μεγάλο πήλινο δοχείο-πιθάρι με γυαλωμένο στόμιο και στρογγυλεμένο πάτο σε ξύλινη βάση, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς υφασμάτων και το οποίο ανήκει στην οικογένειά του. Η συλλογή του με Λιμνιώτικες φορεσιές, περιλαμβάνει τις πλήρεις φορεσιές των γυναικών και ανδρών της οικογένειάς του, αλλά και ενδυματολογικά σύνολα που δωρήθηκαν στη Συλλογή από συντοπίτες του.
Εν συνεχεία ακολουθούν φορεσιές από την περιοχή της Αγίας Άννας και τα χωριά της περιοχής της Αιδηψού, οι οποίες συνοδεύονται από την κατάλληλη αρματωσιά (τα κοσμήματα). Στις αναμνήσεις του κ. Πέρη υπάρχει γλαφυρή η ιδιαίτερη φορεσιά των χωριών του Τελέθριου.
«Η πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου», μας είπε ο κ. Πέρης, «είχε παντρευτεί στις Γαλτσάδες. Τα πατρικά σπίτια μας ήταν κοντά, και είχε έρθει να δει τις αδερφές της και είχε μαζί της τη συμπεθέρα της. Θυμάμαι τις γιαγιές αυτές τις δύο, ήμουν μικρό παιδάκι, που φορούσαν μαύρα σεγκούνια και με πράσινο γαρνίρισμα γύρω γύρω και η ποδιά τους ήταν μαύρη με πράσινο γύρω γύρω.»
Η έκθεση προχωράει με φορεσιές από την Κεντρική και Νότια Εύβοια. Τα σύνολα είναι ενδεικτικά των περιοχών και κάνουν σαφή τον ενδυματολογικό χάρτη του νησιού. Ο κ. Πέρης μας ανέφερε πολλές πληροφορίες για την κατεργασία του βαμβακιού και του μεταξιού που γινόταν στην περιοχή της Λίμνης.
«Κάθε σπίτι έφτιαχνε εκείνη την εποχή μετάξι. Και μέσα στο σπίτι μας βρήκαμε μασούρια από μετάξι στα μπαούλα της γιαγιάς. Παρόλα αυτά, η μητέρα μου μού είπε οτι το λεπτό μετάξι δεν το ύφαιναν εδώ, το αγοράζανε… Κυρίως το έφερναν από την Πόλη, από τη Σμύρνη, από την Καλαμάτα ή την Κύμη. Τα πουκάμισα ολόκληρα τα μεταξωτά τα έφερναν από την Πόλη. Της γιαγιάς του πατέρα μου το πουκάμισο έχει διασωθεί αλλά είναι πολύ παλιό, το πιάνεις και λιώνει, γιατί το μετάξι όπως είναι διπλωμένο καίγεται… Θυμάμαι την Νανά την Παπαντωνίου που μου έλεγε ότι όποτε τα βγάζω να τους αλλάζω το δίπλωμα, να μην είναι διπλωμένα στο ίδιο σημείο γιατί καταστρέφονται. Και η Κύμη έβγαζε λεπτό μετάξι… στη Σαλαμίνα λέγεται ότι πήγαν Κυμιώτισσες που τους έμαθαν πώς να κατεργάζονται και να υφαίνουν το μετάξι και έτσι άρχισε εκεί η παραγωγή μεταξιού. Εδώ στην Βόρεια Εύβοια έφτιαχναν το κουκουλάρικο μετάξι. Ακόμη οι μουριές υπάρχουν σε μερικά σπίτια, όπως μπροστά στο σπίτι του παππού μου.»
Η έκθεση συνεχίζεται με ένα πολύχρωμο τοπίο φορεσιών από περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου: Μεσόγεια Αττικής, όπου θα σταθούμε στις τρείς φορεσιές με τα τριών ειδών φούντια, διαφορετικών χρονικών περιόδων με εμφανή την διαφορά στα χρώματα και στο κέντημα, μία εκ των οποίων χρονολογείται στα 1850. Ακολουθούν φορεσιά Σαλαμίνας, Δεσφίνας, Περαχώρας Πελοποννήσου, Στεφανοβίκειου και Μηλιών Πηλίου, Σκύρου, Σκιάθου και Λέσβου. Δίπλα τους υπάρχουν φορεσιές του Βόρειου Αιγαίου και των Δωδεκανήσων.
Ο κάτω όροφος φιλοξενεί τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Ανάμεσα στα σπάνια ενδύματα της συλλογής θα σημειώσουμε εδώ την παρουσία ενός καραγκούνικου σαγιά του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα διακοσμημένου με μαιανδρικά κεντήματα καθώς και δύο φορεσιών από τα Χάσια Γρεβενών (εκτίθεται η μία), με ιδιαίτερη ιστορία.
