Αρχείο ετικέτας Αττική

Γυναικεία και Ανδρική αστική φορεσιά στην Αττική του 18ου αιώνα μέσα από ένα χειρόγραφο τεκμήριο

Αναδημοσιεύουμε εδώ μια εργασία που αναφέρεται στην φορεσιά της Αττικής του πρώιμου 18ου αιώνα απο την οποία είναι σαφέστατος ο πλούτος της αλλά και ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η κοινωνική εξέλιξη των ατόμων εκείνη την εποχή.

ΕΥΤΥΧΙΑ Δ. ΛIATA  «ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑΊΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ»

Τα ιστορικά γεγονότα της αποτυχημένης απόπειρας των Βενετών για την κατάληψη της Αθήνας το 1687 καθώς και της ομαδικής μετανάστευσης των Αθηναίων είναι γνωστά, ώστε να μη χρειάζεται εδώ ειδικός λόγος.

(Ολα τα αρχειακά στοιχεία, τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί εδώ, προέρχονται από το ιδιωτικό αρχείο του εμπόρου Γ. Αντ. Μέλου, που βρίσκεται στο Ελληνικό Ινστι­τούτο Βενετίας. Η παραπομπή στο αρχείο θα γίνεται στο εξής : Ε.Ι.Β.- Παλ. Αρχ., κλπ. 2. Για το θέμα, εκτός από τους χρονογράφους της Αθήνας, βλέπε ειδικά την μελέτη του Κων. Ντόκου, Η μετοικεσία των Αθηναίων στην Πελοπόννησο, Μνήμων 10 (1985) 96 -138.)

Ανάμεσα στις οικογένειες που εγκατέλειψαν τότε την Αθήνα ήταν και οι αδελφοί Νικολός και Μιχάλης Μέλος, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στ’ Ανάπλι, όπου έζησαν ως το 1715 καλλιεργώντας τα κτήματα, που η βενετσιάνικη διοίκηση τους παραχώρησε στην περιοχή του Άργους και συγχρόνως εμπορευόμενοι σε συνεργασία με τον μεγαλύτερο αδελφό τους, τον Γιωργάκη, εγκατεστημένο από χρόνια στη Βενετία. Μετά την πτώση τ’ Αναπλιού στους Τούρκους το 1715, ο Μιχάλης Μέλος, για δεύτερη φορά ξεριζωμένος, βρίσκεται καταρχήν αιχμάλωτος κι ύστερα απελευθερωμένος στη Σμύρνη, όπου προσπαθεί να ασχοληθεί με το εμπόριο αλλά δίχως επιτυχία. Tο δίλημμα, που αντιμετωπίζει τότε, είναι να επιστρέψει στην Αθήνα ή να γυρίσει στο Μοριά, όπου έχει τα κτήματά του και είναι εξοικειωμένος με τον τόπο. Η επάνοδος των Αθηναίων στην πατρίδα τους είχε αρχίσει τρία μόλις χρόνια μετά την εγκατάλειψη της πόλης, αλλά στην κορύφωσή της έφτασε ύστερα από το 1715, όταν και στο Μοριά, όπου είχαν εγκατασταθεί οι περισσότεροι φυγάδες, επικράτησαν πλέον οι ίδιες πολιτικές συνθήκες. Με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718) και κυρίως με το φιρμάνι του Κισλάρ-αγά εξασφαλίζονταν οι προϋποθέσεις για το γυ­ρισμό των εκπατρισμένων στην εστία τους. Η Αθήνα, από έρημο χωριό, αρχίζει τότε να γίνεται πόλος έλξης όχι μόνο των παλιών της κατοίκων αλλά και άλλων και να διαμορφώνεται σε κέντρο με κάποια στοιχεία αστικής ζωής.

Σ’ αυτή την προοπτική προβλέποντας ότι θα εξελιχθούν τα πρά­γματα, ο Γ. Μέλος παρακινεί τον αδελφό του να πάει να εγκατασταθεί στην Αθήνα και, για να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τους δισταγμούς του, του προ­τείνει να παντρευτεί εκεί κι έτσι η οικογένειά-τους να ξαναστεριώσει στον τόπο της. Με αφορμή το προξενιό αυτό είναι γραμμένες οι δυό επιστολές του Μιχάλη προς τον Γιωργάκη, οι οποίες δημοσιεύονται στο τέλος της εργα­σίας αυτής. Η υποψήφια νύφη, η οποία επιμελώς πουθενά δεν κατονομάζεται —ίσως για να μην «ακουστεί» το όνομά-της— είναι ενάρετη, νέα, όμορφη, από καλό σπίτι και ο πατέρας-της έχει μεγάλη περιουσία. Αυτά λένε στο Μιχάλη οι Αθηναίοι πληροφοριοδότες-του, που τυχαίνει να βρίσκονται στη Σμύρνη, και τις πληροφορίες διασταυρώνει ο Γιωργάκης από άλλους συμπατριώτες του στη Βενετία. Ο Μιχάλης, άπειρος της σύγχρονής του αθηναϊ­κής ζωής, περιορίζεται να ορίσει μόνο το μέγεθος της προίκας σε ακίνητα και αφήνει τον έμπειρο και κυρίως καλύτερα πληροφορημένο μεγάλο αδελφό- του να διαλέξει από την περιουσία του υποψήφιου πεθερού του τα καλύτερα κτήματα. Οι απαιτήσεις που προβάλλει φαίνονται υπερβολικές, αλλά δεν είναι, αν λογαριάσουμε ότι η οικογένεια Μέλου συγκαταλέγεται στην Α’ τάξη των Αθηναίων .

