Αρχείο ετικέτας traditional dress

Λαϊκές Φορεσιές της Καππαδοκίας

της  Ανδριανοπούλου Παναγιώτας, «Λαϊκές Φορεσιές της Καππαδοκίας», 2005,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία

Δύσκολα η έρευνα καταλήγει σε ένα γενικό τύπο ενδυμασίας στην Καππαδοκία ως το 1924, εξαιτίας της πολυμορφίας και της διαφοροποίησης1των επιμέρους ενδυμάτων ανά περιφέρεια.2 Ο κυρίαρχος δομικός ενδυματολογικός τύπος, διαφοροποιούμενος κατά περίπτωση μορφικά, με ποσοτικό και ποιοτικό εμπλουτισμό ή απλούστευση, βάσει μαρτυριών και εικονογραφικών τεκμηρίων από την Ανακού, την Καρβάλη, το Μιστί, την Αξό, το Τσαρικλί, τα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) και τη Σινασό, είναι ο ακόλουθος:3

  • Φαρδύ βαμβακερό εσώρουχο ως τους αστραγάλους, με μακρύ κεντρικό τμήμα. Η καθημερινή φορεσιά, υφαντή στον αργαλειό, είναι συνήθως ακόσμητη, ενώ η γιορτινή έχει κεντητό ή επίρραπτο κάτω μέρος (βρατσί, πατσάι στο Μιστί, τσιντιάνι και σαλβάρι σε Τσαρικλί και Νίγδη).
  • Μακρυμάνικο ένδυμα ως τους αστραγάλους, ελαφρώς τραπεζιόσχημο. Φτιαχνόταν συνήθως από ύφασμα του αργαλειού (μετ’, ιμάτ’).
  • Αμάνικο εφαρμοστό ένδυμα ως τη μέση που κουμπώνει μπροστά. Φτιαχνόταν από τσόχα και βαμβάκι, με απλό κέντημα (ουσλούτς).
  • Ποδήρες ένδυμα, στενό στο πάνω τμήμα, κλειστό μπροστά, άρραφο στα πλάγια από τη μέση και κάτω. Τα καθημερινά φορέματα φτιάχνονταν συνήθως από ριγωτό ύφασμα που αγοραζόταν από τη Νεάπολη, τη Νίγδη ή το Προκόπι, ενώ τα γιορτινά ή νυφικά από υφάσματα πολίτικα ή εισαγόμενα από τη Συρία (σειτερjί, εντερί, γομάσ’ – ονομασία ακριβού υφάσματος και συνεκδοχικά ονομασία του ενδύματος).
  • Μακρύ και σταυρωτό, κατεξοχήν επίσημο γυναικείο ένδυμα, έκρυβε τελείως τα ενδύματα που φοριούνταν κάτω από αυτό. Ραβόταν και κεντιόταν από τεχνίτες με ιδιαίτερη τεχνική (τσόχα ή τσοχά ή τσογά).
  • Ελαφρύς εξωτερικός κοντός επενδύτης, που φοριόταν πάνω από το φόρεμα, με ή χωρίς μανίκια (σάλτα, κιρλίκ στην Ανακού μετά το 1880, ζουμπούνα, εσλίτσι σερεφλού, αμαζόνα με στενές πιέτες στο πίσω μέρος, σελίκ για τις ηλικιωμένες, λιbαdέ, ζιμπούνα / βαμβακούλα, φέρμενε στη Σινασό).
  • Μακριά ορθογώνια ποδιά, με χρηστικό χαρακτήρα, κάλυπτε το μπροστινό τμήμα της φορεσιάς. Η επίσημη τσόχα συνοδευόταν από τιζλίκα με ταιριαστό κεντητό διάκοσμο. Έδενε στη μέση με κορδόνια που κατέληγαν σε φούντες, τα ράμμαντα (τιζλίκα σε Κάρβαλη και Μιστί, ιγκιλίκ στην Ανακού, πεσκίρ στη Σινασό).
  • Απαραίτητο μετά τα δώδεκα χρόνια ήταν το ζωνάρι, που φοριόταν είτε πάνω από την τιζλίκα (Τσαρικλί, Αξό, Μιστί), είτε έσφιγγε κατευθείαν το φόρεμα ή την τσόχα (Νίγδη, Καρβάλη). Τα απλά καθημερινά ζωνάρια φτιάχνονταν από υφαντό του αργαλειού, ενώ τα επίσημα από εισαγόμενο ύφασμα (κεμέρ, λαχούρι).

Το χειμώνα φορούσαν επιπλέον ενδύματα, όπως το μπαμπουκλού, ένα γιλέκο με βαμβακερή επένδυση πάνω από το πουκάμισο, ή το κουτούκ, ένα μακρύ επενδύτη μεταξύ φορέματος και τσόχας στην Καρβάλη.

 

Το κεφάλι κάλυπταν με μαντίλι (γεμενί, γιασμά, τιβάχ, κιβράχ, με χάντρες περιμετρικά) ανοιχτόχρωμο οι νέες, σκουρόχρωμο οι ηλικιωμένες. Σε ολόκληρη την Καππαδοκία υπάρχουν περίτεχνοι και ογκώδεις γαμήλιοι κεφαλόδεσμοι, συχνά αρχαΐζοντες 4 (τερλίτσι στο Μιστί, τσάφκα στην Αξό, τάκα ή ταχιά στην Ανακού, τακέ στα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) σε σχήμα φεσιού, κάσσαπα στη Σινασό). Τα μαλλιά τα είχαν σε μεγάλη υπόληψη («πολύ έχισκάν τα σην υπόλεψη»).5 Η πιο συνηθισμένη γυναικεία καππαδοκική κόμμωση ήταν οι πλεξίις, τέσσερις για τα κορίτσια και τις νέες γυναίκες, δύο για τις ηλικιωμένες. Σε επίσημες περιστάσεις και σε περιοχές, όπως το Γκέλβερι, η Σινασός, η Ανακού, τα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε), οι πλεξούδες έφταναν ως και τις σαράντα.6 Στις μεγαλύτερες πόλεις, όπως η Σινασός, η Τελμησσός, η Ανακού, υπήρχαν ειδικές τεχνίτρες, οι εριτζüδες,7 για το πλέξιμο των μαλλιών. Άλλοτε το ρόλο αυτό αναλάμβαναν φίλες μεταξύ τους, ενώ στο γάμο η νονά της κοπέλας ή η συντέξα, γυναίκα που οι γονείς της νύφης της είχαν βαφτίσει τα παιδιά. Αφού χώριζαν τα μαλλιά στη μέση, τα έκαναν πλεξιδάκια, τα λεγόμενα φιτίλια. Στις απολήξεις τους στερέωναν φλουριά (σατσ-αλτινί) και κατόπιν περνούσαν ανάμεσά τους τσόχινο κορδόνι με ραμμένα φλουριά και χάντρες, έτσι που τα φιτίλια να ενώνονται μεταξύ τους κάτω από το μέσο του μήκους τους.

kappadokisa-apo-prokopi
Γυναίκα απο το Προκόπι

Η ανδρική ενδυμασία εντάσσεται σε πιο σταθερό τύπο που απαντούσε στην ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας. Ειδικότερα, πέρα από διαφοροποιήσεις κυρίως στα υφάσματα λόγω της τοπικής οικοτεχνίας και των επαγγελματικών ιδιαιτεροτήτων, η ανδρική ενδυμασία ως τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούνταν από:

  • Εσώρουχο (βρατσίε).
  • Πουκάμισο (μέτ’, ιμάτ’).
  • Παντελόνι (σαλβάρ, κιατιπιγές, πιο φαρδύ από παντελόνι και πιο στενό από σαλβάρι, που φοριόταν στη μεταβατική φάση της ανδρικής ενδυμασίας, τέλη 19ου αιώνα).
  • Γιλέκο (ισλίτς).
  • Ζωνάρι (κεμέρ και σιλαχλούλ).
  • Σακκάκι (σάλτα).
  • Επενδύτη: γούνα, κάπα, γιαμψί (<τουρκ. yamps?), ριχτό, αμάνικο, με επένδυση φλόκων εξωτερικά πάνω από ένα στρώμα κετσέ. Συνηθιζόταν σε ρωσικούς πληθυσμούς και κάποτε τον δανείζονταν και οι Μιστιώτες που ταξίδευαν σε αυτές τις περιοχές.

Στις γαμήλιες και γιορτινές φορεσιές χρησιμοποιούνταν κοσμήματα, κυρίως φλουριά. Το στήθος ανδρών και γυναικών κοσμούσαν σειρές από νομίσματα ραμμένα σε τσόχα (γκιζντανούχι σε Νίγδη και Μιστί) ή περασμένων σε αλυσίδα (γκιλντίν), ενώ το ζωνάρι των γυναικών έκλεινε με περίτεχνη πόρπη (μπασκουσαγούδια).

Οι ανάγκες για υπόδεση καλύπτονταν από την τοπική παραγωγή τσαρουχιών ή με κάλτσες (μπεέρτσια στο Τσαρικλί, σαπούχια σε Τσαρικλί και Μιστί, ποδόρτια στη Σινασό, τσουράπια) που έπλεκαν οι γυναίκες. Μόνο μέσα στο 19ο αιώνα γενικεύτηκε η χρήση των πατίν καλόσ’, πιθανότατα κατά μουσουλμανική επίδραση. Γιορτινά παπούτσια ήταν οι δερμάτινες κοντούρες ή τα καλίκια, που κατασκεύαζαν οι υποδηματοποιοί στα μεγάλα εμπορικά κέντρα.

2. Η κοινωνική λειτουργία του ενδύματος

Το ένδυμα εξέφραζε κοινωνικά χαρακτηριστικά του ανδρικού και του γυναικείου φύλου των χριστιανικών, ελληνόφωνων μα και τουρκόφωνων πληθυσμών της Καππαδοκίας και παράλληλα συνδεόταν με την κοινωνική συγκρότηση.

