Οι Κυκλάδες αποτελούσαν ένα χώρο όπου οι επιρροές απο την ενετοκρατία αναμίχθηκαν με την ντόπια ελληνική κουλτούρα δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο πολυτελές στυλ το οποίο αντανακλάται και στα κοσμήματα που έχουν διασωθεί απο τον 16ο-18ο αιώνα.
Χαρείτε τα!
Τμήμα χρυσού περιδεραίου, από τη Σίφνο, με συρματερό διάκοσμο και ενδιάμεσα μαργαριτάρια. Οι χάντρες ξεφεύγουν τόσο από το αμφικωνικό σχήμα των κρητικών παραδειγμάτων, όσο και από το σφαιρικό σχήμα των δωδεκανησιακών παραλλαγών. Μορφολογικά μοιάζουν περισσότερο με τα γνωστά μποτονάκια της Κρήτης, που ονομάζονταν έτσι γιατί στην αρχή τα χρησιμοποιούσαν ως κουμπιά στα μανίκια τους. (ΓΕ 2106) Μουσειο ΜπενακηΖευγάρι χρυσά σκουλαρίκια που το καθένα σχηματίζει μια κατακόρυφη σειρά από στοιχεία: ένα φιόγκο, ένα πουλί με ανοιχτά φτερά, ένα κωδωνόσχημο στοιχείο, και ένα σταυρό Μάλτας, από τον οποίο κρέμονται μαργαριτάρια. Τα σκουλαρίκια αυτά, που θα έφταναν ώς τους ώμους, όπως τα βυζαντινά περπενδούλια, πρέπει να συνοδεύονταν από ένα επιμετώπιο διάδημα. (ΓΕ 7666) Μουσείο ΜπενακηΚυκλαδίτικο δαχτυλίδι απο την έκθεση Vanity 2016 του Αρχ Μουσείου Μυκόνου πηγηΜενταγιον απο την έκθεση Vanity 2016 του Αρχ Μουσείου Μυκόνου πηγηΧρυσά σκουλαρίκια με χωνοειδή στοιχεία και μαργαριτάρια. Από τα νησιά του Αιγαίου, 19ος αι. (ΓΕ 7266), Μουσείο ΜπενάκηΣτο κέντρο κρεμαστά λαιμού απο τη Σίφνο, τριγύρω αλυσίδες απο την Πάτμο Μουσείο Μπενάκη
Μυκονιάτικα σκουλαρίκια απο την έκθεση Vanity του Αρχ. Μουσείου Μυκόνου που έγινε το 2016, σχέδιο 18ου αι. Νεώτερη αναπαραγωγή, 1970. Πηγή: Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. πηγη
Για κάποιον που αγαπά τον λαϊκό πολιτισμό και τις παραδοσιακές φορεσιές και χορούς μια επίσκεψη στο Εθνολογικό Λαογραφικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης είναι επιβεβλημένη! Το Μουσείο ιδρύθηκε το 1970 και στεγάζεται στο διατηρητέο κτίριο του 20ού αιώνα, γνωστό ως «Villa Modiano», κατοικία του τραπεζίτη Yiako Modiano και της οικογενείας του. Η βίλα ήταν επίσης γνωστή ως κατοικία του «Παλιού Κυβερνήτη» επειδή φιλοξενούσε κάθε χρόνο τον διοικητή της Μακεδονίας και αργότερα τον Υπουργό της Βορείου Ελλάδος.
Φορεσια απο το Σουφλί Έβρου
Αν και η αυλή του είναι υπέροχη για να πιει κάποιος καφέ μια ηλιολουστη μέρα, ( 2500 τετραγωνικά μέτρα, σχεδόν το μισό της αρχικής περιουσίας του Μοντιάνο) εμείς θα σταθούμε στο εσωτερικό του Μουσείου που ήταν πολύ ενδιαφέρον και αξίζει τον κόπο να επισκεφτείτε ιδίως αν έχετε παιδιά, και θα θέλατε να τα ξεναγήσετε τον τρόπο ζωής των παλιότερων γενεών, καθως το Μουσειο περιλαμβάνει πολλές αλληλεπιδραστικές δράσεις
Φορεσια Πυλαια Θεσσαλονικης και πλάτη Δρυμός Θεσσαλονικης
Στο εσωτερικό του μουσείου φιλοξενούνται συλλογές σχετικές με τις ανθρώπινες δραστηριότητες (γεωργία, κτηνοτροφία κ.α.) και τεχνικές επεξεργασίας (υφανση, ράψιμο, κέντημα, ξυλογλυπτική, μεταλλοτεχνία, κεραμικά) για την κάλυψη των βασικών αναγκών της κοινότητας για τρόφιμα, στέγη, ένδυση καθώς και για την κοινωνική οργάνωση και την πνευματική ζωή των ανθρώπων που ζούσαν στο Βόρειο Ελλαδικό χώρο.
Οι συλλογές αποτελούνται από αντικείμενα που προέρχονται από την προ-βιομηχανική εποχή, κυρίως από τις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
Φορεσια Πομάκας απο τη Σμίνθη Νομού Ξάνθης
Αντιπροσωπεύουν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στην πόλη. Όσον αφορά την ποσότητα και την ποικιλία τους, πρόκειται για μία από τις πλουσιότερες συλλογές του είδους σε όλη την Ελλάδα.
Σε αυτή την ανάρτηση θα δούμε κάποιες απο τις 55 φορεσιές της μόνιμης συλλογής του Μουσείου και θα επανέλθουμε σε άλλη ανάρτησή μας με κοσμήματα και κεφαλόδεσμους.
Μια έκθεση παραδοσιακών φορεσιών του Μουσείου Μπενάκη υπο την αιγίδα της Βασίλισσας Φρειδερίκης, αποτέλεσε την αφορμή για αυτό το βιβλίο που κυκλοφόρησε στα 1959-1960 και αναφέρεται γενικά στην ελληνική παραδοσιακή φορεσιά, την τέχνη των ραφτάδων, και σε αρκετές συναφείς παραδοσιακές τέχνες όπως η μεταλλουργία, η δημιουργία δαντέλας, το σκάλισμα σε ξύλο, η αγγειοπλαστική και το κέντημα.
Η φορεσιά της Πάτμου έχει ως μεγαλύτερη πολυτέλεια τα βαρύτιμα κοσμήματα που υποδηλώνουν και την οικονομική ευμάρεια του νησιού που εθεωρείτο ένα από τα πλουσιότερα του Αιγαίου.
Απο την εφημερίδα «Ροδιακή» και το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «Δωδεκάνησα» (εκδ. «Αλφα»-Σκαζίκης Ι.Μ. (εν Αθήναις), 1950) αντλούμε πληροφορίες για τα κοσμήματα της φορεσιάς και σας τις παραθέτουμε για να μάθουμε όλοι περισσότερα για τον πολιτισμό αυτού του μοναδικού νησιού του Νοτίου Αιγαίου.
«Σε αρχαιότερες εποχές ανάλογα με την υλική ευπορία της νύφης, τη φορεσιά αποτελούσαν χρυσοΰφαντα και χρυσόπαστα βαρύτιμα πολύχρωμα υφάσματα της Ευρώπης.
Ο κεφαλόδεσμος της ή το λεγόμενο πόσι, στολιζόταν γύρω-γύρω με χρυσοσμαλτομένα κουδουνάκια (καμπάνες), χρυσά σκουλαρίκια εκρέμονταν από τ’ αυτιά της, βραχιόλια με πόρκες και άλλα κοσμήματα εστόλιζαν τα χέρια της, στο λαιμό και στο στήθος της φορούσε χρυσό περιδέραιο, αρμαθούς από μαργαριτοφόρα πλέγματα απ’ όπου εκρέμονταν διάφορα παλιά χρυσά νομίσματα ντούμπλες ή ισπανικά και πορτογαλικά τάληρα ή βενέτικα μεγάλα φλωριά (αμυγδαλάτα) και άλλα διάφορα χρυσά πλέγματα σε πολλές σειρές που εσκέπαζαν τα στέρνα της.»
Xρυσό περιδέραιο με σμάλτα και μαργαριτάρια. Στο εξαρτημένο εγκόλπιο, σύνθεση με δύο παγώνια γύρω από έναν κεντρικό τροχό με το χριστόγραμμα. Δωδεκάνησα, 17ος-18ος αι. Mήκος 0,52 μ. Ύψος εγκολπίου 0,12 μ. Aποκτήθηκε με τη συνδρομή της Eλένης Παρασκευά (ΓΕ 32943) Μουσείο ΜπενάκηΧρυσό σκουλαρίκι με σμάλτο και μαργαριτάρια. Από την Πάτμο, 18ος αι. Μήκ. 0,047 μ. (ΕΑ 806)Μουσείο Μπενάκη
«Αυτά τα πλέγματα ή κοσμήματα ήταν η λεγόμενη σκάλα από σειρά μαργαριτάρια που είχαν στη μέση χρυσό σφαιρικό χρυσαφικό το μονόκουκο. Ύστερα τα μονόκουκα συχαντρίκια, περιδέραιο με ψαθωτό πλέγμα, ο σκόλοπας, σειρά μαργαριτάρια με μια χρυσή σφαίρα στη μέση κρεμασμένη τη λεγόμενη μήλον.»
Χρυσό περιδέραιο με είκοσι δύο διάτρητα ρομβοειδή στοιχεία, τονισμένα με περίκλειστο σμάλτο, από το οποίο εξαρτάται εγκόλπιο με μικρογραφικές παραστάσεις της Παναγίας στη μία πλευρά και της αγίας Αικατερίνης στην άλλη. Πάτμος, μέσα 18ου αι. Μήκος 0,33 μ. (ΕΑ 601)Μουσείο ΜπενάκηBαρύτιμο χρυσό εγκόλπιο σε σχήμα καραβέλας, διακοσμημένο με πολύχρωμα σμάλτα και μαργαριτάρια. Πάτμος, 17ος αι. Ύψος 0,14 μ. Δωρεά Eλένης Σταθάτου (ΓΕ 7669)Μουσείο Μπενάκη
«Ακόμη το χρυσό αλυσίδι ή ο στρεπτός, ο κάβουρας γεμάτος μαργαριτάρια και πολύτιμα πετράδια, οι καμπάνες, τα αλυσίδια, το λουλούδι, ή άλυσος η χρυσή με τα επτά εγκόλπια και το δικέφαλο αετό ανάμεσα τους κι άλλη μια πιο κάτω το μαλαματένιο καράβι, το μαλαματένιο ψαράκι, η άλυσος η μηλάτη, τα αλυσίδια, τα φουσκάτα, τα φουσκοκάμπανα.
Της έραβαν ακόμη στην κορφή του καπέλου δικέφαλους αετούς όπως και μ’ αυτούς ήταν στολισμένα τα πασουμάκια της που συμπλήρωναν τα χρυσοκέντητα φορέματα, ενώ στα δάκτυλα της έλαμπαν πολύτιμες πέτρες καλούμενες «κουρούνδια», δηλαδή διάφορα γαλάζια ζαφείρια, ζουμπρούτια, λυχνίτες, γρανάτες, υάκινθος, όνυχες τοπάζια της ανατολής, ξανθά «εξ αιματικών λίθων», περουζέδες για την βασκανία tourguoises ή γαλάζιοι, διαμάντια κ.α».
