Οι Κυκλάδες αποτελούσαν ένα χώρο όπου οι επιρροές απο την ενετοκρατία αναμίχθηκαν με την ντόπια ελληνική κουλτούρα δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο πολυτελές στυλ το οποίο αντανακλάται και στα κοσμήματα που έχουν διασωθεί απο τον 16ο-18ο αιώνα.
Χαρείτε τα!
Τμήμα χρυσού περιδεραίου, από τη Σίφνο, με συρματερό διάκοσμο και ενδιάμεσα μαργαριτάρια. Οι χάντρες ξεφεύγουν τόσο από το αμφικωνικό σχήμα των κρητικών παραδειγμάτων, όσο και από το σφαιρικό σχήμα των δωδεκανησιακών παραλλαγών. Μορφολογικά μοιάζουν περισσότερο με τα γνωστά μποτονάκια της Κρήτης, που ονομάζονταν έτσι γιατί στην αρχή τα χρησιμοποιούσαν ως κουμπιά στα μανίκια τους. (ΓΕ 2106) Μουσειο ΜπενακηΖευγάρι χρυσά σκουλαρίκια που το καθένα σχηματίζει μια κατακόρυφη σειρά από στοιχεία: ένα φιόγκο, ένα πουλί με ανοιχτά φτερά, ένα κωδωνόσχημο στοιχείο, και ένα σταυρό Μάλτας, από τον οποίο κρέμονται μαργαριτάρια. Τα σκουλαρίκια αυτά, που θα έφταναν ώς τους ώμους, όπως τα βυζαντινά περπενδούλια, πρέπει να συνοδεύονταν από ένα επιμετώπιο διάδημα. (ΓΕ 7666) Μουσείο ΜπενακηΚυκλαδίτικο δαχτυλίδι απο την έκθεση Vanity 2016 του Αρχ Μουσείου Μυκόνου πηγηΜενταγιον απο την έκθεση Vanity 2016 του Αρχ Μουσείου Μυκόνου πηγηΧρυσά σκουλαρίκια με χωνοειδή στοιχεία και μαργαριτάρια. Από τα νησιά του Αιγαίου, 19ος αι. (ΓΕ 7266), Μουσείο ΜπενάκηΣτο κέντρο κρεμαστά λαιμού απο τη Σίφνο, τριγύρω αλυσίδες απο την Πάτμο Μουσείο Μπενάκη
Μυκονιάτικα σκουλαρίκια απο την έκθεση Vanity του Αρχ. Μουσείου Μυκόνου που έγινε το 2016, σχέδιο 18ου αι. Νεώτερη αναπαραγωγή, 1970. Πηγή: Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. πηγη
Όπως είχαμε δει και σε προηγούμενη ανάρτηση ο Francois-Marie Rosset (1743-1824) ήταν Γάλλος σχεδιαστής με καταγωγή από τη Lyon που επισκέφτηκε την Ελλάδα στα πλαίσια της ευρύτερης περιήγησής του στην Μεσόγειο στα τέλη του 18ου αιώνα. Στο ταξίδι του αυτό επισκέφτηκε και τα νησιά του Αιγαίου και έτσι έχουμε από το χέρι του ορισμένες γκραβούρες που παρουσιάζουν τις γυναικείες φορεσιές των νησιωτισσών του τέλους του 18ου αιώνα, δημοσιευμένες στο έργο του «Moeurs et Coutumes Turques et Orientales / dessinées dans le Pays en 1790»
As we saw in a previous post the Francois-Marie Rosset (1743-1824) was a French designer coming from Lyon who visited Greece in the context of a broader tour in the Mediterranean countries in the late 18th century. In this trip he also visited the Aegean islands and so we have some engravings by his hand, showing the female costumes of islanders of the end of the 18th century, published in «Moeurs et Coutumes Turques et Orientales / dessinées dans le Pays en 1790 «
