Αρχείο κατηγορίας ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Λαϊκές παραδόσεις και παροιμίες για το Μάρτη

Απο το περιοδικό Αίπυτος (τεύχος 5, έτος Β, 1994) αντιγράφουμε σήμερα στοιχεία απο την εργασία του Σπύρου Κων. Μιχαλόπουλου για τις παροιμίες που αναφέρονται στο μήνα Μάρτη. Καλό μήνα σε όλους!

Ο Μάρτης καθώς λένε τα βιβλία, πήρε το όνομα του από το λατινικό όνομα του θεού Άρη (Mars = Άρης). Είναι ο πρώτος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου και αντιστοιχεί με τον Ελαφηβολιώνα των Αρχαίων Ελλήνων. Η λαϊκή φαντασία του έδωσε ένα σωρό παρατσούκλια, όπως γδάρτης, παλουκοκάφτης κλαψομάρτης, πενταγιόματος, πεντάγνωμος και άλλα δηλωτικά της φυσιογνωμίας του, που έχουν σχέση με ιδιότητες ή πράξεις που του αποδίδονται.
Τα πιο πολλά από αυτά βρίσκονται μέσα στις παραδόσεις και τις παροιμίες που έπλασε ο λαός για να εξηγήσει τις απότομες μεταβολές του καιρού ή τις βαρυχειμωνιές που παρατηρούνται μέσα στο Μάρτη και που πάντα είναι επικίνδυνες για τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Πολύ περισσότερο στις παλαιότερες εποχές που δεν είχαν τα μέσα προστασίας της παραγωγής που έχουν σήμερα, όπως για παράδειγμα τους ανεμομίκτες, που προλαβαίνουν τις ζημιές από τους παγετούς και την ΕΟΚ που αποζημιώνει.
Τα απρόοπτα της βαρυχειμωνιάς που συνήθως επιφυλάσσουν οι τελευταίες ημέρες του Μάρτη, οι «μέρες της γριάς» όπως λέγονται, θέλει να εξηγείσει η πολύ γνωστή στην Πελοπόννησο παράδοση της «λιθωμένης γριάς».

«Ητανε μια βολά μια γριά κι είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότε είχε εικοσιοχτώ μέρες και ο Φλεβάρης τριανταμία. Ήρθε εκείνη την εποχή ο Μάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει χειμώνα και η γριά από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα πράματα της, εγελάστη και είπε:
        – Πρίτσι Μάρτη μου, στην πομπή σου. Μπήκες, βγήκες τίποτα δε μόκαμες. Τ’ αρνοκατσικάκια μη’ τα ξεχείμασα. Τότε ο Μάρτης επείσμωσε κι εδανείστη τρεις μέρες απ’ το Φλεβάρη κι έρριξε χιόνια πολλά. Η γριά απιστόμισε το λεβέτι της κι εχώθη απουκάτου με τα πράματά της κι από τον πολύ χειμώνα τα κατσικάκια της εψόφησαν. Κι από τότες σούρνει ο Μάρτης τριανταμία και ο Φλεβάρης εικοσιοχτώ, γι’ αυτό τον λεν και κουτσό και κουτσοφλέβαρο. Ένεκα γι’ αυτό πόπαθε εκείνη η γριά τις τρεις υστερνές μέρες του Μάρτη, τις λένε μέρες των γριών. Κι ονοματίζουνε κάθε μια με τ’ όνομα μιανής από τις πλιό ‘λικιωμένες γριές του χωριού. Και αν τύχει καλή ημέρα λεν πως η γριά είναι καλή κι αν τύχει κακοκαιρία λένε πως από την κακία της γίνηκε».

 Η παράδοση ζωντανή ακόμη στα χωριά της Στυμφαλίας και του Φενεού καθώς και στις γειτονικές περιοχές της Αρκαδίας και των Καλαβρύτων, που τόσο τα έθιμα τους ταυτίζονται, είναι γνωστή με διάφορες παραλλαγές σε όλη την Ελλάδα. Σε μερικά χωριά μάλιστα όπως στο Σωποτό των Καλαβρύτων, τη Δημητσάνα και τη Λάστα της Γορτυνίας, δείχνουν και τον τόπο που και σήμερα φαίνονται το κακάβι και τ’ αρνοκάτσικα της γριάς απολιθωμένα. Σχετική με την παράδοση της «λιθωμένης γριάς» είναι η παροιμία:«Ο Μάρτης έβαλε τη γριά μεσ’ το καζάνι».

Άλλη χαρακτηριστική της απρόσμενης μαρτιάτικης βαρυχειμωνιάς παροιμία είναι:«Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης,
τα παλιά παλούκια καίει, τα καινούργια ξεριζώνει».

στην οποία και χρωστάει τα παρατσούκλια γδάρτης και παλουκοκάφτης.
Για τις μεγάλες του παγωνιές λένε:«Τον Μάρτη χιόνι βούτυρο, μα σαν παγώσει μάρμαρο».

ενώ για την αντιμετώπιση του κρύου άλλες παροιμίες συμβουλεύουν:

«Φύλλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια».
«Το Μάρτη φύλα άχερα μη χάσεις το ζευγάρι».
«Τσοπάνη μου την κάπα σου το Μάρτη φύλαγε την».
«Όλες του Μάρτη φύλαγε και τ’ Απριλίου τις δώδεκα
‘τι ακόμη και στις δεκαοχτώ πέρδικα ψόφησε στ’ αβγό».
«Ο Αύγουστος για τα πανιά κι ο Μάρτης για τα ξύλα».

 Στα πολύ παλιά χρόνια ο Μάρτης ήταν ο πρώτος μήνας του έτους. Μια κατεργαριά όμως που έκαμε σε βάρος των αδερφών του, των άλλων μηνών, στάθηκε αιτία να του πάρει την πρωτοκαθεδρία ο Γενάρης. Η σχετική παράδοση για το «βαγένι των δώδεκα μηνών» ή «το βουτσί» όπως λέγεται αλλού, έχει καταγραφεί από το Νικ. Πολίτη ως Κορινθιακή παράδοση και ο μύθος της έχει γίνει θέμα σατιρικής ποίησης. Μας λέει λοιπόν η παράδοση:
«Μια φορά κι έναν καιρό αποφασίσανε οι δώδεκα μήνες να βάν’ νε κρασί σ’ ένα βαγένι για να πίν’ νε όποτε των έκανε όρεξη. Έτσι λοιπόν είπεν ο Μάρτης.
– Εγώ θα ρίξω πρώτα στο βαγένι και ύστερα ρίχνετε και σεις.
– Καλά, συ ρίξε, είπαν οι άλλοι. Και έτσι έγινε. Έρριξεν εκείνος στο βαγένι μούστο πρώτα και ύστερα οι άλλοι. Όταν λοιπόν εψήθη το κρασί είπε πάλι ο Μάρτης.
– Εγώ έρριξα πρώτα, πρώτα θ’ αρχίσω και να πίνω.
-Βέβαια, είπαν οι άλλοι. Έτσι λοιπόν ετρούπησε το βαγένι στο κάτου μέρος, και άρχισε και έπινε, ως που τόπιε ούλο και δεν άφηκε στάλα. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει στο βαγένι να πιάσει κρασί. Παγαίνει, το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους. Τ’ ακούνε εκείνοι θυμώνουνε, σκέφτουνται τι να κάνουνε. Τέλος μένουνε σύμφωνοι μεταξύ τους να τον τιμωρήσει ο Γενάρης για την κατεργαριά που τους έκανε. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα ξύλο που είπε αμάν. Του παίρνει και το υπούργημα άρχιζε δηλαδή πρώτα το νέο έτος από το Μάρτη και τώρ’ αρχίζει από το Γενάρη. Αυτό είναι το υπούργημα που του πήρε. Όταν λοιπόν θυμάται το παιχνίδι που των έφτιαξε που ήπιε δηλαδή ούλο το κρασί, γελάει και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν θυμάται πάλε το ξύλο πόφαγε κλαίει και βρέχει».
Η παράδοση, που με μικρές παραλλαγές τη συναντάμε και αλλού είναι αιτιολογική και σκοπεύει στην εξήγηση της ακασταστασίας του καιρού που συνήθως χαρακτηρίζει το Μάρτη. Το ίδιο φαινόμενο εξηγούν και άλλες παραδόσεις που αναφέρονται όχι στο βαγένι, αλλά στη γυναίκα του Μάρτη. Στη Μεσσηνία, λόγου χάρη, λένε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ο Μάρτης, από μπροστά ήταν πολύ άσχημη, ενώ από πίσω ήταν πολύ όμορφη. Όταν ο Μάρτης τη βλέπει καταπρόσωπο κλαίει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως την κοιτάζει από τις πλάτες ευχαριστιέται και ο καιρός καλοσυνεύει. Γι’ αυτό λέγεται και η παροιμία:
«Ο Μάρτης πότε κλαιέι και πότε γελάει». Αλλού πάλι η παράδοση λέει ότι ο Μάρτης έχει δύο γυναίκες· η μια πολύ όμορφη και φτωχή και η άλλη πολύ άσχημη και πλούσια. Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση και όταν γυρίζει κατά την άσχημη, κατσουφιάζει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως γυρίζει κατά την όμορφη, χαίρεται και γελάει και ο καιρός είναι καλός και βγαίνει ο ήλιος. Όμως τις περισσότερες φορές γυρίζει κατά την άσχημη γιατί αυτή είναι πλούσια και τρέφει την φτωχή, την όμορφη. Έτσι εξηγείται και το γιατί οι γεωργοί προτιμάνε το Μάρτη βροχερό. Γιατί τότε η σοδειά τους θα είναι καλύτερη. Άλλωστε το βεβαιώνουν και αρκετές παροιμίες.«Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρότανε».
«Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει».
«Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές».
«Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης παρά Μάρτης λιοπυριάρης».
«Μάρτης βροχερός θεριστής κουραστικός».
«Μάρτης κλαψής θεριστής χαρούμενος».
«Βροντή Μαρτιού φίλεμα με καρύδια».
«Μάρτης πουκαμισάς δεν σου δίνει να μασάς».
«Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απριλης αλλη μία
να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».