Χρυσά σκουλαρίκια με κρεμαστές καραβέλες, διακοσμημένα με τη συρματερή τεχνική, με πολύχρωμα σμάλτα και μαργαριτάρια. Σίφνος, 17ος αι. Ύψος 0,12 μ. Δωρεά Eλένης Σταθάτου (ΓΕ 7670)Μουσείο ΜπενάκηΧρυσά σκουλαρίκια με κρεμαστές καραβέλες, διακοσμημένα με τη συρματερή τεχνική, με πολύχρωμα σμάλτα και μαργαριτάρια. Πάτμος, 17ος αι. Ύψος 0,11 μ. (ΓΕ 7324)Μουσείο Μπενάκη17ου αιώνα κοσμήματα απο την Πάτμο, Μουσείο Μπενάκη
Είναι γνωστό οτι μια μεγάλη ποσότητα ελληνικών ενδυμάτων φυλάσσονται στα Μουσεία του εξωτερικού. Εδώ σήμερα σας έχω 9 ποδόγυρους απο τις γυναικείες κρητικές φορεσιές κεντημένους με μετάξι σε λινό ή βαμβακερό ύφασμα, που φυλάσσονται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και ανάγονται στον 18ο αιώνα… Απολαύστε τα…
18th century μετάξι σε λινό
Αν θέλετε να δείτε περισσότερους κρητικούς ποδόγυρους και κεντήματα μπορείτε να δείτε και εδώ
Αφιέρωμα σήμερα στις κρητικές φούστες του 17ου- 18ου αιώνα… Αναζητώντας πληροφορίες ανακαλύψαμε το εξαίρετο άρθρο της Ασπασίας Κοκολογιάννη που μας αναλύει διεξοδικότατα το ενδιαφέρον αυτό ρούχο… Αντιγράφουμε λοιπόν απο τα Χανιωτικα Νέα και συνοδεύουμε το αναλυτικότατο άρθρο της συγγραφέως με φωτογραφίες απο διασωθέντες ποδόγυρους απο τη συλλογή του V&A Museum.
«Ένα κομμάτι της γυναικείας κρητικής φορεσιάς που έχει διασωθεί τόσο σε Mουσεία του εξωτερικού όσο και σε Μουσεία της Ελλάδας είναι η φούστα ή το φουστάνι ή το ρούχο ή το πο(υ)κάμισο. Ολοι αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία για να περιγράψουν ένα ένδυμα, το οποίο σε λίγες περιπτώσεις έχει διασωθεί ακέραιο, του οποίου δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τη χρήση μέσα σε ένα ενδυματολογικό σύνολο, η αξία του όμως διέσωσε το πολυτιμότερο μέρος του: τον ποδόγυρο.
Παρατηρώντας ρούχα και από άλλες περιοχές της Ελλάδας που έχουν την αντίστοιχη αναγεννησιακή μορφή καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι χρειαζόμαστε τρία επίπεδα ρουχισμού: Το εξώφορο ρούχο, το μεσόφορο ρούχο και το εσώφορο ρούχο. Θα μπορούσαμε να εικάσουμε, ακολουθώντας την παραπάνω λογική, ότι κάτω από την καρπέτα ή την κούδα ή τη σάρτζα (στην πρώιμη κρεμαστή μορφή της) φορέθηκε ένα μεσόφορο ρούχο που ακολουθεί την κοψιά του εξώφορου με πλούσια κεντημένο ποδόγυρο, ο οποίος αποκαλυπτόταν, όταν το κόκκινο ξωφόρι ανασκουμπωνόταν και από κάτω ένα τρίτο εσώφορο ρούχο που ακολουθεί και αυτό την ίδια γραμμή. Θα αποτελούσε αυτή η υπόθεση – εξήγηση και του γεγονότος ότι κανείς από τους περιηγητές που περιέγραψαν ένδυμα με το αντίστοιχο σχήμα, δεν είδε τους τόσο εντυπωσιακούς ποδόγυρους που στόλιζαν τα κρητικά αναγεννησιακά φουστάνια.
Πρόκειται για φορέματα σε υπόλευκο χρώμα από λινοβάμβακο ύφασμα, με ολοκέντητους ποδόγυρους, των οποίων το πλάτος έφτανε συνήθως τα 3,5 μέτρα και στερεώνονταν στους ώμους των γυναικών. Τα ρούχα αυτά αποτελούνταν από 5 φύλλα υφάσματος, το πλάτος του κάθε φύλλου ποίκιλε από 60 έως 70 εκατ. και ο κάθε ποδόγυρος είχε ύψος από 25 έως 70 εκατ. που είχαν κεντηθεί πριν ενωθούν μεταξύ τους όπως μαρτυρεί η ασυνέχεια του μοτίβου απ’ το ένα φύλλο στο άλλο. Φαίνεται ότι υπήρχε και δεύτερο φύλλο του ίδιου πάντα υφάσματος ραμμένο από τη μέσα πλευρά του ποδόγυρου ώστε αυτός να στέκεται καλύτερα. Κάποιες φορές υπάρχει και μία ή και δεύτερη οριζόντια πτύχωση πάνω από τον ποδόγυρο χωρίς να είναι εξακριβωμένη η χρησιμότητα της πιθανολογείται για να φουντώνει η φούστα ή για να ορίζεται ο ποδόγυρος, μπορεί κάποιο κατάλοιπο που διευκόλυνε το ανασκούμπωμα ή και ανάμνηση του βυζαντινού λώρου που δημιουργούσε κόλπο δηλαδή κοιλότητα στα ρούχα, ίσως ακόμη ένας τρόπος να αλλάζει το μήκος του ρούχου ανάλογα με τη γυναίκα που θα το φορούσε. Εντύπωση προκαλεί η σημείωση της Pauline Johnstone, που η ίδια στηρίζει σε παρατηρήσεις περιηγητών, ότι αυτός ο τύπος ρούχου δεν θα πρέπει να ήταν μακρύτερος από τη μέση της γάμπας! Στο κεντρικό φύλλο υπάρχει κατακόρυφο άνοιγμα προφανώς για να διευκολύνεται η φέρουσα κυρίως κατά την περίοδο του θηλασμού και οι σούρες ξεκινούν άλλοτε αμέσως και άλλοτε λίγο μετά απ’ αυτό το άνοιγμα, ώστε να μην δημιουργείται όγκος πάνω στην κοιλιά. Μπρος και πίσω υπάρχουν θηλιές μέσα από τις οποίες περνά κορδόνι για να κρέμεται το ρούχο απ’ τους ώμους και να στέκεται στις μασχάλες. Παράλληλα, εντοπίζεται και η πολύπτυχη λινοβάμβακη φούστα με κεντητό ποδόγυρο προσραμμένη σε εφαρμοστό αμάνικο πανωκόρμι που κλείνει πάνω στο στομάχι και αφήνει ακάλυπτο το στήθος. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει πρώτον να σημειωθεί ότι η δεκαετία που έριξε τη μέση των ρούχων ήταν η δεκαετία του 1820 και δεύτερον η ομοιότητα αυτού του ρούχου με το τούρκικο ρούχο gomlek που βλέπει ο Roderick Taylor. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το αν αυτοί οι δύο τύποι φορέματος συνυπήρξαν ή αν ο ένας διαδέχθηκε τον άλλο. Και οι δύο υποθέσεις πάντως μπορούν να δικαιολογηθούν αν παρατηρήσουμε την εξέλιξη της μόδας ή αν θεωρήσουμε ότι μία νέα μόδα δεν ήταν εύκολο να εκτοπίσει αμέσως την παλαιότερη. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το αν το φόρεμα με πανωκόρμι φορέθηκε και χωρίς εξώφορο ρούχο, αλλά με κάποιου είδους πανωφόρι όπως “υποπτεύονταν” οι πρώτοι μελετητές, όπως διαβάζουμε στον κατάλογο της έκθεσης στην οποία αυτό παρουσιάστηκε το 1914. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πότε άρχισε να φοριέται ακριβώς αυτός ο τύπος ρούχου, αν δεχθούμε όλα τα παραπάνω ίσως να ακολούθησε την εμφάνιση της καρπέτας, φαίνεται όμως και συμφωνούν σε αυτό όλοι οι μελετητές ότι δεν πρέπει να επιβίωσε πέρα από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ο Γρηγόριος Παπαδοπετράκης πάντως στην Ιστορία των Σφακίων το 1888 μας λέει: «Από των ώμων κατήρχετο λευκός χιτών ποδήρης. Εξω του χιτώνος φέρουσι εξωφόριον λευκόν και τα άκρα γύρωθεν χρυσοκέντητα ή διά μετάξης ποικιλοχρόου αρίστης επεξεργασίας», χωρίς όμως να προσδιορίζει πότε οι Σφακιανές ντύνονταν έτσι.
Σημαντικές πληροφορίες ωστόσο μας δίνουν οι ίδιες οι γυναίκες που κέντησαν ή παρήγγειλαν κάποιους ποδόγυρους καθώς κάποιοι ελάχιστοι είναι ενυπόγραφοι και χρονολογημένοι. Σύμφωνα με την Κατερίνα Κορρέ – Ζωγράφου η παρουσία των υπογραφών και των χρονολογήσεων στα κεντήματα από το 16ο αιώνα και ύστερα, οφείλεται κυρίως σε ενετική επίδραση και συναντάται συνήθως σε εκκλησιαστικά κεντήματα σπανίως δε σε κοσμικά. Ο παλαιότερος χρονολογημένος ποδόγυρος βρίσκεται στο “Metropolitan Museum” και αναγράφει 1697, ενώ δεύτερος που βρίσκεται στο ίδιο Μουσείο αναγράφει 1726. Ο πρώτος από αυτούς αναφέρει μόνο το αρχικό γράμμα του ονόματος ενώ έχουμε και δύο ποδόγυρους που βρίσκονται στο “Victoria and Albert Museum” και μας πληροφορούν για τ’ όνομα της κτητόρισσας ή της δημιουργού: ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΑ, ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑ. Οι δύο αυτοί ποδόγυροι είναι χρονολογημένοι αντίστοιχα 1733 και 1757 ενώ υπάρχει στο ίδιο μουσείο και ένας τρίτος με χρονολογία 1762. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η δημιουργός δεν ήταν απαραίτητα και η κτητόρισσα του ρούχου, κάτι που υπαγορευόταν από την οικονομική κατάσταση της ενδιαφερομένης. Υπάρχουν ποδόγυροι που είναι στενότεροι, έχουν δηλαδή ύψος 25 – 30εκατ. και οι μελετητές συγκλίνουν μάλλον στην άποψη ότι ήταν παλαιότεροι χωρίς να απαλείφονται και άλλες υποθέσεις για τη χρήση τους. Οι ποδόγυροι των οποίων το ύψος φτάνει τα 70εκατ. φαίνεται να είναι μεταγενέστεροι, όταν πια οι φόρμες μάλλον είχαν τυποποιηθεί. Ως προς το χρώμα τους υπάρχουν μονόχρωμοι σε μπλε ή κόκκινο χρώμα, συναντάμε λιγότερο συχνά δίχρωμους: κόκκινο με μπλε, κόκκινο με πράσινο και σπάνια κόκκινο με μαύρο ή κίτρινο. Συνηθέστεροι είναι οι πολύχρωμοι ποδόγυροι πάνω στους οποίους απαντώνται έως και εφτά χρώματα. Οι μελετητές δεν συμφωνούν για το ποιος χρωματικός τύπος είναι πρότερος και ποιος ύστερος, ενώ υπάρχει και η άποψη που υποστηρίζει ότι η μονοχρωμία προοριζόταν για τα νεαρά κορίτσια. Καταλήγουν πάντως ότι οι δύο τύποι πρέπει να ήταν σε παράλληλη χρήση. Τέλος υπάρχουν και κάποιες αναφορές για διαφορές ανάμεσα σε περιοχές ή οικογένειες, αλλά είναι μόνο υπόνοιες. Ο διάκοσμος είναι φυτικός και κυρίως άνθινος. Τις συνθέσεις συμπληρώνουν ο δικέφαλος αετός, η δεόμενη γυναίκα, το ειδύλλιο, η μονόκλωνη γοργόνα, η γοργόνα με τη διχαλωτή ουρά, ζώα, πουλιά, φίδια, μυθικά τέρατα, εραλδικά σύμβολα και χριστιανικά σύμβολα, δεν λείπουν δε σε κάποιες περιπτώσεις, οι σκηνές του γάμου ή του χορού. Κεντρικό μοτίβο αποτελεί σχεδόν πάντα ένα ανθοφόρο αγγείο. Σπανιότερος είναι ο γεωμετρικός διάκοσμος.
