Αρχείο ετικέτας Θεσσαλία

Ελληνικές φορεσιές μέσα απο τα μάτια του Τάκη Τλούπα

«Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές έβλεπα πράγματα που δεν έβλεπαν οι άλλοι και που ένιωθα πως θα χαθούν Έτσι γεννήθηκε μέσα μου η αγωνία της απαθανάτισης. Η συνεχόμενη φθορά που παρατηρούσα γύρω μου αποτέλεσε επίσης την αιτία για να φωτογραφίσω τα έργα των ανθρώπων.»

Τάκης Τλούπας

(πηγη)

ΝΕΑΡΗ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑ ΣΤΑ ΤΡΙΚΑΛΑ (1952)

Βιογραφικό:

(πηγη) Ο Τάκης Τλούπας γεννήθηκε στη Λάρισα το 1920. Θεωρείται από τους σημαντικότερους Έλληνες φωτογράφους.  Γιός επιπλοποιού, και αδελφός του σημαντικού γλύπτη Φιλόλαου Τλούπα, ακολουθεί τη δουλειά του πατέρα του έως το 1945 όταν άνοιξε φωτογραφείο στην πόλη του. Ο ίδιος αρχικά ασχολήθηκε με την ξυλογλυπτική, με το σκάλισμα των επίπλων, μέχρι να ανακαλύψει το περιοδικό Ο Θεατής που έδινε οδηγίες για τεχνικές λήψης μιας φωτογραφίας σε ερασιτέχνες φωτογράφους. Δεινός πεζοπόρος σε μια εκδρομή του ορειβατικού συλλόγου στον Παλαιό Παντελεήμονα, ο ερασιτέχνης φωτογράφος και πρόεδρος του Συλλόγου τού δείχνει τη φωτογραφική του μηχανή καθώς και το πώς λειτουργεί. Από αυτό το σημείο γίνεται εραστής της φωτογραφικής Τέχνης, ξεκινά διστακτικά, με ένα Μποξ Τένκορ, (ένα απλό τετράγωνο κουτί) που δεν είχε ταχύτητες και διαφράγματα και διέθετε δύο κλίμακες φωτογράφησης από 1 έως 3 μέτρα και από 3 μέτρα έως το άπειρο.

Αλώνισμα με αδοκάνα στα Μεστά της Χίου, φωτογράφος Δ. Τλούπας Πηγή:https://radioaetos.com

Φωτογράφισε την αγαπημένη του αδερφή Αυγή και συμβουλευμένος το περιοδικό Θεατής με τη βοήθεια του αδερφού του Φιλόλαου εμφανίζει το πρώτο του φιλμ με απογοητευτικά αποτελέσματα. Δεν παραιτείται, το αντίθετο πεισμώνει και συνεχίζει να προσπαθεί. Συμβουλεύεται επαγγελματίες φωτογράφους, μαθαίνει να χρησιμοποιεί το φως, να μετρά τους χρόνους εμφάνισης του φιλμ. Σταδιακά το πάθος του μετουσιώνεται σε βαθιά αγάπη. Το εργαστήριο ξυλογλυπτικής μετατρέπεται σε φωτογραφείο.

Για βιοποριστικούς λόγους φωτογραφίζει γάμους, βαφτίσεις, παρελάσεις ενώ στον ελεύθερο χρόνο οργώνει την ελληνική ύπαιθρο με συντροφιά τη φωτογραφική του μηχανή και ασπρόμαυρα φιλμ. Με τη βέσπα του και αργότερα με ένα ντεσεβό φωτογράφισε κάθε γωνιά και απόμακρο χωριό της Θεσσαλίας, από τη κοιλάδα των Τεμπών και τον Πηνειό μέχρι τη Λίμνη Κάρλα πριν και μετά την αποξήρανση της. Η ανάθεση φωτογραφήσεων από το δασαρχείο, τη Μηχανική καλλιέργεια και τον Ερυθρό σταυρό κάνουν τις περιπλανήσεις του ακόμη πιο δημιουργικές.