«Περηφανεύομαι», μας είπε ο κ. Πέρης, «ότι έχω δύο ολόκληρα κοστούμια, τα οποία είναι από το ίδιο σπίτι, από τα Χάσια Γρεβενών. Έχει ένα το Μπενάκη και ένα το Μουσείο Μακεδονίας… Δεν έχω δει πουθενά αλλού σε άλλη συλλογή κι αυτό που έχει η Νανά (Παπαντωνίου) στο βιβλίο της είναι του Μπενάκη. Αυτά τα σύνολα μου τα πούλησε ο άνθρωπος που τα είχε γιατί ήθελε να στείλει την κόρη του στο εξωτερικό για σπουδές… η ανάγκη τον έκανε. Η κυρία αυτή που τα είχε στην συλλογή της ήταν φίλη της Χατζημιχάλη, μαζί έκαναν τις περιοδείες στην Μακεδονία, την εποχή του Μεταξά, περίπου το 1936. Αυτή η κυρία τα είχε λοιπόν είχε αγοράσει τότε, πριν τον πόλεμο, από σπίτι για την προσωπική της συλλογή, μαζί με τις ποδιές και με όλα. Μαζί με τη Χατζημιχάλη γύριζαν τα χωριά και έβγαλαν φωτογραφίες που διασώζονται στο Μπενάκη. Δυστυχώς, όλα τα χωριά αυτά τα έκαψαν οι Γερμανοί μετά, για το λόγο αυτό και δεν σωθήκανε πολλές φορεσιές. Είναι όλα με μαλλί κεντημένα. Και εδώ υπάρχει το δέντρο της ζωής σαν κέντημα, που το συναντάμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας αλλά και σε όλα τα Βαλκάνια.
Πάνω στη Μακεδονία όλα τα κεντήματα στα ρούχα ήταν με μαλλί. Το μοναδικό πουκάμισο που έχω βρεί να είναι κεντημένο με μετάξι στον ποδόγυρο είναι από τη Σκοπιά (σημ. Σερρών). Όλα τα άλλα είναι με μαλλί. Υπήρχαν και πουκάμισα κεντημένα με χάντρες στα μανίκια και στον ποδόγυρο, όπως αυτά της περιοχής της Φλώρινας, που έλεγε η Νανά ότι ήταν τα νυφικά. Σε κοντινές περιοχές και στη Μακεδονία βλέπουμε να υπάρχουν τα ίδια σχέδια στα ρούχα αλλά κεντημένα με άλλα χρώματα, βαμμένα με φυτικές βαφές. Το μαύρο το έβγαζαν από τα φλούδια από τα ρόδια που έκαιγαν στη φωτιά, τα έτριβαν και με άλλες προσμίξεις έπαιρναν μαύρο χρώμα. »
Πολλά και ενδιαφέροντα μας είπε ο κ. Πέρης και για τους παραδοσιακούς χορούς.
«Και οι χοροί κάθε περιοχής σχετίζονται και με την φορεσιά. Η Μακεδονία μεν έχει χορούς πιο ζωηρούς όμως είναι πιο κοντά τα ρούχα ενώ στην Ηπειρο είναι πιο μακριά γιατί οι χοροί είναι αργοί. Οι Μακεδόνισσες, φοράν τις κάλτσες τις μάλλινες από κάτω και από πάνω έχουν μάλλινα σεγκούνια. Τα πουκάμισά τους όμως δεν είναι κανένα μάλλινο. Ενώ στη Θράκη που είναι το κρύο το κλίμα υπάρχουν και μάλλινα από μέσα. Όσο για το μετάξι, δεν φορούσαν μεταξωτά γιατί το μετάξι ήταν ακριβό, το πουλούσαν…»
Όσα και να γράψω, δεν μπορώ σε αυτή τη ανάρτηση να αναφέρω παρά ελάχιστα από τα όσα μάθαμε από το στόμα του κ. Πέρη. Για να μην σας κουράσω με λεπτομέρειες, περάσαμε μέσα στο χώρο του Μουσείου τρείς ώρες κατά τις οποίες χαρήκαμε την συζήτηση με αυτόν τον αειθαλή άνθρωπο με την ευγενική πρόθεση να συνεισφέρει τις γνώσεις του σε όποιον ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για την ελληνική παραδοσιακή φορεσιά…
Με τον κύριο Ανδρέα Πέρη στο χώρο της έκθεσης
Να αναφέρω επίσης ότι ο κ. Πέρης σε συνεργασία με τον ζωγράφο κ. Γήση Παπαγεωργίου έχουν δημιουργήσει μια σειρά βιβλίων με ζωγραφικές απεικονίσεις των φορεσιών της συλλογής του κ. Πέρη που αφορούν πολλές περιοχές Ελλάδας υπο τον τίτλο «Ελληνικές Παραδοσιακές Φορεσιές». Οι τόμοι κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μίλητος και από την Ελληνοαμερικανική ένωση.
