Αρχείο ετικέτας ελληνικά φαγητά

Βασιλοπιτα: ένα έθιμο με μεγάλη ιστορία!

Η αλλαγή του χρόνου συνοδεύεται πάντα με την κοπή μιας πίτας – ενός γλυκίσματος όπως συνηθίζεται σήμερα – γνωστού σε όλους ως Βασιλοπιτα. Και αλήθεια είναι οτι η Βασιλοπιτα είναι ένα έθιμο που κρατιέται πατροπαράδοτα απο γενιά σε γενιά και δεν νοείται πρωτοχρονιά δίχως την παρουσία της.

Ωστόσο λίγοι γνωρίζουν οτι οι ρίζες του εθίμου αυτού μας οδηγούν στην μακρινή αρχαία Ελλάδα. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας συνήθιζαν σε μεγάλες αγροτικές γιορτές να προσφέρουν άρτους στους Θεούς. Τέτοιες γιορτές ήταν τα Θαλύσια, γιορτή του θερισμού προς τιμήν της Θεάς Δήμητρας όπου προσέφεραν την απαρχή των δημητριακών και έφτιαχναν τον «Θαλύσιο άρτο» και τα Θαργήλια, γιορτή του Απόλλωνα, οπότε έψηναν τον «θάργηλο» ή την «ευετηρία».

Αλλά κατεξοχήν προσφορά άρτου γινόταν στα Κρόνια, γιορτή που τελούνταν την νύχτα της εαρινης ισημερίας (21 Ιουνίου – 12η μέρα του μήνα Εκατομβαιώνος  σύμφωνα με το αρχαίο ημερολόγιο). Η γιορτή αυτή περιλάμβανε ευχαριστήριες θυσίες για το τέλος της συγκομιδής, και κάθε νοικοκυριό θα έπρεπε να προσφέρει ως θυσία στον Κρόνο, άρτο και φρούτα. Για να μνημονευθεί, μάλιστα, η εποχή του χρυσού αιώνα της βασιλείας του Κρόνου (προτού τον εκθρονίσει ο γιος του Ζευς), κατά την οποία μεταξύ των ανθρώπων επικρατούσαν ευδαιμονία και ελευθερία, επέτρεπαν στους δούλους να συμπεριφέρονται ως ελεύθεροι. Την ημέρα αυτή επίσης οι δούλοι θα έπρεπε να κάθονται στο ίδιο τραπέζι με το αφεντικό ως αποζημίωση για τον τόσο κόπο που έκαναν στην συγκομιδή της σοδειάς.

Τα Κρόνια (που κατά παραφθορά μπορούν να γίνουν και Χ-ρόνια) κατά τη ρωμαϊκή εποχή συνδέθηκαν με τον θεό Saturnus, τον αντίστοιχο Θεό του ρωμαϊκού πανθέου και εορτάζονταν στις 17 Δεκεμβρίου με παρόμοιο τρόπο. Η γιορτή αυτή περιλάμβανε δημόσια αργία, καθώς και διάφορα έθιμα, όπως την ανταλλαγή μικρών δώρων ή υπαίθριες αγορές. Είναι ενδιαφέρον οτι την ημέρα της γιορτής και για τις επόμενες τρείς ημερες αναστέλλονταν η απαγόρευση στα τυχερά παιχνίδια, τα οποία επιτρέπονταν ακόμα και για τους δούλους.

Κατά την 21η και την 22α Δεκεμβρίου γινόταν αγορά, στην οποία πωλούσαν αγαλματίδια που ονομάζονταν σιγιλάρια (sigillaria). Σύμφωνα με το έθιμο, οι εορτάζοντες έπρεπε να αγοράζουν τέτοια αγαλματάκια και να τα προσφέρουν στους γνωστούς και φίλους τους, ευχόμενοι «Bona Saturnalia». Οι πλούσιοι μοίραζαν στους φτωχούς γενναία χρηματικά βοηθήματα. Μεταξύ των δώρων ήταν και λαμπάδες, επειδή, όπως πίστευαν, το φως τους ενίσχυε το φως τού ηλίου, το οποίο ελαττωνόταν την εποχή αυτή.

Τις περισσότερες πληροφορίες για τις τελετές των Σατουρναλίων μνημονεύει ο Λατίνος συγγραφέας του 5ου μΧ αιώνα Μακρόβιος στο έργο του «Saturnalia». Τα Σατουρνάλια διατηρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα, οπότε καταργήθηκαν υπό την επίδραση του Χριστιανισμού. Ωστόσο, πολλά από τα έθιμά τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαιξία κ.ο.κ.) διατηρήθηκαν και μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς.