Εκτός από τα ακίνητα, με τα οποία θέλει να προικιστεί ο Μιχάλης, προκειμένου να στήσει σπιτικό στην Αθήνα—και μάλιστα σπιτικό καλής σειράς— είναι ανάγκη η γυναίκα του κι αυτός να διαθέτουν και την κατάλληλη αμφίεση. Αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο να μην προικιστεί η νύφη με όλα, όσα ο ίδιος θεωρεί απαραίτητα, στέλνει στον αδελφό του το δεύτερο γράμμα, (που δημοσιεύεται εδώ), όπου του απαριθμεί ένα προς ένα όλα τα χρειαζούμενα και μάλιστα κοστολογημένα, ώστε να φροντίσει είτε όλα είτε ό,τι χρειαστεί να συμπληρώσουν, να τα προμηθευτούν οι ίδιοι. Για να προλάβει μάλιστα κάθε αρνητική αντίδραση του Γιωργάκη, που φαίνεται να την περιμένει σίγουρη, βάζει το Δημητρό Δημάκη, Αθηναίο, ο οποίος αυτό τον καιρό βρί­σκεται στη Σμύρνη και του γράφει σχετικά με το προξενιό και την ανάγκη προικισμού του Μιχάλη με όσα ζητάει, επειδή τώρα «και στην Αθήνα ξέρουνε κι εκεί τα στολίδια κι όλα τα συνακόλουθα, που εσυνηθίζανε και στο Ανάπλι, και μάλιστα όπου εκεί είναι ένα σπίτι από τα πρώτα και δεν είναι να λείψει τίποτα» . Από τα γραφόμενα του Μέλου και του Δημάκη γίνεται φανερό πως η Αθήνα αρχίζει σιγά-σιγά να μιμείται τα ήθη του Αναπλιού, του Αναπλιού βέβαια όπως το ξέρανε κάτω από τη βενετσιάνικη διοίκηση —«εσυνη­θίζανε και στο Ανάπλι»— και το οποίο τώρα, δύο μόλις χρόνια κάτω από τον τουρκικό ζυγό, μοιάζει να έχει χάσει πολύ από την εικόνα του παρελθόντος- του. Αντίθετα, στην Αθήνα με την εισροή των επαναπατριζόμενων καλών οικογενειών πραγματοποιείται ουσιαστική ανέλιξη στην κοινωνία της. Οι πληροφορίες για την αθηναϊκή φορεσιά, που μας παρέχονται εδώ, δεν είναι οι στατικές πληροφορίες ενός νοταριακού εγγράφου (προικοσύμφωνο, διαθήκη), αλλά μαρτυρούν τη χρήση της ενδυμασίας ως στοιχείου της κοι­νωνικής διαβάθμισης που προσδοκάται. Ο εκπατρισμένος Μέλος και μέσω του ενδύματος αποβλέπει σε κοινωνική καταξίωση και άνοδο, την οποία είτε είχε και έχασε είτε ελπίζει να αποκτήσει. Ετσι, μπορεί να μεγαλώνει, να φουσκώνει, τις απαιτήσεις της αθηναϊκής ζωής σύμφωνα με τους πόθους του για τέτοια κοινωνική κατάταξη. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Μιχάλη για την αμφίεση της γυναίκας-του θα χρειαστεί να ξοδευτούν 1.211 ρεάλια, ενώ η δική του φορεσιά θα κοστίσει μόνο 126, σύνολο και για τους δύο 1.347 ρεάλια. Μιά πρώτη παρατήρηση στην ανδρική και τη γυναικεία φορεσιά είναι ότι δεν αναφέρεται τίποτα για την υπόδηση, πράγμα που πρέπει να εκληφθεί απλά σαν παρά­λειψη· αντίθετα, το ότι δεν γίνεται λόγος για γυναικεία εσώρουχα, όπως τα εννοούμε σήμερα, θα πρέπει είτε να θεωρηθεί εσκεμμένη παρασιώπηση για λόγους σεμνοτυφίας είτε να ερμηνευτεί μάλλον σαν απουσία-τους από τη γυναικεία αμφίεση. Ενδέχεται τέλος να μην έχουμε εδώ την πλήρη και αμιγή εικόνα της αστικής φορεσιάς, αλλά είναι πιθανόν ο Μέλος να αναμειγνύει στοιχεία από την αγροτική ή ακόμα και την πελοποννησιακή ενδυ­μασία, πράγμα όμως που δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η ανάμειξη αυτή οφείλεται σε δική του σύγχυση, αλλά πιθανό να αποδίδει την πραγματι­κότητα. Πολλά από τα μέρη της αθηναϊκής φορεσιάς, όπως μας περιγράφεται εδώ, τα συναντάμε κι αργότερα σε αθηναϊκά προικοσύμφωνα του β’ μισού του 18ου αι. , μας λείπει όμως εντελώς η εικαστική απόδοση του αθηναϊκού ενδύματος στις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα. Οι ειδήσεις που έχουμε για προγενέστερα ή τα αμέσως μεταγενέστερα χρόνια, εκτός του ότι είναι λιγοστές και σποραδικές, δεν μας δίνουν πάντα μιά ολοκληρωμένη εικόνα και κάποτε δεν ξεκαθαρίζεται, αν πρόκειται για τη λαϊκή ή τη φορεσιά των αρχόντων του τόπου. Οι διαταγές της οθωμανικής διοίκησης στην προσπάθειά της να επιβάλει σαφή διαφοροποίηση ανάμεσα στην ενδυμασία των χριστιανών ραγιάδων και των μουσουλμάνων, αποτελούν πηγή για την ενδυματολογία της εποχής, έστω και αν η διάκριση εντοπίζεται κυρίως στην υπόδηση και το κάλυμμα της κεφαλής και αφορά κατά βάση το χρώμα. Συνεπώς τα 1.347 ρεάλια, που υπο­λογίζει ο Μιχάλης για τα έξοδα αμφίεσής τους, είναι το αντίτιμο 2.694 ξεστιών ή 16.164 οκάδων λαδιού, το οποίο παράγεται από 1.616-2.020 περίπου ελαιόδεντρα