Κλείνοντας θα ήθελα να σας ενθαρρύνω αν βρεθείτε στην γραφική κωμόπολη της Λίμνης να μη χάσετε την ευκαιρία να επισκεφτείτε τη Συλλογή Ελληνικών Ενδυμασιών του κ. Πέρη και κυρίως να κουβεντιάσετε μαζί του. Η ενέργειά του και το πάθος του είναι σίγουρο ότι θα σας αιχμαλωτίσουν.
To άρθρο αναρτήθηκε πρώτη φορά απο τη συγγραφέα στον ιστοχώρο Δίαυλος
Σήμερα η ανάρτησή μας είναι αφιερωμένη στην ομάδα γυναικών του Συλλόγου Αυλωνιτών «Το Σάλεσι» από τον Αυλώνα Αττικής και στις υπέροχες δραστηριότητές τους που επαναφέρουν ξεχασμένες τεχνικές των ελληνοραπτών και τις εφαρμόζουν στις φορεσιές τους, που τις κεντούν οι ίδιες, σε μία εποχή που η μηχανή έχει αντικαταστήσει το χέρι…
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Πρόκειται για μια ομάδα γυναικών που ασχολούνται με την κατασκευή της τοπικής φορεσιάς Αττικής. Έχουν μέχρι τώρα πετύχει την κατασκευή χρυσοκέντητων τμημάτων της φορεσιάς όπως ποδιές και μανίκια με την βυζαντινή χρυσοκεντητική τεχνική,
έχουν πετύχει το κέντημα με την τεχνική τσεβρε σε μετάξι με χρυσή και μεταξωτή κλωστή, την κατασκευή χρυσού χειροποίητου κροσσιού με πούλιες… Το χρυσό το δουλεύουν για να στρώσει με το νύχι, όπως οι παλιοί τεχνίτες.
Με κόπο και μεράκι έχουν πετύχει την κατασκευή και το κέντημα όλης της γυναικείας φορεσιάς Αττικής, με τον παλαιό τρόπο, την κατασκευή πλήρους στολής φουστανέλας με μεταξωτά κορδονέτα στο κέντημα των γιλέκων, την κατασκευή δεύτερων φορεσιών διακοσμημένων με ριζοβελονια ή χάντρες ή σουταζ κλπ. Όπως μας ενημέρωσαν σε λίγο θα επιδοθούν και στην μικροϋφαντικη χρυσομέταξων ζωνών.
Εμπνέονται από το μουσείο Ζυγομαλά και τον τοπικό κατασκευαστή φορεσιών Ηλία Πανούση (Μπρεζαράς) που ζούσε μέχρι το 1935 αναπαράγοντας κατά βάσιν τα έργα του. Ο Πανούσης ήταν Έλληνας κατασκευαστής παραδοσιακών φορεσιών και εργοχείρων λαϊκής τέχνης, που έζησε και έδρασε στον Αυλώνα Αττικής. Ο ίδιος ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ύφος στις τέχνες που άσκησε, ενώ τα έργα του είναι σήμερα ευρέως αναγνωρίσιμα σε πολλές περιοχές της Αττικής, της Βοιωτίας και της Εύβοιας. Χαρακτηριστικό της δεξιοτεχνίας του είναι το γεγονός πως οι ντόπιοι έδωσαν στον Πανούση το προσωνύμιο ‘’Μπρεζαράς’’, λόγω των χρυσομεταξοΰφαντων ζωναριών (μπρέζες) που ο ίδιος δημιουργούσε.
Τις φωτογραφίες απο τη δουλειά των Γυναικών του Συλλόγου δανειστήκαμε απο την σελίδα τουs στο Facebook. Ευχόμαστε να συνεχίσουν το υπέροχο έργο τους δημιουργώντας με τα χέρια τους υπέροχα έργα τέχνης, διατηρώντας ζωντανές τις τεχνικές κεντητικής και υφαντικής και να μιμηθούν το παράδειγμά τους και άλλοι σύλλογοι στην Ελλάδα.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, γνωστός απλά ως Θεόφιλος,ή Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στη Βαρειά της Λέσβου μεταξύ του 1867 και 1870, πρώτο παιδί μια φτωχής οικογένειας που απέκτησε άλλα επτά στη συνέχεια. Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική εκδηλώθηκε από νωρίς.
Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών ο Θεόφιλος δραπετεύει από τη Μυτιλήνη και φεύγει για τη Σμύρνη, την πόλη με τους χιλιάδες Έλληνες, που είναι το οικονομικό κέντρο της Μικράς Ασίας. Δουλεύει θυροφύλακας (»καβάσης») στο ελληνικό προξενείο και παράλληλα ζωγραφίζει. Στη Σμύρνη, ο Θεόφιλος θα διαμορφώσει την εικαστική του γλώσσα και το βασικό του θεματολόγιο, από τον κόσμο της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της νεώτερης Ελλάδας. Τότε κάνει τη ζωγραφική επάγγελμά του.Με το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 φεύγει για την Ελλάδα, με την πρόθεση να καταταγεί εθελοντής. Πριν προλάβει να γνωρίσει τα πεδία των μαχών, ο πόλεμος τερματίζεται. Αποφασίζει να μείνει στον Βόλο, πλούσιο αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο Θεόφιλος φέρεται να είχε και έντονη συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα της περιοχής με τη διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές, ενώ την περίοδο της Αποκριάς συνήθιζε να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος ως Μεγαλέξανδρος και άλλοτε ως ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος.
Υπήρξε πάντοτε ιδιαίτερα φτωχός και συχνά ζωγράφιζε τοίχους καφενείων ή σπιτιών για να κερδίσει ένα πιάτο φαγητό. Εξίσου συχνά έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης, ειδικά λόγω της επιλογής του να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως οι ήρωες που απεικόνιζαν τα έργα του.Τα οικονομικά του καλυτερεύουν κάπως, όταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας, ο Γιάννης Κοντός, του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του ’21, αρχαίους θεούς και τοπία. Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο.
Φωτογραφία του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ με φουστανέλα. Τέλη 19ου αι. Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου
Φωτογραφία του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ με την μητέρα του. Τέλη 19ου αι.
Το 1927 ο Θεόφιλος επέστρεψε στη Λέσβο και έναν περίπου χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με τον τεχνοκριτικό και έμπορο έργων τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη – Teriade, μια γνωριμία που συνέβαλε αρχικά στη βελτίωση των συνθηκών επιβίωσής του και μετέπειτα (δυστυχώς μετά θάνατον) στη σταδιακή αναγνώριση του έργου του, ώσπου το Υπουργείο Πολιτισμού χαρακτήρισε το έργο του ως «χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας». Ο Θεόφιλος πέθανε στις 24 Μαρτίου του 1934, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση.
Μια ενδιαφέρουσα σειρά slides με το έργο του μπορείτε να δείτε και εδώ
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1935 δημοσιεύεται συνέντευξη του Teriade στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», στην οποία χαρακτηρίζει τον Θeόφιλο «μεγάλο έλληνα ζωγράφο». Ένα χρόνο αργότερα οργανώνεται έκθεσή του στο Παρίσι. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ γράφει σε άρθρο του για τον Θεόφιλο «…Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….». Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Τσαρούχης εκφράζονται εγκωμιαστικά για την τέχνη του.Ο Teriade χρηματοδοτεί την ίδρυση του Μουσείου Θεοφίλου, που άνοιξε το 1965 στη γενέτειρά του Βαρειά στη Λέσβο, όπου φιλοξενούνται 86 πίνακες του ζωγράφου.
From a humble Lesbiote family, he showed an inclination for painting at a very early age. He left the island in 1883 and settled in Smyrna till 1897 when he returned with the aim of enlisting as a volunteer at the front of the Greek-Turkish war. Not being able to return to Turkish-occupied Smyrna, he remained in Thessaly, and specifically Volos, and the villages of Pelion, where he decorated shops, cafes and inns with paintings, but without being accepted by the residents of the area because of his eccentric behavior and appearance. In 1927, Theophilos returned to his birthplace in disappointment where he continued to work till his death. A few years earlier, the art critic Stratis Eleftheriadis, known in the artistic circles of Paris as Teriade, at the recommendation of Fotis Kontoglou and Georgios Gounaropoulos, arranged a meeting with Theophilos and ordered works from him for an exhibition in Paris. The exhibition was at last presented in 1936. In 1965 the Theophilos Museum was opened in Vareia, a gift of Teriade. In Theophilos’ works — wall paintings, painting on objects or cloth — his world is caught with the ingenuousness and innocence, but also the freshness, of folk painting, a world equally of gods, heroes and everyday human beings, which coexists with elements and images from familiar reality and landscape
Μπορείτε να δείτε γκραβούρες με ελληνικές φορεσιές του 19ου αιώνα σε αυτό το σύνδεσμο
See engravings depicting Greek folk costumes of the 19th century in this link.
«Τα ελευθέρια» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. 1933. Συλλογή Μουσειου Θεόφιλου.
Το μάζεμα των ελαιών στη Μυτιλήνη 1933, έργο του Θεόφιλου
Πηλιορείτες Νεόνυμφοι
«Όθωνας και Αμαλία», Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.1932. Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου. «Otto and Amalia» by Theofilos Hatzimihail. 1932. Theofilos Museum collection
«Ο χορός του Ζαλόγγου» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. 1929. Συλλογή Μουσειου Θεόφιλου.
«Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Αθανάσιος Διάκος» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ
«O Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στη Λέρνα» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. 1933. Συλλογή Μουσειου Θεόφιλου.
