Αν και οι αγιογράφοι του 11ου και του 12ου αι. παραμένουν πιστοί στο παραδοσιακό ιδεώδες της νηστείας, οι λιγότερο συντηρητικές πηγές προσφέρουν ένα πλούτο πληροφοριών για το αυξημένο ενδιαφέρον για το φαγητό και τη μεγαλύτερη διαθεσιμότητα πρώτων υλών. Η ποικιλία των λαχανικών, των φρούτων και των καρυκευμάτων -μαύρο πιπέρι, κύμινο, μέλι, ελαιόλαδο, ξύδι, αλάτι, μανιτάρια, σέλινο, πράσα, μαρούλια, ραδίκια, σπανάκι, γογγύλια, μελιτζάνες, λάχανο, σέσκουλα, αμύγδαλα, ρόδια, καρύδια, μήλα, φακές, σταφίδες, κ.λπ.- τα οποία αναφέρονται από τον Πτωχοπρόδρομο ( ca 1166, Poèmes prodr. nο.2.38-45) ως τρόφιμα που υπήρχαν στην κουζίνα ενός φτωχού της Κωνσταντινούπολης, καθρεφτίζει τόσο το ενδιαφέρον για το καλό φαγητό όσο και για τη μεγάλη διαθεσιμότητα των πιάτων. Φυσικά, πάνω από όλα το φαγητό στην Κων/πολη των Κομνηνών ήταν μια σύνθεση της διατροφής του παρελθόντος με τα πολλά νέα υλικά και τις γαστρονομικές καινοτομίες του 11ου και του 12 αιώνα.
φάβα μαυρομάτικων φασολιών αρτυμένη με ξίδι και μέλι
διάφορα είδη ψωμιών φτιαγμένα με αλεύρια κατώτερων δημητριακών
Τα όσπρια ήταν μια διαδεδομένη πηγή πρωτεϊνών για τους αγρότες, τους φτωχούς και τους μοναχούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα ξέβραζαν για να τα κάνουν πιο εύπεπτα. Οι ελιές, το τυρί, τα αυγά, τα άγρια χόρτα και τα λαχανικά έπαιζαν επίσης σπουδαίο ρόλο στη διατροφή των κατώτερων τάξεων. Τα λαχανικά καταναλώνονταν ωμά, βρασμένα, μαγειρεμένα, τηγανιτά. Και παρ’ όλο που υπήρχαν λαχανόκηποι σε όλες τις πόλεις, πολλά από αυτά που ξέρουμε σαν βυζαντινά χλωρά ηδύσματα και «πολυτελή» αρωματικά (π.χ. κρόκος) παρέμειναν προϊόντα της γεωργικής παραγωγής.
Με το Βόσπορο και την Προποντίδα να τους προσφέρουν άφθονα αλιεύματα, δεν είναι περίεργο που οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης ήταν ψαροφάγοι. Εντούτοις κατά τον 11ο και 12ο αι. σημείνεται αξιόλογη αύξηση της κατανάλωσης κρέατος. Χοιρινά, πρόβεια και κατσικίσια κρέατα είχαν μεγάλη διάδοση στα τραπέζια. Αυτά που προέρχονταν από νεαρά ζώα συνήθως προσφέρονταν βραστά ή ψητά. Λαγοί, γαζέλες από την Ανατολία, άγρια γαϊδούρια (όναγροι) ανήκαν στα δημοφιλέστερα είδη για αυτοκρατορικό κυνήγι. Οι φτωχοί και οι αγρότες έτρωγαν μικρό κυνήγι, εντόσθια και ίσως κάποιο πουλερικό από αυτά που εξέτρεφαν οι ίδιοι.
Το γλυκό του κουταλιού χαρακτηρίζεται ως ένα αμιγώς ελληνικό γλυκό, του οποίου οι ρίζες καταλήγουν στην απώτερη αρχαιότητα. Βέβαια για την εποχή εκείνη, που δεν υπήρχε η ζάχαρη, το κύριο γλυκαντικό ήταν το μέλι. Έτσι οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαχναν ένα γλυκό με κυδώνια τα οποία έβραζαν μέσα στο μέλι το οποίο είχε την ονομασία «μελίμηλον«.
Η ζάχαρη ήταν δημιούργημα των Αράβων οι οποίοι επεκτείνουν την καλλιέργεια του σακχαροκάλαμου απο την Μέση Ανατολή στη Μεσόγειο. Από το σακχαροκάλαμο δημιουργούν ζάχαρη η οποία είναι ένα ακριβό εξαγώγιμο προϊόν το οποίο μπαίνει στην αγορά του Βυζαντίου κατά την περίοδο των Κομνηνών, (11ος αιώνας) αλλά πωλείται σαν φάρμακο, σε πολύ υψηλή τιμή. Η αυτοκρατορική αυλή και οι ηγούμενοι των μεγάλων μοναστηριών παρόλα αυτά έχουν τη δυνατότητα να το προμηθεύονται. Έτσι δημιουργούνται γλυκίσματα πολυτελείας. Τα γλυκά του κουταλιού όπως και ορισμένα γλυκά όπως το ρυζόγαλο έχουν τις ρίζες τους σ’ αυτή την εποχή.
