Όλοι γνωρίζουμε λίγα πράγματα για το μύθο της Ατλαντίδας, της χώρας που αντιπροσώπευε τον κολοφώνα του πλούτο και της επιστημονικής εξέλιξης στην αρχαία Ελλάδα, η οποία έγινε γνωστή μέσα απο το έργο του Πλάτωνα και σύμφωνα με την καταγραφή αυτή, καταστράφηκε μέσα σε μια ημέρα και βυθίστηκε στα βάθη της θάλασσας.
Το BBC σε συνεργασία με διακεκριμένους επιστήμονες δημιούργησε δύο βίντεο με θέμα την Ατλαντίδα που επιχειρούν να εξιχνιάσουν την ιστορική αλήθεια πίσω απο τον μύθο. Συγκεκριμένα τα δυο βίντεο είναι η εξαιρετική τηλεταινία Ατλαντίδα – Το τέλος ενός κόσμου, η αρχή ενός θρύλου σε σκηνοθεσία Τόνι Μίτσελ που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια από το BBC.
Τα τελευταία χρόνια και σε συνδυασμό με τις ανακαλύψεις που έγιναν στις ανασκαφές στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, ολοένα και περισσότεροι ιστορικοί συγκλίνουν στην άποψη οτι ο μύθος της Ατλαντίδας συνδέεται με την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας η οποία ενέπνευσε τον Πλάτωνα να γράψει για την μυστική αυτή γη, πρίν 2400 χρόνια.
Επίσης δείτε και στο παρακάτω βίντεο τον ιστορικό Bettany Hughes να αποκαλύπτει τις ιστορικές, γεωλογικές και γραπτές ενδείξεις που συγκλίνουν στην άποψη οτι η έκρηξη του ηφαιστείου ήταν η αφορμή για να δημιουργηθεί ο μύθος της Ατλαντίδας.
Οι Κυκλάδες αποτελούσαν ένα χώρο όπου οι επιρροές απο την ενετοκρατία αναμίχθηκαν με την ντόπια ελληνική κουλτούρα δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο πολυτελές στυλ το οποίο αντανακλάται και στα κοσμήματα που έχουν διασωθεί απο τον 16ο-18ο αιώνα.
Η φορεσιά της Πάτμου έχει ως μεγαλύτερη πολυτέλεια τα βαρύτιμα κοσμήματα που υποδηλώνουν και την οικονομική ευμάρεια του νησιού που εθεωρείτο ένα από τα πλουσιότερα του Αιγαίου.
Απο την εφημερίδα «Ροδιακή» και το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «Δωδεκάνησα» (εκδ. «Αλφα»-Σκαζίκης Ι.Μ. (εν Αθήναις), 1950) αντλούμε πληροφορίες για τα κοσμήματα της φορεσιάς και σας τις παραθέτουμε για να μάθουμε όλοι περισσότερα για τον πολιτισμό αυτού του μοναδικού νησιού του Νοτίου Αιγαίου.
«Σε αρχαιότερες εποχές ανάλογα με την υλική ευπορία της νύφης, τη φορεσιά αποτελούσαν χρυσοΰφαντα και χρυσόπαστα βαρύτιμα πολύχρωμα υφάσματα της Ευρώπης.
Ο κεφαλόδεσμος της ή το λεγόμενο πόσι, στολιζόταν γύρω-γύρω με χρυσοσμαλτομένα κουδουνάκια (καμπάνες), χρυσά σκουλαρίκια εκρέμονταν από τ’ αυτιά της, βραχιόλια με πόρκες και άλλα κοσμήματα εστόλιζαν τα χέρια της, στο λαιμό και στο στήθος της φορούσε χρυσό περιδέραιο, αρμαθούς από μαργαριτοφόρα πλέγματα απ’ όπου εκρέμονταν διάφορα παλιά χρυσά νομίσματα ντούμπλες ή ισπανικά και πορτογαλικά τάληρα ή βενέτικα μεγάλα φλωριά (αμυγδαλάτα) και άλλα διάφορα χρυσά πλέγματα σε πολλές σειρές που εσκέπαζαν τα στέρνα της.»