Οι επιδράσεις είναι βυζαντινές, οθωμανικές καθώς η δε γλάστρα ή γάστρα φαίνεται να είναι περσικής επιρροής αλλά κυρίως ιταλικής. Με τα χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο του υποβιβασμού σε άνθος δηλαδή ό,τι δεν γινόταν αντιληπτό από την μιμήτρια ή δεν ήταν ξεκάθαρο μετατρεπόταν σε λουλούδι. Η κεντρική παράσταση αναπτύσσεται ως ζωφόρος πάνω σε μία στενή ταινία που λειτουργεί ως βάση, κάποιες φορές αυτή η λωρίδα επαναλαμβάνεται και στην κορυφή του σχεδίου. Αυτό που είναι πολύ σημαντικό είναι το είδος του υφάσματος που χρησιμοποιείται για αυτά τα ρούχα. Το λινοβάμβακο ύφασμα, λινό στημόνι και βαμβακερό υφάδι, αποτελεί χαρακτηριστική κρητική τεχνική. Αυτή τη συνδυαστική τεχνική συναντάμε επίσης στα κοπτικά υφάσματα όπου υφαίνονταν μαζί λινό στημόνι με μάλλινο υφάδι, στην Περσία που ύφαιναν βελούδα με μεταξωτό στημόνι και βαμβακερό υφάδι. Εκτός από το ύφασμα χαρακτηριστική κρητική τεχνική αποτελεί και ο συνδυασμός διαφόρων βελονιών. Ετσι πάνω σε έναν ποδόγυρο μπορούμε να βρούμε πολυειδής βελονιές έως και 7! Οσα απ’ αυτά τα ρούχα δεν τάφηκαν μετατράπηκαν σε εκκλησιαστικά φελόνια ή στηχάρια κατά την προσφιλή συνήθεια του δωρισμού ρούχων στην εκκλησία ή αποκόπηκε ο ποδόγυρος από το ελεύθερο κεντήματος ύφασμα, ώστε και τα δύο αυτά μέρη να καλύψουν πλέον άλλες ανάγκες ρουχισμού είτε του σπιτιού είτε της οικογενείας.»
Αν σας αρέσει ο κρητικός πολιτισμός δείτε όλα μας τα άρθρα για την Κρήτη εδώ και εδώ ή δείτε και κάποια ακόμη παραδοσιακά κρητικά σχεδια για κέντημα σε αυτό το άρθρο μας
Επίσης αν θα θέλατε να δείτε παραδοσιακά κρητικά κοσμήματα μπορείτε να δείτε εδώ
Ανασκαλεύοντας στο διαδίκτυο βρήκαμε αυτή την εργασία απο τον Οδηγό Ιονίων Νήσων της Σοφίας Μπρισένιου και του Θεόδωρου Γ. Παππά που περιγράφουν τις παραδοσιακές φορεσιές Κέρκυρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων. Θεωρήσαμε σωστό να αναδημοσιεύσουμε την εργασία εμπλουτισμένη με εικόνες για τους λάτρεις της ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς.
«Η λαϊκή ενδυμασία
α. Γυναικεία
Από την περίοδο της Ενετοκρατίας, οι επιρροές στο ντύσιμο των Κερκυραίων είναι πολλές. Αυτό το καταλαβαίνει κανείς από τις ξενόφερτες λέξεις που χρησιμοποιούν για να ονοματίσουν τα διάφορα μέρη της ενδυμασίας τους που προέρχονται από αντίστοιχες ενετικές, όπως: rochetto, tabarro, sarza, bombascina, carpetta, taffeta κ.ά.
Οι γυναικείες φορεσιές χωρίζονται ανάλογα με τη γεωγραφική τους περιοχή. Έτσι έχουμε της Λευκίμμης, της Μέσης, του Γύρου, του Όρους, των Παξών και των Διαποντίων Νήσων. Επίσης, άλλη διάκριση των ενδυμασιών είναι σε καθημερινές, κυριακάτικες και νυφιάτικες. Σε φορεσιές κοπέλας, παντρεμένης και χήρας.
Πανηγύρι στη Βόρεια Κέρκυρα στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Διακρίνεται καθαρά ο παραδοσιακός τρόπος ένδυσης ανδρών και γυναικών (Ιδιωτική συλλογή). (πηγή)
Αντίθετα, οι ανδρικές στολές ήταν ίδιες σε όλο το νησί. Ξεχώριζε μόνο η βλάχικη που τη φορούσαν μερικοί στην Κασσιώπη, την Πλατυτέρα και την Γαρίτσα.
Οι παραδοσιακές ενδυμασίες αρχίζουν σιγά σιγά να δίνουν τη θέση τους στον σύγχρονο τρόπο ένδυσης, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη γνωστή αλλαγή στον τρόπο ζωής. Σ’ αυτό συνέβαλαν οι εύκολες μετακινήσεις, η αστυφιλία, ο τουρισμός, ο νέος τρόπος ζωής, καθώς και άλλοι παράγοντες.
«Εμείς προφτάσαμε», λέει η Ελισάβετ-Λουλού Ι. Θεοτόκη «και φωτογραφίσαμε όσες αυθεντικές στολές βρήκαμε στην Κέρκυρα και ελπίζουμε, έτσι αρχειοθετημένες να αποτελούν στοιχεία περαιτέρω έρευνας, παραθέτουμε δε μερικές φωτογραφίες ως δείγματα του αρχείου μας και αντίγραφα από οικογενειακές φωτογραφίες διάφορων περιοχών».
Αυτό που σήμερα λέμε «παραδοσιακή φορεσιά» διαμορφώθηκε το 17ο αι. μέχρι την επικράτηση στα μέσα του 20ού αι. των «ευρωπαϊκών ρούχων». Έτσι, άνδρες, γυναίκες, νέες, γριές, χήρες, αγρότες και αστοί, ντύνονται όλοι με τον ίδιο τρόπο.
Χαρακτηριστική ήταν η γυναικεία φορεσιά της Κέρκυρας. Οι φορεσιές αυτές ήταν κεντημένες από γυναίκες της οικογένειας. Είναι εντυπωσιακά τα πολύπλοκα και πολύχρωμα σχέδια και απερίγραπτη η ποικιλομορφία αυτών ανάλογα με τον τόπο προέλευσης τους.
Νυφιάτικη ενδυμασία περιοχής Μέσης Κέρκυρας. Αρχές του 20ού αι. Αρχείο Δ. Κάντα.
Οι κεφαλόδεσμοι ήταν ό,τι πιο αντιπροσωπευτικό της γυναικείας κερκυραϊκής φορεσιάς, πάντα περίτεχνα και πάντα ταιριαστά με την κόμμωση. Και αυτές είναι ανάλογες από τον τόπο προέλευσης, την οικογενειακή κατάσταση, αλλά και από το αν η γυναίκα που τον φοράει είναι ελεύθερη, μικροπαντρεμένη ή χήρα.
Χαρακτηριστικός κεφαλόδεσμος με «κοκόρους». Φωτογραφία Δ. Κάντα (Η παραδοσιακή φορεσιά της Κέρκυρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, Κέρκυρα, χ.χ., σελ. 22). πηγη
Η μπουστίνα (από το μπούστο) σκεπάζει το στήθος και φοριέται πάνω από το πουκάμισο. Είναι φτιαγμένη από λινό, βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα και έχει πολλά κεντητά ποικίλματα, όπου «καρφώνανε» τα δώρα του γάμου από χρυσό.
Το πεσελί το φορούσαν ως συμπλήρωμα της γαμήλιας φορεσιάς και ήταν προσφορά του γαμπρού προς τη νύφη. Ήταν από βελούδο σε ζωντανά χρώματα, κεντημένο με χρυσή κλωστή, με πολυσύνθετα και εντυπωσιακά σχέδια. Το στόλιζαν με χρυσά και ασημένια κουμπιά. Μετά το γάμο η γυναίκα το φορούσε στις γιορτινές ημέρες, ως καλό ρούχο.
Την ενδυμασία συμπλήρωναν πολύτιμα κοσμήματα. Αξιοσημείωτο είναι οι ξεχωριστές ονομασίες που χρησιμοποιούσαν για τα σκουλαρίκια –περίπου 15– και υπήρχαν ισάριθμα είδη! Επίσης στόλιζαν το λαιμό και το μπούστο με στηθοβελόνες και καρφίτσες, στη μέση φορούσαν ζώνες με πόρπες. Τους καρπούς τούς στόλιζαν με βραχιόλια (μπρατσουλέτα) ή χρυσές στρογγυλές βέργες (οκάνες), και τα δάκτυλα με ανάλογα δακτυλίδια. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα κοσμήματα τα έφτιαχναν σπουδαίοι λαϊκοί Κερκυραίοι τεχνίτες ή τα αγόραζαν από τα ασημοχρυσοχοεία που διατηρούσαν Ηπειρώτες.
Όταν μια γυναίκα χήρευε, έβγαζε τα στολίδια και φορούσε μαύρη μαντίλα ή μαύρη κορδέλα επάνω από την άσπρη μπόλια που σκέπαζε το κεφάλι.
Εκείνο που έκανε να διαφέρουν οι φορεσιές των Κερκυραίων γυναικών της αστικής τάξης ήταν ότι πλεόναζαν οι δαντέλες και τα στολίδια, καθώς και τα υφάσματα ήταν από πιο ακριβά υλικά. Την «καλή» φορεσιά τη φορούσαν τις Κυριακές και τις γιορτές, αφού την έβγαζαν από το σεντούκι ή από το φορτσέρι όπου ήταν φυλαγμένη και μοσχοβολούσε από διάφορα βότανα και μυρωδιές φρούτων.
i. Πουκαμίσες και Μπουστίνες
Κάτω από το μπούστο η Κερκυραία φορούσε το λευκό πουκάμισο ή αλλιώς την πουκαμίσα. Συνήθιζαν να δένουν πάνω σ’ αυτό το φυλαχτό και μαζί με μια πλεχτή μάλλινη φανέλα, τη μάγια, ήταν το κύριο εσώρουχο της κερκυραϊκής στολής.
Η πουκαμίσα ήταν φτιαγμένη από λινό ή βαμβακερό ύφασμα και έφτανε μέχρι το γόνατο. Τα μανίκια ήταν μακριά σουφρωτά στους καρπούς και το καλοκαίρι πιο κοντά. Είχε κεντήματα στο κάτω μέρος, στη λαιμόκοψη, καθώς και στο πάνω και κάτω μέρος από τα μανίκια. Την πουκαμίσα την ύφαιναν συνήθως οι γυναίκες στο σπίτι.