Στη Βυζαντινή εποχή η ονομασία του γλυκού του κουταλιού είναι μάλλον «γλύκισμα μετά των δισκαρίων» ή «γλύκισμα με τας απαλαρέας»
Ο Φτωχοπρόδρομος, ένας καλόγερος που φαίνεται οτι έζησε κατά την εποχή του Μανουήλ Κομνηνού (1150μΧ) κάνει αναφορά στα γλυκίσματα αυτά στο ποίημά του όπου στηλιτεύει την τρυφηλή ζωή των Ηγουμένων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Γράφει : «Εκείνοι (σημ. οι ηγούμενοι των μοναστηριών)τα γλυκίσματα μετά των δισκαρίων ( ή με τας απαλαρέας)
ημείς δε τα χολόκουκα καθ’ ώραν με το μόδιν» (Θεοδώρου Προδρόμου, «Κατά Ηγουμένων», στιχ. 419, στο Κοραής Αδαμάντιος, Άτακτα, 1828, σελ. 29)
Ο Αδαμάντιος Κοραής σχολιάζει το στίχο : «Ο δε Δουγγάκιος ανέγνωσε (σημ. το «μετά των δισκαρίων) μετά των δύο καρύων. Ηθελ’ έχειν ποσήν πιθανότηταν αν εγράφετο με το δια καρύων, δια να σημαίνει το πλέον γνωστό και σύνηθες ακόμη την σημερον γλύκισμα από χλωρά καρύδια ως έλεγαν το δια κιτρίου, δια ρόδων κα. (…) Η απαλαρέα δεν είναι πλην δισκίου ή πινακίου ήγουν αγγείον πλέον πλατυτέρου παρά βαθυτέρου. (Αδαμάντιος Κοραής, Άτακτα, 1828: σελ. 291, 338) Και αλλού γράφει «από το λατινικό apalare είδος κοχλιαρίου (κουτάλι) ή ποτηρίου… (κι αυτό προκύπτει...) Απο το ελληνικό απαλός επειδή εσήμαινε όχι απλώς καθέν κοχλιάριον αλλά το μεταχειριζόμενο εις την βρώσιν των απαλών αυγων των εις ημάς ονομαζόμενων ροφητών. (ρουφηχτά αυγά μάλλον εννοεί τα μελάτα) (ο.π., σελ.262) …. Αλλά τό όνομα φαίνεται να σημαίνει και άλλα διαφόρου μεγέθους αγγεία όπως δισκάριον.»
Όπως και να έχει το «γλυκό στο δισκάριο» ως βυζαντινό γλυκό διεσπάρη στα Βακάνια. Οι Τούρκοι το βρήκαν και το υιοθέτησαν. Με την ανατολίτικη πινελιά, παραμένει στον ελληνικό χώρο και από οτι βλέπουμε το 1828 ο Αδαμαντιος Κοραής αναφέρει πολλές επιλογές του : με χλωρά καρύδια, (το καρυδάκι που λέμε σήμερα), δια κίτρου (κίτρο) , δια ρόδων (τριαντάφυλλο). Μάλιστα το 1842 ιδρύεται το πρώτο ελληνικό ζαχαρουργείο κοντά στο χωριό Kαινούργιο της Λοκρίδας, ύστερα από σύμβαση που υπέγραψε το 1839 το Eλληνικό Δημόσιο με Γαλλοβελγική Eταιρία. H εταιρία όμως χρεωκόπησε και η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε.
Πολλοί περιηγητές αναφέρουν τη συνήθεια αυτή των Ελλήνων η οποία ήταν να κερνούν τους ξένους καφέ και γλυκό, το οποίο παρομοιάζουν με μαρμελάδα, συνοδευόμενο απο ένα ποτήρι κρύο νερό.