Το κείμενο είναι το εξής, (σημ. γραμμένο ανορθόγραφα από το Μέλο)

«Ηξερο οτη θελης συνχηστης αναγνονον ταύτα, αμη εγο επροκρηνα καλύτερα να σου τα γραψο δια να μην ηπης ηστερα πος δεν τα σηλογηστηκα να σου τα φανεροσο δια να τα γηρεψης κε δια ταυτος σου τα σημηονο δια να μη γηνο μάσκαρας ηστε­ρα, οτη η αυτή ηποθεσης Βέλη τα συνακουλουθα της τα οπηα χρηανζοντε να γίνουνε μηα φοράν μόνον, διατι δεν ηνε η Αθήνα ος καθος την ήξερες οπού εφοραε η γηνεκα μηα γούνα τζηκηαρηα κι οχη αλο, αλα σηνηθηζούνε παρομηα οσαν του Αναπληου. Θελης ηξερης κε ετούτο οτη τα μουλτζα της Αθήνας ηνε ενα δροσηο του οσπητηου, διατη εγο τα ηξερο οτη εκηνο οπού κανουση εκηνα πάλε τα τροση όσον να τα φτηασης κε οσο να τα σηναξης κε μη λογηασης πος ηνε οσαν τα μουλτζα του Μορεος οπού δίνουνε εσοδια κε ημπορη κάνης να πορευτη κε αν του αυγατηση να καμη απο την αυ^ατ^σ^ ενα θέλημα τον οσπητηου τον. Απο τοντο να καταλα/?^ς οτη το καλητερο αργαστηρη εξι ρ^αΑ?]α διδί τον χρονον νηκη κε τηχενη η αφέντρα σον να τα σηλογηστης ολα εκηνα οπού ης την μπαρον σου γράφο, οτη δεν ημπορη να μου λήψη τηποτης ανκης κε περησοτερα. Τορα ηδου οπού τα φανερονο ενα προς ενα όνομα κατ όνομα τη χρηαζετε της γηνεκος, οπού δεν ημπορη ναν της ληψουνε χορης αλο : αρχής καίεΐ

Ό μαματενηα μαννηνηα ζευγαρηα διο, ενα δια στραπατζο κε αλο δια εορτή ρεαλια 90

40 δαχτηληδια που να ηνε αρκετά της )) 150

μαργραρηταρη μαζη με της φούσκες του δια τον λεμον )) 200

μαργαρηταρη δια ξηληκη μαζη με τα φλορηα του )) 120

μπερέτα μαργαρηταρενηα » 030

σκολαρητζα ζηγη μηα με πετρδια ρεαλια 060

ζψαρη πολητηκο » 030

γιλέκο γραν καπρα ;; 030

ζψαρη ρηχτη „ 030

δαμάσκο χρησο μπροκαδο κρεμεζο δια γοννελα πήχεις 12 » 072

δαμάσκο ομηο δια γούνα πήχεις 10 » 060

δαμάσκο ομηο δια ζηποννη κε μπερέτα πήχεις 4 n 024

φορνημεντα δια την γοννα κε δια την γοννελα κε δια το ζηποννη » 070

γοννα ρονχηνη δια να παγενη οξο το χημονα » 060

γοννα ρουχψη δια να παγενη οξο το καλοτζερη ρεαλια 050

χρηταη χρησο δια φονστανη δια κοντογοννη δια πανοβρακη » 080

φονστανη άσπρο φητηλη ενα κε ζηποννη ομηο )) 015

καπΛαμαόες διο μπονχασενηονς δια να τες φορη στο σπητη )) 010

κοντογοννη σημητενηο ενα κε πανοβρατζα σημητενηα δω » 015

χρησομανδιλο δια την κηναγηαλη ενα’ κ αΑα μανδιληα της )) κεφαλής άσπρα κε κολοραδα )) 015

Σονμε, οπον χρηαζητε της γηνεκος ρηαληα χηληα διακοσηα ένδεκα 1211

Εξοδες εδικές μον δια φορεσιές μον

κοντοση με την γοννα τον )) 40

καλονπατζα διο )) 12

τζαχτζηρηα διο

ζηναρηα διο

μπονγασηα διο

δια καπλαμάδες καπλαμάς μεταξοτος

γοννακη ρονχενηο με την γοννα τον καμηζολες

εξε πονκαμησα κε βρατζα οτη ηξερης πος δεν εχο κε δεν τηχενη να καταλισο τον πρητζηον μον»

Μπορείτε να δείτε γκραβούρες με ελληνικές φορεσιές του 18ου αιώνα στο σύνδεσμο εδώ 

πηγή:

http://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/7831/7503

 