Πάνω από την πουκαμίσα φορούσαν μια άσπρη φούστα, το μισοφόρι ή ροκέττο ή κοντορόκεττο ή βελέσι, που είχε στη μέση σούρα και, συνήθως, στο κάτω μέρος ήταν κεντημένο.
Για στηθόδεσμο χρησιμοποιούσαν ένα λεπτό ύφασμα από μπατίστα, ψιλό λινό πανί ή από τούλι ή μετάξι για τις γιορτινές ενδυμασίες. Στο κάλυμμα αυτό, που το ονόμαζαν μπροστίνα ή μπουστίνα ή μπροστούρα ή πετόνι ή πετάρι έβαζαν τις γιορτινές μέρες τα χρυσαφικά τους
Στολή Λευκίμμης. Από το βιβλίο της Ελισάβετ – Λουλού Θεοτόκη, Ενδυμασίες Κέρκυρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, Έκδοση Δήμου Κερκυραίων, Κέρκυρα 1994, σ.27.
ii. Ροκέττα και Ποδιές
Η καθημερινή φούστα που φορούσε η Κερκυραία, το ροκέττο, ήταν ριγέ με άσπρες και μπλε ρίγες. Στην περιοχή του Γύρου, οι φούστες που έβαζαν οι νύφες, ήταν από μεταξωτό ύφασμα (ταφτάς), σε χρώματα ζωηρά, όπως γαλάζιο, μοβ ή κόκκινο και ήταν πιο κοντές.
Στο νότιο συγκρότημα του νησιού, η φούστα της νύφης και αργότερα η «καλή» φούστα που φορούσε τις γιορτινές μέρες, ήταν πλισέ στο πίσω μέρος και στα πλάγια. Στο μπροστινό μέρος ήταν ίσια γιατί από πάνω φορούσαν την ποδιά. Η φούστα αυτή που λεγόταν και άμπιτο, καρπέττα ή βελέσι, ήταν μακριά και για να τη στολίσουν έραβαν στο κάτω μέρος της πολύχρωμες κορδέλες. Χαρακτηριστικές είναι οι «προξενιές», κορδέλες με λουλούδια που τις κρεμούσαν στην άκρη του ροκέττου.
Τα ροκέττα που φορούσαν τις Κυριακές ήταν όπως και τα νυφιάτικα, αλλά από μαύρο γυαλιστερό αλπακά, ενώ αυτά που χρησιμοποιούσαν καθημερινά από αλατζά.
Εκτός από τη φαρδιά κόκκινη ζώνη που φορούσαν οι γυναίκες, παρατηρούμε ότι στην περιοχή της Μέσης, οι Κερκυραίες έβαζαν ένα τριγωνικό κόκκινο μαντήλι, την τσουτσουμίδα, που πάνω της απεικονίζονταν λουλούδια και φτερά παγωνιού. Τη φορούσαν στη μέση, στην αριστερή μεριά. Οι νέες κοπέλες τη φορούσαν και σαν μαντήλι στο κεφάλι. Την τσουτσουμίδα τη χρησιμοποιούν και στους χορούς.
Νυφιάτικες, γιορτινές και καθημερινές είναι και οι ποδιές ή μπροστέλλες ή μπροστομούνες. Τις καθημερινές ποδιές τις ύφαιναν οι ίδιες οι γυναίκες και ήταν από λινάρι.
ποδιά νυφική Λευκίμμης πηγή
Η νυφιάτικη ποδιά της Λευκίμμης είναι εντυπωσιακή. Χρησιμοποιούσαν ως βάση τον ταφτά σε διάφορα χρώματα και από πάνω στερέωναν με κόκκινη κορδέλα το λευκό τούλι που ήταν κεντημένο. Επίσης, περνούσαν πάνω στο τούλι κορδέλες διαφόρων χρωμάτων, κεντούσαν λουλούδια ή κρεμούσαν λεπτά σιρίτια σε διάφορους σχηματισμούς, φούντες και άλλες κορδέλες. Το χρώμα όμως που κυριαρχούσε ήταν το κόκκινο. Στο κάτω μέρος από το τούλι κεντούσαν για φινίρισμα ένα βολάν.
Στην περιοχή της Μέσης, οι νυφιάτικες και γιορτινές ποδιές ήταν από μετάξι, άλλοτε εμπριμέ, άλλοτε ριγέ ή μονόχρωμες, μακρόστενες με σούρα ή με φαρδιές πιέτες. Στους Σιναράδες, οι γιορτινές ποδιές ήταν από ποπλίνα διαφόρων χρωμάτων και είχαν κόκκινο ή ροζ κέντημα στο κάτω μέρος, ή μεταξωτές που κατέληγαν σε «κρόσσια» στο κάτω μέρος.
Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν ένα γιλέκο. Το γιλέκο αυτό, κοντό ή μακρύ και χωρίς μανίκια, άφηνε το στήθος ακάλυπτο. Τα πέτα του ήταν σε σχήμα οβάλ και ενώνονταν στο κάτω μέρος πάνω από τη ζώνη. Στο σημείο αυτό δένονταν με κορδόνια ανάμεσα από θηλιές.
Το τζιπούνι ή κοτολί ήταν το νυφιάτικο γιλέκο που φορούσαν οι γυναίκες στην περιοχή της Λευκίμμης. Ήταν φτιαγμένο από κόκκινο βελούδο και μπροστά ήταν στολισμένο με χρυσές φάσες, τις λεγόμενες πασαμάδες, που ξεκινούσαν από τη ραφή του ώμου και κατέληγαν στη μέση, όπου και δένονταν με κορδόνια που περνούσαν μέσα από θηλιές.
Γενικά το νυφιάτικο τζιπούνι ή κοτολί ήταν φτιαγμένο όχι πάντοτε από χρώμα κόκκινο, αλλά και από μπλε, βυσσινί ή θαλασσί και, σπανίως, από μαύρο ύφασμα. Δεξιά και αριστερά από το μπούστο ήταν κεντημένο με χρυσή κλωστή και στολισμένο περίτεχνα. Άλλες φορές έραβαν τρέσες από χρωματιστές κορδέλες ή χρυσά σιρίτια. Τα σιρίτια αυτά ήταν διπλά και για τελείωμα είχαν την κομποβελονιά. Και η πλάτη ήταν με χρυσοκέντημα που κατέληγε σε μια κουφόπιετα στην οποία ήταν ραμμένοι ρόδακες από χρυσή κλωστή πάνω σε χαρτόνι. Στη μέση τους, οι ρόδακες είχαν μια κόκκινη, μπλε ή πράσινη βούλα.
Κέρκυρα, περιοχή Μέσης. Γιλέκο βελούδινο, μπλε χρώματος, με μονοκόμματο κλείσιμο. Έχει λίγο κόκκινο μεταξωτό κέντημα και είναι φθαρμένο. Συλλογή Ελισάβετ – Λουλού Ι. Θεοτόκη.
Στο τελείωμά του το κοτολί ήταν κεντημένο με χρυσή κλωστή. Το κέντημα αυτό πολλές φορές γινόταν πάνω σε μεταξωτή κορδέλα, κόκκινη ή γαλάζια. Με φεστόνι έφτιαχναν τις κουμπότρυπες που έκλειναν με ασημένια κουμπιά ή με ασημένια αλυσίδα. Στο εσωτερικό του το τζιπούνι ήταν φοδραρισμένο με λεπτό βαμβακερό ύφασμα. Το καθημερινό τζιπούνι ήταν μάλλινο το χειμώνα, καφέ, πράσινο, μπλε και έκλεινε με ένα κουμπί.
Τα νυφιάτικα τζιπούνια που συναντούμε στην περιοχή του Γύρου και του Όρους, ήταν βελούδινα, αλλά και από αλπακά ή τσόχα, σε χρώμα κόκκινο, μπλε, πράσινο και μαύρο. Στόλιζαν τη μανικοκόλληση με ένα κόκκινο σιρίτι κόκκινο, ροζ, κίτρινο ή χρυσό. Τα κεντήματα στο πλάι του τζιπουνιού, από το στήθος μέχρι τη μασχάλη, λέγονταν σαρκεντίνες. Ήταν κεντημένα συνήθως με κίτρινη ή χρυσή κλωστή.
Για να μην ανοίγει το γιλέκο περνούσαν ένα χρωματιστό σιρίτι από θηλιές που ήταν φτιαγμένες πάνω σ’ αυτό και βρίσκονταν ακριβώς κάτω από το στήθος και την μπροστούρα. Το τζιπούνι που είχαν για τις «καλές» μέρες το λέγανε πασαμά. Επειδή ήταν μακρύ το φορούσαν μέσα από το ροκέτο.
Στη μέση έβαζαν στην περιοχή του Γύρου πολύχρωμες φασκιές ενώ στο Όρος φορούσαν μαύρο ζωνάρι που είχε πάνω του ραμμένη χρωματιστή κορδέλα που κατέληγε σε φούντες.
Το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένες οι φασκιές και οι ζώνες ήταν το βαμβάκι. Τις ύφαιναν πάνω στο πόδι χρησιμοποιώντας το χτένι και την ξύλινη σπάθη. Οι φασκιές είχαν μήκος συνήθως γύρω στο 1,60 μ. και το φάρδος κυμαινόταν από 3 έως 6 εκ. Ένα κομμάτι της φασκιάς ήταν άσπρο και το υπόλοιπο είχε κάθετες πολύχρωμες γραμμές. Οι συνδυασμοί των χρωμάτων επαναλαμβάνονταν.
«Στερέωναν το νήμα στα πόδια, βγάνοντας τα υποδήματα, από τους φτέρνες μέχρι πάνω απ’ το γόνα. Στη μέση τούτου είχαν ένα κτένι και ύφαινον, κτυπώντας το νήμα με ξύλινη πλεμουδιστή σπάθη. Οι κορδέλες είχαν πλάτος 2 εκ. και ήσαν έγχρωμες κατά γραμμάς και κατά μήκος, συνήθως εις το μέσον»
iv. Πεσελιά
Ζακέτα με μανίκια. Από τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια της κερκυραϊκής στολής, που φορούσαν οι νύφες σε όλο το νησί. Το πεσελί ήταν συνήθως δώρο του γαμπρού προς τη νύφη. Ήταν φτιαγμένο από ύφασμα βελούδο κόκκινο, μπλε, μοβ, μαύρο ή καφέ και καμιά φορά από τσόχα.
Νυφιάτικη φορεσιά από Γιαννάδες Κέρκυρας. Αρχείο Κόκκαλη πηγη
Το πεσελί ήταν χρυσοκεντημένο. Τα κεντήματα αυτά γίνονταν παλιά από τους Τερζήδες, που κατάγονταν από την Ήπειρο και αργότερα από τους Εβραίους. Σε κάποια χωριά τα κεντούσαν οι γυναίκες.
«Στην πλάτη κεντούσαν το δέντρο της ζωής, που φύτρωνε από μία γλάστρα. Το δέντρο εθεωρείτο στήριγμα του κόσμου και σύμβολο αιωνιότητας. Στην κορυφή του δέντρου ήταν κεντημένος ο δικέφαλος αετός ως σύμβολο δύναμης και μεγαλείου. Κεντούσαν και παγώνια με μακριές ουρές ως σύμβολο υπεροχής και ομορφιάς. Το δέντρο είχε ρόδακες, φυλλαράκια, μικρά λουλουδάκια, κλαριά. Αλλού η χρυσή κλωστή ήταν βαλμένη μονή και αλλού διπλή ή και τριπλή. Στο κέντρο από τα λουλούδια και τους ρόδακες ήταν απλικαρισμένο μικρό χρωματιστό μετάξι. Η ίδια τεχνική του απλικαρίσματος χρησιμοποιείτο για τη γλάστρα του δέντρου και το σώμα του αετού».