Μεταξύ χριστιανικών κοινοτήτων παρατηρούνταν συμπεριφορές άρρητης, μα σχεδόν απαράβατης ενδογαμίας, ακόμη και σε επίπεδο χωριών.8Είχαν διαμορφωθεί τοπικά ενδυματολογικά στοιχεία, που χωρίς να διαταράσσουν τον προαναφερθέντα γενικό τύπο, λειτουργούσαν ως μορφικές παραλλαγές και συνιστούσαν «διάλεκτο» μεταξύ των κατοίκων της ίδιας κοινότητας. Η υπακοή σε παγιωμένους τοπικούς παραδειγματικούς ενδυματολογικούς τύπους9 ήταν απαραίτητη για την κοινωνική αποδοχή στην Καππαδοκία. Το ζωνάρι σε άνδρες και γυναίκες μετά τα δώδεκα χρόνια, τα λιγότερα πλεξούδια στις γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, η αποφυγή του κόκκινου, μπλε σκούρου και μαύρου χρώματος10 στα καθημερινά ενδύματα ήταν κάποιες βασικές επιταγές του καππαδοκικού ενδυματολογικού κώδικα, κοινές στα περισσότερα κατά τόπους ιδιώματα. Κάθε χρωματική λεπτομέρεια ή κάθε ποσοτικός εμπλουτισμός είχε ένα έντονο σημαντικό φορτίο. Για παράδειγμα, οι νιόνυφες στο χορό του Αγίου Βασιλείου φορούσαν ανοιχτόχρωμα και πλουμισμένα μαντίλια, τα τιβάχ, ενώ οι από χρόνια παντρεμένες απλούστερα.11

Το χαρακτηριστικότερο ίσως στοιχείο της εμφάνισης της παντρεμένης Καππαδόκισσας, πέρα από αυστηρά εθιμικά πλαίσια, όπως αυτά του γάμου, ήταν η κάλυψη ολόκληρης της κεφαλής, έτσι που φαινόταν μόνο μια μικρή περιοχή γύρω από τα μάτια. Στο γάμο, η κάλυψη του προσώπου της νύφης από πέπλο12 πυκνά υφασμένο, που στερεωνόταν στον κεφαλόδεσμο και έφτανε κάποτε ως τα γόνατα,13 δικαιολογείται με βάση δεισιδαιμονικές πίστεις που ήθελαν τη νύφη πομπό αλλά και δέκτη βασκανίας.14 Στην Καππαδοκία, η γυναίκα μετά το γάμο, άρα συχνά πριν από τα δεκαοκτώ της χρόνια, υποχρεωνόταν να φέρει κεφαλοκάλυμμα χαμηλά στο μέτωπο και να το δένει πίσω στον αυχένα, σταυρώνοντάς το γύρω από το λαιμό και σκεπάζοντας μύτη και στόμα. Μια τέτοια ενδυματολογική επιλογή ήταν δηλωτική της κοινωνικής θέσης της γυναίκας στην Καππαδοκία. Το ανδροπατροτοπικό σύστημα εγκατάστασης ενίσχυε την υποτέλεια της γυναίκας15 στα άρρενα μέλη της οικογένειας, με τα οποία δεν επιτρεπόταν να συντρώει,16 να συνομιλεί, να συνυπάρχει ως αυτόνομη μονάδα.

Ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει μέσα από μαρτυρίες είναι η «εξαγορά της νύφης». Η οικογένεια του γαμπρού έδινε ένα ποσό στην οικογένεια της νύφης δεδομένου ότι στερούσε την τελευταία από την εργατική δύναμη της νύφης. Η συμφωνία εθιμοτυπικά σφραγιζόταν με την προσφορά από την πλευρά του γαμπρού ενός λεπτού, μονόχρωμου ή κλαρωτού μαντιλιού, του γιασμά(χ) ή γεμενιού, που φορούσαν ως καθημερινό κεφαλόδεσμο σε όλη την Καππαδοκία. Συνεκδοχικά οι ονομασίες των μαντιλιών έφτασαν να σημαίνουν τη συνήθεια της εξαγοράς της νύφης .

Η δομή της ενδυμασίας προάσπιζε τη σεμνότητα, πρωτεύουσα γυναικεία αρετή στις παραδοσιακές κοινωνίες, που μεταφραζόταν σε επιβεβλημένη σιωπή και χαμηλό βλέμμα: η τσόχα, ραδινή και σχεδόν ακίνητη –λόγω κοψίματος, υφής των υφασμάτων, λιτής διακόσμησης και σκούρων χρωμάτων–, επέτρεπε ανεπαίσθητες κινήσεις τόσο στους κυκλικούς όσο και στους αντικριστούς χορούς.

Ο κοινωνικός ρόλος του ενδύματος ως «συλλογικού θεσμού»17 αναβαθμίζεται σε ιδιαίτερες περιστάσεις. Στο γάμο η γυναίκα φορούσε οπωσδήποτε την τσοχά, που καθιερώθηκε αρχικά στα κέντρα της Καππαδοκίας και κατόπιν γενικεύτηκε ως επίσημο ένδυμα και στις φτωχότερες περιφέρειες. Στο πένθος, άνδρες και γυναίκες έβγαζαν τα διακοσμημένα ενδύματα και για καιρό φορούσαν τα ίδια εξωτερικά ρούχα, πρακτική την τήρηση της οποίας ήλεγχε η ίδια η κοινότητα.18 Παρά την οικονομική δυσπραγία, τα γιορτινά ρούχα19 δεν έπρεπε να λείπουν από κανένα νοικοκυριό. Έτσι σχεδόν όλες οι γυναίκες διέθεταν παραπάνω από μια τσοχά. Για να τηρηθούν όλα «όπως ορίζονταν» ενεργοποιούνταν, ενδεχομένως ασυναίσθητα, συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης. Έτσι, αν κάποια Μιστιώτισσα δεν μπορούσε να αγοράσει έτοιμη τσοχά ή ύφασμα από τη Νεάπολη (Νέβσεχιρ), το Προκόπι (Ουργκιούπ) ή την Πόλη, δανειζόταν από συντοπίτισσά της, όσο και αν κάτι τέτοιο δεν την τιμούσε ιδιαιτέρως.20 Κάποτε η εκκλησία διέθετε τον κόκκινο τελετουργικό μανδύα του γάμου, επιτρέποντάς μας, τηρουμένων των αναλογιών, να χαρακτηρίσουμε το ένδυμα οιονεί κοινοτικό,21 αφού δεν υπάρχει μαρτυρημένη ενοικίαση. Κάποιες φορές22 το γαμήλιο πέπλο, το αl, δωριζόταν από τη νύφη στην εκκλησία του χωριού, που συχνά το ενοικίαζε σε άλλες νύφες που δεν είχαν.

Η σχέση των Καππαδόκων με τα ενδύματά τους ήταν τέτοια που ενισχύει την άποψη όσων θεωρούν ότι τα ενδύματα αντιπροσωπεύουν μέρη του σώματος που καλύπτουν.23 Έτσι έχει παρατηρηθεί ότι χριστιανοί24 κατά περιπτώσεις αφιέρωναν ή έταζαν25 ενδύματα σε εκκλησίες, οι οποίες με τη σειρά τους τα έβγαζαν σε δημοπρασία, για να καλύψουν εκκλησιαστικές ανάγκες.26

3. Ιστορικά συμφραζόμενα και ενδυμασία

Η εξέλιξη και εν τέλει η παγίωση της καππαδοκικής γυναικείας και ανδρικής ενδυμασίας συντελέστηκαν σε δεδομένα ιστορικά συμφραζόμενα. Και εδώ οι χριστιανικοί πληθυσμοί συμμορφώνονταν στις υπαγορεύσεις αναφορικά με την αμφίεση των μιλλέτ, των εθνοθρησκευτικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με έντονο όμως το μουσουλμανικό στοιχείο, με ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού να τείνει σταδιακά σε εκτεταμένη ή και αποκλειστική χρήση της τουρκικής γλώσσας, με τη θρησκεία ως μόνο συνεκτικό στοιχείο «εθνικής» ταυτότητας, οι ενδυματολογικές επιλογές των χριστιανών, και ιδίως των γυναικών, φορτίζονταν με αναγνωριστικά, διακοινοτικά σχήματα και ανάγονταν σε στοιχείο ενδοκοινοτικής συνοχής. Έτσι οι χριστιανές Καππαδόκισσες δεν υιοθέτησαν το σαλβάρι ως βασικό εξωτερικό ένδυμα, κάτι που συναντάμε στις μουσουλμάνες, ενώ οι γαμήλιοι κεφαλόδεσμοί τους αποτελούσαν απόηχους βυζαντινών και διαφοροποιούνταν από τους μουσουλμανικούς. Οι αλληλεπιδράσεις27 όμως ήταν αναπόφευκτες. Συνήθειες όπως οι πλεξίδες ή η συνολική κάλυψη κεφαλής και προσώπου απαντούσαν και σε χριστιανές και σε μουσουλμάνες Καππαδόκισσες, χωρίς να μπορούμε με ασφάλεια να πούμε σε ποια από τις δύο κοινότητες εμφανίστηκαν για πρώτη φορά .

Όταν στα τέλη 19ου αιώνα28 οι Καππαδόκες για εμπορικούς και επαγγελματικούς λόγους μετανάστευαν ή απλώς ταξίδευαν άρχισαν να μεταβάλλονται οι ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες, λ.χ. αναβαθμίστηκε η θέση της γυναίκας, ενδυναμώθηκαν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που απασχολούνταν στα κτήματα των μεταναστών εμπόρων, αλλά και οι ενδυματολογικές συνήθειες. Τη συγκυρία ευνόησε και η εποχή των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ, που δεν επέβαλλε πλέον τόσους περιορισμούς. Σε κάθε επιστροφή οι ξενιτεμένοι έφερναν ως δώρα μαντίλια, ζωνάρια, λαχούρια και υφάσματα (π.χ. ριγωτά μεταξωτά από τη Δαμασκό) αγορασμένα στα αστικά κέντρα της ΝΑ Μικράς Ασίας ή της Πόλης. Οι γυναίκες κατασκεύαζαν πια ενδύματα με αυτά τα υλικά ή ενσωμάτωναν νέα ενδύματα στα παλαιά.