Advertisement

Χρυσοκέντημα όπως παλιά…Παλιές τεχνικές που αναβιώνουν στον Αυλώνα Αττικής

Σήμερα η ανάρτησή μας είναι αφιερωμένη στην ομάδα γυναικών του Συλλόγου Αυλωνιτών «Το Σάλεσι» από τον Αυλώνα Αττικής και στις υπέροχες δραστηριότητές τους που επαναφέρουν ξεχασμένες τεχνικές των ελληνοραπτών και τις εφαρμόζουν στις φορεσιές τους, που τις κεντούν οι ίδιες, σε μία εποχή που η μηχανή έχει αντικαταστήσει το χέρι…

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Πρόκειται για μια ομάδα γυναικών που ασχολούνται με την κατασκευή της τοπικής φορεσιάς Αττικής. Έχουν μέχρι τώρα πετύχει την κατασκευή χρυσοκέντητων τμημάτων της φορεσιάς όπως ποδιές και μανίκια με την βυζαντινή χρυσοκεντητική τεχνική,

18198615_802232579941249_2689105666903195757_n

10988282_450898615074649_8783840272327355095_n

έχουν πετύχει το κέντημα με την τεχνική τσεβρε σε μετάξι με χρυσή και μεταξωτή κλωστή, την κατασκευή χρυσού χειροποίητου κροσσιού με πούλιες… Το χρυσό το δουλεύουν για να στρώσει με το νύχι, όπως οι παλιοί τεχνίτες.

10896953_410862412411603_1074426274903274014_n

Με κόπο και μεράκι έχουν πετύχει την κατασκευή και το κέντημα όλης της γυναικείας φορεσιάς Αττικής, με τον παλαιό τρόπο, την κατασκευή πλήρους στολής φουστανέλας με μεταξωτά κορδονέτα στο κέντημα των γιλέκων, την κατασκευή δεύτερων φορεσιών διακοσμημένων με ριζοβελονια ή χάντρες ή σουταζ κλπ. Όπως μας ενημέρωσαν σε λίγο θα επιδοθούν και στην μικροϋφαντικη χρυσομέταξων ζωνών.

Εμπνέονται από το μουσείο Ζυγομαλά και τον τοπικό κατασκευαστή φορεσιών Ηλία Πανούση (Μπρεζαράς) που ζούσε μέχρι το 1935 αναπαράγοντας κατά βάσιν τα έργα του. Ο Πανούσης ήταν Έλληνας κατασκευαστής παραδοσιακών φορεσιών και εργοχείρων λαϊκής τέχνης, που έζησε και έδρασε στον Αυλώνα Αττικής. Ο ίδιος ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ύφος στις τέχνες που άσκησε, ενώ τα έργα του είναι σήμερα ευρέως αναγνωρίσιμα σε πολλές περιοχές της Αττικής, της Βοιωτίας και της Εύβοιας. Χαρακτηριστικό της δεξιοτεχνίας του είναι το γεγονός πως οι ντόπιοι έδωσαν στον Πανούση το προσωνύμιο ‘’Μπρεζαράς’’, λόγω των χρυσομεταξοΰφαντων ζωναριών (μπρέζες) που ο ίδιος δημιουργούσε.

1907359_410864322411412_2286736954705321367_n

Τις φωτογραφίες απο τη δουλειά των Γυναικών του Συλλόγου δανειστήκαμε απο την σελίδα τουs στο Facebook. Ευχόμαστε να συνεχίσουν το υπέροχο έργο τους δημιουργώντας με τα χέρια τους υπέροχα έργα τέχνης, διατηρώντας ζωντανές τις τεχνικές κεντητικής και υφαντικής και να μιμηθούν το παράδειγμά τους και άλλοι σύλλογοι στην Ελλάδα.

 

.

Ο Καβάφης γράφει για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα / Kavafis wtites for the Parthenon Marbles’ Return

«…η Μεγάλη Βρετανία κρατεί αυτά τα μάρμαρα ως παρακαταθήκη μέχρις ότου της ζητηθούν από τους τωρινούς ή οποιουσδήποτε μελλοντικούς κυρίους της Πόλης των Αθηνών και μετά από ένα τέτοιο αίτημα αναλαμβάνει χωρίς διατυπώσεις ή διαπραγματεύσεις να τα επανατοποθετήσει όσο είναι δυνατόν στα μέρη από όπου είχαν αφαιρεθεί και στο μεταξύ θα φυλάσσονται προσεκτικά στο Βρετανικό Μουσείο». Στη μεγάλη συζήτηση που έγινε στη Βουλή των Κοινοτήτων του Λονδίνου το 1816 για την αγορά των αποσπασμένων από τον Έλγιν Γλυπτών από τα μνημεία της Ακρόπολης, ο Χιου Χάμερσλι, μέλος του Κοινοβουλίου, είχε υπερασπισθεί με σθένος μια τροπολογία για τη μελλοντική επιστροφή των κλεμμένων ελληνικών αρχαιοτήτων, χωρίς να γίνει αποδεκτή. Ο Χάμερσλι υπήρξε ένας από τους πολλούς Βρετανούς οι οποίοι στα χρόνια που θα ακολουθούσαν είχαν τη «γενναιότητα», όπως τη χαρακτηρίζει σε κείμενό του ο Έλληνας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, να σταθούν αντίθετοι της άρνησης των βρετανικών κυβερνήσεων για την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα.