Ας τις θαυμάσουμε! Μπορείτε να δείτε περισσότερες γκραβούρες με φορεσιές του 18ου και 19ου αιώνα σε αυτή μου τη συλλογή
Aparos [A Paros ?] la Sig.ro Zeneta Shepri : [dessin] / [François-Marie Rosset]Femmes de Scio : [dessin] / [François-Marie Rosset]Femme de Spsra [Psara ?] de l’Archipel : [dessin] / [François-Marie Rosset]Femmes de Météline [Metelin] : [dessin] / [François-Marie Rosset]
Είναι γνωστό οτι μια μεγάλη ποσότητα ελληνικών ενδυμάτων φυλάσσονται στα Μουσεία του εξωτερικού. Εδώ σήμερα σας έχω 9 ποδόγυρους απο τις γυναικείες κρητικές φορεσιές κεντημένους με μετάξι σε λινό ή βαμβακερό ύφασμα, που φυλάσσονται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και ανάγονται στον 18ο αιώνα… Απολαύστε τα…
18th century μετάξι σε λινό
Αν θέλετε να δείτε περισσότερους κρητικούς ποδόγυρους και κεντήματα μπορείτε να δείτε και εδώ
Αφιέρωμα σήμερα στις κρητικές φούστες του 17ου- 18ου αιώνα… Αναζητώντας πληροφορίες ανακαλύψαμε το εξαίρετο άρθρο της Ασπασίας Κοκολογιάννη που μας αναλύει διεξοδικότατα το ενδιαφέρον αυτό ρούχο… Αντιγράφουμε λοιπόν απο τα Χανιωτικα Νέα και συνοδεύουμε το αναλυτικότατο άρθρο της συγγραφέως με φωτογραφίες απο διασωθέντες ποδόγυρους απο τη συλλογή του V&A Museum.
«Ένα κομμάτι της γυναικείας κρητικής φορεσιάς που έχει διασωθεί τόσο σε Mουσεία του εξωτερικού όσο και σε Μουσεία της Ελλάδας είναι η φούστα ή το φουστάνι ή το ρούχο ή το πο(υ)κάμισο. Ολοι αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία για να περιγράψουν ένα ένδυμα, το οποίο σε λίγες περιπτώσεις έχει διασωθεί ακέραιο, του οποίου δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τη χρήση μέσα σε ένα ενδυματολογικό σύνολο, η αξία του όμως διέσωσε το πολυτιμότερο μέρος του: τον ποδόγυρο.
Παρατηρώντας ρούχα και από άλλες περιοχές της Ελλάδας που έχουν την αντίστοιχη αναγεννησιακή μορφή καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι χρειαζόμαστε τρία επίπεδα ρουχισμού: Το εξώφορο ρούχο, το μεσόφορο ρούχο και το εσώφορο ρούχο. Θα μπορούσαμε να εικάσουμε, ακολουθώντας την παραπάνω λογική, ότι κάτω από την καρπέτα ή την κούδα ή τη σάρτζα (στην πρώιμη κρεμαστή μορφή της) φορέθηκε ένα μεσόφορο ρούχο που ακολουθεί την κοψιά του εξώφορου με πλούσια κεντημένο ποδόγυρο, ο οποίος αποκαλυπτόταν, όταν το κόκκινο ξωφόρι ανασκουμπωνόταν και από κάτω ένα τρίτο εσώφορο ρούχο που ακολουθεί και αυτό την ίδια γραμμή. Θα αποτελούσε αυτή η υπόθεση – εξήγηση και του γεγονότος ότι κανείς από τους περιηγητές που περιέγραψαν ένδυμα με το αντίστοιχο σχήμα, δεν είδε τους τόσο εντυπωσιακούς ποδόγυρους που στόλιζαν τα κρητικά αναγεννησιακά φουστάνια.