Η επικοινωνία των Καππαδόκων με τα αστικά κέντρα είχε άμεσες συνέπειες στην εξέλιξη και του ανδρικού ενδύματος, που επηρεάστηκε από τον κυρίαρχο πληθυσμό κάθε τόπου. Έτσι, όσοι σχετίζονταν με βορειοανατολικές επαρχίες υιοθέτησαν ρωσικά ενδυματολογικά στοιχεία,29 οι Αξενοί που ασχολούνταν με το εσωτερικό εμπόριο γίνονταν οι κατεξοχήν φορείς του τουρκικού πολιτισμού, στο ένδυμα και στη γλώσσα,30 ενώ όσοι έφταναν ως την Πόλη ήταν οι πρώτοι που φορούσαν «φράγκικα».

Από το 1870 και εξής συντελέστηκε σειρά ενδυματολογικών διαφοροποιήσεων και στο γυναικείο ένδυμα. Τα καταστήματα από όπου εύκολα προμηθεύονταν υλικά, όπως κλωστές, βελόνια, μα κάποτε και υφάσματα και έτοιμα ενδύματα, τα παζάρια της Νίγδης και της Νεάπολης,31 οι πραγματευτές και η επιστροφή των εμπόρων άμβλυναν τα αυστηρά ήθη. Ήδη από το 1850 η κάλυψη του προσώπου της νύφης στη Νεάπολη απέκτησε τελετουργικό χαρακτήρα, απαλλαγμένη από την κοινωνική σήμανση που έφερε το 18ο αιώνα.32 Το 1870 άρχισε μια σταδιακή απλούστευση του αρχικού τύπου: στην Αξό τότε παρουσιάστηκε μια τάση εκμοντερνισμού.33 Στην Ανακού φορέθηκε το πρώτο κοινό φουστάνι. Όμως μόνο μετά το 1920 κυκλοφόρησαν ευρύτερα τα δυτικά ενδύματα.34

 

1. Η διαφοροποίηση εντοπίζεται κυρίως στη διακόσμηση, στα υλικά κατασκευής, ακόμη και στην ονομασία, ανάλογα με το αν πρόκειται για ελληνόφωνο ή τουρκόφωνο πληθυσμό.

2. Η Καππαδοκία διαιρείται, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, σε επτά περιφέρειες: Καισαρείας, Προκοπίου, Νεαπόλεως (Nevşehir), Ακσεράι-Γκέλβερι, Νίγδης, Φαράσων και αποικιών των Φαράσων. Βλ. Πετρόπουλος Δ. – Ανδρεάδης Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράι-Γκέλβερι, (Αθήνα 1971), σελ. 14.

3. Αν θέλαμε να κατατάξουμε με βάση τα γνωστά ενδυματολογικά ταξινομικά συστήματα (Παπαντωνίου, Χατζημιχάλη) το γενικό ενδυματολογικό τύπο της καππαδοκικής φορεσιάς, θα λέγαμε ότι πρόκειται για φορεσιά με το καβάδι. Σύμφωνα με το ταξινομικό σύστημα που επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1980 από ομάδα εμπειρογνωμόνων στο Musée des Arts et des Traditions Populaires, μπορεί να θεωρηθεί σύνολο από ραμμένα ενδύματα που φοριούνται από το κεφάλι και τα περισσότερα στηρίζονται στους ώμους. Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με το νέο ταξινομικό σύστημα βλ. Groupe de Travail sur le Vêtement, “La constitution d’un prôtocole d’enquête”, L’Ethnographie 92-94, Actes du colloque national CNRS “Vers une anthropologie du vêtement”, Musée de l’Homme (9-11 mars 1983) publiés sous la direction d’ Y. Delaportes (Paris 1984), σελ. 287-289.

4. Κορρέ- Ζωγράφου, Κ., Ο νεοελληνικός κεφαλόδεσμος (Αθήνα 1991), σελ. 10.

5. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 100. Τα μαλλιά θεωρούνταν βασικό στοιχείο γυναικείας ομορφιάς. Στο Γκέλβερι για να δυναμώσουν και να μακρύνουν τα μαλλιά τους οι κοπέλες επιδίωκαν να βραχούν από το πρώτο νερό του Μαΐου· Βλ. Πετρόπουλος, Δ. – Ανδρεάδης Ερ., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράι-Γκέλβερι (Αθήνα 1971), σελ. 164. Ενδεικτικά για το πόσο σημαντικά ήταν για τις ίδιες τις γυναίκες τα πλούσια και μακριά μαλλιά είναι όσα έγιναν κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών (1924), όταν επιβάλλονταν αναγκαστικά υγειονομικά μέτρα στους προσφυγικούς πληθυσμούς. «Όταν ήρθαμε πρόσφυγες, στην καραντίνα, μας κόβαν τα μαλλιά, κόβανε τα φιτίλια. Αχ! Να ’βλεπες τι έγινε τότε. Τι κλάμα ήταν εκείνο! Ένα κορίτσι πήγε να πέσει στη θάλασσα, για να μην του κόψουν τα φιτίλια. Μια νύφη τσίριζε: “Πώς να πάω τώρα στον άνδρα μου;”. Μια άλλη νύφη πέθανε από τη στενοχώρια της. Τότε απαγορεύτηκε και δεν μας κόψανε πια τα μαλλιά». Μαρτυρία Ιορδάνας Κουβάρογλου, από τη Δελμησσό, που δόθηκε στη Σόφη Αναστασιάδη το 1950, και περιλαμβάνεται στους φακέλους της Καππαδοκίας από το υλικό του Κ.Μ.Σ.

6. Η επιλογή του αριθμού 40 για τις πλεξίδες δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαία. Από τα βυζαντινά χρόνια το 40 συγκαταλέγεται στους συμβολικά φορτισμένους αριθμούς. Βλ. Σπυριδάκης, Γ.Κ., Ο αριθμός τεσσαράκοντα παρά τοις Βυζαντινοίς και νεωτέροις Έλλησι (Αθήναι 1939), σελ. 101-102. Τα παραπάνω ενισχύουν και μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες κατά τη γιορτή των Σαράντα Μαρτύρων στο Γκέλβερι οι γυναίκες συνήθιζαν για καλοτυχία να περνούν 40 βελονιές στα κεντήματά τους ή 40 βελονιές στους αργαλειούς τους. Βλ. και Πετρόπουλος, Δ. – Ανδρεάδης Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράι-Γκέλβερι (Αθήνα 1971), σελ. 151. Επιπλέον, η πεθερά στο ίδιο χωριό το Μεγάλο Σάββατο δώριζε στην αρραβωνιαστικιά του γιου της 40 φλουριά για τις πλεξούδες της, βλ. Πετρόπουλος Δ. – Ανδρεάδης Ε., ό.π., σελ. 156.

7. Μαρτυρία Ιορδάνας Κουβάρογλου, από τη Δελμησσό, που δόθηκε στη Σόφη Αναστασιάδη το 1950 και περιλαμβάνεται στους φακέλους της Καππαδοκίας από το υλικό του Κ.Μ.Σ. Μας δίνει πληροφορίες ακόμη και για το εργασιακό καθεστώς των εριτζüδων, που μισθώνονταν σε ετήσια βάση. Στις αρχές του 20ού αιώνα η ετήσια αμοιβή τους ήταν 6-7 γρόσια από κάθε γυναίκα.

8. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ελληνόφωνου Μιστιού, όπου οι γυναίκες δίσταζαν να παντρευτούν σε άλλο χωριό, αφού μεταφέροντας εκεί το παράξενο ντύσιμό τους θα γίνονταν αντικείμενο «περιέργειας και εμπαιγμού». Βλ. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), σελ. 202. Για περισσότερα σχετικά με τη σημασία ενδογαμικών πρακτικών στην παγίωση ενδυματολογικών τύπων βλ. Μελλίδου-Κεφαλά, Ν., «Η γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά από το Μέγα Ζαλούφι», Εθνογραφικά 7 (Ναύπλιο 1989), σελ. 68.

9. «Αν έφερνες εκατό γυναίκες τη μία κοντά στην άλλη, όλες το ίδιο ρούχο φορούσαν, σαν τους στρατιώτες, δεν μπορούσαν να φορέσουν διαφορετικά γιατί τις κορόιδευαν». Βλ. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας, τόμος Α΄ (Αθήνα 1977), σελ. 144. Κάτι τέτοιο δεν έχει να κάνει με την έννοια της «μόδας» όπως εννοείται σήμερα, μα με τη λειτουργία του ενδύματος ως αναγνωριστικού κώδικα μεταξύ των μελών μιας κοινότητας και με το βαθμό αποδοχής και ένταξης στα όριά της. Βλ. Τσένογλου, Ε., «Τα γυναικεία καστελλοριζιακά ενδύματα», Εθνογραφικά 4-5 (Ναύπλιο 1985), σελ. 59-61.

10. Ιωσηφίδης, Κ., Η Καρβάλη της Καππαδοκίας – Η Φορεσιά (Νέα Καρβάλη 1988), σελ. 13.

11. Κορρέ-Ζωγράφου, Κ., Ο νεοελληνικός κεφαλόδεσμος (Αθήνα 1991), σελ. 132.

12. Στο Μιστί, χωριό της περιφέρειας Νίγδης, η καλύπτρα αυτή λέγεται αl, και λίγο πριν από την ανταλλαγή δε φοριόταν παρά μία εβδομάδα. Σε παλαιότερες εποχές έχουν καταγραφεί ακόμη πιο συντηρητικές συμπεριφορές. Βλ. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας, τόμος Α΄ (Αθήνα 1977), σελ. 230. Στην Αξό, οι νεόνυμφες υποχρεώνονταν να φορούν την καλύπτρα για απροσδιόριστο εθιμικά χρονικό διάστημα, που μπορούσε να φτάσει και το έτος, ανάλογα με τη βούληση και την απόφαση του επικεφαλής της οικογενειακής μονάδας. Βλ. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξό Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 217, 221.

13. Έτσι σημειώνεται για την περίπτωση της Αξού, όπου ο νυφικός πέπλος, το doυβάχji, λέγεται άλης και είναι ένα κόκκινο διάφανο τούλι με φάρδος 50 εκ. και μήκος περίπου ένα μέτρο. Βλ. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξό Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 249.

14. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη δύναμη της βασκανίας βλ. Μιχαλοπούλου-Βέικου, Χ., Το μάτιασμα, η κοινωνική δυναμική του βλέμματος σε μια κοινότητα της Μακεδονίας, διδ. διατρ. (Αθήνα 1996).