Εκτός από το πεσελί φορούσαν και τη γιακέττα, τόσο τις Κυριακές, όσο και τις καθημερινές. Η κυριακάτικη ήταν συνήθως φτιαγμένη από βελούδο ή μετάξι διαφόρων χρωμάτων· η χειμωνιάτικη ήταν μάλλινη, η δε καλοκαιρινή ήταν φτιαγμένη από τσίτι. Λεγόταν γκρέκα στη Λευκίμμη και στο Γαστούρι, πόρκα στους Σιναράδες. Ήταν κοντή με λαιμόκοψη. Στο κάτω μέρος εμπρός είχε πιέτες πλακωτές, οι οποίες έφθαναν αρκετά πιο πάνω από τη μέση του στήθους και κούμπωνε με σούστες από τις πιέτες και πάνω.
v. Κάλτσες και Παπούτσια
Οι γυναικείες κάλτσες ήταν πλεκτές, μάλλινες ή βαμβακερές. Συνήθως ήταν άσπρες. Έφθαναν ως το γόνατο και τις δένανε με κορδέλες ή καλτσοδέτες. Φορούσαν όμως για καθημερινή χρήση κάλτσες καφέ που τις βάφανε με καρυδότσουφλα. Στην περιοχή του Όρους φορούσανε μαύρες κάλτσες. Τις έπλεκαν με πέντε βελόνες εκ των οποίων τη μία την έβαζαν στην σκαλτσουνόροκα, δηλ. ένα τρύπιο ξύλο όπου έμπαινε μέσα ή βελόνα.
Γυναικείες χειροποίητες βαμβακερές κάλτσες με άσπρη κορδελίτσα για δέσιμο. Οι γυναικείες κάλτσες ήταν πλεκτές, μάλλινες ή βαμβακερές. Συνήθως ήταν άσπρες. Έφθαναν ως το γόνατο και τις δένανε με κορδέλες ή καλτσοδέτες. Φορούσαν όμως για καθημερινή χρήση κάλτσες καφέ που τις βάφανε με καρυδότσουφλα. πηγη
Όταν δεν ήταν ξυπόλητοι φορούσαν μαύρα παπούτσια με κορδόνια, χωρίς ψηλά τακούνια. Τα νυφιάτικα παπούτσια στην περιοχή της Λευκίμμης και Μέσης ήτανε κόκκινα μεταξωτά με ασημένιες φούμπιες. Τα γιορτινά ήταν μαύρα σκαρπίνια με φούμπια ή κορδόνια.
vi. Κεφαλόδεσμοι
Στη νεοελληνική γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά, ο κεφαλόδεσμος έχει ιδιαίτερη σημασία. Απ’ αυτόν αναγνωρίζεται η περιοχή, η κοινωνική θέση της γυναίκας, αν είναι κοπέλα, παντρεμένη ή χήρα. Επιπλέον, οι κεφαλόδεσμοι διακρίνονται σε γιορτινούς και καθημερινούς. Απαρτίζονται δε από την κόμμωση, τα δεσίματα, τις μαντίλες και το στόλισμα
Οι κεφαλόδεσμοι της Κέρκυρας παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις διάφορες περιοχές, αλλά και ανάμεσα στα χωριά της ίδιας περιοχής. Στη Λευκίμμη, οι κοπέλες είχαν τα μαλλιά τους κοτσίδες, τα έδεναν σαν στεφάνι στο κεφάλι τους και επάνω φορούσαν μαντήλι. Στην περιοχή της Μέσης, φορούσαν κλαρωτά κίτρινα ή άσπρα μαντήλια με λουλούδια κόκκινα και φύλλα πράσινα.
Καθημερινός κεφαλόδεσμος Λευκίμμης. Στη Λευκίμμη, οι γυναίκες είχαν τα μαλλιά τους κοτσίδες, τα έδεναν σαν στεφάνι στο κεφάλι τους και επάνω φορούσαν μαντήλι πηγη
Μέχρι την δεκαετία του 1960, οι χωρικές φορούσαν πάντα μαντήλια και απέφευγαν να βγαίνουν έξω με κεφάλι ακάλυπτο. Οι μαντίλες στην Κέρκυρα ήταν λευκές ή κρεμ. Μόνο οι κοπέλες φορούσαν χρωματιστά μαντήλια.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της κερκυραϊκής νυφιάτικης και γιορτινής στολής ήταν τα χρυσά στολίδια. Τα κοσμήματα ήταν δώρα του γαμπρού προς τη νύφη και μαρτυρούσαν την οικονομική κατάσταση του ζεύγους.
Τα κοσμήματα της Κέρκυρας έμοιαζαν με αυτά της Λευκάδας και ιδίως μ’ αυτά της Κάτω Ιταλίας. Τα σχέδια ήταν ιταλικά αλλά τα επεξεργάζονταν επιδέξια Κερκυραίοι τεχνίτες.
Οι κοπέλες, από πολύ νεαρή ηλικία, φορούσαν σκουλαρίκια. Όταν γίνονταν νύφες, οι γονείς τους χάριζαν μαζί με τα άλλα και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια.
Τα κερκυραϊκά σκουλαρίκια είναι πολλών ειδών: τριάπιδα (τρία κρεμαστά από κρίκο σε σχήμα αχλαδιού), βεργέτες (μεγάλα κρεμαστά σκουλαρίκια), μποκολέτες (μακριά με κόκκινη πέτρα), καμπάνες (σε σχήμα καμπάνας), κλωσσαριές (στρογγυλά με μαργαριτάρια), κουμπιά (μπουμπούλια ολοστρόγγυλα), δάκρυα (σταγονοειδή), κρίκοι, τορκίνες, μασουρέτες, κουλούρες, λαουρέτες, λαουράδες κ.ά.
Τα σκουλαρίκια αποτελούσαν ένα μικρό τμήμα του όλου κύκλου των γυναικείων κοσμημάτων. Τα υπόλοιπα κοσμήματα, αλυσίδες, μενταγιόν, σταυροί, καδένες, στηθοβελόνες, βελόνες, καρφίτσες, πόρπες, βραχιόλια, δακτυλίδια κ.ά., δείγματα εξαιρετικής λαϊκής παραδοσιακής τέχνης, συμπλήρωναν τη φιλαρέσκεια της Κερκυραίας.
viii. Υφάσματα
Για την κατασκευή των υφασμάτων, χρησιμοποιούσαν λινάρι και μαλλί. Το λινάρι καλλιεργείτο στη Λευκίμμη και στη Βόρεια Κέρκυρα. Το μαλλί προερχόταν από τα πρόβατα που υπήρχαν στο νησί.
Το λινάρι το γνέθανε και, αφού γινόταν νήμα, στη συνέχεια το δουλεύανε στον αργαλειό. Από αυτό κάνανε τα πουκάμισα αντρών και γυναικών, σεντόνια κ.ά. Το μαλλί των προβάτων, το έπλεναν και το στέγνωναν στον ήλιο. Μετά το κτενίζανε στα λανάρια για να ξεχωρίσουν το μακρύ μαλλί και το υφάδι από το κοντό, τα οποία πηγαίνανε στον αργαλειό για τα υφάσματα, τις κουβέρτες κ.ά.
Χρησιμοποιούσαν, επίσης, υφάσματα βαμβακερά και βελούδινα αγορασμένα από εμπόρους και ναυτικούς.
β. Ανδρική φορεσια
H ανδρική φορεσια απαρτίζεται από φανέλα, πουκάμισο, βράκα, ζωνάρι, γιλέκο και σακάκι, κάλτσες και τσαρούχια και στο κεφάλι φορούσαν φέσι τουνέζικο ή ψάθα. Ήταν η ίδια σε όλο το νησί.
Χωρικός της Κέρκυρας, 1900-1910. Ταχυδρομικά δελτάριο από το χρωμολιθοτυπογραφείο Ασπιώτη. Αρχείο Δ. Κάντα πηγη
Ο Κερκυραίος φορούσε στο κεφάλι την τρίτσα (ψάθινο καπέλο) και σπανιότερα φέσι. Φορούσε, επίσης, άσπρο βαμβακερό πουκάμισο με πέτα και με μανίκια φουσκωτά που κατέληγαν σε μανσέτες στους καρπούς των χεριών. Το πουκάμισο είχε μια σειρά κουμπιών, αλλά άφηνε μεγάλο μέρος από το στήθος ανοιχτό. Μέσα από το πουκάμισο φορούσε μάλλινη φανέλα, τη μάγια. Από πάνω από το πουκάμισο φορούσε κοντό γιλέκο από μαύρη τσόχα και κεντημένο με σιρίτια σε ασημί απόχρωση. Κούμπωνε στο πάνω μέρος με ασημένια κουμπιά και αλυσίδες, που περνούσαν μέσα από θηλιές. Τη μέση του την κάλυπτε φαρδύ ζωνάρι πολύχρωμο ριγέ από μάλλινο και μεταξωτό ύφασμα. Από κάτω φορούσε πολύπτυχη βράκα από σκούρο γαλάζιο βαμβακερό ή λινό ύφασμα. Στο μπροστινό μέρος, ανάμεσα από τα πόδια κατέληγε σε μύτη. Με τα σκαλτσούνια, κάλτσες βαμβακερές ή μάλλινες, ολοκληρώνεται η ανδρική στολή. Τις κάλτσες τις έδεναν στο γόνατο με κορδόνια ή κορδέλες, όπως οι καλτσοδέτες. Στα πόδια φορούσαν μυτερά τσαρούχια. Το χειμώνα για να μην κρυώνουν φορούσαν σκουρόχρωμο σακάκι από τσόχα, ή κάπα τργομαλλίσια που είχαν υφάνει οι γυναίκες στον αργαλειό. Γενικώς, όμως, οι άρχοντες Κερκυραίοι και οι αστοί μιμήθηκαν στην ενδυμασία τους Ενετούς.
Ενώ ο Κερκυραίος αστός υιοθέτησε, από νωρίς, τον βενετικό τρόπο ένδυσης, οι κάτοικοι της υπαίθρου διατήρησαν το χαρακτηριστικό τοπικό ένδυμα. «Ένα κόκκινο μάλλινο σκούφο, ένα κοντό γιλέκο από τσόχα ή βελούδο βαθύχρωμο συνήθως, γαρνιρισμένο με γουναρικό το χειμώνα, με διπλή σειρά χοντρά ασημόκουμπα, πανταλόνι πολύ φαρδύ ως τη μέση της γάμπας, κόκκινο μάλλινο ή μεταξωτό ζωνάρι, μπαμπακερές κάλτσες και παπούτσια με μεγάλες ασημένιες φούμπιες. Αυτή είναι η κερκυραϊκή φορεσιά. Ο Κερκυραίος αφήνει μακριά μαλλιά. Τα πλέκει, τα ανασηκώνει στη σούρα του σκούφου και τα στερεώνει πλάγια. Έχει πάντοτε μουστάκι κι είναι περήφανος γι’ αυτό. Να του το κόψουν είναι μεγάλη προσβολή. Το μακρύ μαχαίρι που τρυπώνει στο ζωνάρι δεν είναι απλό στολίδι. Κατά την χειμωνιάτικη περίοδο, προσθέτει στη φορεσιά του κι ένα καπότο από χοντρόπανο που τον προστατεύει από τη βροχή»
Οι Κερκυραίοι φορούσαν και ζωνάρι που το έδεναν γύρω από τη μέση. Το ζωνάρι για καθημερινή χρήση ήταν μάλλινο, ενώ το κυριακάτικο ζωνάρι ήταν μεταξωτό από διάφορα χρώματα με λεπτές ρίγες, κυρίως κίτρινες. Τα ζωνάρια ήταν κόκκινα με φούντες ή γαλάζια με γαρύφαλλα.
