Για κάποιον που αγαπά τον λαϊκό πολιτισμό και τις παραδοσιακές φορεσιές και χορούς μια επίσκεψη στο Εθνολογικό Λαογραφικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης είναι επιβεβλημένη! Το Μουσείο ιδρύθηκε το 1970 και στεγάζεται στο διατηρητέο κτίριο του 20ού αιώνα, γνωστό ως «Villa Modiano», κατοικία του τραπεζίτη Yiako Modiano και της οικογενείας του. Η βίλα ήταν επίσης γνωστή ως κατοικία του «Παλιού Κυβερνήτη» επειδή φιλοξενούσε κάθε χρόνο τον διοικητή της Μακεδονίας και αργότερα τον Υπουργό της Βορείου Ελλάδος.
Φορεσια απο το Σουφλί Έβρου
Αν και η αυλή του είναι υπέροχη για να πιει κάποιος καφέ μια ηλιολουστη μέρα, ( 2500 τετραγωνικά μέτρα, σχεδόν το μισό της αρχικής περιουσίας του Μοντιάνο) εμείς θα σταθούμε στο εσωτερικό του Μουσείου που ήταν πολύ ενδιαφέρον και αξίζει τον κόπο να επισκεφτείτε ιδίως αν έχετε παιδιά, και θα θέλατε να τα ξεναγήσετε τον τρόπο ζωής των παλιότερων γενεών, καθως το Μουσειο περιλαμβάνει πολλές αλληλεπιδραστικές δράσεις
Φορεσια Πυλαια Θεσσαλονικης και πλάτη Δρυμός Θεσσαλονικης
Στο εσωτερικό του μουσείου φιλοξενούνται συλλογές σχετικές με τις ανθρώπινες δραστηριότητες (γεωργία, κτηνοτροφία κ.α.) και τεχνικές επεξεργασίας (υφανση, ράψιμο, κέντημα, ξυλογλυπτική, μεταλλοτεχνία, κεραμικά) για την κάλυψη των βασικών αναγκών της κοινότητας για τρόφιμα, στέγη, ένδυση καθώς και για την κοινωνική οργάνωση και την πνευματική ζωή των ανθρώπων που ζούσαν στο Βόρειο Ελλαδικό χώρο.
Οι συλλογές αποτελούνται από αντικείμενα που προέρχονται από την προ-βιομηχανική εποχή, κυρίως από τις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
Φορεσια Πομάκας απο τη Σμίνθη Νομού Ξάνθης
Αντιπροσωπεύουν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στην πόλη. Όσον αφορά την ποσότητα και την ποικιλία τους, πρόκειται για μία από τις πλουσιότερες συλλογές του είδους σε όλη την Ελλάδα.
Σε αυτή την ανάρτηση θα δούμε κάποιες απο τις 55 φορεσιές της μόνιμης συλλογής του Μουσείου και θα επανέλθουμε σε άλλη ανάρτησή μας με κοσμήματα και κεφαλόδεσμους.
Μια έκθεση παραδοσιακών φορεσιών του Μουσείου Μπενάκη υπο την αιγίδα της Βασίλισσας Φρειδερίκης, αποτέλεσε την αφορμή για αυτό το βιβλίο που κυκλοφόρησε στα 1959-1960 και αναφέρεται γενικά στην ελληνική παραδοσιακή φορεσιά, την τέχνη των ραφτάδων, και σε αρκετές συναφείς παραδοσιακές τέχνες όπως η μεταλλουργία, η δημιουργία δαντέλας, το σκάλισμα σε ξύλο, η αγγειοπλαστική και το κέντημα.
Η αγάπη μας για την ελληνική παράδοση και τη διάσωση των παραδοσιακών επαγγελμάτων φέρνει στο δρόμο μας φίλους από όλη την Ελλάδα με κοινό όραμα και στόχους. Ανάμεσά τους, ένα νέο ζευγάρι που ασχολείται επαγγελματικά με την κατασκευή παραδοσιακών ενδυμασιών αλλά και με την υφαντική. Στο εργαστήριο «Υφάδι» του Γιάννη Αυγερόπουλου και της Μάγδας Τσιρώνη στη Λαμία το μάτι πέφτει στους διαφόρων ειδών αργαλειούς που δεσπόζουν στο χώρο. Μικροί, μεγάλοι, για διαφόρων ειδών υφαντά, όλοι τους έχουν πάνω ένα πανί και αυτό μας κινεί το ενδιαφέρον να μάθουμε περισσότερα για την υφαντική και την ασχολία αυτή που για τη Μάγδα, μια νέα γυναίκα και μητέρα δύο παιδιών, έγινε κύριο επάγγελμα.
Η Μάδα Τσιρώνη σε έναν απο τους πολλούς αργαλειούς της υφαίνοντας Καβακλιώτικα
Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την υφαντική;
Η ιδέα της ενασχόλησής μου με την υφαντική γεννήθηκε όταν αποφασίσαμε με τον σύζυγό μου να ασχοληθούμε επαγγελματικά με κάτι που αγαπάμε πολύ, που είμαστε στενά συνδεδεμένοι και που υπηρετούμε από τα παιδικά μας χρόνια. Δεν είναι άλλο από την ελληνική μας παράδοση και κατ’ επέκταση με την κατασκευή παραδοσιακών φορεσιών. Με σκοπό, λοιπόν, την κατασκευή φορεσιών-αντίγραφα που να μην απέχουν (όσο γίνεται) από τα αυθεντικά τόσο στην όψη όσο και στον τρόπο που κατασκευάζονταν, έκρινα ότι η υφαντική θα ενισχύσει την προσπάθειά μας αυτή κατά ένα μεγάλο ποσοστό , όπως κι έγινε. Ο συνδυασμός της αγάπης για την παράδοση με την έμφυτη ανάγκη για δημιουργία με οδήγησαν στο να μάθω σε βάθος την τέχνη της υφαντικής. Πλέον δε φαντάζομαι τη ζωή μου χωρίς τους αργαλειούς μου.
Με την υφαντική ασχολούμαι από το 2013, την ίδια χρονιά που λειτούργησε και το εργαστήριό μας. Θυμάμαι έντονα πόσο πολύ χάρηκα όταν εντελώς τυχαία βρέθηκε στο δρόμο μου η δασκάλα μου, η Ελένη Ξενάκη, η οποία με μύησε στο δρόμο της υφαντικής και μου μετέφερε απλόχερα τις γνώσεις της μένοντας στο πλευρό μου με υπομονή και θέληση προκειμένου να με βοηθήσει να ανταποκριθώ στο νέο μας ξεκίνημα και να υλοποιήσω τα σχέδια μου. Πολλές φορές που με έβλεπε προβληματισμένη κ αγχωμένη μου έλεγε χαρακτηριστικά «Θα σου μάθω την τέχνη και από μένα θα φύγεις επαγγελματίας».
Έπειτα, λοιπόν, από πολλές ώρες μαθημάτων, δουλεύοντας πάνω στον αργαλειό ατελείωτες ώρες με μεγάλη πειθαρχία, υπομονή κι επιμονή φτάσαμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Βέβαια, καλό θα ήταν να αναφέρω πως η υφαντική τέχνη είναι ένα επάγγελμα που εξελίσσεται και θεωρώ πως όσα μαθήματα και να παρακολουθήσει κανείς δεν θα καταφέρει να καλύψει όλο το φάσμα της. Όσο περισσότερο δουλεύω και ανακαλύπτω νέα πράγματα, τόσο πιο έντονα νιώθω ότι ξεκινώ από το μηδέν. Πάλι θα αναφερθώ στη δασκάλα μου, η οποία συχνά μου ανέφερε, ότι υφαίνει 40 χρόνια κι ακόμη ανακαλύπτει καινούργιες τεχνικές και τρόπους ύφανσης, βελονιές κλπ.