15. Χαρακτηριστικά λεγόταν στην Ανακού, μολονότι εκεί λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικών συνθηκών (έντονο μεταναστευτικό ρεύμα των ανδρών στη Πόλη, επαφές με άλλα, λιγότερο ή περισσότερο αστικά κέντρα κτλ.) η θέση της γυναίκας δεν ήταν και τόσο υποβαθμισμένη, ότι «νύφ’ και σκλάβος ψυσή δεν έχουν». Βλ. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 183.

16. Για να φάει, όταν της επιτρεπόταν να καθήσει στο ίδιο τραπέζι με τους άνδρες, έπρεπε για κάθε μπουκιά να αποστρέφει το κεφάλι, να σηκώνει την καλύπτρα ή να κατεβάζει το γιασμάχ, να φέρνει το κουτάλι στο στόμα και προτού καν καταπιεί να ξανανεβάσει το κεφαλόδεμα. Για κάθε μπουκιά επαναλαμβανόταν η αυτή διαδικασία. Βλ. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 222.

17. Παπαντωνίου Ι., «Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς», Εθνογραφικά 1 (Ναύπλιο 1989), σελ. 5.

18. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 193.

19. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 73.

20. Αν ο πατέρας της δεν της έκανε δώρο τσοχά για το γάμο, η νύφη ξεσπούσε το παράπονό της στη φράση: «Για μένα οι ραφτάδες σπάσαν τα βολόνια;». Βλ. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας, τόμος Α΄ (Αθήνα 1977), σελ. 219.

21. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 214.

22. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 182.

23. Πρόκειται για την αντίληψη του pars pro toto, ήτοι του ότι το μέρος λειτουργεί για λογαριασμό του όλου. Βλ. Λεκατσάς, Π., Η καταγωγή των θεσμών, των εθίμων και των δοξασιών (Αθήνα 1951), σελ. 56.

24. Εδώ αξίζει να σημειωθεί και μια συνήθεια που απαντούσε τόσο σε χριστιανικούς όσο και σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Καππαδοκίας και αποδείκνυε δοξασιολογικό συγκρητισμό. Στο δρόμο προς Göstük μουσουλμάνοι και χριστιανοί έκοβαν και κρεμούσαν πάνω σε αγριοαπιδιά κουρελάκια από ρούχα τους, ευχόμενοι για υγεία και ευετηρία. Βλ. Πετρόπουλος Δ. – Ανδρεάδης Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράι-Γκέλβερι (Αθήνα 1971), σελ. 85. Πανομοιότυπη πρακτική τηρείται ως σήμερα από μουσουλμάνους στη Σινασό, στον περίβολο της ερειπωμένης πια  εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.

25. Μπαλτά, Ε. (επιμ.), Προκόπι (Αθήνα 2004), σελ. 102, μαρτυρία Ελισάβετ Ισαακίδου (1949).

26. Μαυροχαλυβίδης Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 147.

27. Εκτός από τις ενδυματολογικές συνήθειες, αλληλεπιδράσεις διαπιστώνονταν και σε τρόπους καθαριότητας ή υγιεινής του σώματος. Στην Ανακού, για παράδειγμα, μαρτυρήθηκε την παραμονή του γάμου τελετουργική αποτρίχωση των απόκρυφων σημείων του σώματος ανδρών και γυναικών με ένα βοτάνι, πρακτική που δεν παρατηρήθηκε σε άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς, ιδιαιτέρως δόκιμη όμως στους μουσουλμάνους. Βλ. Κωστάκη, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 168. Για περισσότερα στοιχεία αναφορικά με τις αλληλεπιδράσεις σε επίπεδο δοξασιών και εθιμικής συμπεριφοράς βλ. Πετρόπουλου Δ. – Ανδρεάδης Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράι-Γκέλβερι (Αθήνα 1971), σελ. 56.

28. Οι Καππαδόκες από τη βόρεια Καππαδοκία μετανάστευσαν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, ενώ αυτοί από την κεντρική και νότια Καππαδοκία προς τα ΝΑ (κυρίως στα Άδανα). Βλ. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 391.

29. Οι Μιστιώτες που δούλευαν στους κετσέδες περνούσαν σημαντικό μέρος του χρόνου σε άλλες περιοχές και κάποτε ταξίδευαν ως τις επαρχίες που συνόρευαν με τη ρωσική επικράτεια. Συχνά οι κλιματικές συνθήκες κάθε τόπου τους ανάγκαζαν να υιοθετήσουν ενδύματα όπως το γιαμψί, αντί της γνωστής τους κάπας, ή το πασλίκ, πανωφόρι με κουκούλα. Βλ. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας, τόμος Β΄ (Αθήνα 1977), σελ. 449.

30. Η ενδυμασία των Αξενών εμπόρων του εσωτερικού της Ασίας επηρεάστηκε από τους τουρκικούς πληθυσμούς: Η κάπα αντικαταστάθηκε από τσόχινη σάλτα και κατόπιν από σάκκο, ενώ η ποδήρης κάπα από το αραβικό μασλάχ. Το σαλβάρι από μαύρο υφαντό, τόσο τυπικό στους Αξενούς, υποχώρησε μπροστά στον κιατιπιγέ, μια περισκελίδα στενότερη από σαλβάρι, που έμοιαζε με παντελόνι, το δε χωρικό φέσι πλέον εγκαταλείφθηκε και υιοθετήθηκε το τουρκικό με φούντα μία πήχη και αργότερα το dαλφές (φέσι με μικρή φούντα). Βλ. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 85-87. Όσον αφορά τα υποδήματα οι Καππαδόκες χριστιανοί έμποροι μιμούμενοι τους Τούρκους άρχοντες των πόλεων φόρεσαν όχι πια τσαρούχια ή κοντούρες μα ποτίν καλόσ’. Βλ. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 26.

31. Κωστάκης, Θ., Το Μιστί της Καππαδοκίας, τόμος Β΄ (Αθήνα 1977), σελ. 440.

32. Κουκίδης, Γ., Η Νεάπολις της Καππαδοκίας (Αθήναι 1975), σελ. 80.

33. Μαυροχαλυβίδης, Γ., Η Αξός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1990), σελ. 243.

34. Το κοινό φουστάνι που επικράτησε αποτελείται από πουκάμισο (ιμάτ), γιλέκο (κιρλίκ), φουστάνι με σφιχτή μέση, εφαρμοστό πανωκόρμι, μακριά μανίκια και στενό σακάκι (αμαζόνα). Βλ. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 99.

 

Advertisement

Ο Θ.Ράλλης και οι μεγαρίτικες φορεσιές

Πολλοί ζωγράφοι αποτύπωσαν με το πινέλο τους τις ελληνικές φορεσιές. Ένας απο αυτούς, ο οποίος εμπνεύστηκε απο τη Μεγαρίτικη φορεσιά και την αποτύπωσε ολοζώντανα στους πίνακές του ήταν και ο Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909). Εδώ θα δούμε έργα του στα οποία αποτυπώνεται η ποικιλία της φορεσιάς των Μεγάρων στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους πίνακες έχουν δημιουργηθεί περί το 1890-1905.

21Το αντίδωρο ή Μετά τη λειτουργία 

Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Σ. Πέστροβα (Ερευνητή – δάσκαλο παραδοσιακών χορών) στα Μέγαρα  «Συναντάμε δυο τύπους γυναικείας φορεσιάς ,τα «φουστάνια» & τους «καπλαμάδες». Στα «φουστάνια» ανήκει η νυφική φορεσιά «τα κατηφένια». Την ονομασία κατηφένια την πήραν αρχές του 20ου αιώνα, όταν έφτιαχναν τα ζιπούνια από βελούδο (κατηφές ήταν ένα είδος μεταξωτού βελούδου) ενώ τα παλαιότερα ζιπούνια ήταν από τσόχα. Επίσης στα φουστάνια ανήκε και η πρώτη φορεσιά το φούντι με το κοντοζίπουνο. Πάμπολλες οι αναφορές από περιηγητές, ζωγράφους, ενδυματολόγους για την συγκεκριμένη φορεσιά η οποία έγινε γνωστή πάλι (ολοκληρωμένη) από τον κ. Δημήτρη Ηλία που ασχολήθηκε σε βάθος με την έρευνα των χορών και των φορεσιών.

12_37Παραμονή εορτής, ελαιογραφία σε καμβά, Ιδιωτική συλλογή Πηγή: www.lifo.gr

Δεύτερος τύπος φορεσιάς είναι οι «καπλαμάδες» οι οποίοι συνυπήρχαν με τα φουστάνια με πολλές παραλλαγές ανάλογα την περίσταση. Αναφέρω λίγες από τις ονομασίες που υπήρχαν. Ο καπλαμάς με το φούντι, ο καλός ή ψιλός καπλαμάς, ο σπαθάτος, ο καπλαμάς με τα σκούρα και ο χοντρός (καθημερινός).»

9_43

Ο εσπερινός, ελαιογραφία σε ξύλο, 35 χ 27 εκ., Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα, κληροδότημα Θ. Ράλλη Πηγή: www.lifo.gr

Ο καπλαμάς, αποτελούνταν από τον μπούστο, τα μισοφόρια, τα φούντια, την τραχηλιά, τον επενδύτη – καπλαμά, τη ζώστρα ή ζουνάρα, την ποδιά, το γκιουρντί ή σιγκούνι και τα ποδήματα. Ο κεφαλόδεσμος σχηματιζόταν από το σαρικάκι και το κίτρινο μαντήλι για τις νέες, και από το σαπίσο μαντήλι για τις ηλικιωμένες. Η φορεσιά αυτή διακρινόταν για την απλότητά της ενώ το μόνο κόσμημα της φορεσιάς ήταν οι άλυσες. Τον μπούστο τον φορούσαν οι νέες γυναίκες για να σφίγγουν το στήθος μέσα από τα φούντια. Από τη μέση και κάτω έβαζαν αρκετά μισοφόρια για να έχει μεγαλύτερο αέρα και όγκο η φορεσιά. Τα φούντια, τα δύο ποκάμισα έμπαιναν πάνω από το μπούστο των νέων γυναικών και κατάσαρκα στις μεγαλύτερες. Φορούσαν δύο, το ένα πάνω από το άλλο για να έχει αέρα ο καπλαμάς και πήρε την ονομασία του από το σχέδιο που στόλιζε τον ποδόγυρο. Το κατακόρυφο άνοιγμα της τραχηλιάς έκλεινε με κουμπάκια ως τη μέση. Η τραχηλιά ήταν διακοσμημένη με ταμιτέλες πλεγμένες από τις γυναίκες στα κοπανέλια ή με το βελονάτσι. Το εξωτερικό φούντι ήταν ραμμένο από άσπρο ουβγιωτό ύφασμα του αργαλειού, το τσουλίντρι.