και η πασίγνωστη, που είναι παραλλαγή της προηγούμενης: 

«Σαν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα
χαράς σ’ εκείνο το ζευγά πόχει πολλά σπαρμένα».

Οι γεωργοί πιστεύουν ακόμα ότι το Μάρτη αρχίζουν τα σπαρτά να παίρνουν πάνω τους και να ψηλώνουν. Γι’ αυτό και η παροιμία:

«Ο Μάρτης εδιαλάλησε μικρά μεγάλα απάνου».

Στην αστάθεια του Μαρτιάτικου καιρού και στην απότομη εναλλαγή ζέστης και κρύου, αναφέρονται και οι παροιμίες:

«Ο Μάρτης το πρωί το ψόφησε, και το βράδυ το βρόμισε».
«Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνοιωσε πως δεν εξαναχιόνισε».

και η συμβουλευτική: 

«Κοίτα να μη σε γελάσει ο Μάρτης και χάσεις την ημέρα»

Παρ’ όλη την αστάθεια του καιρού και τις βαρυχειμωνιές που κάποτε κάνει ο Μάρτης είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης και γι’ αυτό τον λένε και «Ανοιξιάτη». Σε μερικές μάλιστα παροιμίες λογίζεται θεωρητικά τουλάχιστον ως η αρχή του καλοκαιριού.

«Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα» ή
«Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεγκούνι».
«Ο Μάρτης έχει τ’ όνομα κι ο Απρίλης τα λουλούδια».

 Ωστόσο η αστρονομική έναρξη της Άνοιξης γίνεται στις 21 του Μάρτη με την «εαρινή ισημερία» που οι μέρες γίνονται ίσες με τις νύχτες και το καλοκαίρι τελειώνει στις 23 Σεπτέμβρη που έχουμε πάλι ισημερία (φθινοπωρινή) και η διαπιστωτική παροιμία επισημαίνει το φαινόμενο: «Του Μάρτη και του Τρυγητή ίσα τα ημερόνυχτια».

Πέρα από το ότι ο Μάρτης φέρνει τη χαρά της άνοιξης, ο μήνας αυτός για τους νεοέλληνες είναι μήνας χαράς γιατί φέρνει μαζί του τη μεγαλύτερη εθνική μας γιορτή, αφού στις ημέρες του ξεκίνησε ο μεγάλος αγώνας του 1821 για την εθνική μας παλιγγενεσία.
Για τον Μαρτιάτικο ήλιο υπάρχουν αρκετές δοξασίες. Ο ήλιος του Μάρτη και ιδίως ο πρωινός θεωρείται επικίνδυνος για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα για τις γυναίκες και τα παιδιά. Λένε μάλιστα ότι τους μαυρίζει το πρόσωπο και αφήνει στίγματα γι’ αυτό συμβουλεύουν τα παιδιά να προσέχουν «μην τα κάψει ο Μάρτης». Σχετικές με τις δοξασίες αυτές είναι και οι παροιμίες:

«Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει».
«Ο ήλιος του Μαρτιού τρουπάει κέρατο βοϊδιού».
«Ο καλός Μάρτης στα κάρβουνα κι’ ο κακός στον ήλιο».
«Του Μάρτη οι αυγές με κάψανε, του Μάη τα μεσημέρια».
«Το Μάρτη στον ήλιο να μην κοιμηθείς». 

Και η πολύ γνωστή: «Οπόχει κόρην ακριβή το Μάρτη ήλιος μην τη δει». 

 Για την προφύλαξη από την καυστική επίδραση του Μαρτιάτικου ήλιου η λαϊκή φαντασία έχει επινοήσει αφελέστατα μέσα, όπως ο «μάρτης» και ο «χυλός». Ο μάρτης αποτελείται από δύο κλωστές, μια κόκκινη και μια άσπρη, στριμένες σε μία και ετοιμάζεται την τελευταία ημέρα του Φλεβάρη για να φορεθεί το πρωί της επομένης που είναι η «πρωτομηνιά» του Μάρτη.
Συνήθως οι «μάρτηδες» φοριούνται είτε σαν δαχτυλίδια στα δάχτυλα, είτε στον καρπό του χεριού σαν βραχιόλια. Καμμιά φορά στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού για να μη σκοντάφτουν. Τους βγάζουν στο τέλος του Μάρτη ή όταν δουν το πρώτο χελιδόνι και τους αφήνουν επάνω στις τριανταφυλλιές για να τους πάρουν τα χελιδόνια. Αλλού πάλι τους δένουν στις λαμπάδες της Λαμπρής για να καούν μαζί. Στα χωριά της Στυμφαλίας (σημειώνω τη Δροσοπηγή πρώην Μπάσι) εκτός από τους μάρτηδες που φοράνε, πρωί – πρωί την πρώτη του Μάρτη η νοικοκυρά αντί για άλλο πρωϊνό φτιάχνει χυλό με μπομπότα και πετιμέζι και τρώνε όλοι για να μην τους πιάσει ο Μάρτης. Τα παιδιά μάλιστα για περισσότερη προστασία βάζουν και λίγο και στη μύτη τους. Σε άλλα μέρη έδιναν στα παιδιά τους αγόρια και κορίτσια να φάνε ένα μήλο για να μη τους κάψει ο Μάρτης και για να έχουν γερά δόντια όλο το χρόνο.
θα σημειώσω δύο ακόμη παροιμίες που αναφέρονται στο Μάρτη. Η μία: «Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;» 

που συνήθως διατυπώνεται ερωτηματικά, παράλληλα όμως φανερώνει σκωπτική διάθεση, είναι και εκ των πραγμάτων σωστή αφού πολλές ημέρες του Μαρτιού και καμμιά φορά και όλες συμπίπτουν μ’ εκείνες της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ βέβαια αντικείμενο της αλληγορίας δεν είναι ο Μάρτης αλλά εκείνος που δεν λείπει από καμμιά από τις συνηθισμένες λαϊκές εκδηλώσεις, λες και είναι τόσο αναγκαία η παρουσία του όσο του Μάρτη στη σαρακοστή.
Η άλλη:«Μαρτιάτικο πουλί, Αυγουστιάτικο αβγό».

θέλει να επισημάνει ότι για να αποδώσουν οι διάφορες ενέργειες μας πρέπει να γίνονται έγκαιρα.
Στην ορεινή Πελοπόννησο το Μάρτη τον λένε πεντεγιόματο. Το παρωνύμιο γίνεται από το πέντε και «γιόμα» που σημαίνει γεύμα. Ίσως επειδή η ημέρα του Μάρτη μεγαλώνει πολύ και οι ξωμάχοι που παλιά δούλευαν από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο, ήθελαν να τρώνε πέντε φορές την ημέρα. Λέγεται άλλωστε στα χωριά της ορεινής Κορινθίας το ανέκδοτο ότι κάποιος χτίστης Βαρβαρίτης (από την Αγία Βαρβάρα Καλαβρύτων) στη συμφωνία που έκλεισε με κάποιο νοικοκύρη για να του χτίσει το σπίτι, έβαλε μέσα και τα πέντε «γιόματα». Και για να μη βαρυφανεί του νοικοκύρη του τόφερνε πιο απαλά: «θα μας ταΐζεις λίγο το πρωί, μετά λίγο κολατσιό, το μεσημέρι θα τρώμε καλά, το απόγεμα θα τσιμπάμε κάτι λίγο και μετά θα ματατρώμε το βράάάδι πάλι, με τις τριφτάδες μαζί μια κι όξω». Εκτός από το «λίγο» μ’ εκείνο το μακρόσυρτο «βράάάδι» ήθελε να δείξει ότι του έκανε και χάρη που θα αργούσαν τόσο να ξαναφάνε.
Σχετική με το ότι οι ημέρες του Μάρτη έχουν μεγαλώσει αρκετά είναι και η παροιμία: «Το Μάρτη βάλε εργάτη κι’ ας είναι κι’ ακαμάτης». 

