Μια έκθεση παραδοσιακών φορεσιών του Μουσείου Μπενάκη υπο την αιγίδα της Βασίλισσας Φρειδερίκης, αποτέλεσε την αφορμή για αυτό το βιβλίο που κυκλοφόρησε στα 1959-1960 και αναφέρεται γενικά στην ελληνική παραδοσιακή φορεσιά, την τέχνη των ραφτάδων, και σε αρκετές συναφείς παραδοσιακές τέχνες όπως η μεταλλουργία, η δημιουργία δαντέλας, το σκάλισμα σε ξύλο, η αγγειοπλαστική και το κέντημα.
Σε αυτό το μπλόγκ μας έχει ξανα-απασχολήσει η δουλειά του Kim de Molaener σε παλαιότερο άρθρο μας. Τώρα από το προσωπικό προφίλ του φωτογράφου στο instagram παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτής της δουλειάς που ολοένα γίνεται και πιο ενδιαφέρουσα.
Να θυμίσουμε οτι οι φωτογραφίες του Βέλγου Kim de Molaener απεικονίζουν τα παραδοσιακά κοστούμια της συλλογής του χοροθεάτρου Δώρα Στράτου
Σας δείχνουμε λίγη ακόμη δουλειά του Kim ελπίζοντας να σας αρέσει, όπως άρεσε και σε μας. Για όσους έχουν προφίλ στο instagram μπορείτε να αναζητήσετε τον kimdemolaener και να τον ακολουθήσετε για να βλέπετε την συνέχεια της δουλειάς αυτής.
Σε συνέχεια προηγούμενης ανάρτησης για τις ελληνικές -κυρίως γυναικείες – φορεσιές όπως αποδίδονται μέσα απο φωτογραφίες που λήφθηκαν στα στούντιο φωτογράφων του 19ου αιώνα σήμερα σας παρουσιάζω κάποια δείγματα για να καταλάβετε τι εννοώ. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1833, και την ανάγκη προβολής και ανάδειξης της ελληνικής ταυτότητας, η παραδοσιακή φορεσιά των χωρικών της υπαίθρου πέρασε απο το χρηστικό στάδιο στο συμβολικό, μετατράπηκε σε ένα «σύμβολο ελληνικότητας».
Τότε, οι φωτογράφοι της εποχής, ανάμεσα στους οποίους ο Μωραϊτης, αλλά και άλλοι φωτογράφοι που είχαν έδρα σε αστικά κέντρα σε Ελλάδα και εξωτερικό, συγκέντρωσαν έναν αριθμό αυθεντικών τοπικών ενδυμασιών από διάφορα μέρη της υπαίθρου, ακόμα και από περιοχές που ήταν ακόμα τουρκοκρατούμενες και προέτρεπαν τους πελάτες τους να φωτογραφίζονται με αυτές. Μάλιστα, όταν η ροή των περιηγητών αυξήθηκε και η επιθυμία να έχουν κάτι ελληνικό μεγάλωσε, αρκετοί φωτογράφιζαν μοντέλα με τις φορεσιές και πουλούσαν τις φωτογραφίες ως καρτ βιζίτ, για να έχουν οι επισκέπτες μια ανάμνηση όταν γύριζαν στη χώρα τους. Έχοντας στα χέρια αυτές τις κάρτες, αρκετοί λιθογράφοι και εικονογράφοι των περιηγητικών εκδόσεων, αποτύπωσαν σε λιθογραφίες τα εικονιζόμενα πρόσωπα και κόσμησαν με εικόνες τα βιβλία των περιηγητών.
Κάποιες φορές η απεικόνιση της φορεσιάς στη φωτογραφία είναι επαρκής, αν ο φωτογράφος είχε στη διάθεσή του μια πλήρη φορεσιά και γνώριζε πώς να επιμεληθεί ενδυματολογικά σωστά το μοντέλο του. Αρκετές φορές όμως αυτό που βλέπουμε είναι ένα σύνολο αταίριαστων στοιχείων, που προσπαθούν να μιμηθούν μια παραδοσιακή ενδυμασία. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός πώς τα εικονιζόμενα πρόσωπα δεν έχουν το βίωμα της ενδυμασίας, είναι κατά κανόνα πρόσωπα της αστικής τάξης με διαφορετική κουλτούρα και απλώς ο στόχος είναι να δημιουργηθεί η αίσθηση της ελληνικότητας, παρά να αποτυπωθεί πιστά η φορεσιά. Πολλές φορές βλέπουμε φορεμένα τα ρούχα με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που συνηθιζόταν ή να υπάρχει κάποιο ανακάτεμα ρούχων απο διαφορετικές περιοχές ή συμπληρωματική προσθήκη κοσμημάτων ή ρούχων για τις ανάγκες της φωτογράφησης που τελικά μας οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα σε σχέση με την ιστορία της φορεσιάς.