Εδώ σήμερα θα φιλοξενήσουμε τους λόγους  και κείμενα του  Κ.Π.Καβάφη για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, αναλογιζόμενοι τελικά για πόσα χρόνια θα πρέπει να ζητάμε να επιστραφούν αντικείμενα που ανήκουν στο ελληνικό έθνος, στον τόπο καταγωγής τους…

Nεώτερα περί των Eλγινείων Mαρμάρων

O θάνατος των πολιτικών ή διεθνών ζητημάτων είναι η λήθη. Eυτυχώς το ζήτημα περί αποδόσεως των Eλγινείων μαρμάρων εις την Eλλάδα δεν πέπρωται ακόμη να λησμονηθή. Πολύ δε συντείνει εις την αναζωπύρωσιν του ζητήματος η διάστασις εις την οποίαν ήλθαν επ’ αυτού δύο διακεκριμένοι λόγιοι άγγλοι, ο κ. Φρειδερίκος Xάρισσον και ο κ. Tζαίημς Nώουλς, διευθυντής του περιοδικού O 19ος αιών.
Eν τω Λονδινείω περιοδικώ H Δεκαπενθήμερος Eπιθεώρησις ο κ. Xάρισσον απήντησεν εις τας κατακρίσεις τας εκτοξευθείσας κατ’ αυτού υπό του 19ου αιώνος.
Δεν θα αναγράψω όλα τα επιχειρήματα δι’ ων ο κ. Xάρισσον υποστηρίζει την θεωρίαν του περί αποδόσεως των μαρμάρων. Eν άρθρω καταχωρισθέντι εν τη Eθνική της 30ής Mαρτίου κατέδειξα ήδη την ελαφρότητα των ισχυρισμών του κ. Nώουλς. Θέλω μόνον μεταφράση επεξηγήσεις τινάς ας δίδει ο κ. Xάρισσον εν τω νέω του άρθρω.
Λέγει ρητώς ότι δεν καταδικάζει απολύτως τον λόρδον Έλγιν τον υπεξαιρέσαντα τας περί ου ο λόγος αρχαιότητας, εκθέτει όμως 4 λόγους δι’ ων αποδεικνύεται ότι η κατοχή των μαρμάρων υπό τε του λόρδου Έλγιν πρώτον, και του αγγλικού έθνους δεύτερον, αντίκεινται εις τας αρχάς του δικαίου.
«α΄. O λόρδος Έλγιν απέκτησε τα μάρμαρα του Παρθενώνος ουχί από τους Έλληνας, αλλά από τους δυνάστας αυτών Tούρκους.
β΄. Oι Έλληνες εναντιώθησαν καθ’ όσον τοις ήτο δυνατόν εις την μετακόμισιν αυτών, και ουδέποτε έπραξάν τι προς βλάβην των.
γ΄. Oι άνθρωποι του λόρδου Έλγιν αφήρεσαν ό,τι ήθελαν άνευ της ελαχίστης μερίμνης διά το μνημείον όπερ απεγύμνωναν.
δ΄. Tο Bρεττανικόν έθνος απέκτησε τα Eλληνικά μάρμαρα αντί ποσού μηδαμινού.
Άλλως παραδέχεται ότι ο λόρδος Έλγιν πιθανόν εντίμως να εθεώρει ότι έσωζε διά την ανθρωπότητα τα πολύτιμα ταύτα κειμήλια».
Eίς εκ των κυρίων ισχυρισμών των εναντιουμένων εις την απόδοσιν των Eλγινείων μαρμάρων είναι ότι δι’ αυτής η Aγγλία θα αναγνωρίση την αρχήν της αποδόσεως των κατά το μάλλον ή ήττον άνευ οριστικής ή ακριβούς νομιμότητος αποκτηθέντων και τότε πρέπει να γυμνωθώσιν αι αρχαιολογικαί συλλογαί της. Aλλά αυτή είναι η συνήθης υπεκφυγή εκείνων οίτινες θέλουσιν ευσχήμως να αποφύγωσι την εκτέλεσιν γενναίας πράξεως. Φοβούνται τας συνεπείας. Aλλά τέλος πάντων ποίαι είναι αι συνέπειαι αύται; Mη είναι υποχρεωμένος τις να φέρη όλα μέχρις υπερβολής; Eίναι υποχρεωμένος τις να εξακολουθή εφαρμόζων μίαν αγαθήν αρχήν μέχρις ότου διά της καταχρήσεως καταστή μωρά; Kατά την λογικήν ταύτην λοιπόν δεν πρέπει ποτέ να ελεή τις πτωχόν διότι αν ήτο να ελεήση όλους τους πτωχούς του κόσμου ήθελε καταντήση χιλιάκις πτωχότερος του πτωχοτέρου; Eξ άλλου η συνέπεια αύτη της γενικής αποδόσεως δεν απορρέει εκ της αποδόσεως των Eλγινείων μαρμάρων. O κ. Xάρισσον, προς απόδειξιν τούτου, επαναλαμβάνει όσα έγραψε πέρυσι επί του αντικειμένου.
O κ. Nώουλς, λέγει, δαπανά πολλήν εύκολον ρητορικήν αριθμών διάφορα έργα ελληνικής τέχνης κατεχόμενα υπό της Aγγλίας, και ερωτά εάν πρέπει και αυτά να επιστραφούν. «Bεβαίως όχι! Eποίησα διάκρισιν φανερωτάτην. Έγραψα τα Eλγίνεια μάρμαρα διαφέρουσιν ολοτελώς από όλα τα άλλα αγάλματα. Δεν είναι αγάλματα. Eίναι τεμάχια μοναδικού μνημείου, του περιφημοτάτου εν τω κόσμω μνημείου, όπερ ίσταται έτι, ει και κατερειπωμένον, όπερ είναι το εθνικόν σύμβολον και το παλλάδιον γενναίου λαού, και χώρος προσκυνήσεως διά την πολιτισμένην ανθρωπότητα… Eις το ελληνικόν έθνος την σήμερον τα ερείπια της Aκροπόλεως είναι πολύ σπουδαιότερα και ιερώτερα αφ’ ό,τι είναι οιονδήποτε άλλο εθνικόν μνημείον εις οιονδήποτε άλλον λαόν. Eίναι το εξωτερικόν και ορατόν μνημείον της εθνικής υπάρξεως και αναγεννήσεως… Δεν υπάρχει παράδειγμα εν τω κόσμω όλω ενός έθνους διατηρούντος, ουχί διά κατακτήσεως αλλά διά προσφάτου αγοράς από δυνάστην, τα εθνικά σύμβολα άλλου έθνους. Eάν ο πρέσβυς μας είχεν αγοράση από τον Bίσμαρκ, ότε οι Γερμανοί ήσαν εν Παρισίοις, τους εν Aγίω Διονυσίω τάφους των βασιλέων, τον τάφον του Nαπολέοντος… πιστεύω ότι κάπως θα ωμιλείτο παραπάνω το πράγμα και ίσως ο κ. Nώουλς δεν θα είχεν όρεξιν να τραγουδή το “Bασίλευε Bρεττανία” επί τόνου τόσον προκλητικού».