«Ο καπετάν Λεωνίδας Ανδρούτσος πατέρας του Οδυσσέα» του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. 1931. Συλλογή Μουσειου Θεόφιλου.
έφιππος κλέφτης του Μοριά
«Κατσαντώνης», Τοιχογραφία, 1924-30 Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αίθουσα Θεόφιλου/ 4. Ο Κατσαντώνης είναι λαϊκός ήρωας της προ-επαναστικής περιόδου, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο από τον Αλή-Πασά στα 1808.
«Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη», Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.1932. Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου
ο Γεώργιος Καραϊσκάκης καταδιώκων το Ρεσίτ πασά ή Κιούταχη Ελαιογραφία σε ξύλο, Δ. 67Χ98εκ. Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης
Η φιλομαθής βοσκοπούλα
«Γεώργιος Καραϊσκάκης στην πολιορκία της Ακρόπολης» Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου.
Αγιασώτες χορεύοντες 1930
Θεόδωρος Γρίβας
Ο Κολοκοτρώνης συγκεντρώνει στη Λίμνη Λερνα στρατό, έργο του Θεόφιλου
Ο Κατσαντώνης εις στα Τζουμέρκα
Χωρική της νήσου Κέρκυρας 1930
Αθανάσιος Διάκος
«Θεοδωράκης Γρίβας», Ελαιογραφία σε ξύλο, μετά το 1929. Δ. 62Χ23εκ Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Α.Μ. 2808
Φουστανελάς. Λαδοτέμπερα σε ξύλο. Συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης.
Ο Νικόλαος Γύζης , ένας από τους μεγαλύτερους Ελληνες ζωγράφους, γεννήθηκε στο Σκλαβοχώρι της Τήνου την 1η Μαρτίου του 1842.Από πολύ μικρός έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική και σε ηλικία μόλις οκτώ ετών αποφασίστηκε να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών, όταν η τότε νόμιμη ηλικία ήταν τα δώδεκα. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα το 1850. Ο Γύζης αρχικά παρακολουθεί μαθήματα ως ακροατής στο Σχολείο των Τεχνών και αργότερα φοιτεί κανονικά, ως το 1864.
H ψυχομάνα (φορεσιές Μεγάρων)
Σε ηλικία πέντε μόλις ετών αντέγραψε μια λιθογραφία στο πατρικό του σπίτι που αναπαρίστανε έναν αγωνιστή του 1821. Στο τέλος των σπουδών του, μέσω του φίλου του, επίσης μεγάλου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, γνωρίζει τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, ο οποίος μεσολαβεί προκειμένου να του χορηγηθει υποτροφία από το Ευαγές Ιδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην περίφημη Ακαδημία του Μονάχου .
Κορίτσι από τα Μέγαρα
Τον Ιούνιο του 1868 γίνεται δεκτός στις τάξεις του Πιλότυ που είχε τη φήμη ενός εξοχου δασκάλου. Τό έργο του, χάρη στο οποίο έγινε δεκτός στις τάξεις του Πιλότυ είχε ως θέμα του τον “Ιωσήφ στην φυλακή” κι ο ζωγράφος το δώρησε στο Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου, ως ένδειξη τιμής κι ευγνωμοσύνης.
Το Κρυφό Σχολειό
Εφημερίδες και περιοδικά της Γερμανίας τον εγκωμιάζουν. Τον Απρίλιο του 1872 επιστρέφει στην Ελλάδα. Ζωγραφίζει κυρίως στα Μέγαρα και συγκεντρώνει ένα υλικό, που θα το χρησιμοποιήσει αργότερα στην Γερμανία. Στην Αθήνα εγκαθίσταται στην αυλή, απέναντι από το πατρικό του στην αδιεξοδη πάροδο της οδού Θεμιστοκλέους 18) δεν βρίσκει ανταπόκριση και μετά από ένα σύντομο ταξίδι με το Νικηφόρο Λύτρα στη Μικρά Ασία απ’ όπου γυρίζει με πολλά σχέδια για μελλοντικά του έργα, αποφασίζει να ξαναγυρίσει στο Μόναχο. Τον Αύγουστο του 1880 ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Την Πρωτοχρονιά του 1881 πήρε δώρο από την Ελλάδα την επίσημη αναγνώρισή του, (δίπλωμα και μετάλλιο του Γεωργίου Α΄).
Ο ζωγράφος στην Ανατολή
Η χαρτορίχτρα
Τα πρώτα γράμματα
Το τάμα
Η μάντισσα
Young girl with headscarf
Το 1882 εκλέγεται παμψηφεί εκτακτος καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου. Στη Διεθνη Εκθεση του Μονάχου βραβεύεται με ασημένιο μετάλλιο για την “Αποστήθιση”. Με το πέρασμα του χρόνου δουλεύει το πολύ γνωστό “Παραμύθι της γιαγιάς”. που είναι μια υποσυνείδητη αναφορά στα παιδικά του χρόνια. Από το 1884 αρχίζει να μελετά σε βάθος τη ζωή και το πνεύμα των αρχαίων. Το 1887 ζωγραφίζει το λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1888 εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου.