«Αυτά τα πλέγματα ή κοσμήματα ήταν η λεγόμενη σκάλα από σειρά μαργαριτάρια που είχαν στη μέση χρυσό σφαιρικό χρυσαφικό το μονόκουκο. Ύστερα τα μονόκουκα συχαντρίκια, περιδέραιο με ψαθωτό πλέγμα, ο σκόλοπας, σειρά μαργαριτάρια με μια χρυσή σφαίρα στη μέση κρεμασμένη τη λεγόμενη μήλον.»
«Ακόμη το χρυσό αλυσίδι ή ο στρεπτός, ο κάβουρας γεμάτος μαργαριτάρια και πολύτιμα πετράδια, οι καμπάνες, τα αλυσίδια, το λουλούδι, ή άλυσος η χρυσή με τα επτά εγκόλπια και το δικέφαλο αετό ανάμεσα τους κι άλλη μια πιο κάτω το μαλαματένιο καράβι, το μαλαματένιο ψαράκι, η άλυσος η μηλάτη, τα αλυσίδια, τα φουσκάτα, τα φουσκοκάμπανα.
Της έραβαν ακόμη στην κορφή του καπέλου δικέφαλους αετούς όπως και μ’ αυτούς ήταν στολισμένα τα πασουμάκια της που συμπλήρωναν τα χρυσοκέντητα φορέματα, ενώ στα δάκτυλα της έλαμπαν πολύτιμες πέτρες καλούμενες «κουρούνδια», δηλαδή διάφορα γαλάζια ζαφείρια, ζουμπρούτια, λυχνίτες, γρανάτες, υάκινθος, όνυχες τοπάζια της ανατολής, ξανθά «εξ αιματικών λίθων», περουζέδες για την βασκανία tourguoises ή γαλάζιοι, διαμάντια κ.α».
O σταυρός είναι ένα κόσμημα που συναντάμε στην ελλαδική παράδοση συχνά σε αστικές και νησιώτικες φορεσιές. Στις αστικές συνήθως είναι μικρότερος αλλά στις νησιώτικες είναι μεγαλύτερος, περίτεχνος και κρέμεται συχνά από ιδιαίτερα συρματερά κολιέ. Σταυρούς συναντάμε κυρίως να φορούν γυναίκες της Πάτμου, της Κρήτης, της Κέρκυρας, σαφώς αυτές της ανώτερης τάξης, καθώς τα ιδιαίτερα αυτά στολίδια απευθύνονταν σε πλούσιες οικογένειες. Ας θαυμάσουμε σήμερα κάποια ιδιαίτερα κομμάτια από γυναικείους σταυρούς του Αιγαίου και του Ιονίου, τα περισσότερα απο τα οποία προέρχονται απο τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη.
Ενδιαφέρουσα είναι η μορφολογία αυτών των σταυρών που μοιάζουν με επισκοπικούς σταυρούς και αποτελούνται από «κορώνα» στο πάνω μέρος και απο κάτω βρίσκεται ο σταυρός, πολλές φορές τετραγωνισμένος, στη μορφή του σταυρού της Μάλτας. Σύμφωνα με τη Wikipedia «Ο σταυρός έχει οκτώ ακίδες και συμβολίζει τους οκτώ μακαρισμούς της Επί του Όρους ομιλίας του Ιησού Χριστού. (Ματ. 5:3-10) Οι τέσσερις ακίδες που δείχνουν προς το κέντρο συμβολίζουν τις τέσσερις αρετές: Σοφία. Δικαιοσύνη, Θάρρος, Μετριοφροσύνη».
Οι σταυροί διακοσμούνται επίσης με μαργαριτάρια, χαρακτηριστικός ημιπολύτιμος λίθος της αστικής τάξης και χρωματιστούς ημιπολύτιμους λίθους.
Ανάμεσα στα κεντήματα σημαντικό ρόλο παίζουν τα «στολιστικά του σπιτιού». Αυτό το είδος κεντήματος αναπτύχθηκε κυρίως στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, στην Ήπειρο και στη Μικρά Ασία, ενώ απουσιάζει από το μεγαλύτερο μέρος της Ηπειρωτικής Ελλάδας (Μακεδονία, Πελοπόννησο, Θεσσαλία κτλ). Ένα είδος απο αυτά τα κεντήματα ήταν και οι κρεβατόγυροι, κομμάτια λευκό ύφασμα με κεντητή διακόσμηση που τύλιγε το κάτω μέρος του κρεβατιού.