Παιδική κουρτίνα απο βαμβάκι φτιαγμένη στους παραδοσιακούς αργαλειούς
Η μάθηση δεν τελειώνει ποτέ αλλά το βασικό συστατικό της επιτυχίας είναι η επιμονή και η αγάπη για το αντικείμενο. Πώς νιώθεις όταν υφαίνεις στον αργαλειό;
Η αλήθεια είναι πως δε μπορώ να περιγράψω με λόγια αυτό που νιώθω όταν υφαίνω. Στην αρχή ξεκινώ πάντα με μεγάλη όρεξη κι ενθουσιασμό για μια νέα δημιουργία αλλά και με συγκρατημένη χαρά προκειμένου να επιτύχω το αποτέλεσμα που αρχικά έχω σχεδιάσει.
Οι αργαλειοί είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μου και ομολογώ πως όταν χρειάζεται να ασχοληθώ με κάποιον άλλον τομέα της επιχείρησης και δεν υφαίνω, αισθάνομαι πως κάτι δεν πήγε καλά. Λείπουν και σε μένα, αλλά και στον σύζυγό μου που έχει συνηθίσει να δουλεύει με το ρυθμικό χτύπημα του αργαλειού μου. Οι αργαλειοί είναι συνδεδεμένοι πλέον με εμάς. Γενικώς η υφαντική με βοήθησε να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου, τα όριά μου, τα οποία πολλές φορές έχω ξεπεράσει, με αποτέλεσμα να ανακαλύψω νέα μονοπάτια και μυστικά της δημιουργίας.
Μάγδα, τι υφαίνεις κυρίως;
Η πρώτη μου σκέψη όταν αποφάσισα να μάθω την τέχνη ήταν να καταφέρω να δημιουργώ τα υφάσματα και κατ’ επέκταση τα κεντήματα των παραδοσιακών φορεσιών για τις ανάγκες του βεστιαρίου μας και των πελατών μας εν γένει. Παρόλα αυτά έχω υφάνει από μπομπονιέρες και λαδόπανα, νυφικές πετσέτες, κουρτίνες, ριχτάρια, διακοσμητικά μαξιλάρια, εσάρπες και γενικότερα ότι μας ζητηθεί. Είμαστε αρκετά ευέλικτοι ως προς αυτό το θέμα, καθώς έχουμε πέντε διαφορετικά στημόνια προκειμένου να καλύπτονται οι ανάγκες της επιχείρησης και των πελατών μας.
Υπάρχουν διαφορετικοί αργαλειοί για διαφορετικές ποιότητες υφασμάτων ή όλα γίνονται στον ίδιο αργαλειό;
Υπάρχουν διαφορετικοί αργαλειοί, αλλά κυρίως τη διαφορά τη συναντά κανείς στον τρόπο που «αρματώνεται» ένας αργαλειός προκειμένου να υφάνει. Συγκεκριμένα πρέπει να γνωρίζουμε από πριν τι θέλουμε να υφάνουμε κυρίως κι έπειτα να επιλέξουμε για παράδειγμα την πυκνότητα του υφάσματος, το φάρδος του, το μίτωμα που θα κάνουμε, τι στημόνι θα επιλέξουμε κλπ. Τίποτα δε συμβαίνει τυχαία.
Χειροποιητα χαλια
Στο εργαστήριο μας έχουμε «αρματώσει» τέσσερις αργαλειούς με διαφορετικό στήσιμο στον καθένα, δηλαδή διαφορετικό μίτωμα, διαφορετικά χτένια, διαφορετικά χρώματα και πάχη στημονιών διότι ο καθένας προορίζεται για διαφορετική χρήση. Ο τελευταίος αργαλειός που στήσαμε πρόσφατα προορίζεται για χαλιά, διακοσμητικά υφαντά, και γενικώς οτιδήποτε απαιτεί πιο χοντρό και με μεγάλη αντοχή στημόνι.
Γίνεται αντιληπτή η διαφορά ενός χειροποίητου υφαντού από τα τυποποιημένα και τι πρέπει να προσέχουμε στην ποιότητα των υφασμάτων;
Κατά τη γνώμη μου δεν έχει καμία σχέση το ένα με το άλλο. Φυσικά και είναι αντιληπτή η διαφορά ενός χειροποίητου υφαντού από ένα ύφασμα του εμπορίου, όπως και κάθε χειροτεχνήματος άλλωστε, κι έγκειται κυρίως στην υφή και στην εφαρμογή του. Πιο εύκολα πείθεται κανείς όταν πιάσει στα χέρια του ταυτόχρονα και τα δυο προϊόντα. Το χειροποίητο είναι πιο απαλό, πιο αφράτο που λέμε και με το πέρασμα του χρόνου νιώθω ότι βελτιώνεται κι άλλο.
Βαμβακερές πετσέτες με κεντημένες μπορντούρες σε έναν από τους αργαλειούς του εργαστηρίου
Σε ό,τι αφορά στην επιλογή της σωστής ποιότητας των υφασμάτων το πιο σημαντικό κριτήριο είναι να εξυπηρετούνται οι ανάγκες για τις οποίες προορίζονται και να είναι ανθεκτικά στο πέρασμα του χρόνου. Αν πρόκειται για υφαντά ρουχισμού ή ειδών σπιτιού θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να μην χρησιμοποιηθούν υλικά επιβαρυντικά για τον άνθρωπο και κατ’ επέκταση για το περιβάλλον.
Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει ένας άνθρωπος για να ασχοληθεί με την υφαντική;
Το κυριότερο χαρακτηριστικό που πρέπει να έχει μια υφάντρα είναι η επιδεξιότητα, διότι η συγκεκριμένη τέχνη εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τις ικανότητες της . Είναι μια τέχνη δύσκολη και χρονοβόρα. Όταν μια υφάντρα δημιουργεί στον αργαλειό κατά κάποιο τρόπο μετατρέπει τα συναισθήματά της σε μοναδικά χειροποίητα υφαντά, έχοντας συνοδοιπόρο το μεράκι και την αγάπη της για την τέχνη. Αυτό απαιτεί πειθαρχία, υπομονή, επιμονή όπως επίσης ευρηματικότητα κι έμπνευση έτσι ώστε το κάθε υφαντό να έχει άρτιο αποτέλεσμα, να έλκει τα βλέμματα και να εντυπωσιάζει.
Ποιές είναι οι δικές σου φιλοδοξίες όσον αφορά την υφαντική;
Μεγάλη μου επιθυμία είναι να καταφέρω να βάλω ένα λιθαράκι προκειμένου εξελιχθεί κι άλλο η τέχνη αυτή. Θα μου δώσει μεγάλη χαρά και ικανοποίηση αν τα υφαντά μου μετά από κάποια χρόνια αποτελέσουν μια νέα πρόταση στο χώρο μας μεταδίδοντας ταυτόχρονα στις επόμενες γενιές τον πολιτιστικό θησαυρό της ελληνικής μας κληρονομιάς, δίχως αλλοιώσεις παρά μόνο έτσι όπως μας την παρέδωσαν οι πρόγονοί μας. Είναι καθήκον όλων μας η συνέχεια και διαφύλαξη των παραδοσιακών αξιών και ιδανικών του λαού μας. Κοντολογίς να μεταδοθεί η παράδοση και η πολιτιστική μας κληρονομιά μέσα από τα υφαντά μου.
Υπάρχει ζήτηση στα ελληνικά υφαντά; Είναι η υφαντική ένας τομέας εργασίας που μπορεί να δώσει διέξοδο στην ανάγκη των σύγχρονων Νεοελλήνων για εργασία; Τι προοπτικές έχει ο χώρος;
Η ζήτηση στα ελληνικά υφαντά θα έλεγα πως έχει αύξουσα πορεία. Έχει σημειωθεί μεγάλο ενδιαφέρον προς τα παραδοσιακά υφαντά όχι μόνο από το ελληνικό κοινό αλλά κι από τους ξένους. Επίσης έχει ξεκινήσει η παραγωγή χειροποίητων υφαντών με σχέδια και γεωμετρικά μοτίβα εμπνευσμένα από την παράδοσή μας και προσαρμοσμένα στις τάσεις της τρέχουσας εποχής. Αυτή την τακτική ακολουθεί και το εργαστήρι μας κατά καιρούς και δε σας κρύβω πως ξεκίνησε έπειτα από την παρότρυνση των πελατών μας.