Δεν έχει λοιπόν σημασία μόνο το οτι μπροστά μας έχουμε μια παλιά φωτογραφία φερ’ ειπείν του Πέτρου Μωραϊτη, του οποίου το έργο μελετάμε σήμερα, αλλά ο ερευνητής θα πρέπει να λάβει υπόψη του και άλλα επιπλέον στοιχεία που σχετίζονται με την τοπική παράδοση και να κάνει συγκριτική ανάλυση με άλλες φωτογραφίες. Να θυμάστε πάντα οτι οι «χωριατοπούλες» ήταν συνήθως κυρίες της αστικής τάξης που πόζαραν στο φωτογραφικό φακό, και δεν είχαν – όπως και σήμερα – μεγάλη γνώση σχετικά με το πώς πραγματικά φοριούνταν τα ρούχα στις εκάστοτε τοπικές κοινωνίες. Σκεφτείτε οτι απο το 1860 και μετά η αστική τάξη φορούσε στη συντριπτική της πλειοψηφία τη μόδα της Ευρώπης, οπότε η ουσιαστική γνώση της φορεσιάς χάθηκε στα αστικά κέντρα και έμεινε μόνο η ανάμνηση…
Π. Μωραϊτης c.1880
Πάνω σε αυτό θα σας δώσω το παρακάτω παράδειγμα απο το έργο του Π. Μωραϊτη και το αρχειο του elia.org. Στην πρώτη φωτογραφία βλέπουμε τη Βασιλική Κ. Βούρου με κεφαλόδεσμο που παραπέμπει σε κερκυραϊκη ή ιταλική φορεσιά και συμπληρωματικές προσθήκες πάνω στα αστικά της ρούχα, όπως ένα είδος μπόλιας ή τσεβρέ που πέφτει εμπρός θυμίζοντας ποδιά. Για την ιστορία η Βασιλική Βούρου ανήκει στην οικογένεια Δεκόζη Βούρου απο τη Χίο, μια οικογένεια εμπόρων που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ίδρυσε Τραπεζική Επιχείρηση. Το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου βρίσκεται εκεί που λειτουργεί σήμερα το «Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών» . Δίπλα βλέπουμε την ίδια γυναίκα με τα κανονικά ρούχα που φορούσαν οι κυρίες της τάξης της την ίδια περίοδο, περίπου στα 1865. Η ίδια γενική ιδέα υπάρχει και στην τρίτη φωτογραφία του Π. Μωραϊτη που προσπαθεί να αποπνεύσει έναν αέρα υπαίθρου. Ο διπλωμένος τσεβρές χρησιμεύει για ποδιά, ενώ τοποθετείται ένας κεφαλόδεσμος σαν κερκυραϊκός για να μιμηθεί το στυλ των χωρικών. Η τελευταία φωτογραφία είναι πιθανόν αποκριάτικη, αν δούμε και το ντέφι στα χέρια της κοπέλας.
Βασιλική Κ. Βούρου φωτογραφημένη απο τον Π. Μωραϊτη με τρόπο ωστε να δώσει την αίσθηση της υπαίθρου γύρω στα 1865Βασιλική Κωνσταντίνου Δεκόζη Βούρου όρθια δίπλα σε πολυθρόνα με τυπική φορεσιά της αστικής τάξης. περίπου 1865Π. Μωραϊτης , Το ίδιο concept σε μεταγενέστερη φωτογραφία c. 1880 με σεταρισμένα κομμάτια για δίνουν την εικόνα παραδοσιακής ενδυμασίας
O Πέτρος Μωραϊτης είναι ένας απο τους σημαντικότερους Έλληνες φωτογράφους του 19ου αιώνα με ποσοτικά τεράστιο έργο, μιας και απο το φωτογραφείο του παρέλαυνε όλη η Αθηναϊκή κοινωνία του 19ου αιώνα για να φωτογραφηθεί. Στο blog anemourion διαβάζουμε: . «Στο τέλος του 1859 ήρθε στην Αθήνα από το Παρίσι ο Αθανάσιος Κάλφας και λίγο αργότερα πήρε συνεταίρο του τον Πέτρο Μωραΐτη. Το φωτογραφείο τους βρισκόταν στην παλιά οικία του Κορομηλά, στην οδό Ερμού 41, κοντά στο Δημαρχείο. Εκεί ήταν δυνατόν οικογένεια εκ τριών ή τεσσάρων προσώπων να φωτογραφηθή επί της αυτής εικόνος εις μετριωτάτην τιμήν». Το Μάρτιο του 1860 ο Μωραΐτης διέκοψε τη συνεργασία του με τον Κάλφα, διατήρησε μόνος του το φωτογραφείο και, έξι μήνες αργότερα, το μετέφερε στην οδό Αιόλου 904, απέναντι από την εκκλησία της Χρυσοσπηλιώτισας.»
Π. Μωραΐτης. Ο ληστής Κυριάκος υπήρξε ο φόβος των κατοίκων της Αττικής, γι’ αυτό και είχε επικηρυχθεί με μεγάλο ποσό. Κατά τα «Ιουνιακά» του 1863 ήρθε στην Αθήνα με τη συμμορία του για να ενισχύσει τους «Πεδινούς». Με την ευκαιρία λήστεψε όλους τους ξένους ταξιδιώτες που έμεναν στα ξενοδοχεία της πλατείας Κοτζιά. Τότε πρέπει να επισκέφθηκε το φωτογραφείο του Μωραΐτη για μια στημένη «ηρωική» πόζα. Ανάμεσα στα πόδια του διακρίνεται η βάση της μεταλλικής στήλης για το κράτημα του κεφαλιού, που έπρεπε να μείνει ακίνητο κατά τη διάρκεια της λήψης.Ιωαννης Θεοφιλόπουλος
«Οι φωτογραφίες πορτρέτων που τράβηξε στο στούντιο του αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Όπως και άλλοι φωτογράφοι, ξεκίνησε δημιουργώντας πορτρέτα υψηλής αισθητικής, για να οδηγηθεί μοιραία στην τυποποιημένη παραγωγή της καρτ-ντε-βιζίτ, υποκύπτοντας έτσι στις απαιτήσεις της μαζικής παραγωγής. Υπάρχουν βέβαια και ορισμένα πορτρέτα του τα οποία διαθέτουν ιδιαίτερη αισθητική. Πέρα από αυτό όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιστορική σημασία των φωτογραφιών του. Καλύπτουν τη μέση και, κυρίως, την ανώτερη κοινωνική τάξη, τους πολιτικούς, τους καλλιτέχνες, τους στρατηγούς της Επανάστασης και γενικά όλους αυτούς που διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας τον 19ο αιώνα.»