Για να πάμε τώρα στη Βασιλόπιτα. Η πίτα αυτή, που ανήκει στα αγροτικά ελληνικά έθιμα σχετίζεται με τον Μέγα Βασίλειο γι αυτό και φέρει το όνομά του. Η παράδοση λέει οτι στην πόλη Καισάρεια όπου ήταν επίσκοπος ο Μέγας Βασίλειος ένας σκληρός έπαρχος της Καισαρείας, επέβαλε βαρύτατους φόρους για να αγοραστούν πολεμικά εφόδια εκείνης της εποχής για την αυτοκρατορία ή για να εξαγοραστούν αιχμάλωτοι πολέμου.

Μη έχοντας οι κάτοικοι να πληρώσουν, κατέφυγαν στον επίσκοπό τους. Τότε ο Άγιος τους προέτρεψε να μαζέψουν όλα τα κοσμήματα των γυναικών τους και να τα βάλλουν σε ένα κιβώτιο.

Ύστερα από λίγες μέρες, ο Άγιος πήρε το κιβώτιο με τα κοσμήματα και πήγε στον έπαρχο για να τα παραδώσει. Ο έπαρχος όμως δεν τα πήρε, Η μία έκδοση λέει ότι ντράπηκε μπροστά στην αγιότητα και στην μεγάλη αυτή μορφή του Μεγάλου Βασιλείου, και η άλλη εκδοχή λέγει ότι δεν τα δέχτηκε επειδή εν τω μεταξύ είχαν απελευθερωθεί οι αιχμάλωτοι. Είτε το ένα ισχύει είτε το άλλο, πάντως τα κοσμήματα επεστράφησαν.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου ένας αχόρταγος στρατηγός – τύραννος της περιοχής, ζήτησε κάποια μέρα να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης αλλιώς θα την πολιορκούσε για να τη λεηλατήσει.

Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία. Τότε ο Άγιος παρακάλεσε τους χριστιανούς να φέρουν απο τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν για να γλιτώσουν την πόλη τους και ο κόσμος τα έφερε και τα μάζεψε σε ένα σωρό. Κάλεσε λοιπον ο Μέγας Βασίλειος το στρατηγό και του τα πρόσφερε.

Αλλά όμως εκεί που πήγε να βάλει χέρι ο αχόρταγος δυνάστης πάνω στα κοσμήματα του κόσμου, φάνηκε μια  λάμψη και αμέσως μετά ένας λαμπρός καβαλάρης όρμησε με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας.

Όπως και να έχει το πράγμα ο Μέγας Βασίλειος τελικά βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να δώσει πίσω τα χρυσαφικά στους κατοίκους της Καισάρειας και να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αλλά πώς θα ήξερε σε ποιόν ανήκε τι; Προσευχήθηκε λοιπόν και μετά κάλεσε τις γυναίκες να ζυμώσουν όλες από ένα ψωμάκι. Μέσα στον καθένα άρτο έβαζε και ένα χρυσαφικό. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε τυχαία, σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Η παράδοση λέει οτι κατά θαυμαστό τρόπο καθένας πήρε ο,τι πραγματικά του ανήκε.

Εις ανάμνηση της ιστορίας αυτής και σήμερα στην Βασιλόπιτα κρύβουμε ένα νόμισμα που θεωρείται γούρι και τύχη για αυτόν που θα το κερδίσει. Η λέξη «γούρι» θεωρείται πως προέρχεται από το λατινικό augurium (του ρήματος auguro = αυξάνω), που σημαίνει οιωνός ή και από τη τουρκική λέξη uğur. Γενικά το νόμισμα θεωρείται αντιβασκάνιο φυλαχτό και ιδίως αν είναι κωνσταντινάτο.

Παλιότερα στη Βόρεια Εύβοια μέσα στην Βασιλόπιτα έκρυβαν τρια κλαδάκια. Ένα απο αμπέλι, ένα απο στάχυ και ένα απο πουρνάρι. Σε όποιον τύχαινε το κλαδάκι αμπελιού έλεγαν θα γινόταν καλός αμπελουργός, αυτός με το στάχυ, καλός γεωργός, και εκείνος που θα πετύχαινε το πουρνάρι, καλός τσοπάνος.