Σκόπελος το γνέσιμο του μαλλιού 1947

Τα Μετέωρα, η Σκόπελος, η Κρήτη, το ʼγιον Όρος, η Πίνδος περιλαμβάνονται στα αγαπημένα του φωτογραφικά μέρη, η Λάρισα όμως ήταν ο τόπος που γεννήθηκε και έζησε αποτελώντας έτσι το πιο φωτογραφημένο θέμα του. Αυτοδίδαχτος αλλά με πάθος και ταλέντο ο Τλούπας διάλεξε τη γλώσσα της φωτογραφίας για να εκφράσει τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο .

Καραγκούνα θερίζει στην Καρδίτσα 1954

Δεινός πεζοπόρος όργωσε τις όχθες του Πηνειού και το έδαφος της Θεσσαλίας, όπου μαζί με τη φωτογραφία ασχολήθηκε και με τη συλλογή λίθινων εργαλείων και ειδωλίων νεολιθικής εποχής.
Γράφει γι’ αυτόν ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας: «Πληθωρικό και πολύμορφο είναι το έργο του και διαπνέεται από έναν άκρατο λυρισμό που υμνεί το θεσσαλικό τοπίο και τον κόσμο του», ο δε άλλος, μεγάλος φωτογράφος της εποχής του Σπύρος Μελετζής σημειώνει πως: «Το έργο του έχει τα γνωρίσματα της άνοιξης. O Τλούπας ακόμα κι όταν θέλει ή προσπαθεί να μας δώσει κάτι διαφορετικό σε έκφραση, (πόνο, σκληρή δουλειά ή ακόμη κι ένα δυστύχημα) κι αυτό θα μας το δώσει πάλι χαρούμενα και παιχνιδιάρικα. Δηλαδή, ακόμα και σε τραγικά θέματα υπάρχει στο έργο του διάχυτος ένας τόνος αισιοδοξίας».

Γυναίκα με ρεμόνι στην Καλαμωτή της Χίου, φωτογράφος Δ. Τλούπας Πηγή:https://radioaetos.com

Η κόρη του, Βάνια, θυμάται: Ολιγόλογος και αρκετά κλειστός χαρακτήρας, με μια πραγματική γενναιοδωρία, μας επιτρέπει μέσα από τις φωτογραφίες του να δούμε όλα αυτά που άγγιζαν την ψυχή του. Και το κάνει αυτό πάντα με μια θετική ματιά, ακόμη κι όταν το θέμα απέναντί του δεν είναι τόσο ευχάριστο. Κάτι ακόμη που θαυμάζω στις φωτογραφίες του είναι το κομμάτι της τεχνικής, αναφορικά με τη λήψη και την εκτύπωση.Η σχέση που είχε με το φως ήταν μοναδική.Σε εποχές που οι φωτογραφικές μηχανές ήταν δύσχρηστες, τα φωτογραφικά υλικά ακριβά και οι πληροφορίες σχετικά με την τεχνική της φωτογραφίας ανύπαρκτες, είχε την ικανότητα να παίζει δύσκολα παιχνίδια με το φως.

Θερισμός, φωτογράφος Δ. Τλούπας Πηγή:https://radioaetos.com (πηγη)

Έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε πάμπολλες εκθέσεις σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Σημαντικότερα βιβλία του είναι «Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα», «Από τη Γη των ανθρώπων» και «Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιο Όρος». Έχει βραβευθεί από το υπουργείο Πολιτισμού για την προσφορά του στην πολιτιστική ζωή της Ελλάδας.
Πέθανε στη Λάρισα, που έμεινε σε όλη του τη ζωή και τόσο αγαπούσε, το 2003.

Τάκης Τλούπας. Καραγκούνες

Advertisement

Παραδοσιακά τρικεριώτικα σχέδια για κέντημα από τον ΕΟΜΜΕΧ

Στο βιβλίο «ελληνικά διακοσμητικά θέματα» του ΕΟΜΜΕΧ τόμος Α, που εκδόθηκε σε CD ROM το 1999 μπορούμε να θαυμάσουμε μια πλειάδα εξαιρετικών σχεδίων που κοσμούν αγγεία και αντικείμενα καθημερινής και λατρευτικής χρήσης αλλά και νομίσματα από την αρχαιότητα, την Βυζαντινή περίοδο και την πρόσφατη σχετικά λαϊκή μας κληρονομιά. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν σχέδια από τις λαϊκές φορεσιές του Τρίκερι της Θεσσαλίας. Παρακάτω σας έχουμε κάποια τρικεριώτικα σχέδια για να εμπνευστείτε και να δημιουργήσετε.