«Μόλις ένα κορίτσι ήταν σε θέση να πιάνει στα χέρια του βελόνα και κλωστή ξεκινούσε να διδάσκεται τις βελονιές που επικρατούσαν στο νησί. Όσον αφορά στα σχέδια, αυτά περνούσαν από γενιά σε γενιά, δηλαδή αντιγράφονταν από την προίκα της γιαγιάς και της μητέρας. Όταν το κορίτσι έφτανε σε ηλικία γάμου θα έπρεπε να διαθέτει δύο σειρές κρεβατόγυρων και κρεβατοκουρτίνων, αρκετές μαξιλαροθήκες και πετσέτες, καθώς και την προσωπική της ενδυμασία. Στις Κυκλάδες οι γυναίκες έπρεπε να έχουν τουλάχιστον δύο ενδυμασίες, μία επίσημη για το γάμο και τις γιορτές και μία καθημερινή, ενώ για το κρεβάτι έπρεπε να διαθέτουν μία κουρτίνα, ένα ζεύγος κρεβατόγυρων και δύο μαξιλαροθήκες. Ο αριθμός και η ποιότητα των κεντημάτων καθόριζε σημαντικά και την αξιοσύνη της νύφης. Τα κορίτσια εκτός από τη προίκα που κατασκεύαζαν μόνες τους, κληρονομούσαν και μέρος της προίκας της μητέρας τους. Επίσης αν ο σύζυγος δεν είχε αδερφές, η νύφη έπαιρνε και την προίκα της πεθεράς. Περιστασιακά, μπορεί η κόρη να ολοκλήρωνε ή να βελτίωσε ένα εργόχειρο που ανήκε στη μητέρα της, για παράδειγμα μια κρεβατοκουρτίνα, που εκείνη δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει.
Τα κεντήματα του κρεβατιού δεν ήταν ίδια σε όλες τις περιοχές αλλά διαφοροποιούνταν ανάλογα με την περιοχή, τις συνήθειες και τη διαρρύθμιση του χώρου. Οι νησιωτικές κατοικίες αποτελούνταν συνήθως από ένα μακρύ δωμάτιο. Στη μία άκρη υπήρχε η κουζίνα, στη μέση το καθιστικό και στην άλλη άκρη ο χώρος του ύπνου. Ο χώρος του ύπνου ενίοτε διαιρούνταν στη μέση. Στο πρώτο μισό κατασκευαζόνταν μια κτιστή ντουλάπα και στο υπόλοιπο σχηματιζόταν μια εσοχή. Στην εσοχή κατασκευαζόνταν μια ξύλινη πλατφόρμα (περίπου 1 μέτρο απόσταση από το δάπεδο). Στην πλατφόρμα στερεώνονταν ο κρεβατόγυρος, με την κεντημένη λωρίδα να κρέμεται ελεύθερα μέχρι το δάπεδο. Το στρώμα και τα κλινοσκεπάσματα τοποθετούνταν πάνω από τον κρεβατόγυρο. Τέλος ένα κεντημένο κάλυμμα σκέπαζε το κρεβάτι ενώ τοποθετούνταν και διάφορα μεγάλα και μικρά μαξιλάρια. Καθώς ο χώρος ήταν ενιαίος και προκειμένου να εξασφαλίζεται η ιδιωτικότητα του ζευγαριού χρησιμοποιούνταν κουρτίνες. Οι κουρτίνες κρέμονταν από ένα ξύλινο πλαίσιο στην κορυφή της εσοχής, συχνά μαζί με μία πετσέτα.
Σε απλούστερες κατοικίες το κρεβάτι αποτελούσε ένα ράφι ή μία κουκέτα. Ο υποκείμενος χώρος χρησιμοποιούνταν για την τοποθέτηση ενός μπαούλου. Σε μερικά νησιά η πλατφόρμα του κρεβατιού καταλάμβανε ολόκληρη την μικρή πλευρά του μακρόστενου δωματίου, συχνά υπήρχαν κιγκλιδώματα ενώ η πρόσβαση γινόταν με σκαλοπάτια.»