Θα κλείσω το σημείωμα αυτό με δυο λόγια για τα έθιμα της γιορτής των Αγίων Σαράντα στις 9 του Μάρτη. Την ημέρα εκείνη οι τσοπάνηδες αποκόβουν τ’ αρνιά, οι γεωργοί φυτεύουν δέντρα και κλήματα και οι κοπέλλες φυτεύουν λουλούδια γιατί «πιάνουν και δε λαθεύουν».
Σε πολλούς τόπους οι νοικοκυρές φτιάχνουν σαραντόπιττες, πίττες με σαράντα φύλλα που τις κόβουν κομμάτια και τις μοιράζουν για τις ψυχές των ζωντανών ή μαγειρεύουν φαγητό με σαράντα ειδών χόρτα.

http://www.youtube.com/watch?v=2O2auR0RUm4

 

Advertisement

Βορειοευβοιώτικα παραμύθια και ιστορίες…

Το οτι το παραμυθι είναι ένα στοιχείο της άϋλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς είναι ευρέως γνωστό. Γνωστά ωστόσο δεν είναι τα τοπικά ευβοιώτικα παραμύθια, και αυτό είναι ένα στοιχείο που μας ώθησε να οργανώσουμε μια εκδήλωση που θα μας έφερνε σε επαφή με την φαντασία και την αύρα των παππούδων μας, είτε είχαμε την τύχη να ακούσουμε απο το στόμα τους παραμύθια – όπως η γράφουσα-, είτε όχι.

Η πρώτη μας εκδήλωση λοιπόν ως νέο συμβούλιο του τοπικού τμήματος Ιστιαίας της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών αφορούσε τα παραμύθια, ουσιαστικά χειμωνιάτικες ιστορίες που είτε έχουν καταγραφεί στο παρελθόν απο τους λαογράφους της περιοχής μας, είτε παραμύθια που καταγράψαμε πρόσφατα ειδικά για τις ανάγκες της εκδήλωσης. ιδιαίτερα αυτή η τελευταία διαδικασία, το ομολογώ μου διέγειρε περισσότερο την προσοχή απέναντι σε αυτό το είδος αφήγησης που εξάπτει τη φαντασία, τόσο που εξακολουθώ να αναζητώ παραμύθια απο τους γνωστούς παππούδες και μη, παρόλο που η εκδήλωση ολοκληρώθηκε. Γιατί το παραμύθι είναι ελκυστικό, είναι μαγευτικό και σε καθηλώνει, είτε είσαι μικρός είτε μεγάλος. Δε συμφωνείτε;

Το συμβούλιο του ΤΤ Ιστιαίας της ΕΕΣ με τους αφηγητές της εκδήλωσης

«Τα παραμύθια σκοπό έχουν να παροχετεύσουν των προσοχή των ακροατών και να τους τραβήξουν µακριά απ’ ό,τι επίµονα τους απασχολεί ή τους βασανίζει, είτε αυτό ανάγεται στη σφαίρα των φυσικών ερεθισµών είτε στην περιοχή του ψυχικού του κόσµου.» μας γράφουν οι κ. Π. Αντωνοπούλου και Μ.Πολυδώρου και συνεχίζουν «Παραµύθιον» στην αρχαιότητα σήµαινε λόγος παρηγορητικός, ενώ αργότερα, µέσα στη γενικότερη έννοια  της «παραµυθίας» εντάχθηκαν όλες εκείνες οι φανταστικές διηγήσεις που σκοπό είχαν να παρασύρουν την ψυχή του ανθρώπου σ’ έναν κόσµο φανταστικό, µε σκοπό την ψυχαγωγία. Έτσι αναπτύχθηκε σιγά – σιγά ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, καθαρά λαϊκό, που αφού τροφοδοτήθηκε από τη λαϊκή φαντασία κι οδηγήθηκε σε µια τεχνική πληρότητα, κατάφερε να επιζήσει, περνώντας από γενιά σε γενιά, κυρίως µε τη στοµατική παράδοση, και να φτάσει ως τις µέρες µας, δίχως να χάσει σχεδόν τίποτε από την οµορφιά και τη γοητεία του.»

Το παραµύθι, έτσι όπως δηµιουργείται από τον ίδιο το λαό, εκφράζει τους πόθους, τις λαχτάρες και τα όνειρά του και παράλληλα τη βαθύτερη ψυχική ιδιοτυπία του. Είναι τρόπος κοινωνίας ανάμεσα στα άτομα και εκφράζει τις κοινωνικές δοµές της εποχής κατά την οποία δηµιουργήθηκε. Για το λόγο αυτό αξίζει να διασωθεί και να αναπαραχθεί, απο στόμα σε στόμα κι απο καρδιά σε καρδιά.

Σήμερα λοιπόν μοιράζομαι μαζί σας τα βορειοευβοιώτικα παραμύθια και τις χειμωνιάτικες ιστορίες που αφηγήθηκαν μικροί και μεγαλοι στην εκδήλωση «Χειμωνιάτικες Ιστορίες του Τόπου μας» που εγινε στους Ωρεούς Ευβοίας το περασμένο Σάββατο. Ελπίζω να τα ευχαριστηθείτε όπως εμείς!

O Λιμνιώτης ερευνητής και λογοτέχνης Δημήτρης Αποστόλου αφηγείται στην ντοπιολαλιά μας και σχολιάζει με τον δικό του υπέροχο τρόπο μια χειμωνιάτικη ιστορία που καταγράφηκε απο τον Τάσο Παπαποστόλου

Η Νεφέλη Ιγγλέση αφηγείται το παραμύθι «Η Μάρω και οι 12 μήνες» απο τον Άγιο Αιδηψου

Η φιλόλογος Μαρία Τρίγκα αφηγείται σχετικά με τα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στη Βόρεια Εύβοια

Η Αλεξάνδρα Τσελιαγκού αφηγείται την αστεία ιστορία «Στα βαθιά παπά» που έλαβε χώρα στους Ωρεούς και καταγράφηκε απο τον  λαογράφο Τάσο Παπαποστόλου

Ο φωτογράφος – ερευνητής Γιάννης Φαφούτης αφηγείται ένα δικό του διήγημα με χειμωνιάτικο θέμα

Η Μαρία Χριστίνα Βίλη αφηγείται ένα παραμύθι με τίτλο «Βόηθα με να σε βοηθώ» που κατέγραψα στο χωριό της Αβγαριάς.

Και τέλος η Αλεξάνδρα Αφεντουλίδου αφηγείται το παραμύθι «Ο καρυδένιος» που κατέγραψα μεν στην Κοκκινομηλιά αλλά ήταν γνωστό όπως έμαθα στην πορεία και στη Λιχάδα.

Επειδή όπως καταλάβατε η καταγραφή συνεχίζεται, αν θυμάστε κάποιο παραμύθι που σας έλεγαν οι παππούδες σας μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου για να μου το διηγηθείτε… Είναι πολύ όμορφο να διασώσουμε αυτές τις ιστορίες που αποτελούν στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας και του πολιτισμού μας και να τις μεταδώσουμε στη νέα γενιά, στα παιδιά και στα εγγόνια μας! Και σας χρειάζομαι συμμάχους σε αυτή την προσπάθεια!

 

Βασιλοπιτα: ένα έθιμο με μεγάλη ιστορία!

Η αλλαγή του χρόνου συνοδεύεται πάντα με την κοπή μιας πίτας – ενός γλυκίσματος όπως συνηθίζεται σήμερα – γνωστού σε όλους ως Βασιλοπιτα. Και αλήθεια είναι οτι η Βασιλοπιτα είναι ένα έθιμο που κρατιέται πατροπαράδοτα απο γενιά σε γενιά και δεν νοείται πρωτοχρονιά δίχως την παρουσία της.

Ωστόσο λίγοι γνωρίζουν οτι οι ρίζες του εθίμου αυτού μας οδηγούν στην μακρινή αρχαία Ελλάδα. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας συνήθιζαν σε μεγάλες αγροτικές γιορτές να προσφέρουν άρτους στους Θεούς. Τέτοιες γιορτές ήταν τα Θαλύσια, γιορτή του θερισμού προς τιμήν της Θεάς Δήμητρας όπου προσέφεραν την απαρχή των δημητριακών και έφτιαχναν τον «Θαλύσιο άρτο» και τα Θαργήλια, γιορτή του Απόλλωνα, οπότε έψηναν τον «θάργηλο» ή την «ευετηρία».