κεντημα τρικεριωτικοσχεδια κεντηματα απο τρικερισχεδια απο τρικερι

Επίσης μπορείτε να δείτε και άλλα σχέδια κεντημάτων και διακοσμητικά σχέδια σε αυτούς τους συνδέσμους.

Έθιμα του Δωδεκαήμερου στα χωριά του Νοτίου Πηλίου

«Τα Χριστούγεννα για τον κάτοικο του χωριού αρχίζουν πολλές μέρες
νωρίτερα. Αρχίζουν με τη νηστεία. Χωρίς αυτή θα έχαναν την αξία τους οι ψυχικές
εξαγνιστικές γιορτές. νηστεία προδιαθέτει τον αγρότη, του δημιουργεί την
ανυπομονησία εκείνη, που μεταβάλλεται σε χαρμόσυνο και πανηγυρικό γεγονός την
ημέρα της γιορτής.
Τα κάλαντα που αντηχούν αυτές τις άγιες μέρες είναι τα γνωστά «καλημέρα»,
οι έμμετρες, δηλαδή, ευχές που ψάλλουν στα σπίτια, κρατώντας το γνωστό καραβάνι.
Είναι έθιμο που έχει τις ρίζες του στις παλαιοχριστιανικές εποχές. Στα τελευταία
χρόνια επικράτησαν τα κάλαντα, τα λεγόμενα «συριανά» που τα διακρίνει
λογιωτατισμός με τις καθαρευουσιάνικες εκφράσεις.
«Καλήν ημέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας,
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει. . . ».
Όμως σε πολλά μέρη της Μαγνησίας και κυρίως στα ορεινά του ΓΙηλίου και
του Λαύκου, τα κάλαντα παίρνουν μια ξεχωριστή εκφραστική δύναμη, γραμμένη στη
γλώσσα του τόπου και τους ιδιωματισμούς του.
«Κυρά Θεοτόκο εκοιλοπόνα και παρεκάλει
Επαρεκάλει τους άγιους όλους,
τους άγιους όλους τους αρχαγγέλους.
Τους αρχαγγέλους τους Αποστόλους.
-Βοηθήσετέ με τούτη την ώρα,
την βλογημένη και δοξασμένη.
-Ώστε να πάνε και γυρίσουν
μαμή να φέρουν
Χριστός γεννιέται!
Σαν ήλιος λάμπει σαν νιο φεγγάρι
σαν νιο φεγγάρι το παλληκάρι»

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, εκτός από τα γνωστά λόγια κάλαντα
τραγουδούν και τα παρακάτω:
«Ετέλειωσε χρόνος ήρθε και η Πρωτοχρονιά
Βασιλείου του Μεγάλου ευχόμαστε χρόνια πολλά.
Δάφνες εις την κεφαλήν σας πάντοτε χλωρές
να ανθίσουν στιςχαρές σας και στις άλλες τις γιορτές»
Στη συνέχεια, οι πηλιορείτισσες νοικοκυρές ζυμώνουν και σήμερα και ψήνουν
την παραδοσιακή βασιλόπιτα όπου βάζουν τον καθιερωμένο «παρά» και ακόμα
μικρά «τσακνάκια» από ελιά, κλήμα, πουρνάρι και άχυρο, που θα πέσουν βέβαια στα
μέλη της οικογένειάς τους με το μοίρασμα της βασιλόπιτας και θα «δείξουν» το
ριζικό του καθενός στον καινούργιο χρόνο. Τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, τα κορίτσια
θα «φιλέψουν» τη βρύση της γειτονιάς τους με γλυκίσματα και σπόρους για να
«γλυκάνουν» το στοιχειό του νερού και τα χαράματα θα κουβαλήσουν απ’ την ίδια
πηγή το «ασύντ’χου νιρό» (το αμίξητο νερό) με το οποίο θα ραντίσουν το σπιτικό
τους λέγοντας την ευχή:

«Όπους τρεχ ’ το νιρό
να τρέχ ’ κι του βιο
στον σπιτ ’ κι στον χουριό»
Στην αλλαγή του χρόνου θα «βασιλέψουν» και τα όπλα, χαιρετίζοντας με
μπαταρίες την καινούργια χρονιά, ενώ ανήμερα της μεγάλης μέρας νοικοκύρης θα
σπάσει «για το καλό» στο κατώφλι του σπιτιού του το ρόδι και θα τρατάρει αυτόν
που έκανε ποδαρικό στο σπίτι με σταφίδες, στραγάλια και λουκουμάδες για να φέρει
γούρι όλο το χρόνο. Τέλος, μια παλιά συνήθεια της παραμονής, είναι να πλένουν οι
νοικοκυρές τα ρούχα – για να μην τα βρει άπλυτα καινούργιος χρόνος –
χρησιμοποιώντας μάλιστα, αντί άλλου απορρυπαντικού, τη φυλαγμένη απ’ την
παραμονή των Χριστουγέννων στάχτη του τζακιού, που είναι «αμαγάριστη» απ’ τα
καλικαντζάρια. ..
Τα Φώτα κλείνουν το τρίπτυχο των μεγάλων γιορτών του «Δωδεκαημέρου».
Τα παιδιά δεν συνήθιζαν να τραγουδούν τα Φώτα όπως τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Το πρωί της παραμονής των Φώτων, αναγγέλλουν τραγουδιστά το
χαρμόσυνο γεγονός της βάπτισης του Κυρίου με τα ακόλουθα κάλαντα:
«Σήμερα είναι των Φώτων
’ αγιάζουν οι παπάδες
και μεσ ’ στο. σπίτια μπαίνουνε
και λεν τον Ιορδάνη
βοήθεια να τον έχουμε
τον Άγιο Ιωάννη. . .».
Την παραμονή των Φώτων επίσης, παπάς του χωριού παίρνει «σβάρνα» όλα
τα σπίτια του χωριού και με την «αγιαστούρα» του διώχνει το βρωμερό λεφούσι των
καλικάντζαρων, που, ολάκερο το «Δωδεκαήμερο», ταλαιπωρούσε και μαγάριζε τους
πηλιορείτες και το βιο τους. Μαζί με τον αγιασμό των υδάτων, ίδιος αγιασμός
έμπαινε και μέσα στα σπίτια και αφού έπινε με τη σειρά όλη οικογένεια,
ραντίζονταν οι τέσσερις γωνιές του σπιτιού, καθώς και τα κτήματα, για να
προφυλάσσονται από τις αρρώστιες. Εξάλλου, με τον αγιασμό των νερών ξεκινούν
και οι ναυτικοί τα ταξίδια τους.»

Απόσπασμα απο την πτυχιακή εργασία της Βασιλικής Μάνη «Ιστορία των Νοοτροπιών
στα χωριά του Νοτίου Πηλίου»

Γαμήλια έθιμα στην Ανθούσα ορεινής Νότιας Πίνδου νομού Τρικάλων

 Ο γάμος τα παλιότερα χρόνια γινόταν με προξενιό. Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν μεταξύ προξενητού ή προξενήτρας και του πατέρα του αγοριού. Αντικείμενο των διαπραγματεύσεων ήταν κυρίως η προίκα. Το σύνθημα ότι το θέμα του συνοικεσίου έκλεισε, δινόταν με τρεις μπαταριές πολεμικού όπλου. Η γνώμη της κόρης κυρίως δεν είχε καμία βαρύτητα στο θέμα της εκλογής του άνδρα, αφού την αποκλειστική αρμοδιότητα την είχε ο πατέρας της.

Η τελετή του γάμου άρχιζε βδομάδα πριν , όταν η υποψήφια νύφη άπλωνε στο πατρικό της σπίτι τα προικιά της, «έκθεση προίκας», για να τα δουν οι καλεσμένοι, οι οποίοι έπρεπε να τα «ασημώσουν» ρίχνοντας πάνω σ’ αυτά χρήματα και ρύζι για «ρίζωμα» της οικογένειας που θα  έφτιαχναν. Τα περισσότερα προικιά ήταν μάλλινα, υφασμένα με τα ίδια τα χέρια της νύφης στον αργαλειό.