Διαβάζοντας τη μοίρα – The fortune-teller
Το 1892 είναι γεμάτο από διεθνείς διακρίσεις! Η Πινακοθήκη του Μονάχου βραβεύει το έργο του “Αποκριά στας Αθήνας”, στη Μαδρίτη του απονέμεται χρυσό βραβείο για το “Τάμα”. Ακολουθούν κι άλλες διακρίσεις από Γερμανούς και Γάλλους και το “Δίπλωμα των Ολυμπιακών αγώνων” (1896), για το οποίο του απενεμήθη αργυρό μετάλλιο κι είχε σαν θέμα τον Ευαγγελισμό της Ελλάδας. Θα πρέπει να μνημονευτούν τα αριστουργήματά του “Ολυμπιονίκης, το πνεύμα της θλίψεως, η δόξα των Ψαρρών, σπουδές Κενταύρων, ο γέρος που καπνίζει και η χαρά εν μέσω των παιδιών (1897). Το 1898 παίρνει το χρυσό παράσημο Ριτερκρόϋτς και το κράτος αγοράζει έργα του για την Πινακοθήκη.
Το καλοκαίρι του 1900 ο Γύζης αρρωσταίνει από λευχαιμία και τον Ιανουάριο του 1901 πεθαίνει. Η τελευταία του φράση είναι η προτροπή “Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι”.
Ο Νικόλαος Βώκος (1854-1902) ανήκε στους καλλιτέχνες της Σχολής του Μονάχου και εγγονός του Έλληνα αγωνιστή της Επανάστασης Ανδρέα Μιαούλη. Γράφτηκε αρχικά για σπουδές στην Σχολή Ευελπίδων, αλλά γρήγορα την εγκατέλειψε για σπουδάσει ζωγραφική στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) κατά την περίοδο 1874–1878. Το 1885, μετά από διαγωνισμό, έλαβε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μόναχο με δασκάλους τον Νικόλαο Γύζη, τον Λούντβιχ Λαίφτς (Ludwig Löfftz) και τον Ανδρέα Μύλλερ (Andreas Müller). Εκεί παρέμεινε επί 16 χρόνια διατηρώντας σχολή ζωγραφικής μέχρι που ασθένησε. Επέστρεψε το 1902 στην Ελλάδα όπου και πέθανε λίγους μήνες αργότερα.Απέσπασε χάλκινο μετάλλιο το 1888 στο διαγωνισμό των Ολυμπίων και το αργυρό μετάλλιο σε έκθεση σκαριφημάτων που διοργάνωσε ο Σύλλογος Παρνασσός.Μεταξύ των βραβευθέντων έργων του ονομαστά υπήρξαν ο Ιχθυοπώλης (Βραβείο Σικάγου) και το Επιτραπέζιον, που κόσμησε τα Ανάκτορα του Αντιβασιλέως της Βαυαρίας Λουιτπόλδου.
Ο Νικόλαος Βώκος αποτυπώνει ρεαλιστικά με το πινέλο του φορεσιές της Ελλάδος μέσα από τα θέματα που τον εμπνέουν. Η φορεσιά που αποτυπώνεται περισσότερο είναι της Μεγαρίτισσας. Ας θαυμάσουμε λοιπόν λίγα από τα έργα του που αποδίδουν τη ζωή στα τέλη του 19ου αιώνα.
Μπορείτε να δείτε περισσότερες φορεσιές του 19ου αιώνα στη σειρά Traditional Dress of Greece πατώντας εδώ
Χωριατοπούλα ή νεαρή Ελληνίδα (Εθν. πινακοθήκη)Νεαρή κοπέλα με λουλούδιαΤο άρμεγμα της κατσίκας 1895Η αγκαλιά της μητέρας
Ικεσία, π. 1905-1909 Λάδι σε μουσαμά , 35 x 27 εκ. Κληροδότημα Θεόδωρου Ράλλη , Αρ. έργου: Π.486, Εθνική Πινακοθήκη
Το λιβάνι, π. 1907 Λάδι σε μουσαμά , 55 x 33 εκ. Κληροδότημα Θεόδωρου Ράλλη , Αρ. έργου: Π.660, Εθνική Πινακοθήκη
Πολλοί ζωγράφοι αποτύπωσαν με το πινέλο τους τις ελληνικές φορεσιές. Ένας απο αυτούς, ο οποίος εμπνεύστηκε απο τη Μεγαρίτικη φορεσιά και την αποτύπωσε ολοζώντανα στους πίνακές του ήταν και ο Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909). Εδώ θα δούμε έργα του στα οποία αποτυπώνεται η ποικιλία της φορεσιάς των Μεγάρων στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους πίνακες έχουν δημιουργηθεί περί το 1890-1905.