Οι λαογράφοι συνδέουν επίσης τη βασιλόπιτα με τα «μελίπηκτα» τις αρχαίες προσφορές τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας και της καλής τύχης. Σε αυτή  τους την άποψη συνεπικουρεί ο τρόπος κοψίματος της Βασιλόπιτας απο τον πατέρα- αρχηγό της οικογένειας αφού πρώτα τη σταυρώσει με το μαχαίρι και ευχηθεί καλή χρονιά. Τα πρώτα κομμάτια είναι του Χριστού, της Παναγίας, του Αγίου Βασίλη, του σπιτιού (το πνεύματα της οικίας), του φτωχού, (των μαγαζιών, των κτημάτων και των ζώων αν υπάρχουν) και μετά ακολουθούν τα μέλη της οικογένειας με τη σειρά και οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι.

Σας εύχομαι καλή χρονιά με υγεία , χαρά και κάθε καλό!

Πηγες

https://www.sansimera.gr/articles/1029

https://www.youweekly.gr/article/weird/163823-i-istoria-tou-polipothitou-flouriou-sti-vasilopita

http://www.gorgopotamosvillage.gr/laografia/protoxronia/basilopita.htm

https://www.ekklisiaonline.gr/nea/agios-vasilios-1-ianouariou-i-zoi-to-ergo-tou-ke-i-vasilopita-tin-protochronia/

https://www.achaianews.gr/news/61-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-2/32737-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%AD%CF%81%CF%87%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BB%CF%8C%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%82

Advertisement

Συνταγές από τη βυζαντινή εποχή! κοπιάστε να φάμε

Αν και οι αγιογράφοι του 11ου και του 12ου αι. παραμένουν πιστοί στο παραδοσιακό ιδεώδες της νηστείας, οι λιγότερο συντηρητικές πηγές προσφέρουν ένα πλούτο πληροφοριών για το αυξημένο ενδιαφέρον για το φαγητό και τη μεγαλύτερη διαθεσιμότητα πρώτων υλών. Η ποικιλία των λαχανικών, των φρούτων και των καρυκευμάτων -μαύρο πιπέρι,  κύμινο, μέλι, ελαιόλαδο, ξύδι, αλάτι, μανιτάρια, σέλινο, πράσα, μαρούλια, ραδίκια, σπανάκι, γογγύλια, μελιτζάνες, λάχανο, σέσκουλα,  αμύγδαλα, ρόδια, καρύδια, μήλα, φακές, σταφίδες, κ.λπ.- τα οποία αναφέρονται από τον Πτωχοπρόδρομο ( ca 1166, Poèmes prodr. nο.2.38-45)  ως τρόφιμα που υπήρχαν στην κουζίνα ενός φτωχού της Κωνσταντινούπολης,  καθρεφτίζει τόσο το ενδιαφέρον για το καλό φαγητό όσο και για τη μεγάλη διαθεσιμότητα των πιάτων.  Φυσικά, πάνω από όλα  το φαγητό στην Κων/πολη των Κομνηνών ήταν μια σύνθεση της διατροφής του παρελθόντος  με τα πολλά νέα υλικά και τις γαστρονομικές καινοτομίες του 11ου και του 12 αιώνα.

10984574_424427751053321_1799114964747422034_o

TO ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΔΕΙΠΝΟ (ΕΔΩΔΙΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)

ΜΕΝΟΥ

για ένα πλούσιο τραπέζι

σφουγγάτο

απάκι

χοιρινό συκώτι μαγειρεμένο με κρασί

κουνέλι μαγειρεμένο με κόκκινο κρασί και ναρδόσταχυ

ψητό χοιρινό  αλειμμένο με ξυδόμελο

σιλιγνίτης, ένα πολύ λευκό ψωμί

ρυζόγαλο με κατσικίσιο γάλα και  μέλι

γλυκό κυδώνι

κόνδιτο

θασόροφο (?)

ΜΕΝΟΥ

για ένα φτωχότερο τραπέζι

κάππαρη σε ξιδόμελι

μαύρες ελιές με σιναπόσπορο

αντίδια με γάρο και ελαιόλαδο

λάχανο με γάρο, ελαιόλαδο και ξίδι

φάβα μαυρομάτικων φασολιών αρτυμένη με ξίδι και μέλι

διάφορα είδη ψωμιών φτιαγμένα με αλεύρια κατώτερων δημητριακών

Τα όσπρια ήταν μια διαδεδομένη πηγή πρωτεϊνών για τους αγρότες, τους φτωχούς και τους μοναχούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα ξέβραζαν για να τα κάνουν πιο εύπεπτα. Οι ελιές, το τυρί, τα αυγά, τα άγρια χόρτα και τα λαχανικά έπαιζαν επίσης σπουδαίο ρόλο στη διατροφή των κατώτερων τάξεων. Τα λαχανικά καταναλώνονταν ωμά, βρασμένα, μαγειρεμένα, τηγανιτά.   Και παρ’ όλο που υπήρχαν λαχανόκηποι σε όλες τις πόλεις,  πολλά από αυτά που ξέρουμε σαν βυζαντινά χλωρά ηδύσματα και «πολυτελή» αρωματικά (π.χ. κρόκος) παρέμειναν προϊόντα της γεωργικής παραγωγής.