Σε ό,τι αφορά την υφαντική ως επάγγελμα με προοπτικές θα έλεγα πως ζούμε σε μια εποχή που το επάγγελμα αυτό γνωρίζει άνθιση. Καθοριστικοί παράγοντες γι’ αυτό είναι η έντονη ζήτηση των υφαντών γενικά στην αγορά και οι τάσεις της μόδας. Βιώνουμε μια άνθηση των παραδοσιακών επαγγελμάτων και γενικότερα υπάρχει μια έντονη επιθυμία και ροπή προς την παράδοση. Θα έλεγα πως είναι ευκαιρία να ασχοληθεί κανείς με την υφαντική και ό,τι επαφίεται με την παράδοση και τον πολιτισμό μας.
Σε αυτό το μπλόγκ μας έχει ξανα-απασχολήσει η δουλειά του Kim de Molaener σε παλαιότερο άρθρο μας. Τώρα από το προσωπικό προφίλ του φωτογράφου στο instagram παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτής της δουλειάς που ολοένα γίνεται και πιο ενδιαφέρουσα.
Να θυμίσουμε οτι οι φωτογραφίες του Βέλγου Kim de Molaener απεικονίζουν τα παραδοσιακά κοστούμια της συλλογής του χοροθεάτρου Δώρα Στράτου
Σας δείχνουμε λίγη ακόμη δουλειά του Kim ελπίζοντας να σας αρέσει, όπως άρεσε και σε μας. Για όσους έχουν προφίλ στο instagram μπορείτε να αναζητήσετε τον kimdemolaener και να τον ακολουθήσετε για να βλέπετε την συνέχεια της δουλειάς αυτής.
Σε συνέχεια προηγούμενης ανάρτησης για τις ελληνικές -κυρίως γυναικείες – φορεσιές όπως αποδίδονται μέσα απο φωτογραφίες που λήφθηκαν στα στούντιο φωτογράφων του 19ου αιώνα σήμερα σας παρουσιάζω κάποια δείγματα για να καταλάβετε τι εννοώ. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1833, και την ανάγκη προβολής και ανάδειξης της ελληνικής ταυτότητας, η παραδοσιακή φορεσιά των χωρικών της υπαίθρου πέρασε απο το χρηστικό στάδιο στο συμβολικό, μετατράπηκε σε ένα «σύμβολο ελληνικότητας».
Τότε, οι φωτογράφοι της εποχής, ανάμεσα στους οποίους ο Μωραϊτης, αλλά και άλλοι φωτογράφοι που είχαν έδρα σε αστικά κέντρα σε Ελλάδα και εξωτερικό, συγκέντρωσαν έναν αριθμό αυθεντικών τοπικών ενδυμασιών από διάφορα μέρη της υπαίθρου, ακόμα και από περιοχές που ήταν ακόμα τουρκοκρατούμενες και προέτρεπαν τους πελάτες τους να φωτογραφίζονται με αυτές. Μάλιστα, όταν η ροή των περιηγητών αυξήθηκε και η επιθυμία να έχουν κάτι ελληνικό μεγάλωσε, αρκετοί φωτογράφιζαν μοντέλα με τις φορεσιές και πουλούσαν τις φωτογραφίες ως καρτ βιζίτ, για να έχουν οι επισκέπτες μια ανάμνηση όταν γύριζαν στη χώρα τους. Έχοντας στα χέρια αυτές τις κάρτες, αρκετοί λιθογράφοι και εικονογράφοι των περιηγητικών εκδόσεων, αποτύπωσαν σε λιθογραφίες τα εικονιζόμενα πρόσωπα και κόσμησαν με εικόνες τα βιβλία των περιηγητών.
Κάποιες φορές η απεικόνιση της φορεσιάς στη φωτογραφία είναι επαρκής, αν ο φωτογράφος είχε στη διάθεσή του μια πλήρη φορεσιά και γνώριζε πώς να επιμεληθεί ενδυματολογικά σωστά το μοντέλο του. Αρκετές φορές όμως αυτό που βλέπουμε είναι ένα σύνολο αταίριαστων στοιχείων, που προσπαθούν να μιμηθούν μια παραδοσιακή ενδυμασία. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός πώς τα εικονιζόμενα πρόσωπα δεν έχουν το βίωμα της ενδυμασίας, είναι κατά κανόνα πρόσωπα της αστικής τάξης με διαφορετική κουλτούρα και απλώς ο στόχος είναι να δημιουργηθεί η αίσθηση της ελληνικότητας, παρά να αποτυπωθεί πιστά η φορεσιά. Πολλές φορές βλέπουμε φορεμένα τα ρούχα με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που συνηθιζόταν ή να υπάρχει κάποιο ανακάτεμα ρούχων απο διαφορετικές περιοχές ή συμπληρωματική προσθήκη κοσμημάτων ή ρούχων για τις ανάγκες της φωτογράφησης που τελικά μας οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα σε σχέση με την ιστορία της φορεσιάς.
Δεν έχει λοιπόν σημασία μόνο το οτι μπροστά μας έχουμε μια παλιά φωτογραφία φερ’ ειπείν του Πέτρου Μωραϊτη, του οποίου το έργο μελετάμε σήμερα, αλλά ο ερευνητής θα πρέπει να λάβει υπόψη του και άλλα επιπλέον στοιχεία που σχετίζονται με την τοπική παράδοση και να κάνει συγκριτική ανάλυση με άλλες φωτογραφίες. Να θυμάστε πάντα οτι οι «χωριατοπούλες» ήταν συνήθως κυρίες της αστικής τάξης που πόζαραν στο φωτογραφικό φακό, και δεν είχαν – όπως και σήμερα – μεγάλη γνώση σχετικά με το πώς πραγματικά φοριούνταν τα ρούχα στις εκάστοτε τοπικές κοινωνίες. Σκεφτείτε οτι απο το 1860 και μετά η αστική τάξη φορούσε στη συντριπτική της πλειοψηφία τη μόδα της Ευρώπης, οπότε η ουσιαστική γνώση της φορεσιάς χάθηκε στα αστικά κέντρα και έμεινε μόνο η ανάμνηση…
Π. Μωραϊτης c.1880
Πάνω σε αυτό θα σας δώσω το παρακάτω παράδειγμα απο το έργο του Π. Μωραϊτη και το αρχειο του elia.org. Στην πρώτη φωτογραφία βλέπουμε τη Βασιλική Κ. Βούρου με κεφαλόδεσμο που παραπέμπει σε κερκυραϊκη ή ιταλική φορεσιά και συμπληρωματικές προσθήκες πάνω στα αστικά της ρούχα, όπως ένα είδος μπόλιας ή τσεβρέ που πέφτει εμπρός θυμίζοντας ποδιά. Για την ιστορία η Βασιλική Βούρου ανήκει στην οικογένεια Δεκόζη Βούρου απο τη Χίο, μια οικογένεια εμπόρων που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ίδρυσε Τραπεζική Επιχείρηση. Το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου βρίσκεται εκεί που λειτουργεί σήμερα το «Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών» . Δίπλα βλέπουμε την ίδια γυναίκα με τα κανονικά ρούχα που φορούσαν οι κυρίες της τάξης της την ίδια περίοδο, περίπου στα 1865. Η ίδια γενική ιδέα υπάρχει και στην τρίτη φωτογραφία του Π. Μωραϊτη που προσπαθεί να αποπνεύσει έναν αέρα υπαίθρου. Ο διπλωμένος τσεβρές χρησιμεύει για ποδιά, ενώ τοποθετείται ένας κεφαλόδεσμος σαν κερκυραϊκός για να μιμηθεί το στυλ των χωρικών. Η τελευταία φωτογραφία είναι πιθανόν αποκριάτικη, αν δούμε και το ντέφι στα χέρια της κοπέλας.