Πρόκειται για φορέματα σε υπόλευκο χρώμα από λινοβάμβακο ύφασμα, με ολοκέντητους ποδόγυρους, των οποίων το πλάτος έφτανε συνήθως τα 3,5 μέτρα και στερεώνονταν στους ώμους των γυναικών. Τα ρούχα αυτά αποτελούνταν από 5 φύλλα υφάσματος, το πλάτος του κάθε φύλλου ποίκιλε από 60 έως 70 εκατ. και ο κάθε ποδόγυρος είχε ύψος από 25 έως 70 εκατ. που είχαν κεντηθεί πριν ενωθούν μεταξύ τους όπως μαρτυρεί η ασυνέχεια του μοτίβου απ’ το ένα φύλλο στο άλλο. Φαίνεται ότι υπήρχε και δεύτερο φύλλο του ίδιου πάντα υφάσματος ραμμένο από τη μέσα πλευρά του ποδόγυρου ώστε αυτός να στέκεται καλύτερα. Κάποιες φορές υπάρχει και μία ή και δεύτερη οριζόντια πτύχωση πάνω από τον ποδόγυρο χωρίς να είναι εξακριβωμένη η χρησιμότητα της πιθανολογείται για να φουντώνει η φούστα ή για να ορίζεται ο ποδόγυρος, μπορεί κάποιο κατάλοιπο που διευκόλυνε το ανασκούμπωμα ή και ανάμνηση του βυζαντινού λώρου που δημιουργούσε κόλπο δηλαδή κοιλότητα στα ρούχα, ίσως ακόμη ένας τρόπος να αλλάζει το μήκος του ρούχου ανάλογα με τη γυναίκα που θα το φορούσε. Εντύπωση προκαλεί η σημείωση της Pauline Johnstone, που η ίδια στηρίζει σε παρατηρήσεις περιηγητών, ότι αυτός ο τύπος ρούχου δεν θα πρέπει να ήταν μακρύτερος από τη μέση της γάμπας! Στο κεντρικό φύλλο υπάρχει κατακόρυφο άνοιγμα προφανώς για να διευκολύνεται η φέρουσα κυρίως κατά την περίοδο του θηλασμού και οι σούρες ξεκινούν άλλοτε αμέσως και άλλοτε λίγο μετά απ’ αυτό το άνοιγμα, ώστε να μην δημιουργείται όγκος πάνω στην κοιλιά. Μπρος και πίσω υπάρχουν θηλιές μέσα από τις οποίες περνά κορδόνι για να κρέμεται το ρούχο απ’ τους ώμους και να στέκεται στις μασχάλες. Παράλληλα, εντοπίζεται και η πολύπτυχη λινοβάμβακη φούστα με κεντητό ποδόγυρο προσραμμένη σε εφαρμοστό αμάνικο πανωκόρμι που κλείνει πάνω στο στομάχι και αφήνει ακάλυπτο το στήθος. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει πρώτον να σημειωθεί ότι η δεκαετία που έριξε τη μέση των ρούχων ήταν η δεκαετία του 1820 και δεύτερον η ομοιότητα αυτού του ρούχου με το τούρκικο ρούχο gomlek που βλέπει ο Roderick Taylor. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το αν αυτοί οι δύο τύποι φορέματος συνυπήρξαν ή αν ο ένας διαδέχθηκε τον άλλο. Και οι δύο υποθέσεις πάντως μπορούν να δικαιολογηθούν αν παρατηρήσουμε την εξέλιξη της μόδας ή αν θεωρήσουμε ότι μία νέα μόδα δεν ήταν εύκολο να εκτοπίσει αμέσως την παλαιότερη. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το αν το φόρεμα με πανωκόρμι φορέθηκε και χωρίς εξώφορο ρούχο, αλλά με κάποιου είδους πανωφόρι όπως “υποπτεύονταν” οι πρώτοι μελετητές, όπως διαβάζουμε στον κατάλογο της έκθεσης στην οποία αυτό παρουσιάστηκε το 1914. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πότε άρχισε να φοριέται ακριβώς αυτός ο τύπος ρούχου, αν δεχθούμε όλα τα παραπάνω ίσως να ακολούθησε την εμφάνιση της καρπέτας, φαίνεται όμως και συμφωνούν σε αυτό όλοι οι μελετητές ότι δεν πρέπει να επιβίωσε πέρα από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ο Γρηγόριος Παπαδοπετράκης πάντως στην Ιστορία των Σφακίων το 1888 μας λέει: «Από των ώμων κατήρχετο λευκός χιτών ποδήρης. Εξω του χιτώνος φέρουσι εξωφόριον λευκόν και τα άκρα γύρωθεν χρυσοκέντητα ή διά μετάξης ποικιλοχρόου αρίστης επεξεργασίας», χωρίς όμως να προσδιορίζει πότε οι Σφακιανές ντύνονταν έτσι.