Η τραχηλιά ήταν ραμμένη από τις γυναίκες με άσπρο μεταξωτό ύφασμα και ήταν ξεχωριστή από τα φούντια. Οι ηλικιωμένες δεν φορούσαν τραχηλιά, ήταν δηλαδή ξεστήθωτες. Την τραχηλιά συγκρατούσε ο καπλαμάς που έμπαινε από πάνω. Ο γαλάζιος καπλαμάς, είναι το εξωτερικό κομμάτι της φορεσιάς και είναι κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά με μακριά, στενά μανίκια. Ο καθημερινός και ο γιορτινός μοιάζουν σε μορφή, ενώ το μόνο που τους διαχωρίζει είναι η ποιότητα του υφάσματος και ο διάκοσμος. Τα κάθετα ραμμένα μακριά του μανίκια, φτάνουν ως τον καρπό και γυρίζουν προς τα πάνω, τα καπάσια. Οι καπλαμάδες των κοριτσιών ήταν φτιαγμένοι από άσπρο και γαλάζιο ύφασμα και ονομάζονταν για αυτό παρδαλοί. Ο καθημερινός γυναικείος είναι ραμμένος από τις γυναίκες από χοντρό, βαμβακερό, γαλάζιο σκούρο ύφασμα, το καλοπάνι. Ήταν διακοσμημένος απλά, με κορδονάκια και σειρήτια πολύχρωμα. Ο καλός, γιορτινός καπλαμάς ή ψιλός καπλαμάς ήταν από γαλάζιο σωπανιασμένο ύφασμα για να προσθέτει αέρα, όγκο και χάρη στο βάδισμα της Μεγαρίτισσας. Σ’ αυτόν ύφαιναν και μια λωρίδα κόκκινου βελούδου ολόγυρα στον ποδόγυρο για να φαίνεται το σχέδιο καθώς σήκωναν τις σκούτες του καπλαμά (τις άκρες του). Με το ίδιο ύφασμα ήταν φοδραρισμένα και τα μανίκια στα καπάσια τους. Η ζώστρα ή ζουνάρα ήταν μάλλινη και την τύλιγαν στο σώμα χαμηλά, έτσι που ακουμπούσε στους γοφούς.

Η ποδιά που φορούσαν οι γυναίκες ήταν χρωματιστή, βαμβακερή ή μάλλινη λογιόμυτη. Οι νύφες και οι νιόπαντρες ύφαιναν άσπρες, βαμβακερές, ριγωτές για τις καθημερινές, τη λεγόμενη μάρτινα και άσπρες μεταξωτές στις γιορτές, την καλαμάτα (πήρε την ονομασία της από την πόλη που αγόραζαν το ύφασμα). Όταν οι θερμοκρασίες έπεφταν πολύ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, πάνω από τον καπλαμά φορούσαν το άσπρο σιγκούνι ή το γκιουρντί. Το σιγκούνι ήταν κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά, δεν είχε μανίκια και έφτανε ως το γόνατο. Ήταν απλά διακοσμημένο με γαλάζια τσόχα στον ποδόγυρο και τις ραφές του ώμου. Τα ποδήματα φορούσαν οι γυναίκες μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές, ενώ τις καθημερινές ήταν ξυπόλυτες. Τα γουρουνοτσάρουχα που φορούσαν πριν την τουρκοκρατία πιθανόν ονομάζονταν ξενοθήλια, ενώ τα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά τη θέση τους πήραν οι κουντούρες. Οι κουντούρες ήταν ένα είδος παντόφλας με χαμηλό τακούνι και τσόχα ή βελούδο.

Για να θαυμάσουμε λοιπόν τις Μεγαρίτικες φορεσιές δια του χρωστήρα του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου

 

Αν σας αρέσουν οι φορεσιές της Αττικής μπορείτε να δείτε το βιβλίο μου με συλλογή γκραβούρων του 19ου αιώνα από την Αττική και άλλα μέρη της Ελλάδος πατώντας ακριβώς εδώ   Όλη η σειρά βιβλίων με γκραβούρες που παρουσιάζουν φορεσιές από όλη την Ελλάδα μπορείτε να τη δείτε πατώντας εδώ
Πηγές άρθρου : http://habilisii-habilis.blogspot.gr/
«Ελληνικές Φορεσιές», Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, β’ έκδοση, Αθήνα 2005, σελ. 98
Η Ελληνική Λαϊκή Φορεσιά (Τόμοι Πρώτος & Δεύτερος) Αγγελική Χατζημιχάλη, Μουσείο Μπενάκη, Εκδόσεις «Μέλισσα»

Η παραδοσιακη φορεσια του Παλαιοχωρίου Χαλκιδικής- greek traditional dresses from Paleochori Chalkidiki

Το Παλαιοχώρι Χαλκιδικής είναι ένα χωριό της ΒΑ Χαλκιδικής. Βρίσκεται στην κύρια οροσειρά τους όρους Χολομώντα στη βορειοανατολική Χαλκιδική, σε υψόμετρο περίπου 550 μέτρων στο κέντρο του τριγώνου που σχηματίζουν τα χωριά Νεοχώρι ανατολικά σε απόσταση 3 χλμ, Αρναία δυτικά σε απόσταση 5 χλμ και Μεγάλη Παναγία νότια σε απόσταση 7 χλμ. Χωροταξικά είναι οικισμός 5ουεπιπέδου. Τοπογραφικά χαρακτηρίζεται από επίπεδο ανάγλυφο και την κοίτη του ποταμού Χαβρία. Η μορφή του ακολουθώντας το ίχνος του ποταμού είναι γραμμική. Στην περιοχή του γεωμετρικού κέντρου του οικισμού βρίσκεται η κεντρική πλατεία και ανατολικότερα η παλιά εκκλησία των Ταξιαρχών, κύριο σημείο αναφοράς του χωριού.

Εδώ παρουσιάζουμε σήμερα την τοπική ανδρική και γυναικεία  παραδοσιακή φορεσιά του χωριού

Παραδοσιακή Φορεσιά ανδρική

Οι Παλαιοχωρινοί μέχρι το 1880 φορούσαν φουστανέλλες. Μετά ξεκινάει να φοριέται η παραδοσιακή φορεσιά του Παλιοχωρινού η οποία αποτελείται απο τα παρακάτω ενδύματα.
Μπενεβρέκι ή σιαγιάνι είδος βράκας από ύφασμα μάλλινο (δίμυτο) σε χρώμα μαύρο, υφασμένο στον αργαλειό του σπιτιού. Φαρδύ με σέλα που κρέμονταν αρκετά στο πίσω μέρος. Δύο βαθιές τσέπες στα πλάγια, ίδιο μπρος πίσω με μάκρος ως τα παπούτσια. Δένονταν στη μέση με μια λουρίδα από ύφασμα, περασμένη εσωτερικά που με το σφίξιμο σχημάτιζε σούρα.
Φανέλλα υφαντή η πλεχτή μάλλινη ή μαλλοβάμβακη ίδια χειμώνα καλοκαίρι.
Πουκάμισο από ύφασμα του αργαλειού ή κάμποτ σε χρώμα γεράνιο (σκούρο μπλε)
Βρακί άσπρο ίδιο σχέδιο με το μπενεβρέκι, μακρύ έδενε πάνω από τον αστράγαλο.
Σκ΄φούνια (κάλτσες) μάλλινα πλεχτά, σε χρώμα μαύρο καφέ η σιάργκαβου (γκρι).
Βέστα γιλέκο από ύφασμα χονδρό μάλλινο χωρίς μανίκια. Φοριόταν πάνω από το πουκάμισο, κούμπωνε στα πλάγια και είχε δυο μεγάλες τσέπες μπροστά.
Ντουλαμάς φοριόταν πάνω από τη βέστα, ήταν από το ίδιο ύφασμα χωρίς γιακά και κουμπιά με μάκρος ως τη μέση.
Ζουνάρι από ύφασμα μάλλινο λεπτό σε χρώμα βυσσινί, μακρύ 2,5 περίπου μέτρα και φάρδος 25-30 πόντους.
Τραγιάσκα σε χρώμα μαύρο ή καφέ με κουμπί στην κορυφή και τρίγωνα κομμάτια, με στρογγυλή ραφή η με πιέτες στο πίσω μέρος οι γιορτινές. Τις φορούσαν χειμώνα-καλοκαίρι.
Παπούτσια μαύρα φαρδιά χωρίς κορδόνια έμπαιναν και έβγαιναν ελεύθερα.