Βασιλική Κ. Βούρου φωτογραφημένη απο τον Π. Μωραϊτη με τρόπο ωστε να δώσει την αίσθηση της υπαίθρου γύρω στα 1865Βασιλική Κωνσταντίνου Δεκόζη Βούρου όρθια δίπλα σε πολυθρόνα με τυπική φορεσιά της αστικής τάξης. περίπου 1865Π. Μωραϊτης , Το ίδιο concept σε μεταγενέστερη φωτογραφία c. 1880 με σεταρισμένα κομμάτια για δίνουν την εικόνα παραδοσιακής ενδυμασίας
O Πέτρος Μωραϊτης είναι ένας απο τους σημαντικότερους Έλληνες φωτογράφους του 19ου αιώνα με ποσοτικά τεράστιο έργο, μιας και απο το φωτογραφείο του παρέλαυνε όλη η Αθηναϊκή κοινωνία του 19ου αιώνα για να φωτογραφηθεί. Στο blog anemourion διαβάζουμε: . «Στο τέλος του 1859 ήρθε στην Αθήνα από το Παρίσι ο Αθανάσιος Κάλφας και λίγο αργότερα πήρε συνεταίρο του τον Πέτρο Μωραΐτη. Το φωτογραφείο τους βρισκόταν στην παλιά οικία του Κορομηλά, στην οδό Ερμού 41, κοντά στο Δημαρχείο. Εκεί ήταν δυνατόν οικογένεια εκ τριών ή τεσσάρων προσώπων να φωτογραφηθή επί της αυτής εικόνος εις μετριωτάτην τιμήν». Το Μάρτιο του 1860 ο Μωραΐτης διέκοψε τη συνεργασία του με τον Κάλφα, διατήρησε μόνος του το φωτογραφείο και, έξι μήνες αργότερα, το μετέφερε στην οδό Αιόλου 904, απέναντι από την εκκλησία της Χρυσοσπηλιώτισας.»
Π. Μωραΐτης. Ο ληστής Κυριάκος υπήρξε ο φόβος των κατοίκων της Αττικής, γι’ αυτό και είχε επικηρυχθεί με μεγάλο ποσό. Κατά τα «Ιουνιακά» του 1863 ήρθε στην Αθήνα με τη συμμορία του για να ενισχύσει τους «Πεδινούς». Με την ευκαιρία λήστεψε όλους τους ξένους ταξιδιώτες που έμεναν στα ξενοδοχεία της πλατείας Κοτζιά. Τότε πρέπει να επισκέφθηκε το φωτογραφείο του Μωραΐτη για μια στημένη «ηρωική» πόζα. Ανάμεσα στα πόδια του διακρίνεται η βάση της μεταλλικής στήλης για το κράτημα του κεφαλιού, που έπρεπε να μείνει ακίνητο κατά τη διάρκεια της λήψης.Ιωαννης Θεοφιλόπουλος
«Οι φωτογραφίες πορτρέτων που τράβηξε στο στούντιο του αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Όπως και άλλοι φωτογράφοι, ξεκίνησε δημιουργώντας πορτρέτα υψηλής αισθητικής, για να οδηγηθεί μοιραία στην τυποποιημένη παραγωγή της καρτ-ντε-βιζίτ, υποκύπτοντας έτσι στις απαιτήσεις της μαζικής παραγωγής. Υπάρχουν βέβαια και ορισμένα πορτρέτα του τα οποία διαθέτουν ιδιαίτερη αισθητική. Πέρα από αυτό όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιστορική σημασία των φωτογραφιών του. Καλύπτουν τη μέση και, κυρίως, την ανώτερη κοινωνική τάξη, τους πολιτικούς, τους καλλιτέχνες, τους στρατηγούς της Επανάστασης και γενικά όλους αυτούς που διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας τον 19ο αιώνα.»
«Όταν η εθνική φορεσιά ήταν ακόμα δείγμα ελληνικότητας, ο Μωραΐτης συγκέντρωσε πολύ μεγάλο αριθμό αυθεντικών τοπικών ενδυμασιών από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ακόμα και από περιοχές που ήταν ακόμα τουρκοκρατούμενες. Συχνά τις φορούσαν οι πελάτες του ή μοντέλα. Είχε φτιάξει μάλιστα τέτοιες σειρές, σε μέγεθος cabinet, που τις πουλούσε στους ξένους περιηγητές.»
Σε αυτή την ανάρτηση παρουσιάζουμε ένα δείγμα αυτών των φωτογραφιών με εικονιζόμενα πρόσωπα άνδρες. Και πάνω σε αυτό θα ήθελα να αναφέρω και τον προβληματισμό μου σε σχέση με την έρευνα της ελληνικής φορεσιάς. Όπως γνωρίζετε πολλές φορές για να τεκμηριώσουμε ένα κόσμημα ή πώς φοριούνται τα ρούχα, χρησιμοποιούμε ως τεκμήριο τη φωτογραφική απεικόνιση. Για να θέσω λοιπόν έναν προβληματισμό… Κατά πόσο είναι πλήρως αξιόπιστη η φωτογραφική απεικόνιση όταν ο φωτογράφος έχει χρησιμοποιήσει μοντέλο που φορά ελληνικές φορεσιές, οι οποίες δεν ήταν τα δικά του ρούχα αλλά μια μεταμφίεση για να βγάλει φωτογραφία; Υπάρχει η πιθανότητα να είναι φορεμένα τα ρούχα με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που συνηθιζόταν ή να υπάρχει κάποιο ανακάτεμα των ρούχων ή συμπληρωματική προσθήκη για τις ανάγκες της φωτογράφησης που να μας οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα σε σχέση με την ιστορία της φορεσιάς; Επειδή πολλές φορές αντιμετωπίζουμε αυτό το δίλημμα, καλό είναι να μην βλέπουμε άκριτα τις φωτογραφίες, ακόμη και της εποχής του Μωραϊτη και να λαμβάνουμε υπόψη τα εικονιζόμενα πρόσωπα και το ιστορικό πλαίσιο για να βγάλουμε τα όποια συμπεράσματα, ιδίως στις γυναικείες φορεσιές . Να θυμάστε οτι οι «χωριατοπούλες» του ήταν συνήθως κυρίες της αστικής τάξης που πόζαραν στο φωτογραφικό φακό, και δεν είχαν – όπως και σήμερα – μεγάλη γνώση σχετικά με το πώς πραγματικά φοριούνταν τα ρούχα στις εκάστοτε τοπικές κοινωνίες.