Οι προσκλήσεις των συγγενών και φίλων για να παραβρεθούν στα στέφανα, γινόταν με το «φιρφιρί» που είχε μέσα τσίπουρο, από το οποίο έπιναν και σήμαινε ότι δέχονταν το κάλεσμα. Την Πέμπτη το πρωί πήγαιναν τα κορίτσια του χωριού, συγγενείς της νύφης, στο δάσος, όπου τραγουδώντας μάζευαν ξύλα, τα οποία χρησιμοποιούσαν για το μαγείρεμα των φαγητών.

Το Σάββατο το βράδυ η νύφη είχε τραπέζι σπίτι της, όπου ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι με καλεσμένους μόνο από το σόι της. Από την πλευρά του γαμπρού δεν υπήρχε ούτε αντιπρόσωπος.Ανάλογο τραπέζι και γλέντι γινόταν και στο σπίτι του γαμπρού με τους δικούς του καλεσμένους, συγγενείς και φίλους. Το κυρίως όμως γλέντι γινόταν την Κυριακή το βράδυ μετά τα στέφανα με όλους τους καλεσμένους. Κάθε καλεσμένος έπρεπε να φέρει ένα δώρο και μια κουλούρα από επτάζυμο ψωμί τυλιγμένη με «μισάλι», και οι πλουσιότεροι από ένα σφαχτό, για να συμμετάσχουν στα έξοδα του τραπεζιού.

Με τις προετοιμασίες του γάμου από την πλευρά του γαμπρού ασχολούνταν οι «μπράτιμοι» και από την πλευρά της νύφης οι «μπρατίμισσες» ή με άλλη ονομασία «βλάμηδες» και «βλάμησσες». Την Κυριακή το απόγευμα συνήθως γινόταν τα στέφανα, πάντοτε στην εκκλησία και σπάνια στο σπίτι. Αν ο γαμπρός ήταν από άλλο χωριό, όταν ξεκίναγε η γαμήλια πομπή να πάει στο χωριό της νύφης, μπροστά πήγαιναν τρέχοντας καβάλα σε άλογα, τρεις τέσσερις νέοι, που λέγονταν «συχαριάρηδες» και έφερναν την είδηση του ερχομού του γαμπρού. Μεταξύ των συχαριάρηδων υπήρχε ανταγωνισμός. Όποιος έφτανε πρώτος, έπαιρνε για έπαθλο ένα μαντήλι, το οποίο κρεμούσε ανάμεσα στα άλλα μαντήλια με τα οποία ήταν στολισμένο το κεφάλι του αλόγου του. Μετά την αναγγελία επέστρεφαν για να συναντήσουν στο δρόμο τη γαμήλια πομπή. Όταν η πομπή αντίκριζε το χωριό της νύφης έριχναν ντουφεκιές και ανταπαντούσαν από την πλευρά της νύφης. Η πομπή σταματούσε μπροστά στην εκκλησία , όπου περίμεναν τον ερχομό της νύφης, ο δε γαμπρός πήγαινε στο σπίτι της.

Τη νύφη έβγαζαν στην πόρτα του σπιτιού οι δικοί της. Στο χέρι της κρατούσε ένα ποτήρι με κρασί. Έπινε απ’ αυτό τρεις φορές και ύστερα το έριχνε πίσω της για να σπάσει, συμβολίζοντας έτσι το γεγονός ότι πρέπει να ξεχάσει τις συνήθειες που ήξερε και να τις αφήσει στο πατρικό της, για να γνωρίσει και να συνηθίσει τις καινούριες. Σύμφωνα και με την παροιμία «νύφη μου όπως βρήκες και όχι όπως ήξερες». Τέλος ο γαμπρός την τράβαγε από το χέρι για να βγει έξω.