«Όταν η εθνική φορεσιά ήταν ακόμα δείγμα ελληνικότητας, ο Μωραΐτης συγκέντρωσε πολύ μεγάλο αριθμό αυθεντικών τοπικών ενδυμασιών από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ακόμα και από περιοχές που ήταν ακόμα τουρκοκρατούμενες. Συχνά τις φορούσαν οι πελάτες του ή μοντέλα. Είχε φτιάξει μάλιστα τέτοιες σειρές, σε μέγεθος cabinet, που τις πουλούσε στους ξένους περιηγητές.»
Σε αυτή την ανάρτηση παρουσιάζουμε ένα δείγμα αυτών των φωτογραφιών με εικονιζόμενα πρόσωπα άνδρες. Και πάνω σε αυτό θα ήθελα να αναφέρω και τον προβληματισμό μου σε σχέση με την έρευνα της ελληνικής φορεσιάς. Όπως γνωρίζετε πολλές φορές για να τεκμηριώσουμε ένα κόσμημα ή πώς φοριούνται τα ρούχα, χρησιμοποιούμε ως τεκμήριο τη φωτογραφική απεικόνιση. Για να θέσω λοιπόν έναν προβληματισμό… Κατά πόσο είναι πλήρως αξιόπιστη η φωτογραφική απεικόνιση όταν ο φωτογράφος έχει χρησιμοποιήσει μοντέλο που φορά ελληνικές φορεσιές, οι οποίες δεν ήταν τα δικά του ρούχα αλλά μια μεταμφίεση για να βγάλει φωτογραφία; Υπάρχει η πιθανότητα να είναι φορεμένα τα ρούχα με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που συνηθιζόταν ή να υπάρχει κάποιο ανακάτεμα των ρούχων ή συμπληρωματική προσθήκη για τις ανάγκες της φωτογράφησης που να μας οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα σε σχέση με την ιστορία της φορεσιάς; Επειδή πολλές φορές αντιμετωπίζουμε αυτό το δίλημμα, καλό είναι να μην βλέπουμε άκριτα τις φωτογραφίες, ακόμη και της εποχής του Μωραϊτη και να λαμβάνουμε υπόψη τα εικονιζόμενα πρόσωπα και το ιστορικό πλαίσιο για να βγάλουμε τα όποια συμπεράσματα, ιδίως στις γυναικείες φορεσιές . Να θυμάστε οτι οι «χωριατοπούλες» του ήταν συνήθως κυρίες της αστικής τάξης που πόζαραν στο φωτογραφικό φακό, και δεν είχαν – όπως και σήμερα – μεγάλη γνώση σχετικά με το πώς πραγματικά φοριούνταν τα ρούχα στις εκάστοτε τοπικές κοινωνίες.
Επίσης να έχετε υπόψη οτι μεγάλο ποσοστό απο τις γκραβούρες με φορεσιές των περιηγητών είναι φτιαγμένες από αυτες τις καρτ βιζίτ του Μωραϊτη… Έτσι λοιπόν, ερευνητές της φορεσιάς και χορευτές… προσοχή, γιατί αυτό που φαίνεται… τελικά μπορεί και να μην είναι! Αλλά πάνω σε αυτό θα επανέλθω σε επόμενη ανάρτηση…
Πορτρέτο άνδρα με παραδοσιακή ενδυμασία Φθιώτιδας. Αθήνα, γύρω στα 1880 Πέτρος Μωραΐτης (ΦΑ_1_682) Μουσειο ΜπενακηΠέτρος Μωραΐτης. Η οικογένεια Νικόλαου Πιερράκου – Μαυρομιχάλη. Αθήνα, 1861-1862. (Φ.Α. GLA.009). Στην πίσω σειρά, όρθιες από αριστερά, οι θυγατέρες του Πιεράκου Σταυρούλα και Αικατερίνη (αργότερα σύζυγος Αριστείδη Γλαράκη). Μπροστά, η μικρή Ασπασία, η σύζυγος του Νικολάου με τον Περικλή σε βρεφική ηλικία και ο Νικόλαος με τον μικρό Αθανάσιο. Το πορτραίτο, που ανήκει στην πρώιμη περίοδο του Μωραΐτη, έχει διαστάσεις εικόνας 18 x15 εκ και χαρτονιού 21×18 εκ. Την εποχή εκείνη ο φωτογράφος χρησιμοποιεί αυτό το μέγεθος χαρτονιού το οποίο υπογράφει στο μπροστινό μέρος. Κάτω δεξιά διαβάζουμε την υπογραφή «Π. Μωραΐτης Εν Αθήναις». Το τύπωμα αλβουμίνης έχει, δυστυχώς, εκτεταμένες φθορές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η φιγούρα του βρέφους είναι εξ ολοκλήρου τονισμένη με μολύβι: το λευκό πρόσωπο μέσα σε λευκά ρούχα θα προέκυψε στην εκτύπωση σαν αερικό μάλλον παρά σαν μωρό. πηγηΠορτραίτο άνδρα με φουστανέλλα.1865 c.ΧΩΡΙΚΟΙ ΑΤΤΙΚΗΣ, ΥΔΡΑΣ, ΔΕΛΦΩΝ, ΡΟΥΜΕΛΗΣ 1880 πηγη
«Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές έβλεπα πράγματα που δεν έβλεπαν οι άλλοι και που ένιωθα πως θα χαθούν Έτσι γεννήθηκε μέσα μου η αγωνία της απαθανάτισης. Η συνεχόμενη φθορά που παρατηρούσα γύρω μου αποτέλεσε επίσης την αιτία για να φωτογραφίσω τα έργα των ανθρώπων.»