Αλλά κατεξοχήν προσφορά άρτου γινόταν στα Κρόνια, γιορτή που τελούνταν την νύχτα της εαρινης ισημερίας (21 Ιουνίου – 12η μέρα του μήνα Εκατομβαιώνος  σύμφωνα με το αρχαίο ημερολόγιο). Η γιορτή αυτή περιλάμβανε ευχαριστήριες θυσίες για το τέλος της συγκομιδής, και κάθε νοικοκυριό θα έπρεπε να προσφέρει ως θυσία στον Κρόνο, άρτο και φρούτα. Για να μνημονευθεί, μάλιστα, η εποχή του χρυσού αιώνα της βασιλείας του Κρόνου (προτού τον εκθρονίσει ο γιος του Ζευς), κατά την οποία μεταξύ των ανθρώπων επικρατούσαν ευδαιμονία και ελευθερία, επέτρεπαν στους δούλους να συμπεριφέρονται ως ελεύθεροι. Την ημέρα αυτή επίσης οι δούλοι θα έπρεπε να κάθονται στο ίδιο τραπέζι με το αφεντικό ως αποζημίωση για τον τόσο κόπο που έκαναν στην συγκομιδή της σοδειάς.

Τα Κρόνια (που κατά παραφθορά μπορούν να γίνουν και Χ-ρόνια) κατά τη ρωμαϊκή εποχή συνδέθηκαν με τον θεό Saturnus, τον αντίστοιχο Θεό του ρωμαϊκού πανθέου και εορτάζονταν στις 17 Δεκεμβρίου με παρόμοιο τρόπο. Η γιορτή αυτή περιλάμβανε δημόσια αργία, καθώς και διάφορα έθιμα, όπως την ανταλλαγή μικρών δώρων ή υπαίθριες αγορές. Είναι ενδιαφέρον οτι την ημέρα της γιορτής και για τις επόμενες τρείς ημερες αναστέλλονταν η απαγόρευση στα τυχερά παιχνίδια, τα οποία επιτρέπονταν ακόμα και για τους δούλους.

Κατά την 21η και την 22α Δεκεμβρίου γινόταν αγορά, στην οποία πωλούσαν αγαλματίδια που ονομάζονταν σιγιλάρια (sigillaria). Σύμφωνα με το έθιμο, οι εορτάζοντες έπρεπε να αγοράζουν τέτοια αγαλματάκια και να τα προσφέρουν στους γνωστούς και φίλους τους, ευχόμενοι «Bona Saturnalia». Οι πλούσιοι μοίραζαν στους φτωχούς γενναία χρηματικά βοηθήματα. Μεταξύ των δώρων ήταν και λαμπάδες, επειδή, όπως πίστευαν, το φως τους ενίσχυε το φως τού ηλίου, το οποίο ελαττωνόταν την εποχή αυτή.

Τις περισσότερες πληροφορίες για τις τελετές των Σατουρναλίων μνημονεύει ο Λατίνος συγγραφέας του 5ου μΧ αιώνα Μακρόβιος στο έργο του «Saturnalia». Τα Σατουρνάλια διατηρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα, οπότε καταργήθηκαν υπό την επίδραση του Χριστιανισμού. Ωστόσο, πολλά από τα έθιμά τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαιξία κ.ο.κ.) διατηρήθηκαν και μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς.

Για να πάμε τώρα στη Βασιλόπιτα. Η πίτα αυτή, που ανήκει στα αγροτικά ελληνικά έθιμα σχετίζεται με τον Μέγα Βασίλειο γι αυτό και φέρει το όνομά του. Η παράδοση λέει οτι στην πόλη Καισάρεια όπου ήταν επίσκοπος ο Μέγας Βασίλειος ένας σκληρός έπαρχος της Καισαρείας, επέβαλε βαρύτατους φόρους για να αγοραστούν πολεμικά εφόδια εκείνης της εποχής για την αυτοκρατορία ή για να εξαγοραστούν αιχμάλωτοι πολέμου.

Μη έχοντας οι κάτοικοι να πληρώσουν, κατέφυγαν στον επίσκοπό τους. Τότε ο Άγιος τους προέτρεψε να μαζέψουν όλα τα κοσμήματα των γυναικών τους και να τα βάλλουν σε ένα κιβώτιο.

Ύστερα από λίγες μέρες, ο Άγιος πήρε το κιβώτιο με τα κοσμήματα και πήγε στον έπαρχο για να τα παραδώσει. Ο έπαρχος όμως δεν τα πήρε, Η μία έκδοση λέει ότι ντράπηκε μπροστά στην αγιότητα και στην μεγάλη αυτή μορφή του Μεγάλου Βασιλείου, και η άλλη εκδοχή λέγει ότι δεν τα δέχτηκε επειδή εν τω μεταξύ είχαν απελευθερωθεί οι αιχμάλωτοι. Είτε το ένα ισχύει είτε το άλλο, πάντως τα κοσμήματα επεστράφησαν.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου ένας αχόρταγος στρατηγός – τύραννος της περιοχής, ζήτησε κάποια μέρα να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης αλλιώς θα την πολιορκούσε για να τη λεηλατήσει.

Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία. Τότε ο Άγιος παρακάλεσε τους χριστιανούς να φέρουν απο τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν για να γλιτώσουν την πόλη τους και ο κόσμος τα έφερε και τα μάζεψε σε ένα σωρό. Κάλεσε λοιπον ο Μέγας Βασίλειος το στρατηγό και του τα πρόσφερε.

Αλλά όμως εκεί που πήγε να βάλει χέρι ο αχόρταγος δυνάστης πάνω στα κοσμήματα του κόσμου, φάνηκε μια  λάμψη και αμέσως μετά ένας λαμπρός καβαλάρης όρμησε με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας.

Όπως και να έχει το πράγμα ο Μέγας Βασίλειος τελικά βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να δώσει πίσω τα χρυσαφικά στους κατοίκους της Καισάρειας και να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αλλά πώς θα ήξερε σε ποιόν ανήκε τι; Προσευχήθηκε λοιπόν και μετά κάλεσε τις γυναίκες να ζυμώσουν όλες από ένα ψωμάκι. Μέσα στον καθένα άρτο έβαζε και ένα χρυσαφικό. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε τυχαία, σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Η παράδοση λέει οτι κατά θαυμαστό τρόπο καθένας πήρε ο,τι πραγματικά του ανήκε.

Εις ανάμνηση της ιστορίας αυτής και σήμερα στην Βασιλόπιτα κρύβουμε ένα νόμισμα που θεωρείται γούρι και τύχη για αυτόν που θα το κερδίσει. Η λέξη «γούρι» θεωρείται πως προέρχεται από το λατινικό augurium (του ρήματος auguro = αυξάνω), που σημαίνει οιωνός ή και από τη τουρκική λέξη uğur. Γενικά το νόμισμα θεωρείται αντιβασκάνιο φυλαχτό και ιδίως αν είναι κωνσταντινάτο.

Παλιότερα στη Βόρεια Εύβοια μέσα στην Βασιλόπιτα έκρυβαν τρια κλαδάκια. Ένα απο αμπέλι, ένα απο στάχυ και ένα απο πουρνάρι. Σε όποιον τύχαινε το κλαδάκι αμπελιού έλεγαν θα γινόταν καλός αμπελουργός, αυτός με το στάχυ, καλός γεωργός, και εκείνος που θα πετύχαινε το πουρνάρι, καλός τσοπάνος.

Οι λαογράφοι συνδέουν επίσης τη βασιλόπιτα με τα «μελίπηκτα» τις αρχαίες προσφορές τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας και της καλής τύχης. Σε αυτή  τους την άποψη συνεπικουρεί ο τρόπος κοψίματος της Βασιλόπιτας απο τον πατέρα- αρχηγό της οικογένειας αφού πρώτα τη σταυρώσει με το μαχαίρι και ευχηθεί καλή χρονιά. Τα πρώτα κομμάτια είναι του Χριστού, της Παναγίας, του Αγίου Βασίλη, του σπιτιού (το πνεύματα της οικίας), του φτωχού, (των μαγαζιών, των κτημάτων και των ζώων αν υπάρχουν) και μετά ακολουθούν τα μέλη της οικογένειας με τη σειρά και οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι.

Σας εύχομαι καλή χρονιά με υγεία , χαρά και κάθε καλό!