Επίσης να έχετε υπόψη οτι μεγάλο ποσοστό απο τις γκραβούρες με φορεσιές των περιηγητών είναι φτιαγμένες από αυτες τις καρτ βιζίτ του Μωραϊτη… Έτσι λοιπόν, ερευνητές της φορεσιάς και χορευτές… προσοχή, γιατί αυτό που φαίνεται… τελικά μπορεί και να μην είναι! Αλλά πάνω σε αυτό θα επανέλθω σε επόμενη ανάρτηση…
Πορτρέτο άνδρα με παραδοσιακή ενδυμασία Φθιώτιδας. Αθήνα, γύρω στα 1880 Πέτρος Μωραΐτης (ΦΑ_1_682) Μουσειο ΜπενακηΠέτρος Μωραΐτης. Η οικογένεια Νικόλαου Πιερράκου – Μαυρομιχάλη. Αθήνα, 1861-1862. (Φ.Α. GLA.009). Στην πίσω σειρά, όρθιες από αριστερά, οι θυγατέρες του Πιεράκου Σταυρούλα και Αικατερίνη (αργότερα σύζυγος Αριστείδη Γλαράκη). Μπροστά, η μικρή Ασπασία, η σύζυγος του Νικολάου με τον Περικλή σε βρεφική ηλικία και ο Νικόλαος με τον μικρό Αθανάσιο. Το πορτραίτο, που ανήκει στην πρώιμη περίοδο του Μωραΐτη, έχει διαστάσεις εικόνας 18 x15 εκ και χαρτονιού 21×18 εκ. Την εποχή εκείνη ο φωτογράφος χρησιμοποιεί αυτό το μέγεθος χαρτονιού το οποίο υπογράφει στο μπροστινό μέρος. Κάτω δεξιά διαβάζουμε την υπογραφή «Π. Μωραΐτης Εν Αθήναις». Το τύπωμα αλβουμίνης έχει, δυστυχώς, εκτεταμένες φθορές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η φιγούρα του βρέφους είναι εξ ολοκλήρου τονισμένη με μολύβι: το λευκό πρόσωπο μέσα σε λευκά ρούχα θα προέκυψε στην εκτύπωση σαν αερικό μάλλον παρά σαν μωρό. πηγηΠορτραίτο άνδρα με φουστανέλλα.1865 c.ΧΩΡΙΚΟΙ ΑΤΤΙΚΗΣ, ΥΔΡΑΣ, ΔΕΛΦΩΝ, ΡΟΥΜΕΛΗΣ 1880 πηγη
Όπως είχαμε δει και σε προηγούμενη ανάρτηση ο Francois-Marie Rosset (1743-1824) ήταν Γάλλος σχεδιαστής με καταγωγή από τη Lyon που επισκέφτηκε την Ελλάδα στα πλαίσια της ευρύτερης περιήγησής του στην Μεσόγειο στα τέλη του 18ου αιώνα. Στο ταξίδι του αυτό επισκέφτηκε και τα νησιά του Αιγαίου και έτσι έχουμε από το χέρι του ορισμένες γκραβούρες που παρουσιάζουν τις γυναικείες φορεσιές των νησιωτισσών του τέλους του 18ου αιώνα, δημοσιευμένες στο έργο του «Moeurs et Coutumes Turques et Orientales / dessinées dans le Pays en 1790»
As we saw in a previous post the Francois-Marie Rosset (1743-1824) was a French designer coming from Lyon who visited Greece in the context of a broader tour in the Mediterranean countries in the late 18th century. In this trip he also visited the Aegean islands and so we have some engravings by his hand, showing the female costumes of islanders of the end of the 18th century, published in «Moeurs et Coutumes Turques et Orientales / dessinées dans le Pays en 1790 «
Ας τις θαυμάσουμε! Μπορείτε να δείτε περισσότερες γκραβούρες με φορεσιές του 18ου και 19ου αιώνα σε αυτή μου τη συλλογή
Aparos [A Paros ?] la Sig.ro Zeneta Shepri : [dessin] / [François-Marie Rosset]Femmes de Scio : [dessin] / [François-Marie Rosset]Femme de Spsra [Psara ?] de l’Archipel : [dessin] / [François-Marie Rosset]Femmes de Météline [Metelin] : [dessin] / [François-Marie Rosset]
Το Θέατρο Σκιών ήταν και είναι ένα αγαπημένο θέαμα για μικρούς και μεγάλους που εξακολουθεί να εξελίσσεται ακόμη και σήμερα, πέρα απο την κλασσική θεματολογία του και να δημιουργεί και να περιλαμβάνει στις νεότερες εκδοχές παλαιών έργων και νέους χαρακτήρες.
Με αυτή τη λογική, με σεβασμό στην παράδοση και στην όσο το δυνατόν ακρίβεια των στοιχείων, συνεργαστήκαμε με τον ζωγράφο Θανάση Τζοϊτη, που ανάμεσα στα άλλα ασχολείται και με τη δημιουργία φιγούρων του Θεάτρου Σκιών, στην ιδέα να δημιουργήσουμε μια φιγούρα με την αγιαννιώτικη νυφική φορεσιά, συνεπή ως προς τα λαογραφικά δεδομένα.
Προκειμένου να μπορέσουμε να μάθουμε κι εμείς όμως πώς γίνεται μια φιγούρα του θεάτρου σκιών, του ζήτησα να φωτογραφίσει τα στάδια της δημιουργίας στο εργαστήριό του, έτσι ώστε να κρυφοκοιτάξουμε κι εμείς λίγο τη διαδικασία… Ο Θανάσης Τζοϊτης, πρόθυμος όπως πάντα να μας δείξει, μας έστειλε εικόνες και επεξηγηματικές λεζάντες για το greekcultureellinikospolitismos…
Θέλετε να δούμε πώς δημιουργήθηκε λοιπόν αυτή η Αγιαννιώτισσα σε φιγούρα;
Η φιγούρα αυτή έγινε, όπως μας είπε ο καλλιτέχνης, «με τις υποδειξεις-καθοδηγηση και συνδρομη (στο αρχικο σταδιο) του καραγκιοζοπαικτη και φίλου Σωκράτη Κοτσορέ.
Χρησιμοποιηθηκε δερμα μοσχαριου, παχους 2,5 χλστ περιπου, στο οποιο ειχε προηγηθει επεξεργασια με ασβεστη και τριψιμο με γυαλι...»
Το δερμα κατεργαζεται με ασβεστη, καρφωνεται σε ξυλινο τελαρο να ισιωσει και -μετα- ξυνεται με κομματι γυαλι να λειανει
«Ξεκινάμε με το να σχεδιασουμε περιμετρικα (χοντρικα) το καθε κομματι (απο τα 2) της (συγκεκριμενης) φιγουρας πανω στο δερμα με μολυβι. Κόβουμε (χοντρικα) περιμετρικα τα κομματια που θα χρησιμοποιηθουν, βρεχουμε με σφουγγαρι (επαλειψη με νερο) τα κομματια του δερματος και απο τις 2 μεριές και μετά βαζουμε τα βρεγμενα κομματια του δερματος αναμεσα σε χοντρα ξυλα και τα βιδωνουμε με σφικτηρες. Τα αφηνουμε ετσι για 1 εβδομαδα…«
Τοποθετουμε τα δέρματα αναμεσα σε ξυλα και τα σφιγγουμε με σφικτηρες για μια εβδομαδα, ωστε να ισιωσουν
«Βγαζουμε τα κομματια και αποτυπωνουμε με μολυβι το σχεδιο (με καθε λεπτομερεια) πανω στο δερμα. Για να το πετυχουμε, τοποθετουμε το δερμα πανω στο σχεδιο που φωτιζεται απο την πισω πλευρα ή το ακουμπαμε σε τζαμι παραθυρου ωστε να εκμεταλευτουμε το ηλιακο φως. Κοβουμε το σχεδιο περιμετρικα με ακριβεια. Μετά,
με σινικη, μαυρη μελανη περναμε το σχεδιο και απο τις 2 πλευρες με καθε λεπτομερεια.
Χρωματιζουμε με χρωματα σινικης (και απο τις 2 πλευρες) και περναμε ολες τις γραμμες του σχεδιου με μαυρη μελανη (κι απο τις δυο πλευρες με ακριβεια)»
Αποτυπωνουμε στο δερμα τη φιγουρα με λεπτομερεια (εννοειται οτι την εχουμε σε καποιο ριζιχαρτο) και περναμε ολες τις γραμμες του σχεδιου με μαυρη μελανη (κι απο τις δυο πλευρες με ακριβεια)
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
«Μολις τελειωσουμε, βαζουμε παλι τα (ζωγραφισμενα) δερματα στα ξυλα με τους σφικτηρες για 1 ακομη εβδομαδα. Κανουμε την τρυπα συνδεσης των (δυο) κομματιων και τα ενωνουμε με κοπιτσα (τρουκ). Η φιγουρα ειναι πλεον ΕΤΟΙΜΗ να παιξει στον μπερντε η να διακοσμησει τον τοιχο μας!«
Στην ερώτησή μας γιατί φτιάχνονται σε μοσχαρίσιο δέρμα οι φιγούρες αντί σε κάποιο πλαστικό ο Θανάσης Τζοϊτης μας είπε…
«Το δέμα έχει κάποια ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
α) η φυσικη πατινα και η διαφανεια του δερματος της προσδιδουν «αλλη διασταση» πισω απο τον φωτισμενο μπερντε
και
β) η συλλεκτικη αξια του υλικου κατασκευης (δερμα) είναι αυξημένη.
Παρόλα αυτά υπάρχουν και ορισμένα μειονεκτήματα… λόγου χάρη σκεβρώνει ευκολα, γι’ αυτο χρειαζεται – οταν δεν χρησιμοποιείται- να είναι «πλακωμενη» με βαρος πχ. με βιβλια.