Με το Βόσπορο και την Προποντίδα να τους προσφέρουν άφθονα αλιεύματα, δεν είναι περίεργο που οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης ήταν ψαροφάγοι. Εντούτοις κατά τον 11ο και 12ο αι. σημείνεται αξιόλογη αύξηση της κατανάλωσης κρέατος.  Χοιρινά, πρόβεια και κατσικίσια κρέατα είχαν μεγάλη διάδοση στα τραπέζια. Αυτά που προέρχονταν από  νεαρά ζώα συνήθως προσφέρονταν βραστά ή ψητά.  Λαγοί, γαζέλες από την Ανατολία, άγρια γαϊδούρια (όναγροι) ανήκαν στα δημοφιλέστερα είδη για αυτοκρατορικό κυνήγι.   Οι φτωχοί και οι αγρότες έτρωγαν μικρό κυνήγι, εντόσθια και ίσως κάποιο πουλερικό από αυτά που εξέτρεφαν οι ίδιοι.

Δείτε περισσότερα

https://historyofgreekfood.wordpress.com/tag/%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%AE-%CE%B3%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1/

πηγη

Το γλυκό του κουταλιού στην βυζαντινή και ελληνική παράδοση

Το γλυκό του κουταλιού χαρακτηρίζεται ως ένα αμιγώς ελληνικό γλυκό, του οποίου οι ρίζες καταλήγουν στην απώτερη αρχαιότητα. Βέβαια για την εποχή εκείνη, που δεν υπήρχε η ζάχαρη, το κύριο γλυκαντικό ήταν το μέλι. Έτσι οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαχναν ένα γλυκό με κυδώνια τα οποία έβραζαν μέσα στο μέλι  το οποίο είχε την ονομασία «μελίμηλον«.

Η ζάχαρη ήταν δημιούργημα των Αράβων οι οποίοι επεκτείνουν την καλλιέργεια του σακχαροκάλαμου απο την Μέση Ανατολή στη Μεσόγειο. Από το σακχαροκάλαμο δημιουργούν ζάχαρη η οποία είναι ένα ακριβό εξαγώγιμο προϊόν το οποίο μπαίνει στην αγορά του Βυζαντίου κατά την περίοδο των Κομνηνών, (11ος αιώνας) αλλά πωλείται σαν φάρμακο, σε πολύ υψηλή τιμή.  Η αυτοκρατορική αυλή και οι ηγούμενοι των μεγάλων μοναστηριών παρόλα αυτά έχουν τη δυνατότητα να το προμηθεύονται. Έτσι δημιουργούνται  γλυκίσματα πολυτελείας. Τα γλυκά του κουταλιού  όπως και ορισμένα γλυκά όπως το ρυζόγαλο έχουν τις ρίζες τους σ’ αυτή την εποχή.

Στη Βυζαντινή εποχή η ονομασία του γλυκού του κουταλιού είναι μάλλον «γλύκισμα μετά των δισκαρίων» ή «γλύκισμα με τας απαλαρέας»

Ο Φτωχοπρόδρομος, ένας καλόγερος που φαίνεται οτι έζησε κατά την εποχή του Μανουήλ Κομνηνού (1150μΧ)  κάνει αναφορά στα γλυκίσματα αυτά στο ποίημά του όπου στηλιτεύει την τρυφηλή ζωή των Ηγουμένων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Γράφει : «Εκείνοι (σημ. οι ηγούμενοι των μοναστηριών)τα γλυκίσματα μετά των δισκαρίων  ( ή με τας απαλαρέας)

ημείς δε τα χολόκουκα καθ’ ώραν με το μόδιν» (Θεοδώρου Προδρόμου, «Κατά Ηγουμένων», στιχ. 419, στο Κοραής Αδαμάντιος, Άτακτα, 1828, σελ. 29)