Πηγες

https://www.sansimera.gr/articles/1029

https://www.youweekly.gr/article/weird/163823-i-istoria-tou-polipothitou-flouriou-sti-vasilopita

http://www.gorgopotamosvillage.gr/laografia/protoxronia/basilopita.htm

https://www.ekklisiaonline.gr/nea/agios-vasilios-1-ianouariou-i-zoi-to-ergo-tou-ke-i-vasilopita-tin-protochronia/

https://www.achaianews.gr/news/61-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-2/32737-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%AD%CF%81%CF%87%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BB%CF%8C%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%82

Το σπερβέρι

Πολύχρωμο κεντητό σπερβέρι με φυτικά θέματα, ανθοδοχεία και παγώνια, ένα από τα λίγα σωζόμενα πλήρη δείγματα του είδους. Ρόδος, 17ος-18ος αι. Ύψος 4 μ., περίμετρος της κάτω παρυφής 10 μ. Δωρεά Eλένης Σταθάτου (ΓΕ 7650) πηγη

Το σπερβέρι είναι ένας χορός της Ρόδου και των Δωδεκανήσων που είναι πολύ γνωστός στους χορευτές των παραδοσιακών συγκροτημάτων. Λίγοι όμως ξέρουν οτι συνδέεται με την προετοιμασία της νυφικής παστάδας…

2011er5850_jpg_l
Σπάραγμα απο σπερβέρι της Κω απο το V&A Museum πηγη

Όπως μας γράφει ο Α. Βρόντης, «Το σπερβέρι είναι ένα είδος κουνουπιέρας από φαντό πανί με κεντήματα ωραία στο εμπρός μέρος όπου είναι το άνοιγμα και προπάντων στις πόρτες. Η τελετή του στολίσματος του σπερβεριού γίνεται με περισσοτέραν διάθεση στην Ασκληπιό. Σαν ποκρεμάσουν το σπερβέρι πάει απ’ έξω που το κρεβάτι, πάνω στον πάγκο, ένας γέρος και μια γρηά και σκεπασμένοι τάχα μ’ ένα ψιλό σεντόνι κάμνουν αναπαράσταση των όσων μέλλουν να εξελιχθούν στο νυφικό κρεβάτι. Ο κανακιστής στην Κρεμαστή την ώρα που κρεμούν το σπερβέρι τραγουδά: «Εστολίστην το σπερβέρι, λάμπει σαν το περιστέρι…». Στο τέλος κάθε στροφής για να ξεκουραστεί ο κανακιστής φωνάζει: «Κάνετε Μοναχικό, νά ‘ρτη στον νου μου τι να πω». Κι οι νέοι χορεύουν τον Μοναχικό, ένα είδος χορού που έχει τις κινήσεις της Σούστας αλλά τον χορεύουν ένας ένας.» πηγη

Τμήμα από σπερβέρι με πολύχρωμα πουλιά, γλάστρες, λιοντάρια και δικέφαλους αετούς να πλαισιώνουν το κεντρικό άνοιγμα, και κατακόρυφες σειρές από γλάστρες, πλαισιωμένες από φυλλοειδή θέματα, να στολίζουν τα πλαϊνά φύλλα, σε αυστηρή εναλλαγή κόκκινου και πράσινου χρώματος. Ρόδος, 18ος αι. 2,95×3,20 μ. (ΓΕ 6597) πηγη

Το σπερβέρι λοιπόν, το είχε υφάνει η νύφη στον αργαλειό και μετά το κεντούσε και προοριζόταν για να στολίσει το κρεβάτι του γάμου. Το έπαιρναν δυο- τρεις κόρες ή παλικάρια για να το στολίσουν. Έπρεπε να το στολίσουν και να το κατεβάσουν εφτά φορές, ενώ τα όργανα έπαιζαν και οι τραγουδιστάδες τραγουδούσαν:

Να ‘ν’ η ώρα η καλή κι’ η ώρα του Χριστού,

ώρα του Χριστού και της Παναγιάς.

Κι’ ο Χριστός περνά και παντού ρωτά:

-Που ‘ν’ ο νιός παστός, να τον δω και ‘γω;

Να τον δω και ‘γω να του ευχηθώ,

Με πολλές ευχές για πολλές χαρές…

Σπερβέρι με θέματα κεντημένα με πολύχρωμα μετάξια: φυτικές συνθέσεις, ανθοδοχεία και παγώνια. Ρόδος, 17ος-18ος αι. Ύψος 3,16 μ., μεγ. πλάτος 3,06 μ. (ΓΕ 6595) πηγη

Σπερβέρι
Εστολί-, βρ’ αμάν-αμάν-αμάν, εστολίσαν το σπερβέρι
Εστολίσαν το σπερβέρι, άσπρο σαν το περιστέρι
Γύρω τριγύ-, βρ’ αμάν-αμάν-αμάν, γύρω τριγύρω κεντητό
Γύρω τριγύρω κεντητό, στη μέση έχει το σταυρό
Στη μέση έ-, βρ’ αμάν-αμάν-αμάν, στη μέση έχει το σταυρό
Στη μέση έχει το σταυρό και στην κορφή χρυσόν αητό
Στη Βενετιά, βρ’ αμάν-αμάν-αμάν, στη Βενετιά το υφάνασι
Στη Βενετιά το υφάνασι, στην Πόλη το κεντήσασι
Στη Ρόδο το, βρ’ αμάν-αμάν-αμάν, στη Ρόδο το στολίσασι
Στη Ρόδο το στολίσασι, παπάδες το βλοήσασι

2006ay9599_jpg_l
Σπερβέρι απο το Victoria and Albert Museum πηγη

Ηχογραφήματα: 1. Εστολίσαν τον σπερβέρη (Ροδίτικο) 2. Το σπερβέρι

πηγές

http://www.agiazoni.gr/audios.php?audioid=87508879964627881210


 

Έθιμα της Πρωτομαγιάς στη Βόρεια Εύβοια

Στη Βόρεια Εύβοια συναντούμε έθιμα που σχετίζονται με την Πρωτομαγιά. Γενικά η πρώτη μέρα του μήνα Μάη θεωρείται μια διαβατήρια και μαγική μέρα μιας και η ονομασία του (Μάης) σχετίζεται παρετυμολογικά με τη λέξη «μάγια» . Έτσι η πρώτη Μαϊου θεωρείται μια μέρα σημαδιακή όπου η λαϊκή αγροτική κοινωνία με κάποιους τρόπους, προσπαθούσε να εξορκίσει το κακό και να φέρει γονιμότητα και ευκαρπία στη γη και υγεία στους ανθρώπους.

Το πιο γνωστό έθιμο της Πρωτομαγιάς στη Βόρεια Εύβοια είναι η «Πιπεριά»

Δανειζόμαστε το κείμενο και τις φωτογραφιες απο τον ιστοχώρο  της Στέλλας Μαραγγέλη

«Η παράκληση για βροχή και οι ευχές για καλή σοδειά, από νεαρά παιδιά στολισμένα με πρασινάδες και άνθη, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον άλλοτε αποκλειστικά αγροτικό βίο. Σήμερα αναβιώνει το έθιμο, καταλήγοντας σε πανηγύρι με κλαρίνα και βιολιά για όλο τον κόσμο. Τέτοια γιορτή γίνεται κάθε χρόνο στη Νέα Σινασό, στον Άι Γιώργη, στο Ασμήνι, στο Αρτεμίσιο, στην Καστανιώτισσα, στον Άγιο και άλλα χωριά του Δήμου Ιστιαίας-Αιδηψού, αλλά και σε πολλά χωριά του δήμου Μαντουδίου – Αγίας Άννης όπως Κερασιά, και Ροβιές, στη Βόρεια Εύβοια. Για τους επισκέπτες είναι μια γοητευτική εμπειρία, για τους ντόπιους, μια ξεχωριστή, ενωτική γιορτή. (Ενημερωτικά αύριο 1η Μαιου 2018, θα γίνει Πιπεριά στις 8.00πμ στα Καμάρια)

Την Πρωτομαγιά, λοιπόν, πρωί-πρωί, αρχίζουν να ετοιμάζουν την «Πιπεριά». Σημειώστε ότι  πρέπει να είμαστε εκεί κατά τις 8 για να προλάβουμε το στόλισμα. Εκεί, στην πλατεία των χωριών συνήθως, αρχίζει το στόλισμα της «Πιπεριάς»· με κλαδιά και φτέρες από τα κοντινά δάση, με τριαντάφυλλα, πασχαλιές και κρίνους από τις αυλές των σπιτιών.