(πηγη) Ο Τάκης Τλούπας γεννήθηκε στη Λάρισα το 1920. Θεωρείται από τους σημαντικότερους Έλληνες φωτογράφους. Γιός επιπλοποιού, και αδελφός του σημαντικού γλύπτη Φιλόλαου Τλούπα, ακολουθεί τη δουλειά του πατέρα του έως το 1945 όταν άνοιξε φωτογραφείο στην πόλη του. Ο ίδιος αρχικά ασχολήθηκε με την ξυλογλυπτική, με το σκάλισμα των επίπλων, μέχρι να ανακαλύψει το περιοδικό Ο Θεατής που έδινε οδηγίες για τεχνικές λήψης μιας φωτογραφίας σε ερασιτέχνες φωτογράφους. Δεινός πεζοπόρος σε μια εκδρομή του ορειβατικού συλλόγου στον Παλαιό Παντελεήμονα, ο ερασιτέχνης φωτογράφος και πρόεδρος του Συλλόγου τού δείχνει τη φωτογραφική του μηχανή καθώς και το πώς λειτουργεί. Από αυτό το σημείο γίνεται εραστής της φωτογραφικής Τέχνης, ξεκινά διστακτικά, με ένα Μποξ Τένκορ, (ένα απλό τετράγωνο κουτί) που δεν είχε ταχύτητες και διαφράγματα και διέθετε δύο κλίμακες φωτογράφησης από 1 έως 3 μέτρα και από 3 μέτρα έως το άπειρο.
Αλώνισμα με αδοκάνα στα Μεστά της Χίου, φωτογράφος Δ. Τλούπας Πηγή:https://radioaetos.com
Φωτογράφισε την αγαπημένη του αδερφή Αυγή και συμβουλευμένος το περιοδικό Θεατής με τη βοήθεια του αδερφού του Φιλόλαου εμφανίζει το πρώτο του φιλμ με απογοητευτικά αποτελέσματα. Δεν παραιτείται, το αντίθετο πεισμώνει και συνεχίζει να προσπαθεί. Συμβουλεύεται επαγγελματίες φωτογράφους, μαθαίνει να χρησιμοποιεί το φως, να μετρά τους χρόνους εμφάνισης του φιλμ. Σταδιακά το πάθος του μετουσιώνεται σε βαθιά αγάπη. Το εργαστήριο ξυλογλυπτικής μετατρέπεται σε φωτογραφείο.
Για βιοποριστικούς λόγους φωτογραφίζει γάμους, βαφτίσεις, παρελάσεις ενώ στον ελεύθερο χρόνο οργώνει την ελληνική ύπαιθρο με συντροφιά τη φωτογραφική του μηχανή και ασπρόμαυρα φιλμ. Με τη βέσπα του και αργότερα με ένα ντεσεβό φωτογράφισε κάθε γωνιά και απόμακρο χωριό της Θεσσαλίας, από τη κοιλάδα των Τεμπών και τον Πηνειό μέχρι τη Λίμνη Κάρλα πριν και μετά την αποξήρανση της. Η ανάθεση φωτογραφήσεων από το δασαρχείο, τη Μηχανική καλλιέργεια και τον Ερυθρό σταυρό κάνουν τις περιπλανήσεις του ακόμη πιο δημιουργικές.
Σκόπελος το γνέσιμο του μαλλιού 1947
Τα Μετέωρα, η Σκόπελος, η Κρήτη, το ʼγιον Όρος, η Πίνδος περιλαμβάνονται στα αγαπημένα του φωτογραφικά μέρη, η Λάρισα όμως ήταν ο τόπος που γεννήθηκε και έζησε αποτελώντας έτσι το πιο φωτογραφημένο θέμα του. Αυτοδίδαχτος αλλά με πάθος και ταλέντο ο Τλούπας διάλεξε τη γλώσσα της φωτογραφίας για να εκφράσει τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο .
Καραγκούνα θερίζει στην Καρδίτσα 1954
Δεινός πεζοπόρος όργωσε τις όχθες του Πηνειού και το έδαφος της Θεσσαλίας, όπου μαζί με τη φωτογραφία ασχολήθηκε και με τη συλλογή λίθινων εργαλείων και ειδωλίων νεολιθικής εποχής.
Γράφει γι’ αυτόν ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας: «Πληθωρικό και πολύμορφο είναι το έργο του και διαπνέεται από έναν άκρατο λυρισμό που υμνεί το θεσσαλικό τοπίο και τον κόσμο του», ο δε άλλος, μεγάλος φωτογράφος της εποχής του Σπύρος Μελετζής σημειώνει πως: «Το έργο του έχει τα γνωρίσματα της άνοιξης. O Τλούπας ακόμα κι όταν θέλει ή προσπαθεί να μας δώσει κάτι διαφορετικό σε έκφραση, (πόνο, σκληρή δουλειά ή ακόμη κι ένα δυστύχημα) κι αυτό θα μας το δώσει πάλι χαρούμενα και παιχνιδιάρικα. Δηλαδή, ακόμα και σε τραγικά θέματα υπάρχει στο έργο του διάχυτος ένας τόνος αισιοδοξίας».