Σημαντικές πληροφορίες ωστόσο μας δίνουν οι ίδιες οι γυναίκες που κέντησαν ή παρήγγειλαν κάποιους ποδόγυρους καθώς κάποιοι ελάχιστοι είναι ενυπόγραφοι και χρονολογημένοι. Σύμφωνα με την Κατερίνα Κορρέ – Ζωγράφου η παρουσία των υπογραφών και των χρονολογήσεων στα κεντήματα από το 16ο αιώνα και ύστερα, οφείλεται κυρίως σε ενετική επίδραση και συναντάται συνήθως σε εκκλησιαστικά κεντήματα σπανίως δε σε κοσμικά. Ο παλαιότερος χρονολογημένος ποδόγυρος βρίσκεται στο “Metropolitan Museum” και αναγράφει 1697, ενώ δεύτερος που βρίσκεται στο ίδιο Μουσείο αναγράφει 1726. Ο πρώτος από αυτούς αναφέρει μόνο το αρχικό γράμμα του ονόματος ενώ έχουμε και δύο ποδόγυρους που βρίσκονται στο “Victoria and Albert Museum” και μας πληροφορούν για τ’ όνομα της κτητόρισσας ή της δημιουργού: ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΑ, ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑ. Οι δύο αυτοί ποδόγυροι είναι χρονολογημένοι αντίστοιχα 1733 και 1757 ενώ υπάρχει στο ίδιο μουσείο και ένας τρίτος με χρονολογία 1762. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η δημιουργός δεν ήταν απαραίτητα και η κτητόρισσα του ρούχου, κάτι που υπαγορευόταν από την οικονομική κατάσταση της ενδιαφερομένης. Υπάρχουν ποδόγυροι που είναι στενότεροι, έχουν δηλαδή ύψος 25 – 30εκατ. και οι μελετητές συγκλίνουν μάλλον στην άποψη ότι ήταν παλαιότεροι χωρίς να απαλείφονται και άλλες υποθέσεις για τη χρήση τους. Οι ποδόγυροι των οποίων το ύψος φτάνει τα 70εκατ. φαίνεται να είναι μεταγενέστεροι, όταν πια οι φόρμες μάλλον είχαν τυποποιηθεί. Ως προς το χρώμα τους υπάρχουν μονόχρωμοι σε μπλε ή κόκκινο χρώμα, συναντάμε λιγότερο συχνά δίχρωμους: κόκκινο με μπλε, κόκκινο με πράσινο και σπάνια κόκκινο με μαύρο ή κίτρινο. Συνηθέστεροι είναι οι πολύχρωμοι ποδόγυροι πάνω στους οποίους απαντώνται έως και εφτά χρώματα. Οι μελετητές δεν συμφωνούν για το ποιος χρωματικός τύπος είναι πρότερος και ποιος ύστερος, ενώ υπάρχει και η άποψη που υποστηρίζει ότι η μονοχρωμία προοριζόταν για τα νεαρά κορίτσια. Καταλήγουν πάντως ότι οι δύο τύποι πρέπει να ήταν σε παράλληλη χρήση. Τέλος υπάρχουν και κάποιες αναφορές για διαφορές ανάμεσα σε περιοχές ή οικογένειες, αλλά είναι μόνο υπόνοιες. Ο διάκοσμος είναι φυτικός και κυρίως άνθινος. Τις συνθέσεις συμπληρώνουν ο δικέφαλος αετός, η δεόμενη γυναίκα, το ειδύλλιο, η μονόκλωνη γοργόνα, η γοργόνα με τη διχαλωτή ουρά, ζώα, πουλιά, φίδια, μυθικά τέρατα, εραλδικά σύμβολα και χριστιανικά σύμβολα, δεν λείπουν δε σε κάποιες περιπτώσεις, οι σκηνές του γάμου ή του χορού. Κεντρικό μοτίβο αποτελεί σχεδόν πάντα ένα ανθοφόρο αγγείο. Σπανιότερος είναι ο γεωμετρικός διάκοσμος.