Μια μεγάλη ποσότητα απο αυτά τα κομμάτια κατέληξε στην Ευρώπη στα μεγάλα Μουσεία. Πως κατέληξαν εκεί; Ας δούμε τι γράφει το textile ars για το θέμα αυτό.
«Κατά τη διάρκεια του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα στις αγορές της Αθήνας, του Καΐρου και της Κωνσταντινούπολης άρχισαν να εμφανίζονται προς πώληση διάφορα πολύχρωμα κεντήματα, προερχόμενα από τον ελληνικό χώρο, δείγματα μιας ανεπτυγμένης και ταυτόχρονα ξεχασμένης τέχνης. Οι κατεξοχήν αγοραστές των συγκεκριμένων εργόχειρων ήταν ιδιώτες αλλά και έμποροι κυρίως από την Αγγλία. Παρά την ποιότητα των κεντημάτων που προσέλκυσε αμέσως το ενδιαφέρον των συλλεκτών, τα περισσότερα από αυτά ήταν μικρότερα κομμάτια από μεγαλύτερα εργόχειρα. Τα αρχικά εργόχειρα αποτελούσαν χρηστικά αντικείμενα, όπως μαξιλαροθήκες, κρεβατόγυροι, κρεβατοκουρτίνες, πετσέτες και ενδύματα.
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη νεοελληνική κεντητική ως μια κοινή γλώσσα με πολλές διαλέκτους. Ένας βασικός παράγοντας που ενίσχυσε τη δημιουργία ευδιάκριτων τύπων είναι φυσικά η γεωγραφική απομόνωση διαφόρων κοινοτήτων, για παράδειγμα στα νησιά και στα δυσπρόσιτα χωριά. Τα σχέδια και οι τεχνικές περνούσαν από γενιά σε γενιά, εντός της ίδια γεωγραφικής περιοχής και για αυτό το λόγο είναι σχετικά εύκολη η εύρεση της προέλευσης των κεντημάτων. Ωστόσο, δεν ήταν σπάνιες οι αναμίξεις σχεδίων και τεχνικών είτε λόγω γειτνίασης είτε λόγω του εθίμου της προίκας. Πολλές φορές, τα υφάσματα που αποτελούσαν μέρος της προίκας ενός κοριτσιού, ταξίδευαν μαζί με τη νύφη σε καινούργιους τόπους. Τα κεντήματα αυτά αποτελούσαν πρότυπα προς αντιγραφή στις νέες περιοχές. Ένας άλλος παράγοντας που συντέλεσε στη δημιουργία της ποικιλομορφίας της ελληνικής κεντητικής είναι οι πολλές και διαφορετικές πολιτιστικές επιδράσεις που εισήχθησαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Όσον αφορά στη χρονολόγησή τους, τα περισσότερα διασωθέντα δείγματα φαίνεται να χρονολογούνται μεταξύ 18ου και αρχών 19ου αιώνα, ενώ ελάχιστα χρονολογούνται τον 17ο αιώνα.»
Από τη σελίδα του Facebook Τήνος Φωτογραφίες Tinos Island Photos Cyclades αντλούμε σήμερα πληροφορίες για τη φορεσιά της Τήνου των αρχών του 19ου αιώνα με τη βοήθεια της περιγραφής της Στυλιανής Γάφου η οποία έγινε γύρω στα 1800 και καταγράφηκε από την Άννα Σερούιου, στο έργο Οικογενειακόν Ημερολόγιον, (Ερμούπολις 1902, σ. 125-127) και μας δίνει μια εικόνα της ζωής στην Τήνο εκείνη τη χρονική περίοδο. Η απόδοση στη νεοελληνική έχει γίνει από τον π. Μάρκο Φώσκολο.