Iδού τι φρονεί περί της ασφαλείας ης απολαύουσι τα Eλγίνεια μάρμαρα εν Aθήναις:
H Aκρόπολις είναι άριστα προφυλαγμένη. Δεν είναι ολιγώτερον ασφαλής του Bρεττανικού Mουσείου. «Aι Aθήναι την σήμερον είναι καλλιτεχνική σχολή όλων των εθνών, και αφ’ ότου ηνεώχθη ο σιδηρόδρομος Θεσσαλονίκης-Kωνσταντινουπόλεως έχουσιν όσους επισκέπτας και η Bενετία ή η Φλωρεντία. Eίναι επίσης πλησίον της Eυρώπης της κειμένης προς νότον ή προς ανατολάς του Mονάχου όσον και το Λονδίνον. H ιδέα την οποίαν φαίνεται να έχη ο κ. Nώουλς περί των Aθηνών ως μέρος τι απώτατον και άγριον, ομοιάζον το Bαγδάτιον όπου Aλβανοί και μεθυσμένοι ναύται κτυπώνται, όπου οι δρόμοι είναι είδος Πέττικοτ Λαίην και Oυαϊτσάπελ, και όπου κάποτε φθάνει είς μιλόρδος μετά του δραγομάνου του και των σκηνών του, πηγάζει από τα ταξείδια της νεότητός του. Aς ερωτήση κανένα όστις ήτο εκεί τελευταίως και θα απορήση να μάθη ότι αι Aθήναι είναι τώρα μία πόλις επίσης πολιτισμένη, τακτική, ανεπτυγμένη και πλήρης ευφυών επισκεπτών, όσον οιαδήποτε πόλις της Γερμανίας, Iταλίας ή Γαλλίας. Ως κέντρον αρχαιολογικών σπουδών… αι Aθήναι είναι σχολή πολύ σπουδαιοτέρα του Λονδίνου».
Eις τας αυθαδείας του Nώουλς περί του ελληνικού έθνους απαντά ο κ. Xάρισσον διά των εξής:
«Aναμφιβόλως οι φανατικοί φιλέλληνες εξέφρασάν ποτε πολλάς ανοησίας· αλλ’ η Eλλάς είναι τώρα ανεγνωρισμένον και ανεξάρτητον έθνος της Eυρώπης. Eάν δε την συγκρίνωμεν προς την Πορτογαλίαν, την Bραζιλίαν, ακόμη και την Tουρκίαν και την Pωσσίαν, η ευφυΐα, το βάσιμον και η πρόοδός της ουδόλως είναι άξια περιφρονήσεως… Tο ελληνικόν έθνος είναι νέον· αι δυσκολίαι του είναι μεγάλαι· και η πολιτική του είναι άστατος, ως είναι η πολιτική μεγαλειτέρων εθνών άτινα έτυχον μακροτέρας πείρας. Mε όλα ταύτα όμως το να προσφερώμεθα προς το ελληνικόν έθνος ως προς άτακτα παιδία τα οποία πρέπει να προσέχωμεν να μη κάμουν ανοησίας ή να μη χαλνούν τα πράγματα, να λέγωμεν ότι δεν δυνάμεθα να τους εμπιστευθώμεν τα ίδιά των εθνικά μνημεία, να λέγωμεν ότι ήθελαν τα πωλήση εις την Aμερικήν, είναι παράδειγμα βλακώδες και πρόστυχον της αυθαδείας του Tζων Mπουλ».
Eν άλλω μέρει του άρθρου του ο κ. Xάρισσον παρατηρεί μετ’ ευχαριστήσεως ότι πολλοί σπουδαίοι άνδρες και σπουδαία φύλλα ενέκριναν την πρότασίν του.
«H Σημαία ήτο η πρώτη σπεύσασα εν κυρίω άρθρω να εγκρίνη την πρότασιν· και το άρθρον έκαμεν εντύπωσιν εν Eλλάδι… Yπήρξαν… οι υποστηρίξαντες εκάστην λέξιν μου. Άριστον άρθρον εμφορούμενον υπό του αυτού πνεύματος εφάνη εν τω Daily Graphic και διάφορα άλλα φύλλα, έν τε Aγγλία και εν τη αλλοδαπή, ενέκριναν την έκκλησίν μου. O κ. Ξάου-Λεφέβρ, εν πολυτίμω άρθρω επί της σημερινής Eλλάδος, προσετέθη εις την αυτήν πολιτικήν, και πιστεύω ότι υποστηρίζεται εν αυτή και υπό άλλων μελών της Bουλής… Δύο εντιμότατοι και σπουδαίοι πολιτικοί σύλλογοι, άνευ κομματικής αποχρώσεως, απευθύνθησαν προς εμέ με σκοπόν να ενεργήσωμεν διάβημά τι εν τη Bουλή ή αλλαχού».
Παρά τας διαβεβαιώσεις ταύτας, δεν πιστεύω η Eλλάς να έχη πολλήν τύχην να επανίδη τας ωραίας γλυφάς του Παρθενώνος. Tο κόμμα το οποίον εναντιούται εις την απόδοσιν των Eλγινείων μαρμάρων είναι πολυάριθμον. Όσοι θέτουσι τον εγωϊσμόν υπεράνω της δικαιοσύνης, και το συμφέρον υπεράνω της γενναιότητος ανήκουσι εις το κόμμα εκείνο ― οι δε τοιούτοι άνθρωποι είναι πολλοί και εν Aγγλία, ως δυστυχώς είναι πολλοί πανταχού.
Όπως και αν έχη ―είτε επιτύχη ο αγών είτε αποτύχη― εις τον Φρειδερίκον Xάρισσον οφείλεται ευγνωμοσύνη και τιμή ου μόνον εκ μέρους των Eλλήνων, αλλά και εκ μέρους πάντων των ανεπτυγμένων ανθρώπων, ως ο προσήκων μισθός των θαρραλέως τα ορθά λεγόντων.
(Κ.Π. Καβάφης, Τα πεζά (1882;-1931), Φιλολογική επιμέλεια Mιχάλης Πιερής, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003)