Το ανδρικό πουκάμισο ήταν λευκό με μακριά και φαρδιά μανίκια που κατέληγαν στους καρπούς όπου και κούμπωναν. Είχε γιακά ή όρθιο κολάρο, όπου και κούμπωνε με άσπρο κουμπί τις καθημερινές και χρυσό στις γιορτινές. Στο μπροστινό μέρος ήταν ανοιχτό ως τη μέση του στήθους και το κάτω μέρος ήταν ενιαίο. Ήταν στολισμένο με πιέτες και δαντελωτά σιρίτια.
Κάτω από το πουκάμισο φορούσαν τη μάγια, μάλλινη φανέλα με μακριά μανίκια. Τις μάγιες τις έπλεκαν στις βελόνες οι γυναίκες. Τα πουκάμισα από λινάρι τα ύφαιναν οι γυναίκες στον αργαλειό.
Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το γιλέκο ή τζιπούνι από μαύρη τσόχα, το οποίο κούμπωνε σταυρωτά με ασημένια κουμπιά, τοποθετημένα σε λοξή γραμμή. Είχε δύο τσέπες και στη μία από αυτές έβαζαν συνήθως το ρολόι με την καδένα. Το γιορτινό γιλέκο ήταν στολισμένο με χρυσό σιρίτι.
Στη Λευκίμμη οι άντρες φορούσαν το χειμώνα σκούρο τσόχινο σακάκι ή κάπα από τράγιο μαλλί που ύφαιναν οι γυναίκες.
Οι κάλτσες, τα σκαλτσούνια, ήταν άσπρες και φθάνανε μέχρι το γόνατο, όπου και τις δένανε με δύο κόκκινες μεταξωτές κορδέλες. Τις κάλτσες τις έπλεκαν οι γυναίκες με πέντε βελόνες. Τα σκαλτσούνια ήταν μάλλινα το χειμώνα, βαμβακερά το καλοκαίρι. Στα πόδια φορούσανε τσαρούχια με μύτες μπροστά.
γ. Φορεσιά Γαρίτσας
Χωρική από τη Γαρίτσα Κέρκυρας. Λιθογραφία σε χαρτί, έγχρωμη εκτύπωση. 36,8Χ19,2 εκ. Επιγραφές: «ΚΕΡΚΥΡΑ – ΛΥΚΟΥΡΣΙ {ΝΥΝ ΓΑΡΙΤΣΑ}, ΧΩΡΙΚΗ / Corfou – Villageoise De Lykursi (Now Garitsa}». Αγγελική Χατζημιχάλη, Ελληνικαί Εθνικαί Ενδυμασίαι Εκδιδομέναι Επιμελεία Αντωνίου Ε. Μπενάκη, Αθήνα 1948-1954, πιν. 77. Αρ. ευρ. 40862 Συλλογή Μουσείου Μπενάκη. Πίνακας της συλλογής Κοιλαλού, αρ. 401.πηγη
Η γυναικεία στολή της Γαρίτσας ήταν ηπειρώτικης προέλευσης και αποτελείτο από άσπρη μακριά υφαντή πουκαμίσα με χρωματιστά κεντήματα γύρω από την τραχηλιά, το σεγκούνι, το οποίο φορούσαν πάνω από το πουκάμισο και το πεσελί. Το σεγκούνι, ήταν μακριά ζακέτα, ανοιχτή μπροστά που έφθανε μέχρι τα γόνατα, χωρίς μανίκια. Ήταν φτιαγμένο από μάλλινο ύφασμα που ύφαιναν οι ίδιες οι γυναίκες. Στα πόδια φορούσαν μάλλινες κάλτσες, τα λεγόμενα τσουράπια, που ήταν πλεκτά. Για υποδήματα χρησιμοποιούσαν τσαρούχια με μαύρες φούντες.
Στη μέση τους, οι γυναίκες φορούσαν ποδιά διακοσμημένη με ωραία κεντήματα, ζώνη υφαντή και, στο κεφάλι, περίπλοκο κεφαλόδεσμο. Φορούσαν, επίσης, κόκκινο φέσι που λεγόταν τσουπάρι. Πίσω από το τσουπάρι δένανε με θηλιά μία κόκκινη μεταξωτή μαντίλα. Τα μαλλιά ήταν πλεγμένα σε δύο κοτσίδες. Για να μην πέφτει ο κεφαλόδεσμος τύλιγαν ένα μαύρο μαντήλι σαν ταινία, που δένεται πίσω στον τράχηλο πάνω από το κόκκινο τσουπάρι.
Τα κοσμήματα της γυναίκας της Γαρίτσας ήταν πλούσια και αργυρά. Στο στήθος βάζανε τα διπλά αλυσιδωτά κιουστέκια, που σχημάτιζαν σταυρό. Επίσης φορούσανε αλυσίδες στη μέση και πόρπες στο στήθος.
Οι Ηπειρώτες που ήρθαν στην Κέρκυρα φορούσαν φουστανέλα. Εκτός από τη φουστανέλα, η στολή αποτελείτο από τη λευκή πουκαμίσα που κούμπωνε μπροστά και είχε φαρδιά μανίκια. Κάτω απ’ αυτήν, κατάσαρκα, φορούσαν τη μάλλινη φανέλα, πλεγμένη ή υφαντή. Πάνω από το πουκάμισο βάζανε το γελέκι και από πάνω τη φέρμελη με τα μανίκια. Στα πόδια φορούσαν μακριές άσπρες κάλτσες που τις στερέωναν κάτω από το γόνατο με μαύρες καλτσοδέτες και τσαρούχια από ακατέργαστο δέρμα βοδιού. Το χειμώνα φορούσαν κάπα από χονδρό γίδινο ύφασμα. Στο κεφάλι φορούσαν φέσι κόκκινο με φούντα, οι δε ηλικιωμένοι μαύρη τόκα.
4. Παραδοσιακή ενδυμασία Παξών
Γυναικεία ενδυμασία στους Παξούς. Φωτ. Σπ. Μπογδάνου. Η γυναίκα φορούσε μαύρη φούστα: ροκέττο. Από μέσα άσπρο ποκάμισο, με μακρύ μανίκι. Πιο μέσα, σταυρωτό σωκάρδι, την μπαλαμάνα. Είχε μακριά μανίκια, σχιστά μπροστά, με σειρήτια ή κεντήματα χρυσά και χρυσά κουμπιά. Στο κεφάλι φορούσε μαντήλια πολίτικα, πολύτιμα. Παπούτσια: στιβαλέττα (με λάστιχο στα πλάγια, λουστρίνια). Αυτό ήτανε το λούσο. Πληροφορήτρια: Αμαλία Γραμματικού, Λουκάτος, Δημήτριος, Λαογραφικά Σύμμεικτα Παξών, ό.π. πηγη
α. γυναικεία φορεσια
Η γυναίκα στους Παξούς φορούσε στο κεφάλι μια μακριά μαντίλα σκούρου χρώματος από μετάξι, το κρέπι, που ρίχνονταν μπροστά και οι μύτες της έφταναν ως τη μέση. Τη στερέωναν με καρφίτσα στα μαλλιά. Άλλοτε ήταν μεταξωτή με κρόσσια και άλλοτε λινή ή μάλλινη. Οι νέες γυναίκες φορούσαν μαντίλες με λουλούδια. Φορούσε άσπρη πουκαμίσα βαμβακερή ή λινή, ενώ οι πιο εύπορες φορούσαν μεταξωτή. Τα μανίκια της ήταν μακριά και φαρδιά. Από πάνω από την πουκαμίσα φορούσε γιλέκο από μετάξι ή βελούδο ή πεσελί ή κοντογούνι. Άφηνε το μπούστο ανοιχτό. Ήταν κεντητό στα μανίκια από τον αγκώνα και κάτω, στους ώμους και στις δύο πιέτες της πλάτης, με χρυσοκλωστή. Στο μέρος του στήθους οι Παξινές στολίζονταν με πλούσιο κέντημα. Στη μέση φορούσαν ζώνη μεταξωτή ή πάνινη με ασημένια ή χρυσά κουμπιά. Η φούστα, το ρεκέτο ή βέστα, όπως την έλεγαν ήταν μακριά και φαρδιά από μετάξι, σε χρώματα γήινα. Από πάνω έβαζαν άσπρη ποδιά, την μπροστέλα, στολισμένη με δυο κόκκινες ρίγες και δαντέλα. Στα πόδια φορούσαν άσπρες βαμβακερές ή μάλλινες κάλτσες, πλεγμένες με ντόπιο μαλλί με τέσσερις βελόνες και μαύρα υποδήματα, γοντολέτες ή μποτίνια. Το χειμώνα φορούσαν το σκουτί, ταμπάρο ή βελέσι, ένα παλτό με μακρύ μανίκι, στενό στον καρπό και φουσκωτό στον ώμο με κρόσσια στο τελείωμα. Μπροστά είχε πολλά κουμπιά και κεντήματα. Τα εσώρουχα ήταν η μπουστίνα, ένας στηθόδεσμος, συνήθως με ασπροκέντι, το βρακί, μια μακριά κιλότα, η οποία στερεώνονταν με κορδέλες, το μεσοφόρι, ένα λευκό ή μπεζ κομπινεζόν, το κότολο, μια εσωτερική φούστα η οποία έσφιγγε στη μέση με κορδόνι.
Η γυναίκα φορούσε μαύρη φούστα: ροκέττο. Από μέσα άσπρο ποκάμισο, με μακρύ μανίκι. Πιο μέσα, σταυρωτό σωκάρδι (πουκάμισο χωρίς μανίκια), την μπαλαμάνα. Είχε μακριά μανίκια, σχιστά μπροστά, με σιρίτια ή κεντήματα χρυσά και χρυσά κουμπιά.
Στο κεφάλι φορούσε μαντήλια πολίτικα, πολύτιμα. Ύστερα ήρθε το κρέπι (μεταξωτό) σε διάφορα χρώματα –όχι άσπρο ή μαύρο– βαλμένο στο κεφάλι με τρόπο, να πέφτει με χάρη, με ουρά πίσω. Είχε και κρόσσια. Και βάνανε το κρέπι αλαφάτσα, σε συνδυασμό με τα μαλλιά (δένεται στο κεφάλι με σφίγγλες). Στα μαλλιά βάνανε από πάνω ένα ρολό (από μέσα), σηκώνανε τα μαλλιά σα στεφάνι, κι από πάνω τσιμπούσανε το μαντήλι πάνω στο ρολό. Οι γριές κάνανε τα μαλλιά τους μέρζες: στεφάνι πλεξίδες μπροστά. Κι απάνου τους τσιμπούσανε το μαντήλι. Τα μισοφόρια ήτανε πέντε, για να φουσκώνουν τα γοφά, να φαίνεται τέλεια γυναίκα, ζωηρή. Φορούσαν μποκολέτες ή σκουλαρίκια στ’ αυτιά.
Παπούτσια: στιβαλέττα (με λάστιχο στα πλάγια, λουστρίνια). Αυτό ήτανε το λούσο. Επίσης, γοντολέτες ή μποτίνια που έκλειναν με κουμπιά. Στη δουλειά, ξυπόλητες
Η γυναικεία ενδυμασια των Παξών ήταν επηρεασμένη από την Πάργα.