Γυναίκα με ρεμόνι στην Καλαμωτή της Χίου, φωτογράφος Δ. Τλούπας Πηγή:https://radioaetos.com
Η κόρη του, Βάνια, θυμάται: Ολιγόλογος και αρκετά κλειστός χαρακτήρας, με μια πραγματική γενναιοδωρία, μας επιτρέπει μέσα από τις φωτογραφίες του να δούμε όλα αυτά που άγγιζαν την ψυχή του. Και το κάνει αυτό πάντα με μια θετική ματιά, ακόμη κι όταν το θέμα απέναντί του δεν είναι τόσο ευχάριστο. Κάτι ακόμη που θαυμάζω στις φωτογραφίες του είναι το κομμάτι της τεχνικής, αναφορικά με τη λήψη και την εκτύπωση.Η σχέση που είχε με το φως ήταν μοναδική.Σε εποχές που οι φωτογραφικές μηχανές ήταν δύσχρηστες, τα φωτογραφικά υλικά ακριβά και οι πληροφορίες σχετικά με την τεχνική της φωτογραφίας ανύπαρκτες, είχε την ικανότητα να παίζει δύσκολα παιχνίδια με το φως.
Έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε πάμπολλες εκθέσεις σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Σημαντικότερα βιβλία του είναι «Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα», «Από τη Γη των ανθρώπων» και «Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιο Όρος». Έχει βραβευθεί από το υπουργείο Πολιτισμού για την προσφορά του στην πολιτιστική ζωή της Ελλάδας.
Πέθανε στη Λάρισα, που έμεινε σε όλη του τη ζωή και τόσο αγαπούσε, το 2003.
Είμαι σίγουρη οτι έχετε δει κι εσείς πολλές φορές σε αρχεία, φωτογραφίες ανθρώπων της ελληνικής επικράτειας που ποζάρουν γύρω απο το φέρετρο ενός ανθρώπου. Δεν ξέρω εάν σας είχαν κεντρίσει την προσοχή οι φωτογραφίες αυτές αλλά σε εμένα κάνουν μεγάλη εντύπωση. Γιατί να θέλει κάποιος να φωτογραφίσει έναν άνθρωπο όταν έχει πλέον πεθάνει; Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή συνηθίζεται όταν τα πρόσωπα είναι διάσημα ή πρόκειται για γεροντικές μορφές αλλά αν γυρίσουμε στο παρελθόν μπορούμε να δούμε φωτογραφίες γερόντων ή ακόμη και μικρών παιδιών που ποζάρουν στο φέρετρο σαν να κοιμούνται… Στο μπλόγκ «Ανεμούριο» και τα περιοδικά «ΦΩΤΟ» και OUGH βρήκαμε ενδιαφέροντα άρθρα πάνω στη μεταθανάτια φωτογραφία του 19ου αιώνα και αρχών του 20ου, που απο ο,τι μας αναφέρει ο συγγραφέας Άλκης Ξανθάκης στο βιβλίο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ 1839-1970, 2008, εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, Αθήνα» ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο που εισήχθη στην ελληνική κοινωνία απο το εξωτερικό.
Φίλιππος Μαργαρίτης. Νεκρικό πορτρέτο στρατηγού της Επανάστασης, περ. 1855. (πηγη)
«Η νεκρική φωτογραφία ήταν για πολλούς το μοναδικό φωτογραφικό πορτρέτο που υπήρχε. Αποτελούσε, λοιπόν, την τελευταία ευκαιρία για την καταγραφή των χαρακτηριστικών κάποιου αγαπημένου, τον οποίο ο θάνατος απαίτησε τόσο ξαφνικά. (…) Τέτοιες φωτογραφίες θεωρούνταν γενικά «θεραπευτικές», ενώ παράλληλα επαλήθευαν το θάνατο κάποιου προσώπου στους συγγενείς που έμεναν μακριά. (…)» γράφει Α. Ξανθάκης
«Η απεικόνιση νεκρών ήταν από τη γέννηση της φωτογραφίας έως τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα και θεμιτή και συνήθης», γράφει ο Κωστής Αντωνιάδης, με αφορμή το έργο του Καστοριανού φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου. «Ειδικότερα η επικήδεια φωτογραφία, συνδεδεμένη με την ανάγκη της μνήμης, αποτελούσε ένα είδος αποχαιρετισμού στο νεκρό παρόμοιας σημασίας με αυτήν που έχει σήμερα στην τελετή της κηδείας το άνοιγμα του φερέτρου πριν την ταφή.»
«Τα μεταθανάτια πορτρέτα της πρώιμης περιόδου (1850-1875)» , αναφέρει ο Α. Ξανθάκης, «διαθέτουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους. Τα πιο πολλά είναι κοντινά πορτρέτα από τη μέση και πάνω, που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα χαρακτηριστικά του προσώπου.
Ξενοφών Βάθης. Η Ελένη Δημ. Βούλγαρη κόρη του Λάζαρου Κουντουριώτη, γ. 1875. Η λήψη είναι οριζόντια αλλά τοποθετήθηκε κάθετη, σε μία προσπάθεια να φανεί «ζωντανή». Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. (πηγη)
Αν τυχαίνει να φαίνεται και ο περιβάλλων χώρος, αυτός συνήθως είναι το εσωτερικό κάποιου σπιτιού. Βιβλία, λουλούδια ή θρησκευτικά αντικείμενα, όπως κεριά ή σταυρός, τοποθετούνται ενίοτε στα χέρια ή στο στήθος του νεκρού. Η πόζα ουσιαστικά εκφράζει τα συναισθήματα προς τον νεκρό. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα επικρατούσε η αντίληψη ότι ο θάνατος δεν επήλθε πραγματικά. Οι άνθρωποι δεν πέθαιναν, αλλά απλά κοιμόντουσαν. Ουσιαστικά αναπαύονταν από τις εργασίες τους. Η ανάγκη να δημιουργήσουν τη φαντασίωση της ζωής ήταν τόσο έντονη, ώστε ο φωτογράφος συχνά τραβούσε τη φωτογραφία ενός ξαπλωμένου ατόμου και κατόπιν γύριζε την εικόνα κατά ενενήντα μοίρες, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ήταν καθιστά.»