Το αντίδωρο ή Μετά τη λειτουργία
Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Σ. Πέστροβα (Ερευνητή – δάσκαλο παραδοσιακών χορών) στα Μέγαρα «Συναντάμε δυο τύπους γυναικείας φορεσιάς ,τα «φουστάνια» & τους «καπλαμάδες». Στα «φουστάνια» ανήκει η νυφική φορεσιά «τα κατηφένια». Την ονομασία κατηφένια την πήραν αρχές του 20ου αιώνα, όταν έφτιαχναν τα ζιπούνια από βελούδο (κατηφές ήταν ένα είδος μεταξωτού βελούδου) ενώ τα παλαιότερα ζιπούνια ήταν από τσόχα. Επίσης στα φουστάνια ανήκε και η πρώτη φορεσιά το φούντι με το κοντοζίπουνο. Πάμπολλες οι αναφορές από περιηγητές, ζωγράφους, ενδυματολόγους για την συγκεκριμένη φορεσιά η οποία έγινε γνωστή πάλι (ολοκληρωμένη) από τον κ. Δημήτρη Ηλία που ασχολήθηκε σε βάθος με την έρευνα των χορών και των φορεσιών.
Παραμονή εορτής, ελαιογραφία σε καμβά, Ιδιωτική συλλογή Πηγή: www.lifo.gr
Δεύτερος τύπος φορεσιάς είναι οι «καπλαμάδες» οι οποίοι συνυπήρχαν με τα φουστάνια με πολλές παραλλαγές ανάλογα την περίσταση. Αναφέρω λίγες από τις ονομασίες που υπήρχαν. Ο καπλαμάς με το φούντι, ο καλός ή ψιλός καπλαμάς, ο σπαθάτος, ο καπλαμάς με τα σκούρα και ο χοντρός (καθημερινός).»
Ο εσπερινός, ελαιογραφία σε ξύλο, 35 χ 27 εκ., Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα, κληροδότημα Θ. Ράλλη Πηγή: www.lifo.gr
Ο καπλαμάς, αποτελούνταν από τον μπούστο, τα μισοφόρια, τα φούντια, την τραχηλιά, τον επενδύτη – καπλαμά, τη ζώστρα ή ζουνάρα, την ποδιά, το γκιουρντί ή σιγκούνι και τα ποδήματα. Ο κεφαλόδεσμος σχηματιζόταν από το σαρικάκι και το κίτρινο μαντήλι για τις νέες, και από το σαπίσο μαντήλι για τις ηλικιωμένες. Η φορεσιά αυτή διακρινόταν για την απλότητά τηςενώ το μόνο κόσμημα της φορεσιάς ήταν οι άλυσες. Τον μπούστο τον φορούσαν οι νέες γυναίκες για να σφίγγουν το στήθος μέσα από τα φούντια. Από τη μέση και κάτω έβαζαν αρκετά μισοφόρια για να έχει μεγαλύτερο αέρα και όγκο η φορεσιά. Τα φούντια, τα δύο ποκάμισα έμπαιναν πάνω από το μπούστο των νέων γυναικών και κατάσαρκα στις μεγαλύτερες. Φορούσαν δύο, το ένα πάνω από το άλλο για να έχει αέρα ο καπλαμάς και πήρε την ονομασία του από το σχέδιο που στόλιζε τον ποδόγυρο. Το κατακόρυφο άνοιγμα της τραχηλιάς έκλεινε με κουμπάκια ως τη μέση. Η τραχηλιά ήταν διακοσμημένη με ταμιτέλες πλεγμένες από τις γυναίκες στα κοπανέλια ή με το βελονάτσι. Το εξωτερικό φούντι ήταν ραμμένο από άσπρο ουβγιωτό ύφασμα του αργαλειού, το τσουλίντρι.