Το έθιμο «Πιπεριά» στη Συνασσό

Η «Πιπεριά» ένα αγόρι, είναι καλυμμένο ολόκληρο με πρασινάδα (μόνο τα μάτια αφήνουν έξω για να βλέπουν ) και στο στήθος φοράει κουδούνα. Ξοπίσω τους, ένας άλλος συγχωριανός, που βαστάει ένα τσαπί, ακουμπισμένο στην πλάτη του, ο «γεωργός» αλλά και μια ολόκληρη ομάδα από κοριτσόπουλα με ολάνθιστα κεφάλια και χαμόγελα αρχίζουν το σεργιάνι στο χωριό.

Και το τραγούδι: «Πιπεριά, πιπεριά, πιπεριά γλυκιά ροδιά, γρήγορα στον Αη Λια, κι ο Αη Λιας στον ουρανό, για να ρίξη ο Θιός νερό, για τα στάρια για κθάρια, για τ’ φτωχού τα παρασπόρια. Κάθε στάχυ και πινάκι, και χειρόβολο δεμάτι. (Α)βλάκια, ‘βλάκια το νερό, γούρνες, γούρνες το κρασί, γεωργός με το τσαπί».

Η πομπή περνάει από όλα τα σπίτια του χωριού, σταματώντας σε κάθε ένα ξεχωριστά, όπου, μόλις λένε το τραγούδι, ο νοικοκύρης του σπιτιού τούς ραντίζει με νερό. Ο «γεωργός» τότε με το τσαπί βαράει δύο τσαπιές στο χώμα έξω από το σπίτι. Ο νοικοκύρης ύστερα τους φιλεύει χρήματα, αυγά και γλυκά και φεύγουν. Τα χρήματα πάνε στο σύλλογο που φροντίζει για την αναβίωση του εθίμου και διοργανώνει το γλέντι που ακολουθεί στην πλατεία. Όταν τελειώσει η γύρα σε κάθε σπίτι της Ν. Σινασού, οι νεότεροι της χαρούμενης, ανθοστόλιστης παρέας κατεβαίνουν στον κεντρικό δρόμο που ενώνει την Αιδηψό με την Ιστιαία και το Πευκί και σταματάνε κάθε αυτοκίνητο, πούλμαν, μοτοσικλέτα, για να τους προσφέρουν λουλούδια ,να ενημερώσουν για το πανηγύρι τους και να πάρουν χρήματα από όποιον… φιλοτιμηθεί. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται ότι παλαιότερα τα φιλέματα ήταν αλεύρι αυγά και γάλα. Με τα υλικά αυτά γίνονταν μια μεγάλη πίτα όπου όλοι οι κάτοικοι μοιράζονταν στο τέλος στην γιορτή της πλατείας.»

Στο Αρτεμίσιο το δρώμενο είναι παρόμοιο αλλά το τραγουδάκι είναι λίγο πιο διαφορετικό

««Πιπεριά γλυκιά ροδιά | γλήγορα στον Αη-Λια | κι Αη-Λιάς στον ουρανό |

για να βρέξει θιος νερό | για τα στάρια, για τα κθάρια |για τ” φτωχού τα παρασπόρια

κάθε στάχυ και πινάκι | και χειρόβολο δεμάτι

Γούρνες γούρνες το κρασί | αυλάκια αυλάκια το νερό | κι ο γιωργός με το τσαπί, να στουμών” καλά τη γη»

Το ίδιο έθιμο γίνεται και στις Ροβιές με τη διαφορά οτι  ο «πιπεριάς» (Πίπερος) φοράει κι αδιάβροχο, γιατί τον καταβρέχουν με τις μάνικες. Εκτός από φτέρες, τον σκεπάζουν με στάρια, κριθάρια και κλωνάρια από φοινικιές. Του φοράνε πολλά κουδούνια και το σχοινί που τα δένουν είναι αρκετά μακρύ, για να τον τραβάνε όσοι τον ακολουθούν.

Το τραγούδι που τραγουδούν είναι:

«Πιπεριά πιπεριά | πιπεριά στον Αη-Λια | και ο Αη-Λιάς στον Ουρανό | για να ρίξ” ο θιός νερό

για τα στάρια, για κθάρια | του θεού τα παραγάδια | κι ο Ψαρός (σημ. ο Δήμαρχος που ακολουθούσε τον Πίπερο) με το τσαπί | να χαλάει την αυλή» «

Το μαγιάτικο στεφάνι

Το Μαγιάτικο στεφάνι είναι ένα πανελλήνιο έθιμο που υπάρχει και στη Βόρεια Ευβοια.  Οι άνθρωποι βγαίνουν στην εξοχή, και γυρίζοντας, φέρνουν ένα στεφάνι που έχουν φτιάξει απο αγριολούλουδα και κλαδιά δέντρων το οποίο κρεμούν στα κάγκελα του σπιτιού ή έξω από την πόρτα. Πολλές φορές το στεφάνι είναι ένα απλό μπουκέτο από τα λουλούδια της αυλής. Το στεφάνι/μπουκέτο θα μείνει εκεί μέχρι την παραμονή της εορτής του Αη Γιάννη του Ριγανά, (24 Ιουνίου) οπότε, ξερό πια, θα το κάψουν, είτε στις φωτιές του Αη Γιάννη είτε στην αυλή του σπιτιού. Το στεφάνι της Πρωτομαγιάς είναι κατάλοιπο αρχαιοελληνικού εθίμου που σκοπό έχει να μεταδώσει την γονιμική και αειθαλή,  ζωοφόρα δύναμη της φύσης στους κατοίκους του σπιτιού.

Το έθιμο της Καμήλας.

Άλλο ένα έθιμο που τελείται σε κάποια χωριά της Βόρειας Εύβοιας κυρίως στην Κερασιά, τον Κρυονερίτη, Κοκκινομηλιά  και τους Παπάδες  είναι το έθιμο της Καμήλας. Αν και το έθιμο είναι της Πρωτομαγιάς αναβιώνεται συνήθως το καλοκαίρι από τους τοπικούς συλλόγους. Έχουμε ξαναγράψει για το έθιμο αυτο και μπορείτε να δείτε το άρθρο εδώ

Γητέματα και προλήψεις:

Η Πρωτομαγιά όπως είπαμε είναι μια μαγική μέρα. Έτσι είναι η καταλληλότερη για γητέματα. Αυτό σημαίνει οτι πολύ νωρίς το πρωί ο άνθρωπος ξυπνά και πριν ξημερώσει ο ήλιος λέει κάποιο ξόρκι ή κάνει μια συγκεκριμένη αλληλουχία κινήσεων για να εμποδίσει κάτι άσχημο ή επικίνδυνο για τη ζωή του.

Σύμφωνα με τον Δ. Σέττα, στην Αγιάννα γήτευαν εκείνη τη μέρα τα φίδια. Ανήμερα την Πρωτομαγιά, κοιτούσαν προς την ανατολή προτού βγει ο ήλιος και  έλεγαν το ξόρκι

«Σήμερα Προυτομαγιά,

πάν τα φίδια στη φωλιά,

τρώγονται τσακώνονται,

μπροστά μ’ δε φανερώνονται»

Επίσης έτρωγαν μια σκελίδα σκόρδο  πριν την ανατολή του ηλίου και έλεγαν οτι «Κουμπώνουν το γάϊδαρο» . Αυτό σήμαινε οτι έπρεπε να προλάβουν να φάνε το σκόρδο προτού ακούσουν γάιδαρο να γκαρίζει, για να μην έχουν κάποιο ατύχημα. Η ίδια πρόληψη υπήρχε και στο Πήλιο 

Τέλος είχαν την πρόληψη να ζώνονται με αγριμπελιά για να μην τους πονά όλο το χρόνο η μέση.

 

 

 

Το θρηνητικό μοιρολόι της Παναγίας: μια πανελλήνια παράδοση

Το Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγιάς είναι ένα εντυπωσιακό μακροσκελέστατο ποίημα, που το συναντάμε σε περίπου 256 παραλλαγές σε όλη την Ελλάδα και χρονολογείται περίπου απο τον 14ο – 15ο αιώνα. Προσεγγίζοντας το μαρτύριο του Θεάνθρωπου Ιησού με μια μοναδική ευαισθησία, το στιχούργημα αυτό αποτελεί έναν επιτάφιο θρήνο που περιγράφει κυρίως την άφατη θλίψη της Παναγίας για την άδικη σταύρωση του Μονογενή Της. Μέσα απο αυτό οι γυναίκες συμπαραστέκονται στην Παρθένο και ακολουθούν το Χριστό σε όλη την πορεία του απο το δικαστήριο εμπρός στον Πιλάτο μέχρι την Ανάσταση. Συνήθως τραγουδιέται απο γυναίκες μετά την ακολουθία της Σταύρωσης τη Μεγάλη Πέμπτη, όταν οι γυναίκες μένουν στην εκκλησία να «ξενυχτίσουν το νεκρό» ή μπροστά απο τον επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή.