β. ανδρική ενδυμασια
Οι άνδρες φορούσαν φέσι κόκκινο, καμιζέττο, πουκάμισο με πλατιά μανίκια, χωρίς γιακά. Καμιζέττο του λαιμού χωρίς πλάτη και μανίκια που κούμπωνε στο λαιμό. Μαντήλι του λαιμού συνήθως άσπρο ή κόκκινο. Έβαζαν βράκα μπλε που σκέπαζε το γόνατο και στη μέση την έδεναν με πλατύ μάλλινο ζωνάρι. Γιλέκο που ήταν ανοικτό πάνω και που κούμπωνε κάτω. Ζωνάρι της μέσης κόκκινο ή γαλάζιο, κάλτσες άσπρες μέχρι το γόνατο, τις οποίες έδεναν με κορδέλα. Φορούσαν πασουμάκια ή τσαρούχια μαύρα, χωρίς κορδόνι και το χειμώνα χοντροπάπουτσα από δέρμα, χωρίς κορδόνια, γλώσσες ή χωρίς, οι λεγόμενες μούλες.
«Μέρη της ανδρικής φορεσιάς: σέλα γαλάζια (λινό κ.λπ.), κάλτσες άσπρες (σκαλτσούνια) και τσαρούχια από την Αλβανία. Από πάνω φορούσαν πουκάμισο γαλάζιο ή άσπρο, σταυρωτόν γκελέ από μαύρο ύφασμα (γελέκο) από κάτω σακάκι (σαλαμπάρκα= κοντό σακκάκι με μακρύ μανίκι, κεντήματα χρυσά και κουμπιά χρυσά. Τη φορούσανε σε γιορτές). Κουμπιά. Στο κεφάλι φορούσαν σκουφί άσπρο, με φούντα μαύρη, αλλά το καλοκαίρι και ψάθα (του κάμπου). Οι άνδρες εγκατέλειψαν πολύ ενωρίς την παραδοσιακή τοπική φορεσιά και φόρεσαν τα φράγκικα του συρμού», Πληροφορήτρια: Αμαλία Γραμματικού.
5. Παραδοσιακή ενδυμασία Διαποντίων Νησιών
Οι φορεσιές των Διαποντίων νήσων είναι διαφορετικές από αυτές της Κέρκυρας, αφού τα νησιά αυτά οικίστηκαν από τα αρχαία χρόνια από Ηπειρώτες και στα νεότερα από κατοίκους των Παξών. Η παραδοσιακή φορεσιά είναι ωραία, σε χρώματα του άσπρου πουκαμίσου, μαύρου και κόκκινου πέπλου, μαντίλι κεφαλής, που πέφτει με διαφορετικά μήκη δεξιά στον ώμο κι αριστερά στον αγκώνα. Χαρακτηρίζεται από τη πικέ σάρτσα, ένα εξωτερικό φόρεμα από μαλλί προβατίνας. Μέσα από τη σάρτσα, φορούσαν τον κόντολο, μια εσωτερική λευκή φούστα. Από πάνω το τσιπούνι και τη γιακέτα ή σιγκούνι. Οι άσπρες κάλτσες δίνουν πολλή γραφικότητα και χάρη στο βάδισμα. Η νυφική φορεσιά είναι ιδιότυπη και πλουσιότατη σε διακόσμηση, σχεδόν κοινή με τους Οθωνούς και το Μαθράκι, αλλά διαφορετική της κερκυραϊκής.
Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος αναφέρει ότι οι γυναίκες της Ερείκουσας φορούσανε μαντήλι στο κεφάλι αλαφάτσα μαύρο, καφένιο ή χρωματιστό, πουκάμισο άσπρο, φουστάνι μαύρο, καφέ ή μπλε και άσπρες κάλτσες.
Νυφικά φορεσιά από την Ερείκουσα. Η νυφική φορεσιά είναι ιδιότυπη και πλουσιότατη σε διακόσμηση, σχεδόν κοινή με τους Οθωνούς και το Μαθράκι, αλλά διαφορετική της κερκυραϊκής. Οι γυναίκες της Ερείκουσας φορούσανε μαντήλι στο κεφάλι αλαφάτσα μαύρο, καφένιο ή χρωματιστό, πουκάμισο άσπρο, φουστάνι μαύρο, καφέ ή μπλε και άσπρες κάλτσες. Δημήτριος Λουκάτος Λαογραφική αποστολή εις τας νήσους Οθωνούς, Ερείκουσα και Μαθράκι. πηγη
Επίσης αναφέρει: «Εις παλαιότερους χρόνους (μέχρι το 1915), οι άνδρες έφερον βράκαν, άσπρες κάλτσες και τσαρούχια, άσπρο πουκάμισο, γελέκι σταυρωτό και φέσι κόκκινο με φούντες. Αι γυναίκες έφερον επίσης τσιπούνι και γιακέττα ή σιγκούνι, κότολο (εσωτερική φούστα) και σάλτσα (εξωτερική φούστα). Ιδιότυπος και πλουσιοτάτη εις διακόσμησιν ήτο η νυφική αμφίεσις της Ερεικουσιώτισσας, κοινή σχεδόν εις Οθωνούς και Μαθράκι και αρκετά διάφορος της Κερκυραϊκής. Περιελάμβανε μέρζες και φούντες εις το κεφάλι, πεσελί χρυσοκεντημένο, ποδιά μεταξωτή κ. ά. Πρόκειται πιθανότατα περί συνδιασμού Παξιακών, Κερκυραϊκών και Ηπειρωτικών στοιχείων».
Για το Μαθράκι τονίζει: «Η τοπική ενδυμασία διατηρείται ελάχιστα μεταξύ των γυναικών, ιδία εκείνων της Κάτω Πάντας. Κατά της αναμνήσεις των παλαιοτέρων, οι άνδρες έφερον σέλλα ή πλατοβράκι (βράκα), γελέκο και σκαλτσούνια άσπρα, πάντοτε δε έφερον τρίτσαν (ψάθινον πίλον) κατά Κερκυραϊκήν επίδρασιν. Των γυναικών η ενδυμασία ήτο ομοία προς της Ερεικούσης». Επιλογή Βιβλιογραφίας
Βεντούρα Νίκου Σπ., Κορφιάτικος Γάμος, εκδ. Νίκος Χειμαριός, Κέρκυρα 1987.
Βρέλη-Ζάχου Μαρίνα, «Ένδυμα και διαφήμιση στη Ζάκυνθο κατά το χρονικό διάστημα 1877-1911», Δωδώνη, 15, τεύχ. 1 (1986), σσ. 143-168.
Βρέλη-Ζάχου Μ., «Επτανησιακά χειρόγραφα Λαογραφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Συλλογή φοιτητών, 1964-1992. Οι ενδυματολογικές ειδήσεις από την Κέρκυρα», Δωδώνη, 27, τεύχ. 1 (1998), σσ. 163-208 (+20 φωτογραφίες).
Βρέλη-Ζάχου Μαρίνα, Η ενδυμασία στη Ζάκυνθο μετά την ένωση (1864-1910). Συμβολή στη μελέτη της ιστορικότητας και της κοινωνιολογίας του ενδύματος, εκδ. Ίδρυμα Αγγελικής Χατζημιχάλη, Αθήνα 2002.
Γιανναρά-Ιωάννου Τατιάνα, Ελληνικές κλώστινες συνθέσεις – Δαντέλες, Εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1986.
Δεληβορριάς Άγγελος, Ελληνικά Παραδοσιακά κοσμήματα, Μουσείο Μπενάκη, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1979.
Ζώρα Πόπη, Κεντήματα και κοσμήματα της ελληνικής φορεσιάς, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα 1981, β΄ έκδοση.
Θεοτόκη Ελισάβετ-Λουλού, Ενδυμασίες Κέρκυρας, Παξών και Διαποντίων νήσων, έκδ. Δήμου Κερκυραίων, Αθήνα 1994.
Θεοτόκη Ελισάβετ-Λουλού, Οι Κερκυραϊκές ενδυμασίες της πόλης: από τον 15ο μέχρι και τον 19ο αιώνα, εκδ. Έψιλον, Κέρκυρα 1998.
Κατσαρού Σπύρου, Σύντομη Ιστορία της Κέρκυρας, εκδ. Innovation, Κέρκυρα 1992, 4η έκδοση.
Κλήμης Οδυσσέας-Κάρολος, Δρώμενα και έθιμα του Κερκυραϊκού λαού, Γραφικές Τέχνες Νίκος Χειμαριός, Κέρκυρα 1987, β΄ έκδοση.
Κοντομίχης Πανταζής, Η λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά. Από τον 17ο αιώνα ως τα μέσα του 20ου, έκδοση Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ., Αθήνα 1989.
Κυριακίδου-Νέστορος Άλκη, Λαογραφικά μελετήματα, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1975.
Κορρέ Κατερίνας, 1977-1978. «Ο νεοελληνικός κεφαλόδεσμος», ανάτυπο από τα τεύχη 1203 και εξής της Νέας Εστίας.
Λεκάκης Γ., Αρχαία ιστορία και τοπωνύμια των Παξών, εκδ. Δήμου Παξών, 2005.
Του ιδίου, Παξοί, τα νησιά του ερωτικού πάθους του Ποσειδώνα, εκδ. Αέροπος, 2005.
Του ιδίου, Διαπόντιοι Νήσοι: Οθωνοί, Ερείκουσα, Μαθράκι, εκδ. Αέροπος, 2006.
Λουκάτος Δημήτριος Σ., Εισαγωγή στην ελληνική λαογραφία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1978 β΄ έκδοση.
Λουκάτος Δημήτριος Σ., Λαογραφική αποστολή εις τας νήσους Οθωνούς, Ερείκουσα και Μαθράκι του Νομού Κερκύρας, Ακαδημία Αθηνών, Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, τόμος ΙΓ-ΙΔ, έτη 1960-1961, Αθήνα.
Λουκάτος, Δημήτριος, Λαογραφικά Σύμμεικτα Παξών (Καταγραφή 1957), Χορηγία του «Κοινωφελούς Ιδρύματος Παξών» (επιμ. Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη), εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 2002, σσ. 49-54.
Μπουνιάς Ιωάννης, Κερκυραϊκά, Ιστορία – Λαογραφία, τόμος Β, Κέρκυρα 1959.
Μωραΐτης Μενέλαος, Ήθη, έθιμα και παραδόσεις της Βόρειας Ορεινής Κέρκυρας, εκδ. Γραφικές Τέχνες Σ. Κοντοσώρος – Γ. Τόμπρος, Κέρκυρα 1993.
Πάγκαλης Γιώργος Αλεξ., Κέρκυρα. Ιστορία και Μύθος, Άνω Παυλιάνα, Λαογραφία και Παράδοση, Αθήνα 1991.
Πανδής Ν. Μπάμπης, Κέρκυρα το Βαϊλάτο του Αλεύχιμου και το Πεντάχωρο- Ιστορία, Ενθυμήματα, Εκδ. κ. Ντούσγος και Σια Ο.Ε.
Ράφτης Άλκης, Ο κόσμος του ελληνικού χωριού, Αθήνα 1985.
Σαλβάνος Γεράσιμος, Γαμήλια έθιμα Αργυράδων Λευκίμμης, ανατύπωση στον 1ο τόμο της Λαογραφίας, Θεσσαλονίκη 1931.
Σιμόπουλος Κυριάκος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 333 μ.Χ.- 1821 μ.Χ., τόμοι Α, Β, Γ1, Γ2, Αθήναι 1974- 1975.