Η τραχηλιά ήταν ραμμένη από τις γυναίκες με άσπρο μεταξωτό ύφασμα και ήταν ξεχωριστή από τα φούντια. Οι ηλικιωμένες δεν φορούσαν τραχηλιά, ήταν δηλαδή ξεστήθωτες. Την τραχηλιά συγκρατούσε ο καπλαμάς που έμπαινε από πάνω. Ο γαλάζιος καπλαμάς, είναι το εξωτερικό κομμάτι της φορεσιάς και είναι κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά με μακριά, στενά μανίκια. Ο καθημερινός και ο γιορτινός μοιάζουν σε μορφή, ενώ το μόνο που τους διαχωρίζει είναι η ποιότητα του υφάσματος και ο διάκοσμος. Τα κάθετα ραμμένα μακριά του μανίκια, φτάνουν ως τον καρπό και γυρίζουν προς τα πάνω, τα καπάσια. Οι καπλαμάδες των κοριτσιών ήταν φτιαγμένοι από άσπρο και γαλάζιο ύφασμα και ονομάζονταν για αυτό παρδαλοί. Ο καθημερινός γυναικείος είναι ραμμένος από τις γυναίκες από χοντρό, βαμβακερό, γαλάζιο σκούρο ύφασμα, το καλοπάνι. Ήταν διακοσμημένος απλά, με κορδονάκια και σειρήτια πολύχρωμα. Ο καλός, γιορτινός καπλαμάς ή ψιλός καπλαμάς ήταν από γαλάζιο σωπανιασμένο ύφασμα για να προσθέτει αέρα, όγκο και χάρη στο βάδισμα της Μεγαρίτισσας. Σ’ αυτόν ύφαιναν και μια λωρίδα κόκκινου βελούδου ολόγυρα στον ποδόγυρο για να φαίνεται το σχέδιο καθώς σήκωναν τις σκούτες του καπλαμά (τις άκρες του). Με το ίδιο ύφασμα ήταν φοδραρισμένα και τα μανίκια στα καπάσια τους. Η ζώστρα ή ζουνάρα ήταν μάλλινη και την τύλιγαν στο σώμα χαμηλά, έτσι που ακουμπούσε στους γοφούς.
Η ποδιά που φορούσαν οι γυναίκες ήταν χρωματιστή, βαμβακερή ή μάλλινη λογιόμυτη. Οι νύφες και οι νιόπαντρες ύφαιναν άσπρες, βαμβακερές, ριγωτές για τις καθημερινές, τη λεγόμενη μάρτινα και άσπρες μεταξωτές στις γιορτές, την καλαμάτα (πήρε την ονομασία της από την πόλη που αγόραζαν το ύφασμα). Όταν οι θερμοκρασίες έπεφταν πολύ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, πάνω από τον καπλαμά φορούσαν το άσπρο σιγκούνι ή το γκιουρντί. Το σιγκούνι ήταν κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά, δεν είχε μανίκια και έφτανε ως το γόνατο. Ήταν απλά διακοσμημένο με γαλάζια τσόχα στον ποδόγυρο και τις ραφές του ώμου. Τα ποδήματα φορούσαν οι γυναίκες μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές, ενώ τις καθημερινές ήταν ξυπόλυτες. Τα γουρουνοτσάρουχα που φορούσαν πριν την τουρκοκρατία πιθανόν ονομάζονταν ξενοθήλια, ενώ τα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά τη θέση τους πήραν οι κουντούρες. Οι κουντούρες ήταν ένα είδος παντόφλας με χαμηλό τακούνι και τσόχα ή βελούδο.
Για να θαυμάσουμε λοιπόν τις Μεγαρίτικες φορεσιές δια του χρωστήρα του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου
Λαϊκή φορεσιά
Μεσημεριανή ανάπαυση
Γυναίκες ετοιμάζουν γλυκό τριαντάφυλλο στα Μέγαρα
Ο πρώτος μπάτσος (1909)
Φλερτ (1880)
Κοπέλα στη βρύση
Ελληνίδα που ξεκουράζεται
Πρόσφυγας ή Νεαρή σε εκκλησία
Ο δεσμώτης
Αιχμαλωσία ή Τούρκικη λεηλασία (1885)
Ανάπαυση σε Ελληνικό μοναστήρι
Η παπαδοπούλα
Μια στιγμή σκέψης
Λίγα λεπτά ξεκούραση
Μια στιγμή συλλογισμού
Μεγάλη Παρασκευή
Νέα κοιμάται σε εκκλησία
Ευλάβεια (1886)
Προσκομίζοντας ένα κερί
Μεγάλη Παρασκευή, ελαιογραφία σε καμβά, 66 χ 100 εκ., Ιδιωτική Συλλογή, Ελλάδα Πηγή: http://www.lifo.gr
Προσευχή πριν τη Θεία Μετάληψη στα Μέγαρα 1890
Σχέδιο από την εικονογράφηση του μυθιστορήματος Λουκής Λάρας του Δ. Βικέλα, σινική μελάνι και υδατόχρωμα σε χαρτί, 24,5 χ 30,5 εκ., Συλλογή Αθανασίου και Ελισάβετ Γιαννούκου, Αθήνα Πηγή: http://www.lifo.gr
Αν σας αρέσουν οι φορεσιές της Αττικής μπορείτε να δείτε το βιβλίο μου με συλλογή γκραβούρων του 19ου αιώνα από την Αττική και άλλα μέρη της Ελλάδος πατώντας ακριβώς εδώ Όλη η σειρά βιβλίων με γκραβούρες που παρουσιάζουν φορεσιές από όλη την Ελλάδα μπορείτε να τη δείτε πατώντας εδώ