Ο Σωκρατης Κοτσορές μου ειπε οτι υπαρχουν οι ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΕΣ φιγουρες (με αρκετη λεπτομερεια στο σχεδιο – καποιες φορες σε σημειο υπερβολης) και οι ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ (με πιο αδρα χαρακτηριστικα σε σχεση με τις πρωτες, που δεν τηρουν τοσο τις αναλογίες του ανθρωπινου σωματος, ειναι πιο «καρικατουριστικες» θα λεγαμε και τονιζουν κυριως τα βασικα χαραχτηριστικα του χαρακτηρα τους στο προσωπο η το ντυσιμο.
Στην Αγιαννιώτισσα εγω, προσπαθησα να ισορροπησω μεταξυ των 2 «κατηγοριων» , θελοντας να αποδωσω οσο το δυνατον περισσοτερες λεπτομερειες της φορεσιας, χωρις ωστοσο να «καταστρατηγησω» τους βασικους κανονες που διεπουν την κατασκευη- εμφανιση των φιγουρων του θεατρου σκιων.
Η συγκεκριμενη φορεσια – απ ο,τι ξέρω- αποτυπωνεται για πρωτη φορα στο θέατρο σκιων (θα ακολουθησουν κι απο αλλες περιοχες του ελληνισμου- εννοειται!)«
Ο Σωκράτης Κοτσορές βγάζει στο μπερντέ την «Ασημίνα» στην παράσταση «Το μαγεμένο δέντρο» στο Λαογραφικό Μουσείο Αγίας Άννας του Δ. Σέττα
Για την ιστορία θα πρέπει να πούμε οτι η συγκεκριμενη φιγουρα ύψους 70 εκ, με το όνομα «Ασημίνα» (τιμής ένεκεν της γράφουσας…) επαιξε για πρωτη φορα στο μπερντέ, στην Αγία Άννα στο Λαογραφικο Μουσειο Δ. Σέττα απο τον καραγκιοζοπαικτη Σωκρατη Κοτσορέ στις 30-9-2017. Η παράσταση στην οποία συμμετείχε ήταν το εργο «Το μαγεμενο δεντρο» . Εκεί εκανε ενα συντομο περασμα ως αρραβωνιαστικια του Σιορ Διονυσιου (που τον αναζητουσε, καθοσον ειχε μεταμορφωθει και τον ειχε χασει…)
Η συνεργασία μου με τον Θανάση Τζοϊτη ήταν απο τις καλύτερες που θα μπορούσα να έχω. Με διάθεση για προσφορά στον πολιτισμό, μαζί με τον Σωκράτη Κοτσορέ, προχωρούν την παράδοση του Θεάτρου Σκιών και του δίνουν μια άλλη διάσταση πέρα απο τη συνηθισμένη, προσαρμοσμένη στα τοπικά χαρακτηριστικά των περιοχών που έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Τους εύχομαι απο καρδιάς να συνεχίσουν με το ίδιο αμείωτο μεράκι, και για ο,τι χρειαστούν εδώ είμαστε… 🙂
Όπως σας έχω υποσχεθεί ξεκινάω σήμερα να σας περιγράφω κάποια απο τα πράγματα με τα οποία ήρθα σε επαφή στο ταξίδι μου στην περιοχή της Αλεξάνδρειας Ημαθίας.
Ανάμεσα στις εξέχουσες γνωριμίες ανθρωπογεωγραφίας που έκανα ήταν και η γνωριμία μου με το Γιώργο Μελίκη. Τον κ. Γιώργο τον γνωρίζετε ασφαλώς απο την εκπομπή «Κάθε τόπος και τραγούδι» μέσω της ΕΡΤ 3. Αυτό που εγώ δεν ήξερα όμως και με μεγάλη έκπληξη ανακάλυψα είναι οτι η μεγάλη αγάπη του για τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό τον έχει ωθήσει να μετατρέψει το γονικό του σπίτι στη Μελίκη Ημαθίας σε ένα ενδιαφέρον Εθνογραφικό Μουσείο με ιδιαίτερες μόνιμες συλλογές και δραστηριότητες για παιδιά και μεγάλους. (ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 4, ΜΕΛΙΚΗ ΗΜΑΘΙΑΣ, Τ.Κ. 59031, ΤΗΛ. 2331081274 )
Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να περιγράψω όλα αυτά που είδαμε στη συλλογή του κ. Μελίκη. Θα σταθώ όμως σε δύο τρία ενδιαφέροντα σημεία και απο εκεί και πέρα, θα σας ενθαρρύνω να το επισκεφτείτε για να δείτε και τα υπόλοιπα…
Όλοι έχετε δει την τοπική γυναικεία φορεσιά της Αλεξάνδρειας , του Γιδά δηλαδή. Λίγοι έχουν γνώση όμως για τα διάφορα είδη κεφαλοδεσιμάτων των γυναικείων φορεσιών που προσδιορίζουν την οικογενειακή και την οικονομική κατάσταση της γυναίκας που τους φορά. Στη συλλογή του Γιώργου Μελίκη όμως τα πράγματα γίνονται κατανοητά με μια ματιά, καθώς μπροστά μας συναντήσαμε όλα τα διαφορετικά κεφαλοδεσίματα και ξεναγηθήκαμε στην σημασία τους, όπως την μοιράστηκε μαζί μας η κ. Γιούλη Δήμου, γλωσσολόγος/χοροδιδάσκαλος και ξεναγός μας στο ισόγειο του εθνογραφικού Μουσείου.
Το κεφαλοδέσιμο στο Γιδά έχει απόλυτη σχέση με την ηλικία της γυναίκας που το φορά. Στο Μουσείο Μελίκη μαθαίνουμε οτι η παιδική σκουφίτσα που φορούν τα κοριτσάκια, αντικαθίσταται απο ένα απλό γκριζωπό μαντίλι με σκουρα σχέδια απο το οποίο προβάλλουν οι κοτσίδες του κοριτσιού όταν το κορίτσι περάσει τα 8 και το φορά έως 13 ετών. Η είσοδος στην εφηβεία σηματοδοτεί και την επόμενη αλλαγή.
Από τη στιγμή που μπαίνει στην εφηβεία μέχρι το γάμο της η κοπέλα αλλάζει κεφαλοδέσιμο. Φοράει το «τσεμπέρι» που εικονίζεται παρακάτω, στολισμένο με λουλούδια και κεντήματα.
Σε αυτόν τον κεφαλόδεσμο εμφανίζεται για πρώτη φορά το «μαγλικοτάρι» το πλούσιο αλυσιδωτό κόσμημα του κεφαλιού, που η ποσότητα των αλυσίδων του προσδιορίζει την οικονομική κατάσταση του πατέρα της κοπέλας.
Ο νυφικός κεφαλόδεσμος που ξεκινά να φοριέται την ημέρα του γάμου είναι το «κατσούλι με τις φούντες» και είναι ο πιο εντυπωσιακός και ο πιο γνωστός.
Στο «κατσούλι» που είναι εξαιρετικά πολύπλοκο στο δέσιμο, τα μαντίλια δένονται μαζί με τα μαλλιά της γυναίκας γύρω απο ένα κεντρικό μαξιλαράκι σε οβάλ σχήμα, που δίνει και το σχήμα του κεφαλόδεσμου. Το ενδιαφέρον είναι οτι μέσα σε αυτο οι γυναίκες έραβαν ως φυλαχτό κομμάτι απο πρόσφορο, για να προστατεύονται «απο το κακό».
Σαν παντρεμένη, απο την στιγμή που θα γεννήσει το πρώτο της παιδί, περίπου ένα χρόνο μετά το γάμο δηλαδή, όπως συμβαίνει σε όλη την Ελλάδα, η γυναίκα του Γιδά αρχίζει να αφαιρεί απο το κεφαλοδέσιμό της διακοσμητικά εξαρτήματα. Πρώτες φεύγουν οι φούντες και έτσι έχουμε αυτόν τον κεφαλόδεσμο το «κατσούλι με τα μαγλικοτάρια»
Το ενδιαφέρον σε αυτό τον κεφαλόδεσμο είναι οτι τα μαγλικοτάρια μας δίνουν μια σαφή εικόνα της οικονομικής κατάστασης της νέας της οικογένειας σε αντιδιαστολή με την πατρική της οικογένεια. Το εμπρός μαγλικοτάρι ανήκει στην οικογένεια του συζύγου. Το πίσω στην πατρική οικογένεια. Ανάλογα λοιπόν το μέγεθος και τις αλυσίδες μπορεί κανείς με μια ματιά να καταλάβει αν η κοπέλα είχε «κακοπέσει» στο γάμο της ή αν είχε την τύχη να μπεί σε πλούσιο σπίτι.