«Give back the Elgin Marbles» by K.P.Kavafis

In the number for March the Nineteenth Century has published, under the heading of «The joke about the Elgin Marbles», an article which is in one sense remarkable.
The readers of the Rivista are doubtless aware of the recent movement in England in favour of restoring to Greece the marbles which some 80 years ago were seized and removed from the Acropolis by Lord Elgin, on the plea that he would take greater care of them.
The learned and eloquent Mr. Frederic Harrison advocated the restitution in his article, «Give back the Elgin Marbles», in the Nineteenth Century. I will not dwell on the merits of Mr. Harrison’s article, beyond to remark that all his statements and arguments are well-founded, besides being generous; but, strange to say, some people consider generosity incompatible with common sense.
The article, «The joke about the Elgin Marbles», is written by the Editor of the Nineteenth Century, Mr. James Knowles, and purports to answer Mr. Harrison. According to Mr. Knowles, Mr. Harrison is not in earnest; his article is merely a test of his countrymen’s sense of humour and a specimen of the art of the modern demagogue, who finds arguments in support of any theory.
Such is the opinion of Mr. Knowles. He appears to be thoroughly convinced, which is not unimportant, —it being thus certain that his doctrine has at least one follower. —But the impartial reader will differ, I think, from Mr. Knowles in spite of his fervency of faith which, it is commonly believed, is catching. His article is at once ungenerous and poor in argument. Aridity in style and prolixity of cheap wit render its perusal a heavy task even for those to whom the restitution of the Elgin Marbles is of direct interest, —I mean the true friends of Hellas and of the unity of Hellenic tradition.
Under the influence of his excitement —for I do not doubt that the article was written in a moment of mental paroxysm— Mr. Knowles makes the most audacious statements. He extols the vandalic act of Elgin, and his gratitude is so great that he would fain give Elgin a place amongst the benefactors of mankind — δίος ανήρ, καλός καγαθός ανήρ. He vilifies Byron. He associates the carrying away of the marbles with the glorious victories of Nelson. He thinks that if the marbles are restored, Gibraltar, Malta, Cyprus, India must be given away also —forgetting that if those possessions are necessary to British trade and to the dignity and safety of the British Empire, the Elgin Marbles serve no other purpose than that of beautifying the British Museum. He regards as trivial Mr. Harrison’s remark that the climate of Bloomsbury is injurious to the sculptures and expresses the fear that, if handed over to Greece, they may be destroyed «any day in the next great clash of the Eastern question», — forgetting that wisdom dictates the remedy of present evils before guarding against future ills. He observes that were Mr. Harrison’s advice followed «and what we hold in trust given back to Greece, how soon might not one of its transitory Governments yield to the offer of a million sterling from Berlin, or two millions sterling from New-York — or for dividing and scattering them among many such buyers». This is a grave imputation on the character of Greek statesmen, and rests on no foundation of fact. To the best of my knowledge the «transitory», or other, Governments of Greece have taken the utmost care in their power of ancient monuments; they have made laws prohibiting illegal traffic in Greek antiquities; and they have established several well-stocked and well-managed Museums. He appears to question the claim to the marbles of «the mixed little population which now lives upon the ruins of ancient Greece», — which is treading on slippery ground as, although I know nothing of Mr. Knowles’ ability in historical criticism, it is doubtful whether he is able to prove a theory, in attempting to support which even the renowned Fallmerayer failed. Mr. Knowles states also the financial part of the question. He says that Lord Elgin in all spent ístg. 74.000, and that the mere cash value of the marbles is at the present moment reckoned in millions. A very advantageous venture! — and so many millions’ loss to Greece.
But I will transcribe no more of the remarks of the Editor of the Nineteenth Century. It is not clear to me what motive prompted him to write this article; whether solicitude for the artistic wealth of his country, or mere literary «cacoethia scribendi»? If the former, it ought to be borne in mind that it is not dignified in a great nation to reap profit from half-truths and half-rights; honesty is the best policy, and honesty in the case of the Elgin Marbles means restitution. If the latter, and he wrote merely in order to outrival the eloquent, clever and sensible article of Mr. Harrison, it is much to be regretted that he did not consider the great French author’s wise warning: «Qui court après l’esprit attrape la sottise».
(Κ.Π. Καβάφης, Τα πεζά (1882;-1931), Φιλολογική επιμέλεια Mιχάλης Πιερής, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003)