Η ενδυμασία των Τηνιακών, γύρω στο έτος 1800, ήταν η ακόλουθη:
Σκούφος μάλλινος κόκκινος (φέσι) με θύσανο (φούντα) μπλε κάλυπτε την κεφαλή και σκέπαζε εντελώς τα μαλλιά τους.Φορούσαν περιλαίμιο (κολάρο) κεντημένο με κόκκινη κλωστή, που το περιέστρεφαν σαν σχοινί και οι δυο άκρες του κατέληγαν σε χρυσά κρόσια. Ο λαιμοδέτης (γραβάτα) ήταν κουμπωμένος πολύ χαλαρά και κατέβαινε πάνω στο στήθος. Το γιλέκο τους ήταν βελούδινο και από πάνω φορούσαν σακάκι μάλλινο με μακριά μανίκια, που το έλεγαν «δολαμά» και τον έσφιγγαν στη μέση τους με ένα σάλι κόκκινο ή κίτρινο. Η βράκα τους ήταν φαρδιά και περιείχε δυο ή τρεις πήχεις μάλλινο και κατέβαινε μέχρι τα γόνατά τους και ονομαζόταν «σαλβάρι».
Η χρήση κόκκινου φεσιού ήταν αποκλειστική μόνο στην Τήνο και σε κάποια γειτονικά νησιά. Φαίνεται πως προήλθε από κάποιο προνόμιο, όταν αυτά τα νησιά παραδόθηκαν στους Τούρκους, διότι κανένας Έλληνας δεν τολμούσε να παρουσιαστεί μπροστά σε Τούρκο με ένα τέτοιο κάλυμμα κεφαλής.
Το παντελόνι τους ήταν από λευκό βαμβάκι ή από ποικιλόχρυσο μετάξι. Τα υποδήματά τους ήταν μαύρα, ραμμένα γύρω-γύρω με κόκκινο μαροκινό δέρμα και συνδέονταν μεταξύ τους τα δυο μέρη με ασημένιες πόρπες. Φορούσαν και χιτώνα από λευκό ή μεταξένιο ύφασμα, κομμένο σύμφωνα με το ευρωπαϊκό τρόπο.
Ξύριζαν τα γένια τους, αλλά διατηρούσαν το μουστάκι. Πολύ λίγοι, όσοι θεωρούσαν τους εαυτούς των απόγονους της παλαιάς αριστοκρατικής τάξης του νησιού, φορούσαν ρούχα ευρωπαϊκού τύπου.
Η ενδυμασία των γυναικών ήταν δυο ειδών: η ενδυμασία των νεαρών, και η ενδυμασία των παντρεμένων.
Τα κορίτσια του νησιού ντύνονταν όπως εκείνα της Κωνσταντινούπολης. Φορούσαν φόρεμα το οποίο ονόμαζαν «βλάχικο» επειδή καταγόταν από τη Βλαχία. Αυτό το φόρεμα είχε μακριά μανίκια και κούμπωνε στο στήθος. Την έσφιγγαν πίσω με κορδόνια, ενώ, συνήθως, εμπρός είχε μπαλένες, όπως και οι στηθόδεσμοι του Παρισιού. Στο κεφάλι τους φορούσαν το «τομπουρνούς», δηλαδή μικρό λευκό φέσι, που το τύλιγαν εξωτερικά και κυλινδρικά με ένα μαντήλι. Τα μαλλιά τους ήταν πλεγμένα σε πολλές κοτσίδες (πλεξίδες), απ’ τις οποίες μερικές περικύκλωναν αυτόν τον κεφαλόδεσμο, ενώ άλλες κρέμονταν σε όλο τους το μήκος. Τα μαλλιά των κροτάφων ήταν κομμένα πολύ κοντά και κατέβαιναν και από τις δυο πλευρές μέχρι το ύψος των ώμων.
Οι γυναίκες, τόσο οι αστές όσο και εκείνες ευγενικής καταγωγής, φορούσαν μεσοφόρι που έφτανε μέχρι τις φτέρνες και γιλέκο (μπούστο) που κατέληγε στη ζώνη, την οποία έκλειναν μπροστά κουμπιά ασημένια. Πάνω στο στήθος έφεραν ένα είδος χοντρού επενδύτη, από υλικό στερεό και όχι ευλύγιστο, που τον ονόμαζαν «πεττορίνη» (στηθοέρεισμα, σουτιέν). Αυτός ο επενδύτης, που ήταν τριγωνικός, είχε μήκος οκτώ δακτύλων, έξι πλάτος και μισό πάχος και σταθεροποιούταν στα κουμπιά του γιλέκου με κορδόνια, τα οποία έσφιγγαν δυνατά πάνω στο στήθος. Πάνω από την πεττορίνη κάλυπταν τα στήθη τους με ένα μαντήλι. Έζωναν τη μέση τους με μια πλατιά ποικιλόχρωμη ταινία, την οποία έσφιγγαν πολύ και ενώνονταν οι δυο άκρες μπροστά με μια πόρπη. Αντί γι’ αυτή την ταινία, κάποιες γυναίκες μεταχειρίζονταν ένα σάλι, διπλωμένο τριγωνικά, του οποίου η μεσαία γωνία κατέβαινε προς την πλευρά του ενός ισχύου (γοφού), συνήθως το αριστερό.