Σταμέλος Δημήτριος, Νεοελληνική Λαϊκή Τέχνη, Αλκαίος, Αθήνα 1975.
Χατζημιχάλη Αγγελική, Ελληνική Γυναικεία Φορεσιά, εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1977.
Χατζημιχάλη Αγγελική, Ελληνικαί εθνικαί ενδυμασίαι. Πίνακες Νικ. Σπέρλιγκ, τόμ. 1, Αθήναι 1948, και τομ. 2, έκδοση Μουσείου Μπενάκη, Αθήναι 1954.
Χιώτης Π., Ιστορικά απομνημονεύματα Επτανήσου, Ζάκυνθος 1888.
Χυτήρης Γεράσιμος, Τα λαογραφικά της Κέρκυρας, Δημοσιεύματα Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1988.
Οι παραδοσιακές φορεσιές είναι υπέροχες το γνωρίζουμε όλοι. Όμως όταν η ενδυμασία συμπληρώνεται με το απαραίτητο κόσμημα τότε πλέον οι φορεσιές γίνονται απλά εντυπωσιακές. Για σήμερα η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στα κοσμήματα που στολίζουν τις Κερκυραϊκές φορεσιές. Τα κοσμήματα ήταν δώρα του γαμπρού προς τη νύφη και μαρτυρούσαν την οικονομική κατάσταση του ζεύγους.
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Καδένες
Τα κοσμήματα της Κέρκυρας έμοιαζαν με αυτά της Λευκάδας και ιδίως μ’ αυτά της Κάτω Ιταλίας. Προτιμούνταν μακριές χρυσές καδένες που τις στερέωναν πάνω στο στήθος με καρφίτσες, απο τις οποίες κρεμόντουσαν μενταγιόν. Τα σχέδια ήταν ιταλικά αλλά τα επεξεργάζονταν επιδέξια Κερκυραίοι τεχνίτες.
Τα «τριάπιδα» είναι χρυσά συρματερά σκουλαρίκια της γυναικείας ενδυμασίας της Κέρκυρας. Το κόσμημα αποτελείται από μικρό δισκοειδή ρόδακα από χρυσό έλασμα με συρματερή διακόσμηση από όπου κρέμεται άνθινο συρματερό στοιχείο με κόκκινη πέτρα στο μέσον και τρία αχλαδόσχημα κεμμασίδια, ‘τα απίδια’. Το κόσμημα μοιάζει πολύ με τις μπόκολες της Λευκάδας και χαρακτηρίζονται από τη λεπτή συρματερή τεχνική τους που δίνει στο κόσμημα την αίσθηση της δαντέλας. (πηγή)
«τριάπιδα» από το ΜΕΛΤ
Επιστήθιος σταυρός
Παρόμοιος με αυτόν που φορούσαν στην Πάτμο ο επιστήθιος αυτός σταυρός ανήκει στα κοσμήματα της Κέρκυρας (19ου αιω- Μ. Μπενακη)
Στηθοβελόνες
Πολλών ειδών και σχεδίων κοσμούν το στήθος της γυναίκας
στηθοβελόνες «χελώνες» σε διάφορα μεγέθη και καρφίτσα ρόδακας δυτικού τύπου πηγηΣυλλογή Ελισάβετ – Λουλού Θεοτόκη πηγή
Τέλος ακόμη και τα κουμπιά των φορεσιών ήταν ασημένια με έκτυπα σχέδια
Οι περισσότεροι έχουμε υπόψη μας παλαιούς ζωγράφους που εμπνέονταν απο την ελληνική φορεσιά. Σήμερα όμως θα σας παρουσιάσουμε τη δουλειά και το έργο ενός σύγχρονου ζωγράφου του Θανάση Τζοΐτη που με μεράκι και τέχνη αποδίδει στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού πάνω σε πίνακες ή ακόμη και σε πέτρες, όπως μου έδειξε φωτογραφίες της δουλειάς του. Ο κ. Τζοΐτης μου έκανε αίτημα φιλίας στο Facebook και το κοινό μας μεράκι για την διάσωση της παράδοσης και τις ελληνικές φορεσιές στάθηκε το έναυσμα για την επικοινωνία μας.
Αν και είχα δει τη δουλειά του σε εικόνες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, δεν είχα υπόψη μου τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από τα έργα αυτά. Διαπίστωσα λοιπόν οτι είχα να κάνω με μία πολυτάλαντη προσωπικότητα, έναν κύριο που παρόλο που υπηρέτησε την κοινωνία μέσα από τους κόλπους της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ο ίδιος δείχνει να «καίγεται» από την ανάγκη να αποτυπώσει με το πινέλο του ο,τι ελληνικό και παραδοσιακό, από γυναίκες και άνδρες που φορούν τις ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές μέχρι τις προσωπικότητες της Ελληνικής Επανάστασης σε φιγούρες του παραδοσιακού Θεάτρου Σκιών. Χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του τα πρόσωπα των γυναικών που θυμίζουν εικόνες Αγίων, – διαφαίνεται η ενασχόλησή του και με την τεχνική της αγιογραφίας – καθώς και η λεπτομερής, ρεαλιστική αποτύπωση ενδυμασιών και κοσμημάτων.
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Η ασχολία του με τα Εικαστικά, όπως μας ανέφερε, άρχισε στο Κέντρο Εικαστικών Τεχνών 198 (Κ.Ε.Τ. 198) από το 1995 έως και το 1997 με καθηγητές τους Γιάννη και Κατερίνα Καρούσου και Νίκο Λιόνδα. Από τότε έχει φιλοτεχνήσει πολλούς πίνακες με παραδοσιακές φορεσιές, ήρωες του ’21 και φορητές εικόνες που βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές συλλογές. Έργα του είναι επίσης η αγιογράφηση του Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου και του [ιδιωτ. ] ναϊσκου του Προφ. Ηλια στη γενετειρα του, το χωριό Σμίλα του δημου Αρχαιας Ολυμπιας, καθώς και του [ιδιωτ.] ναϊσκου Αγ. Νικολάου στην Παιανία
Στις πολύπλευρες δράσεις του περιλαμβάνονταν ακόμη ο σχεδιασμός, η μουσειολογική μελέτη, επιμέλεια, οργάνωση και δημιουργία εν τέλει του πρώτου στη χώρα μας Πυροσβεστικού Μουσείου του οποίου και διετέλεσε πρώτος Διευθυντής.
Ο κ. Τζοϊτης όπως μας ανέφερε ασχολήθηκε αρκετά με την μελέτη της ελληνικής παράδοσης και τους παραδοσιακούς χορούς. Υπήρξε για πολλά χρόνια χορευτής στα λύκεια των Ελληνίδων Τρίπολης, Πύργου και Παιανίας ενώ έχει και συγγραφικό έργο που απευθύνεται κυρίως στα παιδιά και συνδυάζει έξυπνα την δουλειά του με στοιχεία της ελληνικής παράδοσης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα παιδικά παραμύθια « Η χώρα με τα πράσινα πυροσβεστικά», για την πρόληψη, εκδ. «Μικρή Μίλητος». (Αθήνα 2012) , το παιδικό παραμύθι «Ο χιονοπυροσβέστης», για την αέναη πάλη νερού – φωτιάς και τον αλτρουισμό. Εκδ. «Μικρή Μίλητος». (Αθήνα 2014) αλλά και το θεατρικό «Ο καραγκιόζης πυροσβέστης και η διάσωση του σκύλου του μπαρμπα Γιώργου» (Παίχτηκε στο δημαρχείο Κορωπίου από τον Αθω Δανέλη (Δεκέμβριος 2013).
Είναι παρήγορο όμως και ελπιδοφόρο ότι η λίγη μαγιά μπορεί να ζυμώσει μεγάλο φύραμα κατά τον ευαγγελικό λόγο. Ευχόμαστε και άλλοι πολλοί να ακολουθήσουν το παράδειγμα της έμπνευσης από την παράδοση, με όρεξη, μεράκι και πολλή αγάπη. Εμείς ευχόμαστε από καρδιάς στον κ. Τζοϊτη καλή συνέχεια στη δημιουργική πορεία του και για όσους θα ήθελαν να επικοινωνήσουν μαζί του το e-mail του είναι athtzoitis@gmail.com.
Σήμερα η ανάρτησή μας είναι αφιερωμένη στην ομάδα γυναικών του Συλλόγου Αυλωνιτών «Το Σάλεσι» από τον Αυλώνα Αττικής και στις υπέροχες δραστηριότητές τους που επαναφέρουν ξεχασμένες τεχνικές των ελληνοραπτών και τις εφαρμόζουν στις φορεσιές τους, που τις κεντούν οι ίδιες, σε μία εποχή που η μηχανή έχει αντικαταστήσει το χέρι…
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Πρόκειται για μια ομάδα γυναικών που ασχολούνται με την κατασκευή της τοπικής φορεσιάς Αττικής. Έχουν μέχρι τώρα πετύχει την κατασκευή χρυσοκέντητων τμημάτων της φορεσιάς όπως ποδιές και μανίκια με την βυζαντινή χρυσοκεντητική τεχνική,
έχουν πετύχει το κέντημα με την τεχνική τσεβρε σε μετάξι με χρυσή και μεταξωτή κλωστή, την κατασκευή χρυσού χειροποίητου κροσσιού με πούλιες… Το χρυσό το δουλεύουν για να στρώσει με το νύχι, όπως οι παλιοί τεχνίτες.
Με κόπο και μεράκι έχουν πετύχει την κατασκευή και το κέντημα όλης της γυναικείας φορεσιάς Αττικής, με τον παλαιό τρόπο, την κατασκευή πλήρους στολής φουστανέλας με μεταξωτά κορδονέτα στο κέντημα των γιλέκων, την κατασκευή δεύτερων φορεσιών διακοσμημένων με ριζοβελονια ή χάντρες ή σουταζ κλπ. Όπως μας ενημέρωσαν σε λίγο θα επιδοθούν και στην μικροϋφαντικη χρυσομέταξων ζωνών.
Εμπνέονται από το μουσείο Ζυγομαλά και τον τοπικό κατασκευαστή φορεσιών Ηλία Πανούση (Μπρεζαράς) που ζούσε μέχρι το 1935 αναπαράγοντας κατά βάσιν τα έργα του. Ο Πανούσης ήταν Έλληνας κατασκευαστής παραδοσιακών φορεσιών και εργοχείρων λαϊκής τέχνης, που έζησε και έδρασε στον Αυλώνα Αττικής. Ο ίδιος ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ύφος στις τέχνες που άσκησε, ενώ τα έργα του είναι σήμερα ευρέως αναγνωρίσιμα σε πολλές περιοχές της Αττικής, της Βοιωτίας και της Εύβοιας. Χαρακτηριστικό της δεξιοτεχνίας του είναι το γεγονός πως οι ντόπιοι έδωσαν στον Πανούση το προσωνύμιο ‘’Μπρεζαράς’’, λόγω των χρυσομεταξοΰφαντων ζωναριών (μπρέζες) που ο ίδιος δημιουργούσε.
Τις φωτογραφίες απο τη δουλειά των Γυναικών του Συλλόγου δανειστήκαμε απο την σελίδα τουs στο Facebook. Ευχόμαστε να συνεχίσουν το υπέροχο έργο τους δημιουργώντας με τα χέρια τους υπέροχα έργα τέχνης, διατηρώντας ζωντανές τις τεχνικές κεντητικής και υφαντικής και να μιμηθούν το παράδειγμά τους και άλλοι σύλλογοι στην Ελλάδα.