Ο ναυάρχος Κων/νος Κανάρης, 3/ 9/1877. Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο.(πηγη)
«Η παλαιότερη γνωστή διαφήμιση φωτογράφου σχετική με τη φωτογράφιση νεκρών γίνεται στην Ελλάδα το Μάιο του 1851 από τον Γάλλο Alexandre Quinet (Αλεξάντρ Κινέ): «Εικόνες φωτογραφικαί, αναλλοίωται μετά ή άνευ χρωμάτων από δύο δίστηλα μέχρι των οκτώ υπό τον κ. Α. Κινέ παρισινού… Έτι δε κατασκευάζει και εικόνας τεθνεώντων […]». Ο Quinet έμεινε στην Ελλάδα ενάμιση περίπου μήνα. Στο διάστημα αυτό έφτιαχνε δαγγεροτυπίες, πιθανόν και νεκρικά πορτρέτα, που όμως κανένα δεν διασώθηκε. Το γεγονός ότι οι νεκροί… παρέμεναν τελείως ακίνητοι κατά τη διάρκεια της λήψης, ήταν κάτι ιδιαίτερα θετικό για τη λήψη δαγγεροτυπιών, που απαιτούσαν μεγάλους χρόνους έκθεσης. Ο Φίλιππος Μαργαρίτης είναι ο πρώτος Έλληνας ο οποίος μεταξύ των θεμάτων που φωτογράφισε ήταν και νεκρικά πορτρέτα μικρών παιδιών και επιφανών ανδρών της εποχής του. Πρόκειται φωτογραφίες αλμπουμίνας, τις οποίες τράβηξε την περίοδο 1855-1870. Οι λήψεις είναι συνήθως κοντινές και περιλαμβάνουν τον νεκρό, ολόκληρο ή σε μπούστο, στο κρεβάτι του.
Αναστάσιος Γαζιάδης. Νεκρική φωτογραφία του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Ε’, σε καθιστή στάση. 13/8/1891. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. (πηγη)
Το Μάιο του 1862 ο φωτογράφος της Σύρου Γεώργιος Δαμιανός φωτογράφισε νεκρό τον Αρχιεπίσκοπο του νησιού. Ο Αστήρ των Κυκλάδων γράφει σχετικά: «Πάντες οι Ερμουπολίται βεβαίως ευχαριστήθησαν και οι συγγενείς μάλιστα τού Μακαρίτου, διά την πατριωτικήν και ευγενήν πράξιν τού Κυρίου Γεωργίου Δαμιανού, φροντίσαντος να φωτογραφίση τον Μακαρίτην νεκρόν εν τη Αρχιερατική αυτού στολή, όπως δια τελευταίαν φοράν είδεν αυτόν το συνοδεύον το λείψανον αυτού, ποίμνιόν του [,..]». Νεκρικά πορτρέτα συναντώνται στο εξής και σε άλλες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας, όπως π.χ. το 1870 στη Χίο. Στις 23 Νοεμβρίου 1872 ο φωτογράφος της Πάτρας Σπυρίδων Καλυβωκάς προσκλήθηκε στο Αίγιο όπου τράβηξε μια νεκρική φωτογραφία του οπλαρχηγού της Επανάστασης Βασιλείου Πετμεζά (1785-1872). Άλλοι φωτογράφοι γνωστοί για τα νεκρικά πορτρέτα τους είναι ο Ξενοφών Βάθης, ο Πέτρος Μωραΐτης, ο Γεώργιος Κολόμβος κ.ά. Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα συνέχισαν να γίνονται νεκρικά πορτρέτα, χωρίς όμως να είναι δυνατό να εκτιμηθεί, από το υπάρχον υλικό, αν ο αριθμός τους αυξήθηκε ή μειώθηκε την περίοδο εκείνη. Ορισμένες τέτοιες φωτογραφίες πήραν ο Νικόλαος Μπίρκος, μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, και ο φωτογράφος του Πειραιά Αναστάσιος Γαζιάδης.
Γεώργιος Μωραΐτης. Παιδί που στα χέρια του κρατάει επιστολή, γ.1870. Συλλογή Άλκη Ξανθάκη (πηγη)
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν και φωτογραφίες που περιλάμβαναν και τους συγγενείς που βρίσκονταν πίσω ή γύρω από το νεκρό. Οι λήψεις αυτές χρειάζονταν αρκετή ώρα μέχρι να τοποθετηθούν όλοι στην κατάλληλη θέση, ανάλογα με το βαθμό συγγένειας που είχαν με τον νεκρό. Κατά τον 20ό αιώνα γίνονταν και λήψεις όπου όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού στέκονταν γύρω από το ανοικτό φέρετρο, στο προαύλιο της εκκλησίας.»
