Αναδημοσιεύουμε εδώ μια εργασία που αναφέρεται στην φορεσιά της Αττικής του πρώιμου 18ου αιώνα απο την οποία είναι σαφέστατος ο πλούτος της αλλά και ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η κοινωνική εξέλιξη των ατόμων εκείνη την εποχή.
ΕΥΤΥΧΙΑ Δ. ΛIATA «ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑΊΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ»
Τα ιστορικά γεγονότα της αποτυχημένης απόπειρας των Βενετών για την κατάληψη της Αθήνας το 1687 καθώς και της ομαδικής μετανάστευσης των Αθηναίων είναι γνωστά, ώστε να μη χρειάζεται εδώ ειδικός λόγος.
(Ολα τα αρχειακά στοιχεία, τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί εδώ, προέρχονται από το ιδιωτικό αρχείο του εμπόρου Γ. Αντ. Μέλου, που βρίσκεται στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας. Η παραπομπή στο αρχείο θα γίνεται στο εξής : Ε.Ι.Β.- Παλ. Αρχ., κλπ. 2. Για το θέμα, εκτός από τους χρονογράφους της Αθήνας, βλέπε ειδικά την μελέτη του Κων. Ντόκου, Η μετοικεσία των Αθηναίων στην Πελοπόννησο, Μνήμων 10 (1985) 96 -138.)
Ανάμεσα στις οικογένειες που εγκατέλειψαν τότε την Αθήνα ήταν και οι αδελφοί Νικολός και Μιχάλης Μέλος, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στ’ Ανάπλι, όπου έζησαν ως το 1715 καλλιεργώντας τα κτήματα, που η βενετσιάνικη διοίκηση τους παραχώρησε στην περιοχή του Άργους και συγχρόνως εμπορευόμενοι σε συνεργασία με τον μεγαλύτερο αδελφό τους, τον Γιωργάκη, εγκατεστημένο από χρόνια στη Βενετία. Μετά την πτώση τ’ Αναπλιού στους Τούρκους το 1715, ο Μιχάλης Μέλος, για δεύτερη φορά ξεριζωμένος, βρίσκεται καταρχήν αιχμάλωτος κι ύστερα απελευθερωμένος στη Σμύρνη, όπου προσπαθεί να ασχοληθεί με το εμπόριο αλλά δίχως επιτυχία. Tο δίλημμα, που αντιμετωπίζει τότε, είναι να επιστρέψει στην Αθήνα ή να γυρίσει στο Μοριά, όπου έχει τα κτήματά του και είναι εξοικειωμένος με τον τόπο. Η επάνοδος των Αθηναίων στην πατρίδα τους είχε αρχίσει τρία μόλις χρόνια μετά την εγκατάλειψη της πόλης, αλλά στην κορύφωσή της έφτασε ύστερα από το 1715, όταν και στο Μοριά, όπου είχαν εγκατασταθεί οι περισσότεροι φυγάδες, επικράτησαν πλέον οι ίδιες πολιτικές συνθήκες. Με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718) και κυρίως με το φιρμάνι του Κισλάρ-αγά εξασφαλίζονταν οι προϋποθέσεις για το γυρισμό των εκπατρισμένων στην εστία τους. Η Αθήνα, από έρημο χωριό, αρχίζει τότε να γίνεται πόλος έλξης όχι μόνο των παλιών της κατοίκων αλλά και άλλων και να διαμορφώνεται σε κέντρο με κάποια στοιχεία αστικής ζωής.
