Όταν σκεφτόμαστε ταξίδια σήμερα , το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό είναι τα ξενοδοχεία που θα μείνουμε. Άραγε όμως τι γινόταν σε παλαιότερες εποχές; Οι άνθρωποι ταξίδευαν και διανυκτέρευαν σε «χάνια» τα οποία βρίσκονταν πανω στους κομβικούς δρόμους και αποτελούσαν σταθμούς ανάπαυσης του ταξιδιού για τους Έλληνες και ξένους περιηγητές και εμπόρους.
Η λέξη «χάνι», προέρχεται από την τουρκική λέξη hun και σημαίνει πανδοχείο.
Τα χάνια, ξύλινα οικήματα στην αρχή, αργότερα λιθόκτιστα, ισόγεια ή δίπατα με δίριχτη κεραμοσκεπή, στήνονταν κατά το πλείστον σε «οδικές αρτηρίες» της εποχής. Διέθεταν στάβλους ή απλά μια περιφραγμένη αυλή όπου άραζαν τα κάρα και έδεναν τα άλογα και τα υπόλοιπα ζώα των ιδιοκτητών και των διερχομένων, οι οποίοι έτσι μπορούσαν να βρουν κατάλυμα ύπνου και φαγητό. Τους διερχόμενους εξυπηρετούσαν οι χαν(ι)τζήδες (=ιδιοκτήτες χανιών), οι οποίοι ήταν σημαντικοί πληροφοριοδότες για τους διερχόμενους. Τα πιο καλά χάνια είχαν και ένα δωμάτιο στην είσοδο, που είχε ως σκοπό να συγκεντρώνει τους πελάτες για να συζητούν θέματα που θα τους ενδιέφεραν. Εκεί έπιναν και το ρόφημά τους, τσάι ή καφέ. Στο κατώι διατηρούσαν το μαγειρείο και στο ανώι τα υπνοδωμάτια.
Σιγά σιγά τα χάνια μετεξελίχθηκαν σε «εμπορικά κέντρα» της εποχής, με τους διερχόμενους εφόσον περνούσαν κάποιες ώρες εκεί, να γνωρίζονται και να κλείνουν συμφωνίες μεταξύ τους αλλά και να πουλάνε τα γεννήματά τους.



Για να δούμε πώς ένας περιηγητής περιγράφει την υποδοχή και περιποίηση που έλαβε στο Χάνι του Βουρλιά στην Πελοπόννησο
«Το χάνι του Βουρλιά ήταν αληθινό παλάτι σε σύγκριση με τη buonalocanda, και μπορεί κανείς να πάρει μια ιδέα αμφοτέρων, και των καταλυμάτων που βρίσκει ο ταξιδιώτης σ’αυτά τα μέρη, από την εικόνα του εξωφύλλου –ένα σκίτσο που έκανε ο κ. Newton με το δωμάτιό μας και τις ασχολίες μας εκείνο το βράδυ. Εγώ, με τη βοήθεια του Δημήτρη, ενός από του υπηρέτες, μαγειρεύω, ο κ. Newton χτυπάει αυγά, τα οποία ανακατεμένα με νερό χρησιμοποιούμε ως υποκατάστατο του γάλακτος, και ο κ. Johnstone ετοιμάζει τη ‘φορητή σούπα’ μας [πρόδρομο της σημερινής σούπας σε κύβους]. Ένας άλλος υπηρέτης στρώνει ένα τραπεζομάντηλο από μουσαμά –μια πολύ χρήσιμη πολυτέλεια που είχε προμηθευτεί ο κ. Johnstone. Από την ανοιχτή πόρτα μπαίνει ένας από τους οδηγούς μας, κουβαλώντας ξύλα για τη φωτιά και μια κότα που μόλις είχε σφάξει για μας, και μακριά φαίνεται ο Ταΰγετος σκεπασμένος με χιόνι.» (Giffard E, Α short visit to the Ionian Islands, Athens and the Morea)

Ο Γιάννης Μπαλτάς, γιός του ιδιοκτήτη στο Χάνι των Μπαλταίων στον παλιό δρόμο προς το Αγρίνιο θυμάται…
«Λέγομαι Μπαλτάς Ιωάννης του Αθανασίου. Γεννήθηκα το 1929.
Το χάνι πιο πριν το είχε ο παππούς μου και μετά ο πατέρας μου. Ιωάννης ο παππούς μου, αυτός είχε φτιάξει το χάνι, το 1860 περίπου. Το επισκευάσαμε λίγο, γιατί με την κατοχή το βομβαρδίσαν, κάψαν πόρτες, τα ξύλινα σχεδόν όλα, και όταν ήρθαμε δεν είχαμε πού να μείνουμε. Φτιάξαμε το δάπεδο και μετά πάνω…
Τότε ο Μπουρσός είχε πάνω από χίλια άτομα. Πέρναγαν απ’ αυτόν το δρόμο, σαν φίδι, από πάνω και πηγαίνανε. Πέρναγαν και προς τα αριστερά προς την Καρίτσα. Είχε δω κόσμο το χάνι. Περνούσαν αγωγιάτες, κοιμόντουσαν, κάναν ταξίδια και μια βδομάδα και παραπάνω. Πήγαιναν ως το Μεσολόγγι απ’ το Καρπενήσι και τη Λαμία. Φορτώναν τριφυλλόσπορο και πηγαίναν να τον πουλήσουν. Από κει φόρτωναν λάδι, πορτοκάλια, ψάρια. Τα ψάρια τα αλατίζαν και τα μεταφέρανε. Βάζαν μέσα σε τράστα σακούλες χιόνι για να μη λιώνει, και τα μεταφέρανε τα ψάρια…»

Κάποια «χάνια» έμειναν στην ιστορία όπως το θρυλικό Χάνι της Γραβιάς όπου κλείστηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με 120 πολεμιστές και αντέκρουσε την επίθεση των τούρκικων στρατευμάτων του Ομερ Βρυώνη.
Σε άλλες περιπτώσεις η συναναστροφή Ελλήνων και Τούρκων διερχομένων στο χάνι μπορούσε να καταλήξει σε αψιμαχία με άσχημη κατάληξη.
Πάντως για αιώνες, το χάνι αποτέλεσε σημείο ανεφοδιασμού, διανυκτέρευσης και ξεκούρασης των διερχομένων. Σήμερα ελάχιστα απο αυτά, όσα δεν γκρεμίστηκαν και σώθηκαν απο τη φθορά του χρόνου και των ανθρώπων, έχουν μετατραπεί κυρίως σε χώρους λαογραφικού ενδιαφέροντος.