Παραδοσιακη Φορεσιά γυναικεία
Φουστάνι
από ύφασμα του αργαλειού (μεταξωτό) ριγέ ή μονόχρωμο ή κλαδωτό αγοραστό. Το πάνω μέρος στενό εφαρμοστό λίγο πιο κοντό από τη μέση. Χωρίς γιακά κούμπωνε μπροστά ως τη μέση. Το κάτω μέρος μακρύ ως το χώμα με πιέτες που άρχιζαν από τη μέση άνοιγαν κάτω σ΄έναν φαρδύ ποδόγυρο. Η φούστα (το μπόι) μπροστά άφηνε ένα άνοιγμα που το σκέπαζε η ποδιά.
Καβάδι φόρεμα καπιτονέ μονοκόμματο, το φορούσαν οι πιο ηλικιωμένες.
Ποδιά μάλλινη υφαντή σε διάφορα χρώματα μονόχρωμη η κλαδωτή (καλλιγραφένια) μια πιθαμή κοντύτερη από το φουστάνι.
Κοντογούνι ζακέτα από ύφασμα μονόχρωμο μάλλινο (ή λούτρο) με γιακά και μακρύ μανίκι, μεσάτο με ζώνη στο πίσω μέρος. Τα μανίκια σχημάτιζαν στους ώμους πιέτες και είχαν στην άκρη όπως και ο γιακάς βελούδο (κατηφέ). Κούμπωνε μπροστά με ένα κουμπί.
Λιμπαντές γρίζινη κοντή ζακέτα


Γούνα το επίσημο χειμωνιάτικο ένδυμα. Εξωτερικά είχε μαύρο μάλλινο ύφασμα και εσωτερικά γούνα. Ανοιχτή μπροστά κατέληγε σ΄ένα γύρισμα σ΄όλο το μάκρος και φαινόταν η γούνα.Το μάκρος της πιο κοντό από το φουστάνι.
Καβούκι είδος φεσιού. Με χρυσοκέντητο «τεπέ» πάνω και κλαδωτό μεταξωτό μαντήλι (σιρβέτα) δεμένο γύρω-γύρω, καρφίτσα στο πλάι και φούντα από συρμάτινη χρυσοκλωστή (κ΄σάφια).
Εσώρουχα φανέλα πλεχτή του αργαλειού. Πουκαμίσα άσπρη μακριά. Από πάνω φούστα λεπτή με κόρφο χωρίς μανίκια. Μία δεύτερη φούστα χονδρή απ΄τη μέση και κάτω, φαρδιά όσο το φουστάνι. Βρακί με τέσσερις βρακοζώνες (κορδόνια) που δένονταν δύο μπροστά, δύο πίσω και άλλα κάτω από τα γόνατα.
Ζώνη που κούμπωνε με διπλές μπρούτζινες τόκες μπροστά
Σκ΄φούνια ίδια με τα ανδρικά λίγο μακρύτερα.
Μποτίνια δετά ή με κούμπωμα και χαμηλό τακούνι.
Χτένισμα χωρίστρα στη μέση, μία η δύο πλεξούδες που έπεφταν στην πλάτη ή τυλίγονταν κυκλικά στο κεφάλι.
Κοσμήματα σειρές ντούμπλες ή φλουριά στο στήθος ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση, βραχιόλια και σκουλαρίκια χρυσά.

πηγη: http://paleohori-halkidiki.blogspot.gr/

Αν σας αρέσουν οι παραδοσιακοι χοροι και η ελληνική παραδοσιακή φορεσιά θα χαρείτε τη σειρά e-book «Traditional Dress of Greece» για την οποία θα μπορέσετε να βρείτε πληροφορίες πατώντας εδω  και εδώ Traditional Dress of Greece

If you like greek dances and greek traditional clothes you will enjoy the book series «Traditional Dress of Greece» for which you will find details right here and here Traditional Dress of Greece 

Μη διστάσετε να αφήσετε ένα σχόλιο κάτω από την ανάρτηση… Πείτε μας αν σας άρεσε, ρωτήστε ο,τι θέλετε και ας κάνουμε μια συζήτηση γύρω από το θέμα…

Don’t hesitate to leave a comment under the post… Tell us if you liked it, ask questions and let’s discuss on the topic!

Η παραδοσιακή φορεσιά της Αράχωβας/ Greek traditional dress of Arachova

Η πανέμορφη παραδοσιακή φορεσιά της Αραχωβίτισσας στο διάβα του χρόνου έχει απλοποιηθεί ως προς τα κεντήματα του πουκάμισου και το στόλισμα της κεφαλής. Πολύτιμες πληροφορίες για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της αραχωβίτικης φορεσιάς διέσωσε κυρίως η έρευνα της λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, η ντόπια παράδοση, αλλά και οι περιγραφές των περιηγητών.

Συγκεκριμένα, το πουκάμισο της παλιάς παραδοσιακής φορεσιάς ήταν άσπρο βαμβακερό υφαντό ⁻ χονδρό για την καθημερινή χρήση και λεπτότερο το γιορτινό. Το νυφιάτικο μπορούσε να είναι και μεταξωτό σε κόκκινο μουντό χρώμα, βαμμένο με ριζάρι. Το πουκάμισο το κεντούσε η Αραχωβίτισσα με στριφτά μετάξια, που τα έβαφε η ίδια. Πρέπει να σημειώσουμε, ότι το παλιό πουκάμισο δεν είχε μανίκια. Γι’ αυτό πάνω απ’ το πουκάμισο φορούσαν τον τζάκο. Ήταν ένα είδος μπούστου με μανίκια ολοκέντητα με κεντήματα έξοχης τέχνης, τα γνωστά ως “Αραχωβίτικα”.

Αργότερα ο τζάκος καταργήθηκε και τα μανίκια μπαίνουν πια στο πουκάμισο, που έγινε μακρυμάνικο. Δυστυχώς όμως, όπως σημειώνει η Αγγελική Χατζημιχάλη, “τότε χάθηκαν και τα περίφημα κεντήματα, τα γνωστά ως Αραχωβίτικα, που ξεχώριζαν ανάμεσα στα κεντήματα της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου για τις σχηματοποιημένες ανθρώπινες μορφές τους. Σε μερικά από τα κεντήματα αυτά η αυστηρή σχηματοποίηση του ανθρώπινου σώματος αγγίζει τις πιο πρωτότυπες μορφές της Ελληνικής έκφρασης”. Μερικά από τα ανεκτίμητα αυτά κεντήματα βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη. Αξιοσημείωτο είναι, ότι στο ίδιο Μουσείο υπάρχει πουκάμισο παλιό από φορεσιά της Εύβοιας, που το σχέδιο του κεντήματός του ονομάζεται “Αράχωβα” ⁻ απόδειξη της φήμης, που είχαν τα κεντήματα της Αραχωβίτικης φορεσιάς.

Easter dance. 1933; Dorothy Burr Thompson

Εκτός όμως από τον τζάκο καταργήθηκε και ο κεφαλόδεσμος. Παλιά η Αραχωβίτισσα φορούσε στο κεφάλι μικρό κόκκινο φέσι κεντημένο γύρω γύρω με φλουριά, “το φλωρόφεσο”. Αυτό στερεωνόταν στο κεφάλι με “το καμ(π)τσέλι”, λουρίδα που περνούσε κάτω από το σαγόνι ⁻ το φλωρόφεσο φοριόταν στη νυφιάτικη και γιορτινή φορεσιά. Αν το φέσι είχε ασημένια νομίσματα, το έλεγαν “ταλαρόσκουφα”. Μετά τα 40 χρόνια της η Αραχωβίτισσα το φέσι με τα νομίσματα το αντικαθιστούσε με κόκκινο σαρίκι, κεντημένο.

Τον κεφαλόδεσμο συμπλήρωνε στη νυφιάτικη φορεσιά “η μεταξωτή σκέπη με τα “τζερτζέφια” (=κεντήματα). Αυτή κάλυπτε το κεφάλι κι έπεφτε ελεύθερη ως κάτω από τη μέση. Ήταν περίπου 3 πήχεις μήκος. Την έλεγαν και “τσεβρέ”. Στη γιορτινή φορεσιά φοριόταν η διάφανη μεταξωτή “μπόλια”. Το χειμώνα φορούσαν “την μπαρέζα”, σκέπη μάλλινη.

Ο στολισμός της κεφαλής συμπληρωνόταν με την κοτσίδα, που τη στόλιζαν με νομίσματα. Στα 1676 ο περιηγητής Spon αναφέρει, πως οι Αραχωβίτισσες εκτός από τη φούστα και τα μανίκια τους στόλιζαν με νομίσματα και την κοτσίδα τους. Στο στόλισμα των μαλλιών “με τσαμπιά από κουμπάκια” αναφέρεται και ο Thomson στα 1730. Στα 1835 ο περιηγητής Cornille αναφέρεται στη συνήθεια να στολίζουν την κοτσίδα με νομίσματα. Τα κρεμούσαν από γαϊτάνι, που το έπλεκαν μαζί με την κοτσίδα.

Άλλα κοσμήματα των μαλλιών ήταν “τα πεσκούλια”, φούντες από μαύρο ή κρεμεζί μπιρσίμι και χρυσές κλωστές, που κρέμονταν από “ξενοκοτσίδα”, δηλ. πρόσθετη μακριά πλεξούδα από μαλλί προβάτου. Κοσμήματα επίσης, της κοτσίδας ήταν και “τα ασημένια μασούρια”, που τα στερέωναν στην άκρη της.

Στην παλιά φορεσιά οι κάλτσες ήταν μάλλινες από σαγάκι (μάλλινο ύφασμα της νεροτριβής). Δεν είχαν πατούσα και “το σκαρπίνι”, ένα σκοινί που περνούσε κάτω από το πέλμα, τις κρατούσε τεντωμένες στο πόδι. Κάτω από τα γόνατα τις έσφιγγαν με κεντημένες “γονατάρες” (=καλτσοδέτες). Στα πόδια φορούσαν τσαρούχια με θηλιές, “τα γουρνοτσάρουχα”. Αργότερα οι “σαγακιένιες κάλτσες” αντικαταστάθηκαν από άσπρες μάλλινες πλεγμένες με καλτσοβέλονες. Οι καθημερινές κάλτσες ήταν στολισμένες με πολύχρωμα σχέδια.

Πλούσια ήταν και τα κοσμήματα της παλιάς φορεσιάς : Τα “φληκωτάρια” (=θηλυκωτάρια), ήταν οι πόρπες, που έπιαναν το σιγκούνι κάτω απ’ το στήθος. Στο λαιμό φορούσαν “αράδα το τζιουρντάνι”. Στο στήθος “τις αλυσίδες με το π’λί” (=δικέφαλος με γάντζο, που καρφώνεται στο σιγκούνι συγκρατώντας τις αλυσίδες με το χαϊμαλί). “Το αρμάθι με τα φλουριά” και “το σκοινί με τα μαργαριτάρια” ήταν, επίσης, κοσμήματα της φορεσιάς.

Στα 1843 ο περιηγητής Chenavard αναφέρεται στα “δυό φαρδιά σκουλαρίκια της Αραχωβίτισσας, που σμίγουν με μια αλυσίδα ψιλή, που κρέμεται κάτω απ’ το σαγόνι και κυματίζει σε σχήμα περιδέραιου”.