Αν και υπάρχουν κατά τόπους διαφορές, σε επί μέρους στοιχεία του τραγουδιού ή στη μελωδική του εκφορά, η δομή και η φόρμα του Μοιρολογιού καθώς και η λειτουργία του παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Πόντο και την Κύπρο. Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με πληροφορία που καταγράφεται στο βιβλίο του Samuel Baud-Bovy (Δοκίμιο για το Ελληνικό Τραγούδι, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1984), ακόμη και  «τουρκόφωνοι Χριστιανοί, οι Καππαδόκες από τα Φάρασα και τα Σύλατα τραγουδούσαν στη  τουρκική γλώσσα το Μοιρολόϊ της Παναγίας .Κάποιοι θεωρούν το μοιρολόι της Παναγίας σαν τα θρηνητικά κάλαντα της Μ. Παρασκευής. Στην Σκιάθο το λένε την Μεγάλη Πέμπτη ομάδες παιδιών, που γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας καλαμένιους σταυρούς στολισμένους με λουλούδια της άνοιξης. Στο Παλαιοχωρι της Λέσβου παλιά θεωρούσαν καλό να λένε το μοιρολόι της Παναγιάς τρεις φορές τη μέρα, όλη τη Σαρακοστή. «Έκαναν τις δουλειές τους το βράδυ κι έλεγαν της Παναγιάς το καταλόγι, πολλές φορές δακρύζοντας για τον πόνο της Μάνας του Χριστού»

Ο Φώτης Κόντογλου σε κείμενό του με τίτλο «Σήμερον κρεμάται», παραθέτει αυτούσια την πιο γνωστή και διαδεδομένη παραλλαγή του Μοιρολογιού της Παναγίας :

Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον εσταυρώσανε,
τον πάντων βασιλέα.
Σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
οι τρισκαταραμένοι.


Σαν κλέφτη τον επιάσανε
και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον τυραγνάνε.
Κι’ η Παναγιά η δέσποινα
κ’ οι άλλες οι γυναίκες
έπιασαν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι.

Το μονοπάτι τς’ έβγαλε
μεσ’ στου ληστή την πόρτα.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηρά και δεξιώτερα
βλέπει τον Άγιο Γιάννη
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε
και βαπτιστή του γυιού μου
μην είδες τον υιγιόκα μου
και σένα δάσκαλό σου;
-Δεν έχω γλώσσα να σου πω
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο,
για να σού τονε δείξω.


Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,
τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτημένο;
Οπούναι τα ματάκια του
ραμμένα με μετάξι,
κι οπού φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γυιόκας σου
και μένα δάσκαλός μου.

(περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ – Η δοκιμασία του λογικού, Εκδόσεις Αρμός 2001, σελ. 90-92)

Μια δεύτερη παραλλαγή είναι και η παρακάτω που καταγράφηκε από τον Χρόνη Αηδονίδη

Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ οι τρισκαταραμένοι

για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι

να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.

Κι’ η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.

Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:

-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες,

το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε

και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.

-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.

Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.

-Συ Φαραέ, που τά ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.

-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,

το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,

να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.

Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,

σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο

για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.

Κι’ όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι’ όταν της ηρθ’ ο νους της,

ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,

ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.

-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες

Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.

Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κύρά μ’ ανέση.

-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,

που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.

Κι’ η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα

και του Ιακώβου η αδερφή, κι’ οι τέσσερες αντάμα,

επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι

και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.

-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.

Κι’ η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,

τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,

Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,

μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,

δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.

Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,

οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,

οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;

Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!

Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.

-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;

-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·

μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,

που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,

τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,

σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.

Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,

κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,

Παράδεισο και λίβανο απ’ τον Άγιο Τάφο.

Το μοιρολόι της Παναγίας στην Κοπάνη Ιωαννίνων

Η ποντιακή εκδοχή

Δέντρον, δέντρον ξεφάντωτον,
δέντρον ξεφαντωμένον,
σην κόρφαν κάθεται ο Χριστόν,
σην ρίζα η Παναϊα,
σ’ άκρας κάθουν οι άγγελοι,
σα φύλλα οι προφητάδες
κι έψαλλ’ναν κι επροφήτευαν
και του Χριστού τα πάθη.

Ψάλλ’ ο Μωυσής, ψάλλ’ ο Δαβίδ,
ψάλλ’νε κι οι προφητάδες,
ψάλλε κι εσύ Ιάκωβε
και αδελφέ Κυρίου,
ψάλλε κι εσύ Παράδεις
μετά των αρχαγγέλων.
Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρ’ ημέρα,
σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλα
οι τρισκαταραμμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστόν
τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε
να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν
για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγία η Δέσποινα
καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε
για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού
κι απ’ αρχαγγέλου στόμα,
σώνουν, κυρά μου, οι προσευχές,
σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε
και σου χαλκιά τον πάνε.
Καρφιά, χαλκιάντ’, φκιάσατε δυο,
καρφιά, φκιάσατε πέντε,
βάλτε τα δυο σα χέρα του
και τ’ άλλα δυο σα πόδα,
το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε το σην καρδάν του.
Ένας Υιός μονογενής
κι ατός έν’ καρφωμένος,
ένας Υιός μονογενής
κι ατός έν’ σταυρωμένος.
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά
λιγοθυμά και ρούζει,
σταμνί νερό της ρίξανε,
τρία κανάται μόσκον,
αλείφ’ν ατέν ροδόσταγμαν,
΄κι έρται ο λογισμός ατ’ς…

Δείτε κι εδώ για την Κεφαλλονιά 

Η ιδέα για να σας παραθέσω κάποια στοιχεία για την συγκεκριμένη παράδοση υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μου αλλά έγινε πράξη με αφορμή τη χτεσινή βιντεοανάρτηση από φίλο στο FACEBOOK, χορωδίας γυναικών απο το χωριό Σχοινάς του Ρουμλουκιού, που συνεχίζουν να προσφέρουν στο Χριστό ως μυροβόλο θυμίαμα το υπέροχο αυτό μοιρολόι. Συγχαρητήρια σε όλους και όλες που κρατούν ζωντανή την παράδοση αυτή και την συνεχίζουν! Καλή Ανάσταση!

Δείτε και άλλα στοιχεία για το Μοιρολόι της Παναγίας και τις επιρροές του από τα βυζαντινά κείμενα 

πηγές:

http://users.sch.gr/aiasgr/Theotokos_Maria/Ymnoi/To_moiroloi_ths_Panagias.htm

http://www.dogma.gr/ellada/simera-mavros-ouranos-to-moiroloi-tis-panagias-video/2990/

https://www.sansimera.gr/articles/584/175

http://dyosmaraki.blogspot.gr/2010/04/blog-post.html

Το μπουρανί: ένα έθιμο της Καθαρής Δευτέρας απο τον Τύρναβο.

Ένα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή έθιμα της Καθαρής Δευτέρας τελείται στον Τύρναβο της Θεσσαλίας και ονομάζεται μπουρανί. Τις πρωινές ώρες, διάφορες ομάδες που ακόμα γιορτάζουν, ανάβουν μια φωτιά στη μέση της πλατείας ή σ’ ένα σταυροδρόμι και βράζουν σε μια μεγάλη χύτρα το μπουρανί, το φαγητό της Καθαρής Δευτέρας. Πρόκειται για μια χορτόσουπα που γίνεται χωρίς λάδι, με σπανάκι και λίγο ρύζι, στην οποία ρίχνουν και λίγο ξύδι για να νοστιμίσει. Ενώ το μπουρανί βράζει πάνω στη φωτιά, η συντροφιά συνεχίζει το γλέντι της, πίνοντας και τραγουδώντας διάφορα άσεμνα τραγούδια ή πειράζοντας όποιον διαβάτη τύχει να περνάει από εκεί ή ακόμα πειράζοντας ο ένας τον άλλο.  Πολλοί από τους άντρες που συμμετείχαν σ’ αυτό το τελετουργικό κρατούσαν στα χέρια τους φαλλούς σαν σκήπτρα και ήταν κατασκευασμένα από ξύλο ή πηλό ή ακόμα και από ψωμί και που αποτελούσαν το κυριότερο τελετουργικό σύμβολο. Στο έθιμο αυτό συμμετείχαν αυστηρά μόνο άντρες ενώ οι γυναίκες απείχαν, ίσως για λόγους σεμνοτυφίας λόγω των φερόμενων φαλλικών συμβόλων. Γυναικόπαιδα όμως παρακολουθούσαν τα δρώμενα καθώς επίσης και πλήθη επισκεπτών από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Όταν τελειώσει το μαγείρεμα του μπουρανιού, το παίρνει η συντροφιά και πηγαίνει στην εξοχή όπου συνεχίζουν με αμείωτο κέφι το γλέντι τους.