Μετά τα στέφανα και όταν τελείωνε το μυστήριο του γάμου, οι βλαμάδες (βλάμηδες) χοροπηδούσανε στηριζόμενοι στις πλάτες των νεονύμφων και λέγανε «πέντε αγόρια και μια τσούπρα».
Στην πλατεία του χωριού ακολουθούσε χορός, και πρώτος χόρευε ο νουνός το τραγούδι της «αγορούσας» που ήταν υποχρεωτικός

 Αγορούσα από σειρά
Κόρη απ’ την ανατολιά
Πάησαν κι ανταμώθηκαν
μεσ’ στο δαφνοπόταμο
που ν’ οι δάφνες οι πολλές
και οι δασιές τριανταφυλλιές κλπ

Ο χορός εξακολουθούσε με τη νύφη, το γαμπρό, τους βλαμάδες και μετά τους καλεσμένους. Όσοι χόρευαν μπροστά, τους κρατούσε υποχρεωτικά η νύφη. Όταν τελείωνε ο χορός στο μεσοχώρι ξεκινούσαν ο γαμπρός και η νύφη μ’ όλους τους καλεσμένους και με τα όργανα μπροστά για να πάνε στο σπίτι τους.

Εκεί τους περίμενε στην πόρτα του σπιτιού η μάνα του γαμπρού και πεθερά της νύφης μ’ ένα βάζο γλυκό και με το κουταλάκι κερνούσε τους νεόνυμφους, τα παιδιά της. Το κέρασμα αυτό είχε τη σημασία να είναι η ζωή τους γλυκιά χωρίς στεναχώρια και βάσανα. Μετά μ’ ένα μαντήλι μεγάλο άσπρο που το πέρναγε από το λαιμό, τους τραβούσε μέσα στο σπίτι, αφού πρώτα πατούσαν ένα σιδερένιο αντικείμενο που είχε τοποθετημένο κάτω στο κατώφλι της πόρτας. Αυτό το σιδηρικό είχε την έννοια «να είναι γεροί στην υγεία τους».

Η νύφη μέσα στο σπίτι κάθονταν σ’ ένα κάθισμα κι έπαιρνε στην αγκαλιά της ένα μικρό παιδάκι (αγόρι) που έντυνε με κουστουμάκι. Ακολουθούσε μετά η διανομή των δώρων της στα πεθερικά και στους στενότερους συγγενείς. Στα πεθερικά δώριζε συνήθως, κουστούμι στον πεθερό και φόρεμα ή κάποιο άλλο ένδυμα στην πεθερά. Στους άλλους συγγενείς δώριζε τσουράπια, μαντήλια, τορβάδες, προσκέφαλα, ποδιές, πετσέτες κλπ. Η νύφη πάλι με τη σειρά της έπαιρνε κι αυτή τα αντίδωρά της από τα πεθερικά, λίρα ή πεντόλιρο, και από τους συγγενείς της διάφορα χρηματικά ποσά.

Το βράδυ της Κυριακής γινόταν το γλέντι στο σπίτι του γαμπρού, όπου παραβρίσκονταν οι καλεσμένοι του γαμπρού και ορισμένοι συγγενείς από την πλευρά της νύφης, οι «μπουγτζήδες», όπως τους έλεγαν, τους οποίους τοποθετούσαν σε ξεχωριστό δωμάτιο.Το πρώτο τραγούδι που λέγανε, όταν άρχιζε το γλέντι, ήταν αφιερωμένο στο νουνό και ήταν το ακόλουθο:

 Κάτω στο Δάφνο ποταμό
Εκεί καθόταν ο κυρ νουνός
Με τετρακόσιους άρχοντες
Κι εξήντα παλικάρια
Έχουν αρνιά που ψήνονται
Κριάρια σουβλισμένα
έχουν κι ένα γλυκό κρασί
να πιουν τα παλικάρια κλπ.

Τα ξημερώματα της Δευτέρας, γύρω στις έξι, ξεκινούσαν τα όργανα και ακολουθούσαν γαμπρός, νύφη, βλάμηδες και καλεσμένοι να πάνε στη βρύση. Εκεί η νύφη έπαιρνε νερό μ’ ένα γκιουμάκι και κερνούσε την ακολουθία της, δίνοντας διάφορες ευχές και στο τέλος ασήμωνε την κοπάνα της βρύσης, ρίχνοντας κέρματα, τα οποία έπαιρναν τα παρευρισκόμενα μικρά παιδιά.

πηγή: www.lipinitsa.gr