Τα σανδάλια, που ήταν ποικιλόχρωμα, είχαν υψηλό πέλμα. Τύλιγαν την κεφαλή τους με κόκκινο ή μωβ βελούδο, μήκους ενός πήχη και πλάτος μεγαλύτερο ενός ποδιού. Αυτό το είδος κεφαλοδέσμου ονομαζόταν «μαχραμάς», είχε κυλινδρικό σχήμα και το έδεαν στο μέτωπο με ποικιλόχρωμο μαντήλι. Πάνω από αυτόν τον κεφαλόδεσμο έριχναν μια καλύπτρα, την «μπόλια», μεταξωτή ή κίτρινη, της οποία η μια άκρη έπεφτε πάνω στο στήθος, ενώ το άλλο πάνω στον ώμο. Οι γυναίκες της κατώτερης τάξης αντί το κόκκινο μεταξωτό βελούδο μεταχειρίζονταν κίτρινο βαμβακερό βελούδο. Τα μαλλιά τους τα σκέπαζαν.
Οι γυναίκες των χωριών ντύνονταν με πολλή απλότητα, αλλά με πολλή χάρη. Φορούσαν φορέματα από χοντρό ύφασμα, κατασκευασμένα όπως τα γαλλικά, αλλά λιγότερο στολισμένα, χωρίς ποδόγυρο από πτυχές.
Όταν έβγαιναν από τα σπίτια τους για επίσκεψη, έφεραν πάντα ένα μανδύα με μανίκια, του οποίου το χρώμα και η ποιότητα εξαρτιόταν από την εποχή και την περιουσία τους. Οι περισσότερες φορούσαν σκουλαρίκια και μακριά βραχιόλια, χρυσά ή μαργαριτοφόρα, δαχτυλίδια με πολύτιμες πέτρες, χρυσά ή μαργαριτοφόρα περιδέραια, απ’ τα οποία κρεμούσαν φλουριά (δουκάτα) ή χρυσά μετάλλια. Ποτέ δε χρησιμοποίησαν το ασήμι στα στολίδια τους, παρά μόνο για τα κουμπιά των γιλέκων και ορισμένες φορές, για τις πόρπες των ζωστήρων τους.
Η Ελλάδα είναι σεισμογενής χώρα και ανέκαθεν οι σεισμοί δημιουργούν μεγάλες καταστροφές. Σε κάποιες περιοχές ομως φαίνεται οτι το μέγεθός του ενέπνευσε τους ξένους καλλιτέχνες να φιλοτεχνήσουν γκραβούρες που αναπαριστούν τις καταστροφές.
Ο καταστροφικότερος σεισμός ήταν αυτός της Χίου στις 3 Απριλίου 1881. Ο σεισμός αυτός κατέστρεψε 7.500 σπίτια και ήταν της τάξης των 7.3 ρίχτερ. Ήταν ο μεγαλύτερος σεισμός του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.
Greece is a seismic country and has always been earthquakes that generated large disasters. In some areas however it seems that the size of the earthquake and the destructions, inspired foreign artists to depict the disaster in their engravings.
The most devastating earthquake was the one of Chios on 3 April 1881. This earthquake destroyed 7,500 homes and its magnitude was 7.3 Richter. It was the strongest earthquake of the 19th century in Greece.
Εδώ μια ακόμη γκραβούρα που αναπαριστά καταστροφές απο σεισμό στη Μυτιλήνη.
Here you can see another engraving depicting destructions by an earthquake in Mytilini.
If you like engravings of the 19th century you can take a look at the books right here depicting costumes and life of the time.