Ο Αδαμάντιος Κοραής σχολιάζει το στίχο : «Ο δε Δουγγάκιος ανέγνωσε (σημ. το «μετά των δισκαρίων)  μετά των δύο καρύων.  Ηθελ’ έχειν ποσήν πιθανότηταν αν εγράφετο με το δια καρύων, δια να σημαίνει το πλέον γνωστό και σύνηθες ακόμη την σημερον γλύκισμα από χλωρά καρύδια ως έλεγαν το δια κιτρίου, δια ρόδων κα. (…) Η απαλαρέα δεν είναι πλην δισκίου ή πινακίου ήγουν αγγείον πλέον πλατυτέρου παρά βαθυτέρου. (Αδαμάντιος Κοραής, Άτακτα, 1828: σελ. 291, 338) Και αλλού γράφει «από το λατινικό apalare είδος κοχλιαρίου (κουτάλι) ή ποτηρίου… (κι αυτό προκύπτει...)  Απο το ελληνικό απαλός επειδή εσήμαινε όχι απλώς καθέν κοχλιάριον αλλά το μεταχειριζόμενο εις την βρώσιν των απαλών αυγων των εις ημάς ονομαζόμενων ροφητών. (ρουφηχτά αυγά μάλλον εννοεί τα μελάτα) (ο.π., σελ.262) …. Αλλά τό όνομα φαίνεται να σημαίνει και άλλα διαφόρου μεγέθους αγγεία όπως δισκάριον.»

Όπως και να έχει το «γλυκό στο δισκάριο» ως βυζαντινό γλυκό διεσπάρη στα Βακάνια. Οι Τούρκοι το βρήκαν και το υιοθέτησαν.  Με την ανατολίτικη πινελιά, παραμένει στον ελληνικό χώρο και από οτι βλέπουμε το 1828 ο Αδαμαντιος Κοραής αναφέρει πολλές επιλογές του : με χλωρά καρύδια, (το καρυδάκι που λέμε σήμερα), δια κίτρου (κίτρο) , δια ρόδων (τριαντάφυλλο). Μάλιστα το 1842 ιδρύεται το πρώτο ελληνικό ζαχαρουργείο κοντά στο χωριό Kαινούργιο της Λοκρίδας, ύστερα από σύμβαση που υπέγραψε το 1839 το Eλληνικό Δημόσιο με Γαλλοβελγική Eταιρία. H εταιρία όμως χρεωκόπησε και η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε.

Πολλοί περιηγητές αναφέρουν τη συνήθεια αυτή των Ελλήνων η οποία ήταν να κερνούν τους ξένους καφέ και γλυκό, το οποίο παρομοιάζουν με μαρμελάδα, συνοδευόμενο απο ένα ποτήρι κρύο νερό.

Στο μπλογκ Balcon3 βρηκαμε οτι και οι Τούρκοι κάνουν γλυκά κουταλιού

Μουσουλμάνα στη οικία της. Βλέπουμε το πιατάκι με το κουταλάκι κάτω δεξια΄LEWIS, John F. Lewis’s Illustrations of Constantinople made during a Residence in that City in the Years 1835-6. Arranged and drawn on Stone from the Original Sketches of Coke Smyth by John F. Lewis, Λονδίνο, T. Mc.Lean, D & P. Colnaghi and John F. Lewis [1838].
«Έπρεπε να ψάξω πολύ για να βρω γλυκό του κουταλιού προς πώληση στην Τουρκία (τελικά κατά τύχη βρέθηκα με ένα βάζο γλυκό ντοματάκι από τη Malatya, ομολογουμένως αριστουργηματικό). Το γλυκό του κουταλιού γενικώς ονομάζεται  ρετσέλι (reҁeli), ονομασία που χρησιμοποιείται και για τη μαρμελάδα. Μία φίλη Τουρκάλα μου εξήγησε ότι η μαρμελάδα κανονικά λέγεται “marmelata” – παρόλα αυτά η χρήση φαίνεται να είναι παρόμοια, όπως είπε και η ίδια το reҁeli σπάνια προσφέρεται στους καλεσμένους, αλλά προορίζεται για κατ’οίκον κατανάλωση (π.χ. στο χορταστικό τουρκικό πρωινό). Άκουσα επίσης και για ένα άλλο, εξίσου σπάνιο πλέον στα Βαλκάνια γλυκό, το μελιτζανάκι και τέλος γεύθηκα ένα εξαιρετικό κέρασμα με ολόκληρο κάστανο σε σιρόπι από την Προύσα. Το πλέον παραδοσιακό γλυκό του κουταλιού της Ανατολίας είναι το τριαντάφυλλο, που βέβαια μοιάζει οπτικά με μαρμελάδα, αλλά απαιτεί εξαιρετική επιδεξιότητα στην παρασκευή του, αντίθετα με τις κοινές μαρμελάδες. Αυτό το γλυκό θα το βρείτε πιο εύκολα στα μαγαζιά.(…) Επίσης γλυκό του κουταλιού προσφέρεται και στα Σκόπια. Εκεί το λένε statko. Χρησιμοποιείται και η ονομασία ρετσέλι, αλλά για συγκεκριμένα γλυκά και κυρίως για το γλυκό σταφύλι. »