Σ’ αυτή την προοπτική προβλέποντας ότι θα εξελιχθούν τα πράγματα, ο Γ. Μέλος παρακινεί τον αδελφό του να πάει να εγκατασταθεί στην Αθήνα και, για να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τους δισταγμούς του, του προτείνει να παντρευτεί εκεί κι έτσι η οικογένειά-τους να ξαναστεριώσει στον τόπο της. Με αφορμή το προξενιό αυτό είναι γραμμένες οι δυό επιστολές του Μιχάλη προς τον Γιωργάκη, οι οποίες δημοσιεύονται στο τέλος της εργασίας αυτής. Η υποψήφια νύφη, η οποία επιμελώς πουθενά δεν κατονομάζεται —ίσως για να μην «ακουστεί» το όνομά-της— είναι ενάρετη, νέα, όμορφη, από καλό σπίτι και ο πατέρας-της έχει μεγάλη περιουσία. Αυτά λένε στο Μιχάλη οι Αθηναίοι πληροφοριοδότες-του, που τυχαίνει να βρίσκονται στη Σμύρνη, και τις πληροφορίες διασταυρώνει ο Γιωργάκης από άλλους συμπατριώτες του στη Βενετία. Ο Μιχάλης, άπειρος της σύγχρονής του αθηναϊκής ζωής, περιορίζεται να ορίσει μόνο το μέγεθος της προίκας σε ακίνητα και αφήνει τον έμπειρο και κυρίως καλύτερα πληροφορημένο μεγάλο αδελφό- του να διαλέξει από την περιουσία του υποψήφιου πεθερού του τα καλύτερα κτήματα. Οι απαιτήσεις που προβάλλει φαίνονται υπερβολικές, αλλά δεν είναι, αν λογαριάσουμε ότι η οικογένεια Μέλου συγκαταλέγεται στην Α’ τάξη των Αθηναίων .
Εκτός από τα ακίνητα, με τα οποία θέλει να προικιστεί ο Μιχάλης, προκειμένου να στήσει σπιτικό στην Αθήνα—και μάλιστα σπιτικό καλής σειράς— είναι ανάγκη η γυναίκα του κι αυτός να διαθέτουν και την κατάλληλη αμφίεση. Αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο να μην προικιστεί η νύφη με όλα, όσα ο ίδιος θεωρεί απαραίτητα, στέλνει στον αδελφό του το δεύτερο γράμμα, (που δημοσιεύεται εδώ), όπου του απαριθμεί ένα προς ένα όλα τα χρειαζούμενα και μάλιστα κοστολογημένα, ώστε να φροντίσει είτε όλα είτε ό,τι χρειαστεί να συμπληρώσουν, να τα προμηθευτούν οι ίδιοι. Για να προλάβει μάλιστα κάθε αρνητική αντίδραση του Γιωργάκη, που φαίνεται να την περιμένει σίγουρη, βάζει το Δημητρό Δημάκη, Αθηναίο, ο οποίος αυτό τον καιρό βρίσκεται στη Σμύρνη και του γράφει σχετικά με το προξενιό και την ανάγκη προικισμού του Μιχάλη με όσα ζητάει, επειδή τώρα «και στην Αθήνα ξέρουνε κι εκεί τα στολίδια κι όλα τα συνακόλουθα, που εσυνηθίζανε και στο Ανάπλι, και μάλιστα όπου εκεί είναι ένα σπίτι από τα πρώτα και δεν είναι να λείψει τίποτα» . Από τα γραφόμενα του Μέλου και του Δημάκη γίνεται φανερό πως η Αθήνα αρχίζει σιγά-σιγά να μιμείται τα ήθη του Αναπλιού, του Αναπλιού βέβαια όπως το ξέρανε κάτω από τη βενετσιάνικη διοίκηση —«εσυνηθίζανε και στο Ανάπλι»— και το οποίο τώρα, δύο μόλις χρόνια κάτω από τον τουρκικό ζυγό, μοιάζει να έχει χάσει πολύ από την εικόνα του παρελθόντος- του. Αντίθετα, στην Αθήνα με την εισροή των επαναπατριζόμενων