Όσο η γυναίκα μεγαλώνει τα κοσμήματα αφαιρούνται πλέον και αντικαθίστανται απο ένα μαντίλι που καλύπτει τα μάγουλα και το σαγόνι. Έτσι έχουμε το «κατσούλι» της μεσήλικης.
Αν δε ο θάνατος χτυπήσει την πόρτα της οικογένειας τότε όλο το κεφαλοδέσιμο είναι στα μαύρα, ένα χοντρό μαύρο μαντίλι που καλύπτει μάγουλα και λαιμό
Όλοι αυτοί οι κεφαλόδεσμοι παρουσιάζονται αναλυτικά σε ένα τμήμα του κάτω ορόφου της συλλογής και μας εισάγουν στον λαϊκό πολιτισμό του Γιδά… αλλά δεν έχουμε μόνο αυτά… η περιήγηση στο Μουσείο Μελίκη συνεχίζεται…
Μια επίσκεψη στη Βόρεια Εύβοια και στη Λίμνη Ευβοίας θα είναι ελλιπής αν κάποιος παραλείψει να επισκεφτεί την Συλλογή Παραδοσιακών Φορεσιών της Ελλάδας του κυρίου Ανδρέα Πέρη.
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Η αλήθεια είναι ότι είχα υποσχεθεί στον κ. Πέρη να περάσουμε από το Μουσείο του από πολύ καιρό. Πριν δύο χρόνια γνωριστήκαμε με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου μου «Παραδοσιακές Ελληνικές Φορεσιές Βόρεια Εύβοια», (εκδ. Φυλάτος, 2014) στην γραφική κωμόπολη της Λίμνης, αλλά δεν στάθηκε δυνατό να βρεθεί ένα απόγευμα ελεύθερο, ώστε να απολαύσουμε με την ησυχία μας την συλλογή του. Φέτος όμως το πήραμε απόφαση. Έτσι νωρίς το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης βρεθήκαμε έξω από την πόρτα του παραδοσιακού κόκκινου σπιτιού του, έχοντας ειδοποιήσει τον κ. Πέρη από μέρες, ώστε να μας περιμένει για να μας ξεναγήσει.
Ο κύριος Ανδρέας Πέρης- Παπαγεωργίου αποτελεί ένα από τα μεγάλα – εν ζωή- κεφάλαια της κωμόπολης της Λίμνης. Χορευτής, χορογράφος και τέως διευθυντής της Επαγγελματικής Σχολής Χορού και του «Ελληνικού Χοροδράματος» της Ραλλούς Μάνου, ο κύριος Πέρης ασχολήθηκε εδώ και πολλά χρόνια με την έρευνα της μουσικοχορευτικής παράδοσης της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Λίμνης Ευβοίας, και έγινε ιδρυτής και πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Παραδοσιακών Χορών «Το Λύμνι».
Στο παραδοσιακό Λιμνιώτικο σπίτι του, που χτίστηκε το 1895 κοντά στην κεντρική εκκλησία της Παναγίας και κληρονόμησε από τη μητέρα του, Ευαγγελία Αργυροπαίδου-Παπαγεωργίου, ο κ. Πέρης εκθέτει την εκτεταμένη ιδιωτική του Συλλογή Εθνικών αυθεντικών Ενδυμασιών που καλύπτουν σχεδόν όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Στις βιτρίνες μετρήσαμε περισσότερα από 80 σύνολα ενδυμάτων που εκτίθενται σε δύο αίθουσες (ισόγειο και υπόγειο) ενώ η συνολική συλλογή περιλαμβάνει τουλάχιστον τριπλάσια κομμάτια. Τα κομμάτια της συλλογής χρονολογούνται από τον πρώιμο 19ο αιώνα, ίσως και νωρίτερα και φτάνουν μέχρι τα μέσα του 20ου.
Ο κ. Πέρης μας αφιέρωσε ένα ολόκληρο απόγευμα να μας ξεναγήσει στα εκθέματα της συλλογής του και να μοιραστεί μαζί μας την πολύτιμη εμπειρία του, ως συλλέκτης και ερευνητής τα τελευταία πενήντα χρόνια . Για κάθε άνθρωπο που αγαπά τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό και μαγεύεται από την έμφυτη καλαισθησία και τον ενδυματολογικό πλουραλισμό των προγόνων μας, η ξενάγηση του κ. Πέρη μπορεί πραγματικά να ταξιδέψει τον ακροατή μέσα στο χρόνο. Αυτό που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι το χαρακτηριστικό πάθος του, ένα πάθος που τον διατηρεί σε πνευματική ακμή και το οποίο είναι και η κινητήρια δύναμη για τα όσα κάνει.
Ο κύριος Πέρης μας μίλησε αναλυτικά για την ιστορία της Λίμνης και την ενδυματολογική της ιδιαιτερότητα σε αντίθεση με τα υπόλοιπα χωριά της Βόρειας Εύβοιας. Όπως είδαμε, η Λίμνη έχει νησιώτικη κουλτούρα. Οι Λιμνιώτισσες φορούσαν νησιώτικες ενδυμασίες με φουστάνι σε αντίθεση με τις γυναίκες των όμορων χωριών που φορούσαν τα σεγκούνια, ενώ οι άντρες είχαν ως γιορτινή φορεσιά τους την γαλάζια βράκα, που διαφοροποιείται χρωματικά από τις σκούρες μπλέ νησιώτικες βράκες. Η βαφή τους γινόταν με λουλακί χρώμα του εμπορίου και στη συλλογή του κ. Πέρη περιλαμβάνεται εκτός από τις ενδυμασίες κι ένα μεγάλο πήλινο δοχείο-πιθάρι με γυαλωμένο στόμιο και στρογγυλεμένο πάτο σε ξύλινη βάση, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς υφασμάτων και το οποίο ανήκει στην οικογένειά του. Η συλλογή του με Λιμνιώτικες φορεσιές, περιλαμβάνει τις πλήρεις φορεσιές των γυναικών και ανδρών της οικογένειάς του, αλλά και ενδυματολογικά σύνολα που δωρήθηκαν στη Συλλογή από συντοπίτες του.
Εν συνεχεία ακολουθούν φορεσιές από την περιοχή της Αγίας Άννας και τα χωριά της περιοχής της Αιδηψού, οι οποίες συνοδεύονται από την κατάλληλη αρματωσιά (τα κοσμήματα). Στις αναμνήσεις του κ. Πέρη υπάρχει γλαφυρή η ιδιαίτερη φορεσιά των χωριών του Τελέθριου.
«Η πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου», μας είπε ο κ. Πέρης, «είχε παντρευτεί στις Γαλτσάδες. Τα πατρικά σπίτια μας ήταν κοντά, και είχε έρθει να δει τις αδερφές της και είχε μαζί της τη συμπεθέρα της. Θυμάμαι τις γιαγιές αυτές τις δύο, ήμουν μικρό παιδάκι, που φορούσαν μαύρα σεγκούνια και με πράσινο γαρνίρισμα γύρω γύρω και η ποδιά τους ήταν μαύρη με πράσινο γύρω γύρω.»
Η έκθεση προχωράει με φορεσιές από την Κεντρική και Νότια Εύβοια. Τα σύνολα είναι ενδεικτικά των περιοχών και κάνουν σαφή τον ενδυματολογικό χάρτη του νησιού. Ο κ. Πέρης μας ανέφερε πολλές πληροφορίες για την κατεργασία του βαμβακιού και του μεταξιού που γινόταν στην περιοχή της Λίμνης.