Οι επιδράσεις είναι βυζαντινές, οθωμανικές καθώς η δε γλάστρα ή γάστρα φαίνεται να είναι περσικής επιρροής αλλά κυρίως ιταλικής. Με τα χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο του υποβιβασμού σε άνθος δηλαδή ό,τι δεν γινόταν αντιληπτό από την μιμήτρια ή δεν ήταν ξεκάθαρο μετατρεπόταν σε λουλούδι. Η κεντρική παράσταση αναπτύσσεται ως ζωφόρος πάνω σε μία στενή ταινία που λειτουργεί ως βάση, κάποιες φορές αυτή η λωρίδα επαναλαμβάνεται και στην κορυφή του σχεδίου. Αυτό που είναι πολύ σημαντικό είναι το είδος του υφάσματος που χρησιμοποιείται για αυτά τα ρούχα. Το λινοβάμβακο ύφασμα, λινό στημόνι και βαμβακερό υφάδι, αποτελεί χαρακτηριστική κρητική τεχνική. Αυτή τη συνδυαστική τεχνική συναντάμε επίσης στα κοπτικά υφάσματα όπου υφαίνονταν μαζί λινό στημόνι με μάλλινο υφάδι, στην Περσία που ύφαιναν βελούδα με μεταξωτό στημόνι και βαμβακερό υφάδι. Εκτός από το ύφασμα χαρακτηριστική κρητική τεχνική αποτελεί και ο συνδυασμός διαφόρων βελονιών. Ετσι πάνω σε έναν ποδόγυρο μπορούμε να βρούμε πολυειδής βελονιές έως και 7! Οσα απ’ αυτά τα ρούχα δεν τάφηκαν μετατράπηκαν σε εκκλησιαστικά φελόνια ή στηχάρια κατά την προσφιλή συνήθεια του δωρισμού ρούχων στην εκκλησία ή αποκόπηκε ο ποδόγυρος από το ελεύθερο κεντήματος ύφασμα, ώστε και τα δύο αυτά μέρη να καλύψουν πλέον άλλες ανάγκες ρουχισμού είτε του σπιτιού είτε της οικογενείας.»
Αν σας αρέσει ο κρητικός πολιτισμός δείτε όλα μας τα άρθρα για την Κρήτη εδώ και εδώ ή δείτε και κάποια ακόμη παραδοσιακά κρητικά σχεδια για κέντημα σε αυτό το άρθρο μας
Επίσης αν θα θέλατε να δείτε παραδοσιακά κρητικά κοσμήματα μπορείτε να δείτε εδώ
Από τη σελίδα του Facebook Τήνος Φωτογραφίες Tinos Island Photos Cyclades αντλούμε σήμερα πληροφορίες για τη φορεσιά της Τήνου των αρχών του 19ου αιώνα με τη βοήθεια της περιγραφής της Στυλιανής Γάφου η οποία έγινε γύρω στα 1800 και καταγράφηκε από την Άννα Σερούιου, στο έργο Οικογενειακόν Ημερολόγιον, (Ερμούπολις 1902, σ. 125-127) και μας δίνει μια εικόνα της ζωής στην Τήνο εκείνη τη χρονική περίοδο. Η απόδοση στη νεοελληνική έχει γίνει από τον π. Μάρκο Φώσκολο.