καλών οικογενειών πραγματοποιείται ουσιαστική ανέλιξη στην κοινωνία της. Οι πληροφορίες για την αθηναϊκή φορεσιά, που μας παρέχονται εδώ, δεν είναι οι στατικές πληροφορίες ενός νοταριακού εγγράφου (προικοσύμφωνο, διαθήκη), αλλά μαρτυρούν τη χρήση της ενδυμασίας ως στοιχείου της κοινωνικής διαβάθμισης που προσδοκάται. Ο εκπατρισμένος Μέλος και μέσω του ενδύματος αποβλέπει σε κοινωνική καταξίωση και άνοδο, την οποία είτε είχε και έχασε είτε ελπίζει να αποκτήσει. Ετσι, μπορεί να μεγαλώνει, να φουσκώνει, τις απαιτήσεις της αθηναϊκής ζωής σύμφωνα με τους πόθους του για τέτοια κοινωνική κατάταξη. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Μιχάλη για την αμφίεση της γυναίκας-του θα χρειαστεί να ξοδευτούν 1.211 ρεάλια, ενώ η δική του φορεσιά θα κοστίσει μόνο 126, σύνολο και για τους δύο 1.347 ρεάλια. Μιά πρώτη παρατήρηση στην ανδρική και τη γυναικεία φορεσιά είναι ότι δεν αναφέρεται τίποτα για την υπόδηση, πράγμα που πρέπει να εκληφθεί απλά σαν παράλειψη· αντίθετα, το ότι δεν γίνεται λόγος για γυναικεία εσώρουχα, όπως τα εννοούμε σήμερα, θα πρέπει είτε να θεωρηθεί εσκεμμένη παρασιώπηση για λόγους σεμνοτυφίας είτε να ερμηνευτεί μάλλον σαν απουσία-τους από τη γυναικεία αμφίεση. Ενδέχεται τέλος να μην έχουμε εδώ την πλήρη και αμιγή εικόνα της αστικής φορεσιάς, αλλά είναι πιθανόν ο Μέλος να αναμειγνύει στοιχεία από την αγροτική ή ακόμα και την πελοποννησιακή ενδυμασία, πράγμα όμως που δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η ανάμειξη αυτή οφείλεται σε δική του σύγχυση, αλλά πιθανό να αποδίδει την πραγματικότητα. Πολλά από τα μέρη της αθηναϊκής φορεσιάς, όπως μας περιγράφεται εδώ, τα συναντάμε κι αργότερα σε αθηναϊκά προικοσύμφωνα του β’ μισού του 18ου αι. , μας λείπει όμως εντελώς η εικαστική απόδοση του αθηναϊκού ενδύματος στις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα. Οι ειδήσεις που έχουμε για προγενέστερα ή τα αμέσως μεταγενέστερα χρόνια, εκτός του ότι είναι λιγοστές και σποραδικές, δεν μας δίνουν πάντα μιά ολοκληρωμένη εικόνα και κάποτε δεν ξεκαθαρίζεται, αν πρόκειται για τη λαϊκή ή τη φορεσιά των αρχόντων του τόπου. Οι διαταγές της οθωμανικής διοίκησης στην προσπάθειά της να επιβάλει σαφή διαφοροποίηση ανάμεσα στην ενδυμασία των χριστιανών ραγιάδων και των μουσουλμάνων, αποτελούν πηγή για την ενδυματολογία της εποχής, έστω και αν η διάκριση εντοπίζεται κυρίως στην υπόδηση και το κάλυμμα της κεφαλής και αφορά κατά βάση το χρώμα. Συνεπώς τα 1.347 ρεάλια, που υπολογίζει ο Μιχάλης για τα έξοδα αμφίεσής τους, είναι το αντίτιμο 2.694 ξεστιών ή 16.164 οκάδων λαδιού, το οποίο παράγεται από 1.616-2.020 περίπου ελαιόδεντρα
Το κείμενο είναι το εξής, (σημ. γραμμένο ανορθόγραφα από το Μέλο)