«Αποχαιρετισμοί νεκρών με πλήθος κόσμου συγκεντρωμένο γύρω από ένα ανοιχτό φέρετρο απαθανατίζονταν αρκετά συχνά από τον Λεωνίδα Παπάζογλου και είναι από τα πιο ενδιαφέροντα ομαδικά πορτραίτα που περιέχονται στο αρχείο του. Η λεπτομέρεια με την οποία περιγράφονται τα πρόσωπα προσκαλεί το βλέμμα μας σε μια προσεκτική εξέταση εκφράσεων που εκδηλώνουν συναισθήματα και συχνά μαρτυρούν τη σχέση τους με τον νεκρό. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτές τις φωτογραφίες είναι ότι απεικονίζουν την έννοια της κοινότητας ως συνάθροιση ατόμων, διαφορετικών κάθε φορά, σε μια αποχαιρετιστήρια τελετή αναμνηστικής φωτογραφίας.» (πηγη)
Ο Τάκης Διαμαντόπουλος είναι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος σύγχρονος φωτογράφος. Οι δουλειές του αφορούν κυρίως τη φωτογραφία μόδας αλλά και πορτρέτα γυναικών που με το έργο τους έχουν συμμετάσχει στην πολιτιστική ζωή της Ελλάδας.
Η συγκεκριμένη δουλειά του είναι του 2009 όπου αποτύπωσε φωτογραφικά νεοελληνικούς κεφαλόδεσμους, αναδεικνύοντας έτσι τον πλούτο και την πολιτιστική ποιότητα της κάθε περιοχής.
Το ΚΠΕ Μακρυνίτσας έφτιαξε για τον Δήμο Μακρυνίτσας Βόλου αυτό το ενδιαφέρον βιβλίο για τα σχολεία που κάνει μια συνοπτική αναδρομή στην παγκόσμια γεφυροποιία, παρουσιάζει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά τοξωτά πετρινα γεφυρια που υπάρχουν ή υπήρχαν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, κάνοντας μια ιδιαίτερη αναφορά σ’ αυτά του Πηλίου, μελετά και αναπαριστά τη διαδικασία κατασκευής τους και συστήνει τους συνήθως ανώνυμους κατασκευαστές τους, τα εργαλεία και τη συνθηματική γλώσσα τους. Αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε για να μάθετε περισσότερα για τα άγνωστα αυτά μνημεία του ελληνικού παραδοσιακού πολιτισμού!
Τhe KPE of Makrinitsa made for the municipality of Makrinitsa in Volos this interesting book for schools which makes a brief survey on the global bridges, presents some of the most characteristic arched stone bridges that exist or existed in Greece, making a special reference to the Pelion ones, studies and represents the manufacturing process and introduces us to the anonymous builders, their tools and language. It is worth to read to learn more about these unknown monuments of Greek traditional culture!
The famous photographer Nelly (Nelly Sougioultzoglou-Seraidari (1899-1998) visited Santorini in the mid-1920s after a trip to Crete on the urging of her brother-in-law, who hailed from the island. This is how she remembers it: “I could hardly wait to set off with my equipment. In those days, one traveled by sea. The boat to Santorini arrived at dawn. It was, I recall, summertime. At 5.30 a.m. I was on deck. I wanted to enjoy my first view of the island from a distance, before entering the harbor, and to take a few photographs from there. I shall never forget that magical spectacle upon beholding the island. It seemed as if I were looking at an enormous chocolate cake, topped with whipped cream. And when the sun rose and shed its golden rays upon it, I gazed as if I would never get my fill. Never before had I seen such a vista, and I tried to make the most of those unforgettable moments, to immortalize them in the few photographs I took.”
Her mission to Santorini came to a sudden and unpleasant halt after the then 26-year-old photographer suffered a serious heart attack, something that she realized only on her return to Athens in a very poor state of health. Nelly’s managed, however, during her sojourn, to take photographs of Fira, Firostefani, Imerovigli, Pyrgos, Kamari, Exo Gonia and Perissa, and a lot fewer of Oia as access to the picturesque town perched at the top of the caldera was incredibly difficult at the time
Η διάσημη φωτογράφος Nelly (Nelly Sougioultzoglou-Seraidari (1899-1998) επισκέφθηκε τη Σαντορίνη στα μέσα της δεκαετίας του 1920 μετά από ένα ταξίδι στην Κρήτη υπό την πίεση του γαμπρού της, ο οποίος καταγόταν από το νησί. Η ίδια θυμάται: «Δεν εβλεπα την ώρα να ξεκινήσω να φωτογραφίζω με τον εξοπλισμό μου. Εκείνες τις ημέρες ταξίδευα στη θάλασσα. Το πλοίο για τη Σαντορίνη έφτασε τα ξημερώματα. Ήταν, θυμάμαι, καλοκαίρι. Στις 5.30 π.μ. ήμουν στο κατάστρωμα. Ήθελα να απολαύσω την πρώτη μου θέα του νησιού από απόσταση, πριν από την είσοδο στο λιμάνι, και να πάρω μερικές φωτογραφίες από εκεί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το μαγικό θέαμα ατενίζοντας το νησί. Φαινόταν σαν να έμοιαζε με ένα τεράστιο κέικ σοκολάτας με σαντιγύ στην κορυφή του. Και όταν ανέτειλε ο ήλιος και έριξε τις χρυσές ακτίνες του επάνω σε αυτό κοίταζα και δεν το χόρταινα. Ποτέ πριν δεν είχα δει τέτοιο θέαμα, και προσπάθησα να αξιοποιήσω στο έπακρο αυτές τις αξέχαστες στιγμές, και να τις απαθανατίσω στις λίγες φωτογραφίες που έκανα»
Η αποστολή της Nelly στη Σαντορίνη διακόπηκε ξαφνικά αφού η τότε 26-χρονη φωτογράφος υπέστη σοβαρό καρδιακό επεισόδιο, κάτι που κατάλαβε μόνο με την επιστροφή της στην Αθήνα σε μια πολύ κακή κατάσταση της υγείας. Η Nelly κατάφερε, ωστόσο, κατά την παραμονή της, να πάρει φωτογραφίες των Φηρών, στο Φηροστεφάνι, στο Ημεροβίγλι, στον Πύργο, στο Καμάρι, στην Έξω Γωνιά και την Περίσσα, και πολύ λιγότερες από την Οία μιας και η πρόσβαση στην γραφική πόλη, κτισμένη στην κορυφή της καλντέρας ήταν απίστευτα δύσκολη κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή
Κατά το 18ο και 19ο αιώνα η Κύπρος αποτελούσε μια μικρή επαρχία στην περιφέρεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ονομαστή για την παραγωγή βιοτεχνικών προϊόντων και ξακουστή για το εμπόριο της.