Αν σας αρέσουν οι γκραβούρες του 19ου αιώνα μπορείτε αν δείτε τα βιβλία μας εδώ που παρουσιάζουν φορεσιές και τη ζωή της εποχής.
Μη διστάσετε να αφήσετε ένα σχόλιο κάτω από την ανάρτηση… Πείτε μας αν σας άρεσε η ανάρτηση, ρωτήστε ο,τι θέλετε και ας κάνουμε μια συζήτηση γύρω από το θέμα…
Don’t hesitate to leave a comment under the post… Tell us if you liked it, ask questions and let’s discuss on the topic!
«Η Πομπηία του Αιγαίου», το Ακρωτήρι της Σαντορίνης που ήταν μια ευημερούσα πόλη μέχρι την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, ήρθε στο φως για πρώτη φορά από τον καθηγητή Σπύρο Μαρινάτο (ο οποίος σταμάτησε τις ανασκαφές το 1974) και, στη συνέχεια, από τον διάδοχό του Χρίστο Ντούμα, ο οποίος συνεχίζει σήμερα την έρευνά του.
Τα ευρήματα των ανασκαφών αποκάλυψαν οτι το Σουβλάκι, η πεμπτουσία των ελληνικών πιάτων, ήταν ένα δημοφιλές έδεσμα στη Σαντορίνη το 2000 π.Χ., όταν οι Θηραίοι μαγείρευαν το κρέας περασμένο σε ένα ξυλάκι τοποθετώντας το σε στηρίγματα πάνω στα κάρβουνα με τη βοήθεια του σκεύους που βλέπετε παρακάτω
‘The Pompeii of the Aegean,’ the Akrotiri settlement in Santorini once a prosperous city, was brought to light first by Professor Spyros Marinatos (who stopped excavating in 1974) and then by his successor Christos Doumas, who continues his research today.
Souvlaki, the quintessential Greek dish, was a popular delicacy in Santorini back in 2000 BC, when Therans cooked meat on a skewer, placing it on supports over the embers with the aid of the cooking facility shown below
The eruption of the volcano in the 17th century BC covered the laden tables of the Theran people in lava and ash and violently interrupted their otherwise carefree lives – yet thanks to this cloak, which formed the perfect insulation for preserving matter of an organic origin, we now know about the sophisticated diet of our predecessors. Excavations at Akrotiri, the coastal settlement on the southwest of the island, have revealed that the residents of this ancient city loved lamb, goat and fish; salted and sun-dried fish, sea urchins, scallops and clams; dried figs and fresh pomegranate juice; honey, tisanes and spices. They even loved imported delicacies such as snails from Crete. Archaeologists believe that the bon viveurs Therans had also learned how to make beer out of barley through their commercial ties with Egypt. Of course, as far as alcoholic beverages are concerned, the heart of Therans always went, and continues to go, to wine.
Η έκρηξη του ηφαιστείου τον 17ο αιώνα π.Χ. κάλυψε τα φορτωμένα τραπέζια των Θηραίων με λάβα και στάχτη και διακόπηκε βίαια η ανέμελη ζωή τους – βέβαια χάρη σε αυτό το μανδύα, ο οποίος σχηματίζει το τέλειο μονωτικό για τα ευρήματα οργανικής προέλευσης, γνωρίζουμε σήμερα για την εκλεπτυσμένη διατροφή των προγόνων μας. Οι ανασκαφές στο Ακρωτήρι, στον παραθαλάσσιο οικισμό στα νοτιοδυτικά του νησιού της Σαντορίνης, αποκάλυψαν ότι οι κάτοικοι της αρχαίας αυτής πόλης αγαπούσαν το αρνί, το κατσίκι και τα αλατισμένα και λιαστά ψάρια, αχινούς, χτένια και κυδώνια, ξερά σύκα και φρέσκο χυμό ροδιού, μέλι, αφεψήματα και μπαχαρικά. Αγαπούσαν ακόμα τα εισαγόμενα εδέσματα, όπως τα σαλιγκάρια από την Κρήτη. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι οι Θηραίοι είχαν μάθει επίσης πώς να φτιάχνουν μπύρα από κριθάρι μέσω των εμπορικών δεσμών τους με την Αίγυπτο και φυσικά προτιμούσαν το ντόπιο κρασί.