Η ενδυμασία των Τηνιακών, γύρω στο έτος 1800, ήταν η ακόλουθη:
Σκούφος μάλλινος κόκκινος (φέσι) με θύσανο (φούντα) μπλε κάλυπτε την κεφαλή και σκέπαζε εντελώς τα μαλλιά τους.Φορούσαν περιλαίμιο (κολάρο) κεντημένο με κόκκινη κλωστή, που το περιέστρεφαν σαν σχοινί και οι δυο άκρες του κατέληγαν σε χρυσά κρόσια. Ο λαιμοδέτης (γραβάτα) ήταν κουμπωμένος πολύ χαλαρά και κατέβαινε πάνω στο στήθος. Το γιλέκο τους ήταν βελούδινο και από πάνω φορούσαν σακάκι μάλλινο με μακριά μανίκια, που το έλεγαν «δολαμά» και τον έσφιγγαν στη μέση τους με ένα σάλι κόκκινο ή κίτρινο. Η βράκα τους ήταν φαρδιά και περιείχε δυο ή τρεις πήχεις μάλλινο και κατέβαινε μέχρι τα γόνατά τους και ονομαζόταν «σαλβάρι».
Η χρήση κόκκινου φεσιού ήταν αποκλειστική μόνο στην Τήνο και σε κάποια γειτονικά νησιά. Φαίνεται πως προήλθε από κάποιο προνόμιο, όταν αυτά τα νησιά παραδόθηκαν στους Τούρκους, διότι κανένας Έλληνας δεν τολμούσε να παρουσιαστεί μπροστά σε Τούρκο με ένα τέτοιο κάλυμμα κεφαλής.
Το παντελόνι τους ήταν από λευκό βαμβάκι ή από ποικιλόχρυσο μετάξι. Τα υποδήματά τους ήταν μαύρα, ραμμένα γύρω-γύρω με κόκκινο μαροκινό δέρμα και συνδέονταν μεταξύ τους τα δυο μέρη με ασημένιες πόρπες. Φορούσαν και χιτώνα από λευκό ή μεταξένιο ύφασμα, κομμένο σύμφωνα με το ευρωπαϊκό τρόπο.
Ξύριζαν τα γένια τους, αλλά διατηρούσαν το μουστάκι. Πολύ λίγοι, όσοι θεωρούσαν τους εαυτούς των απόγονους της παλαιάς αριστοκρατικής τάξης του νησιού, φορούσαν ρούχα ευρωπαϊκού τύπου.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ Jean Baptiste Vanmour 1737
Η ενδυμασία των γυναικών ήταν δυο ειδών: η ενδυμασία των νεαρών, και η ενδυμασία των παντρεμένων.
Τα κορίτσια του νησιού ντύνονταν όπως εκείνα της Κωνσταντινούπολης. Φορούσαν φόρεμα το οποίο ονόμαζαν «βλάχικο» επειδή καταγόταν από τη Βλαχία. Αυτό το φόρεμα είχε μακριά μανίκια και κούμπωνε στο στήθος. Την έσφιγγαν πίσω με κορδόνια, ενώ, συνήθως, εμπρός είχε μπαλένες, όπως και οι στηθόδεσμοι του Παρισιού. Στο κεφάλι τους φορούσαν το «τομπουρνούς», δηλαδή μικρό λευκό φέσι, που το τύλιγαν εξωτερικά και κυλινδρικά με ένα μαντήλι. Τα μαλλιά τους ήταν πλεγμένα σε πολλές κοτσίδες (πλεξίδες), απ’ τις οποίες μερικές περικύκλωναν αυτόν τον κεφαλόδεσμο, ενώ άλλες κρέμονταν σε όλο τους το μήκος. Τα μαλλιά των κροτάφων ήταν κομμένα πολύ κοντά και κατέβαιναν και από τις δυο πλευρές μέχρι το ύψος των ώμων.