Στο μπλογκ Balcon3 βρηκαμε οτι και οι Τούρκοι κάνουν γλυκά κουταλιού
Μουσουλμάνα στη οικία της. Βλέπουμε το πιατάκι με το κουταλάκι κάτω δεξια΄LEWIS, John F. Lewis’s Illustrations of Constantinople made during a Residence in that City in the Years 1835-6. Arranged and drawn on Stone from the Original Sketches of Coke Smyth by John F. Lewis, Λονδίνο, T. Mc.Lean, D & P. Colnaghi and John F. Lewis [1838].«Έπρεπε να ψάξω πολύ για να βρω γλυκό του κουταλιού προς πώληση στην Τουρκία (τελικά κατά τύχη βρέθηκα με ένα βάζο γλυκό ντοματάκι από τη Malatya, ομολογουμένως αριστουργηματικό). Το γλυκό του κουταλιού γενικώς ονομάζεται ρετσέλι (reҁeli), ονομασία που χρησιμοποιείται και για τη μαρμελάδα. Μία φίλη Τουρκάλα μου εξήγησε ότι η μαρμελάδα κανονικά λέγεται “marmelata” – παρόλα αυτά η χρήση φαίνεται να είναι παρόμοια, όπως είπε και η ίδια το reҁeli σπάνια προσφέρεται στους καλεσμένους, αλλά προορίζεται για κατ’οίκον κατανάλωση (π.χ. στο χορταστικό τουρκικό πρωινό). Άκουσα επίσης και για ένα άλλο, εξίσου σπάνιο πλέον στα Βαλκάνια γλυκό, το μελιτζανάκι και τέλος γεύθηκα ένα εξαιρετικό κέρασμα με ολόκληρο κάστανο σε σιρόπι από την Προύσα. Το πλέον παραδοσιακό γλυκό του κουταλιού της Ανατολίας είναι το τριαντάφυλλο, που βέβαια μοιάζει οπτικά με μαρμελάδα, αλλά απαιτεί εξαιρετική επιδεξιότητα στην παρασκευή του, αντίθετα με τις κοινές μαρμελάδες. Αυτό το γλυκό θα το βρείτε πιο εύκολα στα μαγαζιά.(…) Επίσης γλυκό του κουταλιού προσφέρεται και στα Σκόπια. Εκεί το λένε statko. Χρησιμοποιείται και η ονομασία ρετσέλι, αλλά για συγκεκριμένα γλυκά και κυρίως για το γλυκό σταφύλι. »
Για όσους είναι μεγαλύτεροι πιθανώς θα θυμούνται οτι οι παππούδες τους έβραζαν τα κυδώνια μέσα στο πετιμέζι για να τα διατηρήσουν πολύ καιρό. Κι εδώ στην Εύβοια το γλυκό αυτό λεγόταν «ριτσέλι» ή «ρετσέλι» και προφανώς η ονομασία του είναι τούρκικη.
Στην Ελλάδα το γλυκό του κουταλιού έχει εξελιχθεί σε τοπικό προϊόν αφού εκτός από τα συνηθισμένα (βύσσινο, κεράσι, κυδώνι κλπ) τα ιδιαίτερα προϊόντα της ελληνικής υπαίθρου που ευδοκιμούν σε ορισμένα μέρη κάνουν εξαιρετικά γλυκά κουταλιού με ιδιαίτερη γεύση. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά το κουμ κουάτ της Κέρκυρας, το κίτρο της Νάξου, το φιρίκι στο Πήλιο ή το κάστανο στον Όλυμπο.
Παλιότερα υπήρχαν ειδικά ασημικά σκεύη για το γλυκό του κουταλιού, ασημένια μπωλ με τα κουταλάκια να κρέμονται τριγύρω τους, χαρακτηριστικά είδη της γαννιώτικης ασημουργίας.
Το τελετουργικό ήταν να πάρει ο καλεσμένος το πιατάκι του και να βάλει απο το μπωλ όση ποσότητα ήθελε…
«Καλώς ήρθατε στην πόλη μας. Το όνομα μου είναι Καλλικράτης. Είμαι παλαίμαχος αθλητής του πεντάθλου.
Θα περιηγηθούμε μαζί τους αθλητικούς χώρους και θα γνωρίσουμε τον αθλητισμό της ελληνικής αρχαιότητας. Βοηθοί μας σ’ αυτή την περιήγηση θα είναι ο σελιδοδείκτης με τα κείμενά του, η πινακοθήκη με τις εικόνες της, το γλωσσάρι με τις διευκρινίσεις του. Με τη βοήθειά τους θα μπορέσετε ν’ απαντήσετε στα ερωτήματα και τις ασκήσεις του Απορία. Εύχομαι σε όλους σας καλή επιτυχία και κότινο….χρυσό.»
«Ο Ιππόνικος είναι Θεσσαλός κτηματίας. Ζει στις Παγασές. Θέλει να χτίσει ένα καινούργιο σπίτι και σκέπτεται να επισκεφθεί την Αθήνα για να πάρει ιδέες. Πριν ξεκινήσει το ταξίδι του ανοίξτε τα εικονίδια κι ενημερώστε τον για τις μορφές που πήρε η κατοικία στη διάρκεια του χρόνου. Συσχετίστε τις μορφές αυτές με τον οικισμό και τις γενικότερες συνθήκες του πολιτισμού.»
Οι Αρχαίοι φίλοι μας, μας ξεναγούν μέσα απο αυτή την εφαρμογή στις διάφορες μορφές του δημόσιου και ιδιωτικού βίου στην αρχαία Αθήνα: αθλητισμός, κατοικία, ενδυμασία, συμπόσια, διατροφή ξετυλίγονται μπροστά μας μέσα απο την εφαρμογή του ψηφιακού σχολείου ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Ο ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