«Κάθε σπίτι έφτιαχνε εκείνη την εποχή μετάξι. Και μέσα στο σπίτι μας βρήκαμε μασούρια από μετάξι στα μπαούλα της γιαγιάς. Παρόλα αυτά, η μητέρα μου μού είπε οτι το λεπτό μετάξι δεν το ύφαιναν εδώ, το αγοράζανε… Κυρίως το έφερναν από την Πόλη, από τη Σμύρνη, από την Καλαμάτα ή την Κύμη. Τα πουκάμισα ολόκληρα τα μεταξωτά τα έφερναν από την Πόλη. Της γιαγιάς του πατέρα μου το πουκάμισο έχει διασωθεί αλλά είναι πολύ παλιό, το πιάνεις και λιώνει, γιατί το μετάξι όπως είναι διπλωμένο καίγεται… Θυμάμαι την Νανά την Παπαντωνίου που μου έλεγε ότι όποτε τα βγάζω να τους αλλάζω το δίπλωμα, να μην είναι διπλωμένα στο ίδιο σημείο γιατί καταστρέφονται. Και η Κύμη έβγαζε λεπτό μετάξι… στη Σαλαμίνα λέγεται ότι πήγαν Κυμιώτισσες που τους έμαθαν πώς να κατεργάζονται και να υφαίνουν το μετάξι και έτσι άρχισε εκεί η παραγωγή μεταξιού. Εδώ στην Βόρεια Εύβοια έφτιαχναν το κουκουλάρικο μετάξι. Ακόμη οι μουριές υπάρχουν σε μερικά σπίτια, όπως μπροστά στο σπίτι του παππού μου.»
Η έκθεση συνεχίζεται με ένα πολύχρωμο τοπίο φορεσιών από περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου: Μεσόγεια Αττικής, όπου θα σταθούμε στις τρείς φορεσιές με τα τριών ειδών φούντια, διαφορετικών χρονικών περιόδων με εμφανή την διαφορά στα χρώματα και στο κέντημα, μία εκ των οποίων χρονολογείται στα 1850. Ακολουθούν φορεσιά Σαλαμίνας, Δεσφίνας, Περαχώρας Πελοποννήσου, Στεφανοβίκειου και Μηλιών Πηλίου, Σκύρου, Σκιάθου και Λέσβου. Δίπλα τους υπάρχουν φορεσιές του Βόρειου Αιγαίου και των Δωδεκανήσων.
Ο κάτω όροφος φιλοξενεί τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Ανάμεσα στα σπάνια ενδύματα της συλλογής θα σημειώσουμε εδώ την παρουσία ενός καραγκούνικου σαγιά του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα διακοσμημένου με μαιανδρικά κεντήματα καθώς και δύο φορεσιών από τα Χάσια Γρεβενών (εκτίθεται η μία), με ιδιαίτερη ιστορία.
«Περηφανεύομαι», μας είπε ο κ. Πέρης, «ότι έχω δύο ολόκληρα κοστούμια, τα οποία είναι από το ίδιο σπίτι, από τα Χάσια Γρεβενών. Έχει ένα το Μπενάκη και ένα το Μουσείο Μακεδονίας… Δεν έχω δει πουθενά αλλού σε άλλη συλλογή κι αυτό που έχει η Νανά (Παπαντωνίου) στο βιβλίο της είναι του Μπενάκη. Αυτά τα σύνολα μου τα πούλησε ο άνθρωπος που τα είχε γιατί ήθελε να στείλει την κόρη του στο εξωτερικό για σπουδές… η ανάγκη τον έκανε. Η κυρία αυτή που τα είχε στην συλλογή της ήταν φίλη της Χατζημιχάλη, μαζί έκαναν τις περιοδείες στην Μακεδονία, την εποχή του Μεταξά, περίπου το 1936. Αυτή η κυρία τα είχε λοιπόν είχε αγοράσει τότε, πριν τον πόλεμο, από σπίτι για την προσωπική της συλλογή, μαζί με τις ποδιές και με όλα. Μαζί με τη Χατζημιχάλη γύριζαν τα χωριά και έβγαλαν φωτογραφίες που διασώζονται στο Μπενάκη. Δυστυχώς, όλα τα χωριά αυτά τα έκαψαν οι Γερμανοί μετά, για το λόγο αυτό και δεν σωθήκανε πολλές φορεσιές. Είναι όλα με μαλλί κεντημένα. Και εδώ υπάρχει το δέντρο της ζωής σαν κέντημα, που το συναντάμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας αλλά και σε όλα τα Βαλκάνια.
Πάνω στη Μακεδονία όλα τα κεντήματα στα ρούχα ήταν με μαλλί. Το μοναδικό πουκάμισο που έχω βρεί να είναι κεντημένο με μετάξι στον ποδόγυρο είναι από τη Σκοπιά (σημ. Σερρών). Όλα τα άλλα είναι με μαλλί. Υπήρχαν και πουκάμισα κεντημένα με χάντρες στα μανίκια και στον ποδόγυρο, όπως αυτά της περιοχής της Φλώρινας, που έλεγε η Νανά ότι ήταν τα νυφικά. Σε κοντινές περιοχές και στη Μακεδονία βλέπουμε να υπάρχουν τα ίδια σχέδια στα ρούχα αλλά κεντημένα με άλλα χρώματα, βαμμένα με φυτικές βαφές. Το μαύρο το έβγαζαν από τα φλούδια από τα ρόδια που έκαιγαν στη φωτιά, τα έτριβαν και με άλλες προσμίξεις έπαιρναν μαύρο χρώμα. »
Πολλά και ενδιαφέροντα μας είπε ο κ. Πέρης και για τους παραδοσιακούς χορούς.
«Και οι χοροί κάθε περιοχής σχετίζονται και με την φορεσιά. Η Μακεδονία μεν έχει χορούς πιο ζωηρούς όμως είναι πιο κοντά τα ρούχα ενώ στην Ηπειρο είναι πιο μακριά γιατί οι χοροί είναι αργοί. Οι Μακεδόνισσες, φοράν τις κάλτσες τις μάλλινες από κάτω και από πάνω έχουν μάλλινα σεγκούνια. Τα πουκάμισά τους όμως δεν είναι κανένα μάλλινο. Ενώ στη Θράκη που είναι το κρύο το κλίμα υπάρχουν και μάλλινα από μέσα. Όσο για το μετάξι, δεν φορούσαν μεταξωτά γιατί το μετάξι ήταν ακριβό, το πουλούσαν…»
Όσα και να γράψω, δεν μπορώ σε αυτή τη ανάρτηση να αναφέρω παρά ελάχιστα από τα όσα μάθαμε από το στόμα του κ. Πέρη. Για να μην σας κουράσω με λεπτομέρειες, περάσαμε μέσα στο χώρο του Μουσείου τρείς ώρες κατά τις οποίες χαρήκαμε την συζήτηση με αυτόν τον αειθαλή άνθρωπο με την ευγενική πρόθεση να συνεισφέρει τις γνώσεις του σε όποιον ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για την ελληνική παραδοσιακή φορεσιά…
Με τον κύριο Ανδρέα Πέρη στο χώρο της έκθεσης
Να αναφέρω επίσης ότι ο κ. Πέρης σε συνεργασία με τον ζωγράφο κ. Γήση Παπαγεωργίου έχουν δημιουργήσει μια σειρά βιβλίων με ζωγραφικές απεικονίσεις των φορεσιών της συλλογής του κ. Πέρη που αφορούν πολλές περιοχές Ελλάδας υπο τον τίτλο «Ελληνικές Παραδοσιακές Φορεσιές». Οι τόμοι κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μίλητος και από την Ελληνοαμερικανική ένωση.
Κλείνοντας θα ήθελα να σας ενθαρρύνω αν βρεθείτε στην γραφική κωμόπολη της Λίμνης να μη χάσετε την ευκαιρία να επισκεφτείτε τη Συλλογή Ελληνικών Ενδυμασιών του κ. Πέρη και κυρίως να κουβεντιάσετε μαζί του. Η ενέργειά του και το πάθος του είναι σίγουρο ότι θα σας αιχμαλωτίσουν.
To άρθρο αναρτήθηκε πρώτη φορά απο τη συγγραφέα στον ιστοχώρο Δίαυλος