Για όσους είναι μεγαλύτεροι πιθανώς θα θυμούνται οτι οι παππούδες τους έβραζαν τα κυδώνια μέσα στο πετιμέζι για να τα διατηρήσουν πολύ καιρό. Κι εδώ στην Εύβοια το γλυκό αυτό λεγόταν «ριτσέλι» ή «ρετσέλι» και προφανώς η ονομασία του είναι τούρκικη.

Στην Ελλάδα το γλυκό του κουταλιού έχει εξελιχθεί σε τοπικό προϊόν αφού εκτός από τα συνηθισμένα (βύσσινο, κεράσι, κυδώνι κλπ) τα ιδιαίτερα προϊόντα της ελληνικής υπαίθρου που ευδοκιμούν σε ορισμένα μέρη κάνουν εξαιρετικά γλυκά κουταλιού με ιδιαίτερη γεύση. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά το κουμ κουάτ της Κέρκυρας, το κίτρο της Νάξου, το φιρίκι στο Πήλιο ή το κάστανο στον Όλυμπο.

Παλιότερα υπήρχαν ειδικά ασημικά σκεύη για το γλυκό του κουταλιού, ασημένια μπωλ με τα κουταλάκια να κρέμονται τριγύρω τους, χαρακτηριστικά είδη της γαννιώτικης ασημουργίας.

Το τελετουργικό ήταν να πάρει ο καλεσμένος το πιατάκι του και να βάλει απο το μπωλ όση ποσότητα ήθελε…

Τι λέτε; Σας άνοιξα την όρεξη για ένα γλυκάκι;

 

 