Διαδικτυακοί τόποι υπερ της επιστροφής των Μαρμάρων- Sites for Marbles Reunion

http://www.marblesreunited.org.uk/

http://www.parthenonuk.com/

http://www.parthenoninternational.org/

 

Γυναικείες Ενδυμασίες Αττικής- Traditional Costumes of Attiki

12007147_1494159867551501_2098223477_n
Καλύβια Αττικής. Σωτήρης και Ελένη Καρελιώτη 1895
12033696_1494159624218192_1017357365_n
Νυφική φορεσιά του Μαρκόπουλου

Η φορεσιά, που φορούσαν οι νύφες είχε χαρακτηριστικό πουκάμισο κεντημένο με μετάξι. Οι διαστάσεις του κεντήματος στο νυφικό πουκάμισο κυμαίνονταν από 40 πόντους έως 70 πόντους ανάλογα του πλούτου της οικογένειας. Οι πιό πλούσιες φόραγαν κεντημένα πουκάμισα μετάξι κα με λίγο χρυσό στις »καρδιές» των σχεδίων του κεντήματος δηλαδή στα κεντρικά σημεία. Ελάχιστες ήσαν αυτές που φόρεσαν πουκάμισα κεντημένα εξ ολοκλήρου με χρυσάφι. Το χρυσάφι όταν το πουκάμισο ήταν ολάκερο κεντημένο με χρυσό δεν έπεφτε πάνω από το μεταξωτό κέντημα αλλά αφού η βάση κεντιόταν με κίτρινο χοντρό νήμα από πάνω »στρωνόταν» το χρυσόνημα με τη βυζαντινή τεχνική που λεγόταν »συρμακέσικη». Το ίδιο συνέβαινε και με τα μανίκια της φορεσιάς τον τζάκο. Με το πουκάμισο με χρυσάφι ο τζάκος έπρεπε να είναι χρυσός ενώ με τα μεταξωτά πουκάμισα συνήθως ήταν κι ο τζάκος κεντημένος με μεταξωτές κλωστές. Τη νυφική σιγκούνα την ονόμαζαν »γρίζα» και είναι από τα χαρακτηριστικότερα κομμάτια της φορεσιάς από την οποία έπαιρνε και το όνομα ολόκληρη η φορεσιά. Η νυφική φορεσιά υποδείκνυε την οικονομική κατάσταση τόσο της νύφης όσο και του γαμπρού, καθώς τόσο το πουκάμισο, όσο και ο τζάκος με τα χρυσά μανίκια όταν υπήρχαν και η γρίζα ήσαν δώρο του πατέρα της νύφης, ενώ ο κεφαλόδεσμος με τα χρυσαφικά του και τα κοσμήματα του στήθους ήταν δώρα του πατέρα του γαμπρού προς τη νύφη και αναφέρονται μάλιστα σε προικοσύμφωνα της εποχής που τα ονόμαζαν ξωφύλλια. Το πλήθος των νομισμάτων στα κοσμήματα αυτά αργότερα τα χρησιμοποιούσαν για αγορές (π.χ σπίτι ή χωράφι). Τη καλή φορεσιά φορούσαν οι γυναίκες μέχρι να κάνουν παιδιά, ενώ αργότερα τη φορούσαν με ελαφρύνσεις σε σπάνιες εκδηλώσεις όπως γάμους. Μετά τα 40 της χρόνια, η γυναίκα για γιορτινή φορούσε απλούστερη φορεσιά περιορισμένη πολύ σε κεντήματα.

Μπορείτε επίσης να δείτε πολλές γκραβούρες που παρουσιάζουν γυναικείες φορεσιές της Αττικής στο e-book που θα βρείτε εδώ.

12021998_1494160144218140_1606343280_n
Η χρυσή νυφική σπάνια φορεσιά Μεσογείων Αττικής

The costume worn by brides was a typical shirt embroidered throughout with silk, the most wealthy wore shirts embroidered with gold and few wore shirts embroidered entirely with gold. The bridal costume indicated the financial condition of both the bride and groom as well as the shirt, and Jacket with golden sleeves was the father’s gift to the bride whether the headband with cutlery were gifts of the groom. The jewels of the breast and the headband was a gift from the groom’s father to the bride and marriage contracts referesd to that era were called xofyllia. These coins later were used for purchases (eg house or field). The festive costume was worn by the women until they had children, while  later they wore it in rare events such as weddings. After they became 40 years old, women wore simpler festive costumes with very limited embroidery.

12021974_1494160400884781_80242240_n
Νυφική φορεσιά Σπάτων εμπρός
12033468_1494160404218114_500355879_n
Νυφική φορεσιά Σπάτων πίσω όψη

You can also see many engravings depicting the Attika traditional costume of the 19th century in the e-book at the link right here.

Μη διστάσετε να αφήσετε ένα σχόλιο παρακάτω… Πείτε μας αν σας άρεσε η ανάρτηση, ρωτήστε ο,τι θέλετε και ας κάνουμε μια συζήτηση γύρω από το θέμα…

Don’t hesitate to leave a comment under the post… Tell us if you liked it, ask questions and let’s discuss on the topic!