Η Κύπρος εκείνη την περίοδο είχε εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής και εξαγωγής τυποβαφικών προϊόντων. Η τυποβαφική, το στάμπωμα δηλαδή σχεδίων πάνω σε ύφασμα με καλούπια (ξυλότυπους), είναι μια τέχνηπου αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στις Ινδίες. Η τέχνη της τυποβαφικής είχε ευρύτατη διάδοση στην Κωνσταντινούπολη-Βόσπορο, Μικρά Ασία και στον Ελλαδικό χώρο. Στην Κύπρο, με κύριο κέντρο τη Λευκωσία, διαδεδομένη φαίνεται να ήταν η τέχνη των σταμπωτών υφασμάτων, γνωστών ως πασμάδες (τουρκ. basma τυπωμένο ύφασμα). Την τέχνη ασκούσαν αποκλειστικά άνδρες τεχνίτες.
Η τυποβαφική τέχνη συνεχίστηκε και στα νεότερα χρόνια στη μορφή των σταμπωτών μαντηλιών. Η τέχνη φαίνεται πως ανανεώθηκε μετά το 1895 από Αρμένηδες τεχνίτες που ήρθαν στην Κύπρο από την Πόλη, την Αίγυπτο, τη Βηρυτό, τη Μικρά Ασία, φέρνοντας νέα σχέδια και καλούπια. Τα καλούπια των μαντηλάρηδων ήταν καμωμένα από ξύλο ελιάς, καρυδιάς ή σκλίδρου, ήταν μικρότερα από εκείνα των πασματζήδων και τα σχέδια τους ήταν λεπτότερα. Το τύπωμα γινόταν πάνω σε λεπτό, βαμβακερό ύφασμα (τουλπάνι) γνωστό στη Κύπρο ως κουρούκλα, με χρώματα που προέκυπταν από ανάμειξη φυτικών και ορυκτών ουσιών. Οι μαντηλάρηδες ακολουθούσαν μυστικές συνταγές βαφών και διαδικασίες πολύπλοκες που με την πάροδο του χρόνου απλοποιήθηκαν.
Τα σταμπωτά μαντήλια εξελίχθηκαν στην Κύπρο σε αξιόλογη εργαστηριακή βιοτεχνία. Οι μαντηλάρηδες εργάζονταν σε ιδιωτικά εργαστήρια που συχνά βρίσκονταν μέσα στο σπίτι τους. Τα μεγαλύτερα εργαστήρια μαντηλάρηδων στην Κύπρο λειτουργούσαν κυρίως στη Λευκωσία, όπου ήταν το κέντρο της τέχνης αυτής, αλλά και στη Λάρνακα και την Αμμόχωστο. Τα μαντήλια διακρίνονται σε αυτά της κεφαλής και σε αυτά της μέσης (κόξας). Ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της ενδυμασίας και άμεσα συνδεδεμένα με την παραδοσιακή εθιμική ζωή.
A few words on the history of the Printed Scarves
During the 18th and 19th centuries, Cyprus was a small province of the Ottoman Empire, renowned for the production of handicrafts and famous for its trade. At the time, Cyprus had been elevated to one of the most important centres for the manufacture and export of printed fabric. Screen printing, namely the printing of patterns onto fabric by means of stamps, is a craft particularly developed in India. Screen printing widely flourished across Constantinople-Bosporus, in Asia Minor and in Greece. In Cyprus, with Nicosia as the main centre, especially developed was the craft of printed calicos, known as pasmades (Turk. basma = printed cloth, calico). It was a craft exclusively practiced by male artisans.
Screen printing carried on in more recent years, in the form of printed scarves. The craft appears to have been renewed after 1895 by Armenian craftsmen who came to Cyprus from Constantinople, Egypt, Beirut and Asia Minor, bringing with them new patterns and stamps.
Made of olive wood, walnut wood or Oriental alder wood, the scarf makers’ stamps were smaller than those of calico printers and their patterns were finer. Printing was performed on a thin cotton fabric known as kouroukla, in colours yielded through a mixture of vegetable substances and minerals. Scarf makers used secret recipes for their dyes and applied complex processes which in time were to be simplified.
In Cyprus, printed scarves gradually developed into a noteworthy craft industry. Scarf makers worked in private workshops, within their homes. The largest scarf-making workshops in Cyprus operated mainly in Nicosia, the centre of the craft, but also in Larnaka and Famagusta. Scarves were, distinguished between head scarves and waist (koxa) scarves. They, were an integral elementof the Cypriot attire, directly linked to traditional customary living.
Μη διστάσετε να αφήσετε ένα σχόλιο κάτω από την ανάρτηση… Πείτε μας αν σας άρεσε η ανάρτηση, ρωτήστε ο,τι θέλετε και ας κάνουμε μια συζήτηση γύρω από το θέμα…
Don’t hesitate to leave a comment under the post… Tell us if you liked it, ask questions and let’s discuss on the topic!