Βυζαντινές συνταγές που μας θυμίζουν σύγχρονα πιάτα

Το φαγητό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον πολιτισμό ενός τόπου, αλλά και με την ιστορικό πολιτισμό του. Έτσι ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός και η γευστική του  ταυτότητα είναι κι αυτός στενά συνδεδεμένος με το Βυζάντιο. Αρκετές γεύσεις του Βυζαντίου μοιάζουν πολύ με γνωστά σύγχρονα ελληνικά πιάτα, αρκετά απο αυτά δε, τα συναντάμε και σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο με παραλλαγές. Θέλετε να δούμε κάποια απο αυτά; 
Βυζαντινές συνταγές που μας θυμίζουν σύγχρονα πιάτα:
Σφουγγάτο: Τρίβετε ένα κρεμμύδι, το τσιγαρίζετε, προσθέτετε μυρωδικά και τέλος τα αυγά. (μήπως μοιάζει με την σύγχρονη ομελέτα;)
Λοκάνικα:  Γεμίζετε νεύρα και έντερα με κρέας αρβελισμένον (κιμά) ή αίμα. Σερβίρετε με σάλτσα από κόκκους σινάπεως (μουστάρδα) και πιπέρι. Προαιρετικά συνοδεύετε με ψητά αγριοκρέμμυδα και σπαράγγια με ελαιόγαρο ή οξύγαρο. (μήπως σας θυμίζει τα λουκάνικα;)
Χοιρινομαγειρεία εμβαπτισμένη σε οξύ μελί: Ετοιμάζετε μαρινάτα από ξύδι και μέλι, όπου αφήνετε το χοιρινό για μερικές ώρες. Κατόπιν ψήνετε το κρέας σε πήλινο στο φούρνο μαζί με κολοκύθι ή λάχανο φρέσκο ή αλμαία κράμβη (λάχανο τουρσί).
Συκώτι: Αλείφετε ένα χοιρινό συκώτι με λάδι ή λίπος και το σιγοψήνετε στη σχάρα πασπαλίζοντας κατά διαστήματα με αλάτι και κορίανδρο. 
Όρνις μονθυλευτή: Διαλέγετε ένα τρυφερό κοτόπουλο. Το αφήνετε σε μαρινάτα από κρασί ή ξύδι με καρυκεύματα για λίγες ώρες και μετά το παραγεμίζετε με καρυκεύματα, ψίχα ψωμιού και αμύγδαλα. Το αφήνετε να σιγοβράσει σε κρασί. (κάτι σε κρασάτο κοτόπουλο θα το λέγαμε σήμερα…)
Πλοκούς γαλακτώδης ή φλεψία: Φτιάχνετε πολτό από τραχανά με νερό. Προσθέτετε κρόκους αυγού, βούτυρο και τρίμματα τυριού. Τυλίγετε το μείγμα σε φύλλα ζύμης και ψήνετε στο φούρνο. (ίσως τραχανόπιτα ή τραχανοτυρόπιτα…)
Διπλοτήγανον: Αλευρώνετε μικρά ψάρια και τα τηγανίζετε ώστε να γίνουν μία μάζα. Έπειτα γυρίστε το για να τηγανιστεί και η πάνω πλευρά. Σερβίρετε προαιρετικά με μυττωτόν (σκορδαλιά με πολτό ελιάς). (σήμερα θα το λέγαμε πχ μπακαλιάρο σκορδαλιά)
Φάβατα: Αλέθετε ξερά κουκιά, προσθέτετε νερό και ανακατεύετε μέχρι να γίνει χυλός, βράζετε και προσθέτετε λάδι. Προαιρετικά αρωματίζετε με μυρωδικά ή σερβίρετε με ολόσκορδον (τηγανιτά σκόρδα).(η γνωστή μας φάβα αλλα από κουκιά, όχι απο λαθούρι)
Ψάρια σε «λευκό ζωμό»: Βράζετε μεγάλα ψάρια, όπως συναγρίδα, σε ζωμό από νερό με αλάτι, λάδι, άνηθο και πράσο (ένα είδος ψαρόσουπας…) .
Αμανίται: Τηγανίζετε ή αχνίζετε μανιτάρια και τα σερβίρετε ζεστά, συνοδευμένα με αχλάδια ή πράσα και ραπανίδες.
Σουγλιταρέα: Τυλίγετε μαστούς χοίρων με έντερα και τα ψήνετε στη σούβλα. (μοιάζει με το σημερινό κοκορέτσι)
Κρασάτον λαγομαγείρεμα: Σιγοβράζετε ένα λαγό σε γλυκό κόκκινο κρασί με πιπέρι, γαρύφαλλο και νάρδο (βαλεριάνα). Προαιρετικά προσθέτετε λίγο χοιρινό κρέας ή λίπος. (θα μπορούσε να είναι το σημερινό κουνέλι κρασάτο)
Σευκλογούλια: Σερβίρετε βραστά παντζάρια με τυρί από γάλα βουβάλου (όπως η σύγχρονη μοτσαρέλα).
πηγη άρθρου: https://hamomilaki.blogspot.gr/2010/05/byzantine-recipes.html

Πώς βγήκαν οι λέξεις «κουραμπιές» και «μελομακάρονο»

Η φίλη μου Φρόσω μου έστειλε μια ανάρτηση χτες που μου άρεσε πολύ και πιστεύω οτι και εσείς θα τη βρείτε εξισου ενδιαφέρουσα. Αφορά την ονομασία των δύο πιο δημοφιλών γλυκών της εποχής των Χριστουγέννων, άρρηκτα συνδεδεμένων με την παράδοσή μας.

Σύμφωνα με το site constantinoupoli.com ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, (δρ. κοινωνιολογίας της Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μουσικολόγος και δικηγόρος) έψαξε και βρήκε οτι ο κουραμπιές, (Qurabiya στα Αζέρικα, Kurabiye στα Τούρκικα και φυσικά κουραμπιές στα ελληνικά), προέρχεται απο τις λέξεις Kuru = ξηρό, biye = μπισκότο.

Γράφει η ανάρτηση:

«Όμως, η ονομασία μπισκότο καθιερώθηκε τον Mεσαίωνα, ετυμολογικά προερχόμενη από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δύο φορές (στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον), ως τεχνική ψησίματος για να μην «χαλάει» εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών.

Στα σύγχρονα ιταλικά, η λέξη είναι biscotto (τo cookies έχει φλαμανδική / ολλανδική προέλευση που πέρασε στην αγγλική γλώσσα). Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους Qura /Kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη Qurabiya / Kurabiye, η οποία με αντιδάνεια ξαναγύρισε στη δύση και ελληνοποιημένη πλέον έδωσε το «κουραμπιές» με την έννοια του ξηρού μπισκότου, που διανθίστηκε με αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη κ.λπ.

Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση όσο και αν το μυαλό πάει στο «ιταλικό» μακαρόνι. Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» (επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό). Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.

Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: μέλι+μακαρία = μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του 12ημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια». Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι.»

Καλή όρεξη λοιπόν και Καλές γιορτές με υγεία και χαρά!

Souvlaki 2000 years old! Σουβλάκι 2000 ετών!

«Η Πομπηία του Αιγαίου», το Ακρωτήρι της Σαντορίνης που ήταν μια ευημερούσα πόλη μέχρι την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, ήρθε στο φως για πρώτη φορά από τον καθηγητή Σπύρο Μαρινάτο (ο οποίος σταμάτησε τις ανασκαφές το 1974) και, στη συνέχεια, από τον διάδοχό του Χρίστο Ντούμα, ο οποίος συνεχίζει σήμερα την έρευνά του.

Τα ευρήματα των ανασκαφών αποκάλυψαν οτι το Σουβλάκι, η πεμπτουσία των ελληνικών πιάτων, ήταν ένα δημοφιλές έδεσμα στη Σαντορίνη το 2000 π.Χ., όταν οι Θηραίοι μαγείρευαν το κρέας περασμένο σε ένα ξυλάκι  τοποθετώντας το σε στηρίγματα πάνω στα κάρβουνα με τη βοήθεια του σκεύους που βλέπετε παρακάτω

‘The Pompeii of the Aegean,’ the Akrotiri settlement in Santorini once a prosperous city, was brought to light first by Professor Spyros Marinatos (who stopped excavating in 1974) and then by his successor Christos Doumas, who continues his research today.

Souvlaki, the quintessential Greek dish, was a popular delicacy in Santorini back in 2000 BC,  when Therans cooked meat on a skewer, placing it on supports over the embers with the aid of the cooking facility shown below

 

A pair of clay supports, a portable cooking facility used to grill meat on skewers, shaped in animal form (1600 BC). This is the way prehistoric souvlaki was made

The eruption of the volcano in the 17th century BC covered the laden tables of the Theran people in lava and ash and violently interrupted their otherwise carefree lives – yet thanks to this cloak, which formed the perfect insulation for preserving matter of an organic origin, we now know about the sophisticated diet of our predecessors. Excavations at Akrotiri, the coastal settlement on the southwest of the island, have revealed that the residents of this ancient city loved lamb, goat and fish; salted and sun-dried fish, sea urchins, scallops and clams; dried figs and fresh pomegranate juice; honey, tisanes and spices. They even loved imported delicacies such as snails from Crete. Archaeologists believe that the bon viveurs Therans had also learned how to make beer out of barley through their commercial ties with Egypt. Of course, as far as alcoholic beverages are concerned, the heart of Therans always went, and continues to go, to wine.

Η έκρηξη του ηφαιστείου τον 17ο αιώνα π.Χ. κάλυψε τα φορτωμένα τραπέζια των Θηραίων με λάβα και στάχτη και διακόπηκε βίαια η ανέμελη ζωή τους – βέβαια χάρη σε αυτό το μανδύα, ο οποίος σχηματίζει το τέλειο μονωτικό για τα ευρήματα οργανικής προέλευσης, γνωρίζουμε σήμερα για την εκλεπτυσμένη διατροφή των προγόνων μας. Οι ανασκαφές στο Ακρωτήρι, στον παραθαλάσσιο οικισμό στα νοτιοδυτικά του νησιού της Σαντορίνης, αποκάλυψαν ότι οι κάτοικοι της αρχαίας αυτής πόλης αγαπούσαν το αρνί, το κατσίκι και τα  αλατισμένα και λιαστά ψάρια, αχινούς, χτένια και κυδώνια, ξερά σύκα και φρέσκο χυμό ροδιού, μέλι, αφεψήματα και μπαχαρικά. Αγαπούσαν ακόμα τα εισαγόμενα εδέσματα, όπως τα σαλιγκάρια από την Κρήτη. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι οι Θηραίοι είχαν μάθει επίσης πώς να φτιάχνουν μπύρα από κριθάρι μέσω των εμπορικών δεσμών τους με την Αίγυπτο και φυσικά προτιμούσαν το  ντόπιο κρασί.

source

Δείτε κι αλλα άρθρα για την ελληνική παραδοσιακή γαστρονομία εδώ