Ας δούμε τώρα την απλοποιημένη φορεσιά. Εκτός απ’ τον τζάκο καταργήθηκε και το φλωρόφεσο, που αντικαταστάθηκε με “το κόκκινο τσεμπέρι” ⁻ πάνω απ’ το τσεμπέρι φόρεσαν “το κρεμεζί μαντήλι” στη θέση της στενόμακρης σκέπης ή της μπόλιας. Αργότερα τα δυό αυτά μαντήλια, “τα φακιόλια”, αντικαταστάθηκαν απ’ το σημερινό μεταξωτό λευκό κεφαλομάντηλο, “τη γάζα με τα κουμπουρέλια”, που λέγεται και σκέπη.

Αλλά και το μακρυμάνικο κεντημένο πουκάμισο, “το γραφτό”, αντικαταστάθηκε με το μεταξωτό πουκάμισο (ουγιωτό, κουρκουτιαστό ή σκέτο).

Απαράλλαχτο παρέμεινε ως σήμερα το λευκό σιγκούνι της φορεσιάς από “σαγάκι”, όπως λέγεται το μάλλινο υφαντό ύφασμα και κατ’ επέκταση το καθημερινό σιγκούνι. Είναι κεντημένο με το “λαζούρ” , κόκκινη βαμβακερή κλωστή. Το νυφιάτικο και γιορτινό σιγκούνι έχει επένδυση τσόχας και είναι κεντημένο με χρυσογάιτανα.

Η παλιά “ρούχινη ποδιά” από κόκκινο ψιλονεσμένο υφαντό αντικαταστάθηκε παλιότερα απ’ τη βελούδινη βαθυκόκκινη ποδιά. Τα παραδοσιακά σχέδια, ροδιά, πύργος και κλάρα κεντιούνται ως σήμερα ⁻ όμως γύρω στα 1900 καταργήθηκε ένα παλιότερο σχέδιο με δύο αντικρυστά πουλιά (σώζεται σε φωτογραφία).

Τα δύο χρυσοκεντημένα “ποδιόσκοινα” σε μαύρη τσόχα συγκρατούν την ποδιά και δένονται μπροστά ⁻ καταλήγουν σε χρυσά γαϊτάνια με δύο χρυσές φούντες, όπως και στην παλιά φορεσιά.

Ο φκάς (=φουκάς), το μεγάλο ζωνάρι (μάκρος 3μ. και φάρδος 0,20 εκ.), διπλωμένος στα δύο στο μάκρος, τυλιγόταν δυό – τρεις βόλτες κάτω απ’ τη μέση σφίγγοντας το σιγκούνι. Ο φκάς από παλιά ως σήμερα έχει χρώμα κόκκινο για τις κοπέλες ⁻ για τις παντρεμένες είναι μαύρος ριγωτός ή σκέτος.

Στην παλιά φορεσιά απαραίτητο ήταν και “το μαντηλάκι με τη χρυσή μπιρμπίλα”, ολόγυρα, που στερεωνόταν στο ποδιόσκοινο κι έπεφτε πάνω στην ποδιά.

Σημαντική είναι η έρευνα της Αγγελικής Χατζημιχάλη για την καταγωγή της φορεσιάς. Συγκεκριμένα το πουκάμισο, που στο Βυζάντιο λεγόταν “καμίσιον”, κατάγεται από το χιτώνα ⁻ για τούτο και στην αρχική του μορφή έλειπαν τα μανίκια. Ο τζάκος κατάγεται από το βυζαντινό “τζιτζάκιον”. Το καπιτσάλι (=καμτσέλι) , υποσιαγώνια λουρίδα, που συγκρατεί το σκούφο, αναφέρεται επίσης στα βυζαντινά κείμενα, το ίδιο και η σκέπη. Το συγκούνι είναι η εξέλιξη από το βυζαντινό “σαγίον”, ρούχο υφαντό από γιδόμαλλο, που χρησίμευε για προφύλαξηαπό το κρύο.

Η ανδρική παραδοσιακή φορεσιά

Όσο για την ανδρική φορεσιά, ουσιαστικά δεν άλλαξε στο χρόνο. Η φουστανέλλα, η χαρακτηριστική φορεσιά της ηπειρωτικής Ελλάδας, είναι “τετρακοσάρα” ή “τρακοσάρα” (ή και στενότερη), ανάλογα με τα λατζόλια.

Πάνω απ’ το λευκό χασεδένιο πλατυμάνικο πουκάμισο φοριέται “το σουκάρδ” δηλ. “το εσωκάρδιον”, γιλέκο κεντημένο με μεταξωτά γαϊτάνια.

Στη μέση το πλατύ ζωνάρι. Οι άσπρες κάλτσες είναι καλοτεντωμένες με “τα τσαγγόλουρα” και δένονται κάτω απ’ τα γόνατα με “τις γονατάρες” (=καλτσοδέτες), που είναι υφασμένες στον αργαλειό με χρωματιστά μετάξια και συχνά έχουν κεντημέν το όνομα του παλληκαριού και χρονολογία ⁻ ήταν συνήθως δώρα νυφιάτικα.

Τα καλά τσαρούχια με τη μαύρη μεγάλη φούντα στη μύτη και “η ατλαζένια σκούφια” στο κεφάλι, συμπληρώνουν τη λεβέντικη φορεσιά. Ομορφοστολισμένη είναι και η “δεύτερη φορεσιά” για καθημερινή χρήση :  “Η καμ’ζόλα και ο ντουλαμάς”.

Από το βιβλίο, «Ο ΑΦΕΝΤΗΣ ΑΊ ΓΙΩΡΓΗΣ ΤΗΣ ΑΡΑΧΩΒΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΑΚΙ» των Κ. Λούσκου και Ε. Νικολιδάκη

πηγή κειμενου: http://www.panigiraki.gr/traditional-costumes/

και εδώ μπορείτε επίσης να δείτε γκραβούρες με παραδοσιακές φορεσιές της Κεντρικής Ελλάδας

Traditional Dress of Greece Vol I

Γυναικείες Ενδυμασίες Αττικής- Traditional Costumes of Attiki

12007147_1494159867551501_2098223477_n
Καλύβια Αττικής. Σωτήρης και Ελένη Καρελιώτη 1895
12033696_1494159624218192_1017357365_n
Νυφική φορεσιά του Μαρκόπουλου

Η φορεσιά, που φορούσαν οι νύφες είχε χαρακτηριστικό πουκάμισο κεντημένο με μετάξι. Οι διαστάσεις του κεντήματος στο νυφικό πουκάμισο κυμαίνονταν από 40 πόντους έως 70 πόντους ανάλογα του πλούτου της οικογένειας. Οι πιό πλούσιες φόραγαν κεντημένα πουκάμισα μετάξι κα με λίγο χρυσό στις »καρδιές» των σχεδίων του κεντήματος δηλαδή στα κεντρικά σημεία. Ελάχιστες ήσαν αυτές που φόρεσαν πουκάμισα κεντημένα εξ ολοκλήρου με χρυσάφι. Το χρυσάφι όταν το πουκάμισο ήταν ολάκερο κεντημένο με χρυσό δεν έπεφτε πάνω από το μεταξωτό κέντημα αλλά αφού η βάση κεντιόταν με κίτρινο χοντρό νήμα από πάνω »στρωνόταν» το χρυσόνημα με τη βυζαντινή τεχνική που λεγόταν »συρμακέσικη». Το ίδιο συνέβαινε και με τα μανίκια της φορεσιάς τον τζάκο. Με το πουκάμισο με χρυσάφι ο τζάκος έπρεπε να είναι χρυσός ενώ με τα μεταξωτά πουκάμισα συνήθως ήταν κι ο τζάκος κεντημένος με μεταξωτές κλωστές. Τη νυφική σιγκούνα την ονόμαζαν »γρίζα» και είναι από τα χαρακτηριστικότερα κομμάτια της φορεσιάς από την οποία έπαιρνε και το όνομα ολόκληρη η φορεσιά. Η νυφική φορεσιά υποδείκνυε την οικονομική κατάσταση τόσο της νύφης όσο και του γαμπρού, καθώς τόσο το πουκάμισο, όσο και ο τζάκος με τα χρυσά μανίκια όταν υπήρχαν και η γρίζα ήσαν δώρο του πατέρα της νύφης, ενώ ο κεφαλόδεσμος με τα χρυσαφικά του και τα κοσμήματα του στήθους ήταν δώρα του πατέρα του γαμπρού προς τη νύφη και αναφέρονται μάλιστα σε προικοσύμφωνα της εποχής που τα ονόμαζαν ξωφύλλια. Το πλήθος των νομισμάτων στα κοσμήματα αυτά αργότερα τα χρησιμοποιούσαν για αγορές (π.χ σπίτι ή χωράφι). Τη καλή φορεσιά φορούσαν οι γυναίκες μέχρι να κάνουν παιδιά, ενώ αργότερα τη φορούσαν με ελαφρύνσεις σε σπάνιες εκδηλώσεις όπως γάμους. Μετά τα 40 της χρόνια, η γυναίκα για γιορτινή φορούσε απλούστερη φορεσιά περιορισμένη πολύ σε κεντήματα.

Μπορείτε επίσης να δείτε πολλές γκραβούρες που παρουσιάζουν γυναικείες φορεσιές της Αττικής στο e-book που θα βρείτε εδώ.

12021998_1494160144218140_1606343280_n
Η χρυσή νυφική σπάνια φορεσιά Μεσογείων Αττικής

The costume worn by brides was a typical shirt embroidered throughout with silk, the most wealthy wore shirts embroidered with gold and few wore shirts embroidered entirely with gold. The bridal costume indicated the financial condition of both the bride and groom as well as the shirt, and Jacket with golden sleeves was the father’s gift to the bride whether the headband with cutlery were gifts of the groom. The jewels of the breast and the headband was a gift from the groom’s father to the bride and marriage contracts referesd to that era were called xofyllia. These coins later were used for purchases (eg house or field). The festive costume was worn by the women until they had children, while  later they wore it in rare events such as weddings. After they became 40 years old, women wore simpler festive costumes with very limited embroidery.

12021974_1494160400884781_80242240_n
Νυφική φορεσιά Σπάτων εμπρός
12033468_1494160404218114_500355879_n
Νυφική φορεσιά Σπάτων πίσω όψη

You can also see many engravings depicting the Attika traditional costume of the 19th century in the e-book at the link right here.