«Ηξερο οτη θελης συνχηστης αναγνονον ταύτα, αμη εγο επροκρηνα καλύτερα να σου τα γραψο δια να μην ηπης ηστερα πος δεν τα σηλογηστηκα να σου τα φανεροσο δια να τα γηρεψης κε δια ταυτος σου τα σημηονο δια να μη γηνο μάσκαρας ηστερα, οτη η αυτή ηποθεσης Βέλη τα συνακουλουθα της τα οπηα χρηανζοντε να γίνουνε μηα φοράν μόνον, διατι δεν ηνε η Αθήνα ος καθος την ήξερες οπού εφοραε η γηνεκα μηα γούνα τζηκηαρηα κι οχη αλο, αλα σηνηθηζούνε παρομηα οσαν του Αναπληου. Θελης ηξερης κε ετούτο οτη τα μουλτζα της Αθήνας ηνε ενα δροσηο του οσπητηου, διατη εγο τα ηξερο οτη εκηνο οπού κανουση εκηνα πάλε τα τροση όσον να τα φτηασης κε οσο να τα σηναξης κε μη λογηασης πος ηνε οσαν τα μουλτζα του Μορεος οπού δίνουνε εσοδια κε ημπορη κάνης να πορευτη κε αν του αυγατηση να καμη απο την αυ^ατ^σ^ ενα θέλημα τον οσπητηου τον. Απο τοντο να καταλα/?^ς οτη το καλητερο αργαστηρη εξι ρ^αΑ?]α διδί τον χρονον νηκη κε τηχενη η αφέντρα σον να τα σηλογηστης ολα εκηνα οπού ης την μπαρον σου γράφο, οτη δεν ημπορη να μου λήψη τηποτης ανκης κε περησοτερα. Τορα ηδου οπού τα φανερονο ενα προς ενα όνομα κατ όνομα τη χρηαζετε της γηνεκος, οπού δεν ημπορη ναν της ληψουνε χορης αλο : αρχής καίεΐ
Ό μαματενηα μαννηνηα ζευγαρηα διο, ενα δια στραπατζο κε αλο δια εορτή ρεαλια 90
40 δαχτηληδια που να ηνε αρκετά της )) 150
μαργραρηταρη μαζη με της φούσκες του δια τον λεμον )) 200
μαργαρηταρη δια ξηληκη μαζη με τα φλορηα του )) 120
μπερέτα μαργαρηταρενηα » 030
σκολαρητζα ζηγη μηα με πετρδια ρεαλια 060
ζψαρη πολητηκο » 030
γιλέκο γραν καπρα ;; 030
ζψαρη ρηχτη „ 030
δαμάσκο χρησο μπροκαδο κρεμεζο δια γοννελα πήχεις 12 » 072
δαμάσκο ομηο δια γούνα πήχεις 10 » 060
δαμάσκο ομηο δια ζηποννη κε μπερέτα πήχεις 4 n 024
φορνημεντα δια την γοννα κε δια την γοννελα κε δια το ζηποννη » 070
γοννα ρονχηνη δια να παγενη οξο το χημονα » 060
γοννα ρουχψη δια να παγενη οξο το καλοτζερη ρεαλια 050
χρηταη χρησο δια φονστανη δια κοντογοννη δια πανοβρακη » 080
φονστανη άσπρο φητηλη ενα κε ζηποννη ομηο )) 015
καπΛαμαόες διο μπονχασενηονς δια να τες φορη στο σπητη )) 010
κοντογοννη σημητενηο ενα κε πανοβρατζα σημητενηα δω » 015
χρησομανδιλο δια την κηναγηαλη ενα’ κ αΑα μανδιληα της )) κεφαλής άσπρα κε κολοραδα )) 015
Σονμε, οπον χρηαζητε της γηνεκος ρηαληα χηληα διακοσηα ένδεκα 1211
Εξοδες εδικές μον δια φορεσιές μον
κοντοση με την γοννα τον )) 40
καλονπατζα διο )) 12
τζαχτζηρηα διο
ζηναρηα διο
μπονγασηα διο
δια καπλαμάδες καπλαμάς μεταξοτος
γοννακη ρονχενηο με την γοννα τον καμηζολες
εξε πονκαμησα κε βρατζα οτη ηξερης πος δεν εχο κε δεν τηχενη να καταλισο τον πρητζηον μον»
Μπορείτε να δείτε γκραβούρες με ελληνικές φορεσιές του 18ου αιώνα στο σύνδεσμο εδώ
πηγή:
http://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/7831/7503