Γυναίκα αστικής καταγωγής από την Τήνο με τις κόρες της. Η ενδυμασία της Τήνου – Tinos Traditional Costume Voyage pittoresque de la Grece ( 1782 ) Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul-Gouffier
Οι γυναίκες, τόσο οι αστές όσο και εκείνες ευγενικής καταγωγής, φορούσαν μεσοφόρι που έφτανε μέχρι τις φτέρνες και γιλέκο (μπούστο) που κατέληγε στη ζώνη, την οποία έκλειναν μπροστά κουμπιά ασημένια. Πάνω στο στήθος έφεραν ένα είδος χοντρού επενδύτη, από υλικό στερεό και όχι ευλύγιστο, που τον ονόμαζαν «πεττορίνη» (στηθοέρεισμα, σουτιέν). Αυτός ο επενδύτης, που ήταν τριγωνικός, είχε μήκος οκτώ δακτύλων, έξι πλάτος και μισό πάχος και σταθεροποιούταν στα κουμπιά του γιλέκου με κορδόνια, τα οποία έσφιγγαν δυνατά πάνω στο στήθος. Πάνω από την πεττορίνη κάλυπταν τα στήθη τους με ένα μαντήλι. Έζωναν τη μέση τους με μια πλατιά ποικιλόχρωμη ταινία, την οποία έσφιγγαν πολύ και ενώνονταν οι δυο άκρες μπροστά με μια πόρπη. Αντί γι’ αυτή την ταινία, κάποιες γυναίκες μεταχειρίζονταν ένα σάλι, διπλωμένο τριγωνικά, του οποίου η μεσαία γωνία κατέβαινε προς την πλευρά του ενός ισχύου (γοφού), συνήθως το αριστερό.
Η ενδυμασία της Τήνου Tinos Traditional Costume
Τα σανδάλια, που ήταν ποικιλόχρωμα, είχαν υψηλό πέλμα. Τύλιγαν την κεφαλή τους με κόκκινο ή μωβ βελούδο, μήκους ενός πήχη και πλάτος μεγαλύτερο ενός ποδιού. Αυτό το είδος κεφαλοδέσμου ονομαζόταν «μαχραμάς», είχε κυλινδρικό σχήμα και το έδεαν στο μέτωπο με ποικιλόχρωμο μαντήλι. Πάνω από αυτόν τον κεφαλόδεσμο έριχναν μια καλύπτρα, την «μπόλια», μεταξωτή ή κίτρινη, της οποία η μια άκρη έπεφτε πάνω στο στήθος, ενώ το άλλο πάνω στον ώμο. Οι γυναίκες της κατώτερης τάξης αντί το κόκκινο μεταξωτό βελούδο μεταχειρίζονταν κίτρινο βαμβακερό βελούδο. Τα μαλλιά τους τα σκέπαζαν.
Οι γυναίκες των χωριών ντύνονταν με πολλή απλότητα, αλλά με πολλή χάρη. Φορούσαν φορέματα από χοντρό ύφασμα, κατασκευασμένα όπως τα γαλλικά, αλλά λιγότερο στολισμένα, χωρίς ποδόγυρο από πτυχές.