Μη διστάσετε να αφήσετε ένα σχόλιο παρακάτω… Πείτε μας αν σας άρεσε η ανάρτηση, ρωτήστε ο,τι θέλετε και ας κάνουμε μια συζήτηση γύρω από το θέμα…

Don’t hesitate to leave a comment under the post… Tell us if you liked it, ask questions and let’s discuss on the topic!

ΣΤΑΜΠΩΤΑ ΜΑΝΤΗΛΙΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΑΝΤΗΛΑΡΗΣ/ PRINTED SCARVES AND THE LAST SCARF MAKER

Λίγα λόγια για την Ιστορία των Σταμπωτών

Κατά το 18ο και 19ο αιώνα η Κύπρος αποτελούσε μια μικρή επαρχία στην περιφέρεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ονομαστή για την παραγωγή βιοτεχνικών προϊόντων και ξακουστή για το εμπόριο της.

 

Η Κύπρος εκείνη την περίοδο είχε εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής και εξαγωγής τυποβαφικών προϊόντων. Η τυποβαφική, το στάμπωμα δηλαδή σχεδίων πάνω σε ύφασμα με καλούπια (ξυλότυπους), είναι μια τέχνηπου αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στις Ινδίες. Η τέχνη της τυποβαφικής είχε ευρύτατη διάδοση στην Κωνσταντινούπολη-Βόσπορο, Μικρά Ασία και στον Ελλαδικό χώρο. Στην Κύπρο, με κύριο κέντρο τη Λευκωσία, διαδεδομένη φαίνεται να ήταν η τέχνη των σταμπωτών υφασμάτων, γνωστών ως πασμάδες (τουρκ. basma τυπωμένο ύφασμα). Την τέχνη ασκούσαν αποκλειστικά άνδρες τεχνίτες.

Η τυποβαφική τέχνη συνεχίστηκε και στα νεότερα χρόνια στη μορφή των σταμπωτών μαντηλιών. Η τέχνη φαίνεται πως ανανεώθηκε μετά το 1895 από Αρμένηδες τεχνίτες που ήρθαν στην Κύπρο από την Πόλη, την Αίγυπτο, τη Βηρυτό, τη Μικρά Ασία, φέρνοντας νέα σχέδια και καλούπια. Τα καλούπια των μαντηλάρηδων ήταν καμωμένα από ξύλο ελιάς, καρυδιάς ή σκλίδρου, ήταν μικρότερα από εκείνα των πασματζήδων και τα σχέδια τους ήταν λεπτότερα. Το τύπωμα γινόταν πάνω σε λεπτό, βαμβακερό ύφασμα (τουλπάνι) γνωστό στη Κύπρο ως κουρούκλα, με χρώματα που προέκυπταν από ανάμειξη φυτικών και ορυκτών ουσιών. Οι μαντηλάρηδες ακολουθούσαν μυστικές συνταγές βαφών και διαδικασίες πολύπλοκες που με την πάροδο του χρόνου απλοποιήθηκαν.

 

Τα σταμπωτά μαντήλια εξελίχθηκαν στην Κύπρο σε αξιόλογη εργαστηριακή βιοτεχνία. Οι μαντηλάρηδες εργάζονταν σε ιδιωτικά εργαστήρια που συχνά βρίσκονταν μέσα στο σπίτι τους. Τα μεγαλύτερα εργαστήρια μαντηλάρηδων στην Κύπρο λειτουργούσαν κυρίως στη Λευκωσία, όπου ήταν το κέντρο της τέχνης αυτής, αλλά και στη Λάρνακα και την Αμμόχωστο. Τα μαντήλια διακρίνονται σε αυτά της κεφαλής και σε αυτά της μέσης (κόξας). Ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της ενδυμασίας και άμεσα συνδεδεμένα με την παραδοσιακή εθιμική ζωή.

11205496_1059291790782690_6868984133129502511_n

 

A few words on the history of the Printed Scarves

During the 18th and 19th centuries, Cyprus was a small province of the Ottoman Empire, renowned for the production of handicrafts and famous for its trade. At the time, Cyprus had been elevated to one of the most important centres for the manufacture and export of printed fabric. Screen printing, namely the printing of patterns onto fabric by means of stamps, is a craft particularly developed in India. Screen printing widely flourished across Constantinople-Bosporus, in Asia Minor and in Greece. In Cyprus, with Nicosia as the main centre, especially developed was the craft of printed calicos, known as pasmades (Turk. basma = printed cloth, calico). It was a craft exclusively practiced by male artisans.

Screen printing carried on in more recent years, in the form of printed scarves. The craft appears to have been renewed after 1895 by Armenian craftsmen who came to Cyprus from Constantinople, Egypt, Beirut and Asia Minor, bringing with them new patterns and stamps.

Made of olive wood, walnut wood or Oriental alder wood, the scarf makers’ stamps were smaller than those of calico printers and their patterns were finer. Printing was performed on a thin cotton fabric known as kouroukla, in colours yielded through a mixture of vegetable substances and minerals. Scarf makers used secret recipes for their dyes and applied complex processes which in time were to be simplified.

In Cyprus, printed scarves gradually developed into a noteworthy craft industry. Scarf makers worked in private workshops, within their homes. The largest scarf-making workshops in Cyprus operated mainly in Nicosia, the centre of the craft, but also in Larnaka and Famagusta. Scarves were, distinguished between head scarves and waist (koxa) scarves. They, were an integral elementof the Cypriot attire, directly linked to traditional customary living.

SOURCE: Leventis.Museum.Nicosia

Μη διστάσετε να αφήσετε ένα σχόλιο κάτω από την ανάρτηση… Πείτε μας αν σας άρεσε η ανάρτηση, ρωτήστε ο,τι θέλετε και ας κάνουμε μια συζήτηση γύρω από το θέμα…

Don’t hesitate to leave a comment under the post… Tell us if you liked it, ask questions and let’s discuss on the topic!

E-BOOK: TRADITIONAL DRESS OF GREECE/ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

The research on greek traditional dress never ends. That is why I introduce you a part of my work, in a series of e-books, presenting the history of the Greek regional costume through the illustrations, art crafts and drawings of artists of the past centuries. In this series you will find a collection of antique illustrations and designs, depicting the greek traditional dress and dance costumes of the 18th and 19th century. This collection includes illustrations of greek national clothing from all over Greece, (Central Greece, Attiki, Athens, Peloponnese) , Asia Minor, Constantinople, Aegean and Ionian Islands, Sporades Islands and Cyprus, presenting the diversity and customs of Greek people all over the Greek territory and guiding the reader into the folk civilization as presented through the culture of the costumes.

The collection is available on e-book format in the english language and it is to be continued…

Η έρευνα για την ελληνική παραδοσιακή φορεσιά δεν τελειώνει ποτέ. Γι ‘αυτό σας παρουσιάζουμε ένα μέρος της δουλειάς μου, σε μια σειρά από e-books, που απεικονίζουν την ιστορία της ελληνικής περιφερειακής φορεσιάς μέσα από εικόνες, αντικείμενα τέχνης και  καλλιτεχνικές λιθογραφίες των τελευταίων αιώνων. Στα τρία πρώτα βιβλία της σειράς θα ξεναγηθείτε σε μια συλλογή από εικόνες και σχέδια, που απεικονίζουν τις ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές  του 18ου και 19ου αιώνα. Περιλαμβάνονται εικόνες της ελληνικής εθνικής ενδυμασίας από όλη την Ελλάδα, (Στερεά Ελλάδα, Αττική, Αθήνα, Πελοπόννησος), τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη, τα Αιγαιοπελαγίτικα Νησιά, τα νησιά του Ιονίου, τις Σποράδες και την Κύπρο, παρουσιάζοντας την ποικιλομορφία και τα έθιμα του ελληνικού λαού σε όλη την ελληνική επικράτεια με σκοπό να καθοδηγήσουν τον αναγνώστη στο λαϊκό πολιτισμό, όπως παρουσιάζεται μέσα από τις λαϊκές φορεσιές.

Η συλλογή είναι διαθέσιμη σε μορφή e-book με πρόλογο στην αγγλική γλώσσα  και η έρευνα συνεχίζεται…

—————————————————————————-

Traditional Dress of Greece: Drawing and Illustrations of the 18th Century

You can read more details and buy this e-book from the following links

Μπορείτε να  βρείτε περισσότερες λεπτομέρειες και να αγοράσετε  το βιβλίο από τους παρακάτω διανομείς

Amazon (e-book and kindle edition)

———————————————————————————

Traditional Dress of Greece: Drawing and Illustrations of the 19th Century, Vol.I, Attiki, Athens, Aegean Greek Islands, Peloponnese

traditional dress of Greece cover

You can read more details and buy the e-book from the following links

Μπορείτε να  βρείτε περισσότερες λεπτομέρειες και να αγοράσετε  το βιβλίο από τους παρακάτω διανομείς

Amazon (e-book and kindle edition) 

Εκδόσεις ΘΡ (e-book) (και χωρίς χρήση πιστωτικής κάρτας)

———————————————————————————–

Traditional Dress of Greece: Drawing and Illustrations of the 19th Century, Vol.II,Central Greece and Evia, Ionian Islands, Argosaronikos and Sporades Islands, Thessaly, Macedonia, Asia Minor,Cyprus

traditional dress of Greece cover vol2

You can read more details and buy the e-book from the following links

Μπορείτε να  βρείτε περισσότερες λεπτομέρειες και να αγοράσετε  το βιβλίο από τους παρακάτω διανομείς

Amazon (e-book and kindle edition)

ΘΡ Εκδόσεις (e-book) (και χωρίς χρήση πιστωτικής κάρτας)

————————————————————————————-

Traditional Dress Of Greece: Drawing and Illustrations of the 19th Century: Vol I and II (SET OF 2 E-BOOKS)

traditional_20dress_20of_20Greec

Buy both Vol I and Vol 2 in discount price in the link below! 

Δείτε πώς μπορείτε να προμηθευτείτε και τα δύο παραπάνω βιβλία σε εκπτωτική τιμή

ΘΡ Εκδόσεις (e-books) set Vol I και Vol II (και χωρίς χρήση πιστωτικής κάρτας)

GET INFORMED FOR EVERY NEW BOOK WE CREATE/ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙΤΕ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ !!!      SUBSCRIBE HERE/ΓΡΑΦΤΕΙΤΕ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ!!!