Υπηρέτριες από την Τήνο. Servantes de l’ile de Tine 1782 Voyage pittoresque de la Grece ( 1782 ) Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη
Όταν έβγαιναν από τα σπίτια τους για επίσκεψη, έφεραν πάντα ένα μανδύα με μανίκια, του οποίου το χρώμα και η ποιότητα εξαρτιόταν από την εποχή και την περιουσία τους. Οι περισσότερες φορούσαν σκουλαρίκια και μακριά βραχιόλια, χρυσά ή μαργαριτοφόρα, δαχτυλίδια με πολύτιμες πέτρες, χρυσά ή μαργαριτοφόρα περιδέραια, απ’ τα οποία κρεμούσαν φλουριά (δουκάτα) ή χρυσά μετάλλια. Ποτέ δε χρησιμοποίησαν το ασήμι στα στολίδια τους, παρά μόνο για τα κουμπιά των γιλέκων και ορισμένες φορές, για τις πόρπες των ζωστήρων τους.
Μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση με θέμα τις ελληνικές γυναικείες και ανδρικές φορεσιές της Ελλάδας από την κ. Άννα Καρατζάνη του τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του ΤΕΙ Αθηνών. Περιλαμβάνει ένα μεγάλο όγκο πληροφοριών στα ελληνικά για την ιστορία της ελληνικής φορεσιάς, τους τύπους τους και πολλές φωτογραφίες. Αξίζει να το δείτε!
An interesting presentation on the Greek male and female costumes of Greece by Mrs. Anna Karatzanis (Conservation of Antiquities and Works of Art Department of the Technical Institution of Athens). It includes a large amount of information in Greek about the history of Greek costume, their types and many photos. Worth seeing!
Μη διστάσετε να αφήσετε ένα σχόλιο κάτω από την ανάρτηση… Πείτε μας αν σας άρεσε η ανάρτηση, ρωτήστε ο,τι θέλετε και ας κάνουμε μια συζήτηση γύρω από το θέμα…
Don’t hesitate to leave a comment under the post… Tell us if you liked it, ask questions and let’s discuss on the topic!
O Francois-Marie Rosset (1743-1824) ήταν Γάλλος σχεδιαστής με καταγωγή από τη Lyon που επισκέφτηκε την Ελλάδα στα πλαίσια της ευρύτερης περιήγησής του στην Μεσόγειο στα τέλη του 18ου αιώνα. Στα 1790 δημοσίευσε το έργο του «Moeurs et Coutumes Turques et Orientales / dessinées dans le Pays en 1790» από το οποίο προέρχονται οι παρακάτω γκραβούρες, οι οποίες παρουσιάζουν την αστική φορεσιά και τον πολυτελή, διακοσμημένο με μαργαριτάρια κεφαλόδεσμο των Αθηναίων γυναικών του τέλους του 18ου αιώνα.
Francois-Marie Rosset (1743-1824) was a French designer with origins from Lyon, who visited Greece in the context of a broader tour in the MediterraneanSea in the late 18th century. In 1790 he published his work : «Moeurs et Coutumes Turques et Orientales / dessinées dans le Pays en 1790», from which the prints are taken showing the urban costume and the luxurious, decorated with pearls, headdress of the Athenian women of the late 18th century
[Jeune Athénienne] : [dessin] / [François-Marie Rosset]Jeune grecque : [dessin] / [François-Marie Rosset][Jeune grecque et une colombe] : [dessin] / [François-Marie Rosset][Jeunne Athenienne] : [dessin] / [François-Marie Rosset]Grecs jouant d’un instrument appellé [sic] Thégoul : [dessin] / [François-Marie Rosset]Grecque sur un Sopha : [dessin] / [François-Marie Rosset]Femme grecque avec ses Esclaves : [dessin] / [François-Marie Rosset]
Μη διστάσετε να αφήσετε ένα σχόλιο κάτω από την ανάρτηση… Πείτε μας αν σας άρεσε η ανάρτηση, ρωτήστε ο,τι θέλετε και ας κάνουμε μια συζήτηση γύρω από το θέμα…
Don’t hesitate to leave a comment under the post… Tell us if you liked it, ask questions and let’s discuss on the topic!