Τα πρώτα στοιχεία για την τέλεση των αποκριάτικων εκδηλώσεων στον Τύρναβο χρονολογούνται γύρω στο 1898.

Για την προέλευση του, υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή αναφέρει πως το έθιμο έχει βαθιές ρίζες στις Διονύσιες τελετές, τα Θεσμοφόρια, τα Αφροδίσια, τα Θαργήλια. Η δεύτερη ότι προέρχεται από Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στον Τύρναβο γύρω στο 1770, λίγο πριν τα Ορλωφικά.

Η Αποκριά εορτάζεται με έναν πρωτότυπο αλλά και τολμηρό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το έθιμο είχε απαγορευθεί πολλές φορές, για να καθιερωθεί το 1980. Το «Μπουρανί», είναι ένα αποκριάτικο φαλλικό δρώμενο. Οι κάτοικοι του Τυρνάβου γιορτάζουν κάθε χρόνο τη γονιμότητα της γης, υμνούν τη φύση και την ευχαριστούν για τους καρπούς της. Πώς έφτασε στον Τύρναβο; Το χωριό Ζάρκο, πριν από περίπου 70-80 χρόνια ήταν ο ιδανικός προορισμός των Βλάχων της Αβδέλλας Γρεβενών, για να κατοικήσουν τον χειμώνα (περίπου 200-400 άτομα). Αρκετοί ήταν αυτοί που εγκαταστάθηκαν γρήγορα στο χωριό, όμως όσο αυξανόταν ο αριθμός τους, οι ντόπιοι κάτοικοι του Ζάρκου άρχισαν να έρχονται καθημερινά σε αντιπαράθεση μαζί τους (πολλοί από αυτούς Σαρακατσαναίοι). Ώσπου μέσα σε λίγα χρόνια, οι Ζαρκινοί έδιωξαν όλους τους Αβδελλιώτες (όχι όμως όλους του Βλάχους) από το χωριό. Η ιστορία λέει, πως οι Αβδελλιώτες πήγαν στον Τύρναβο και πήραν μαζί τους και το έθιμο της Καθαράς Δευτέρας, κάνοντάς το γνωστό σε όλη την χώρα ως αντίποινα για τον διωγμό τους.

Παλαιότερα, όταν επέστρεφαν από την εξοχή, έχριζαν κάποιο άτομο από την παρέα τους Βασιλιά και του έβαφαν το πρόσωπο μαύρο, του τοποθετούσαν στο κεφάλι ένα φέσι και με σοβαρότητα άρχιζε να δικάζει και να επιβάλλει πρόστιμα. Μετά τον έβαζαν ανάποδα πάνω σ’ ένα γάιδαρο, του έδιναν να κρατάει την ουρά του και τον περιέφεραν στην πόλη με διάφορες άσεμνες πράξεις και λόγια κρατώντας στα χέρια τους φαλλούς πήλινους, ξύλινους ή από καρότα. Τελικά, το βράδυ μετέφεραν το Βασιλιά σε κάποιο λάκκο με νερό, όπου και τον έριχναν μέσα.

Αν θέλετε να φάτε κι εσείς το μπουρανί του Τυρνάβου η συνταγή βρίσκεται εδώ

πηγές

http://news247.gr/eidiseis/koinonia/mpoyrani-to-dionysiako-ethimo-h-giorth-toy-fallou-poy-epiviwnei-apo-thn-arxaiothta-ston-turnavo.4549532.html

http://www.trikalanews.gr/events___ekdiloseis/to_ampourania_sto_zarko_trikalon.html (πηγή και της φωτογραφίας)

https://www.newsbeast.gr/travel/destinations/arthro/791402/ta-prohorimena-ethima-tou-turnavou

Έθιμα του Δωδεκαήμερου στα χωριά του Νοτίου Πηλίου

«Τα Χριστούγεννα για τον κάτοικο του χωριού αρχίζουν πολλές μέρες
νωρίτερα. Αρχίζουν με τη νηστεία. Χωρίς αυτή θα έχαναν την αξία τους οι ψυχικές
εξαγνιστικές γιορτές. νηστεία προδιαθέτει τον αγρότη, του δημιουργεί την
ανυπομονησία εκείνη, που μεταβάλλεται σε χαρμόσυνο και πανηγυρικό γεγονός την
ημέρα της γιορτής.
Τα κάλαντα που αντηχούν αυτές τις άγιες μέρες είναι τα γνωστά «καλημέρα»,
οι έμμετρες, δηλαδή, ευχές που ψάλλουν στα σπίτια, κρατώντας το γνωστό καραβάνι.
Είναι έθιμο που έχει τις ρίζες του στις παλαιοχριστιανικές εποχές. Στα τελευταία
χρόνια επικράτησαν τα κάλαντα, τα λεγόμενα «συριανά» που τα διακρίνει
λογιωτατισμός με τις καθαρευουσιάνικες εκφράσεις.
«Καλήν ημέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας,
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει. . . ».
Όμως σε πολλά μέρη της Μαγνησίας και κυρίως στα ορεινά του ΓΙηλίου και
του Λαύκου, τα κάλαντα παίρνουν μια ξεχωριστή εκφραστική δύναμη, γραμμένη στη
γλώσσα του τόπου και τους ιδιωματισμούς του.
«Κυρά Θεοτόκο εκοιλοπόνα και παρεκάλει
Επαρεκάλει τους άγιους όλους,
τους άγιους όλους τους αρχαγγέλους.
Τους αρχαγγέλους τους Αποστόλους.
-Βοηθήσετέ με τούτη την ώρα,
την βλογημένη και δοξασμένη.
-Ώστε να πάνε και γυρίσουν
μαμή να φέρουν
Χριστός γεννιέται!
Σαν ήλιος λάμπει σαν νιο φεγγάρι
σαν νιο φεγγάρι το παλληκάρι»

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, εκτός από τα γνωστά λόγια κάλαντα
τραγουδούν και τα παρακάτω:
«Ετέλειωσε χρόνος ήρθε και η Πρωτοχρονιά
Βασιλείου του Μεγάλου ευχόμαστε χρόνια πολλά.
Δάφνες εις την κεφαλήν σας πάντοτε χλωρές
να ανθίσουν στιςχαρές σας και στις άλλες τις γιορτές»
Στη συνέχεια, οι πηλιορείτισσες νοικοκυρές ζυμώνουν και σήμερα και ψήνουν
την παραδοσιακή βασιλόπιτα όπου βάζουν τον καθιερωμένο «παρά» και ακόμα
μικρά «τσακνάκια» από ελιά, κλήμα, πουρνάρι και άχυρο, που θα πέσουν βέβαια στα
μέλη της οικογένειάς τους με το μοίρασμα της βασιλόπιτας και θα «δείξουν» το
ριζικό του καθενός στον καινούργιο χρόνο. Τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, τα κορίτσια
θα «φιλέψουν» τη βρύση της γειτονιάς τους με γλυκίσματα και σπόρους για να
«γλυκάνουν» το στοιχειό του νερού και τα χαράματα θα κουβαλήσουν απ’ την ίδια
πηγή το «ασύντ’χου νιρό» (το αμίξητο νερό) με το οποίο θα ραντίσουν το σπιτικό
τους λέγοντας την ευχή:

«Όπους τρεχ ’ το νιρό
να τρέχ ’ κι του βιο
στον σπιτ ’ κι στον χουριό»
Στην αλλαγή του χρόνου θα «βασιλέψουν» και τα όπλα, χαιρετίζοντας με
μπαταρίες την καινούργια χρονιά, ενώ ανήμερα της μεγάλης μέρας νοικοκύρης θα
σπάσει «για το καλό» στο κατώφλι του σπιτιού του το ρόδι και θα τρατάρει αυτόν
που έκανε ποδαρικό στο σπίτι με σταφίδες, στραγάλια και λουκουμάδες για να φέρει
γούρι όλο το χρόνο. Τέλος, μια παλιά συνήθεια της παραμονής, είναι να πλένουν οι
νοικοκυρές τα ρούχα – για να μην τα βρει άπλυτα καινούργιος χρόνος –
χρησιμοποιώντας μάλιστα, αντί άλλου απορρυπαντικού, τη φυλαγμένη απ’ την
παραμονή των Χριστουγέννων στάχτη του τζακιού, που είναι «αμαγάριστη» απ’ τα
καλικαντζάρια. ..
Τα Φώτα κλείνουν το τρίπτυχο των μεγάλων γιορτών του «Δωδεκαημέρου».
Τα παιδιά δεν συνήθιζαν να τραγουδούν τα Φώτα όπως τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Το πρωί της παραμονής των Φώτων, αναγγέλλουν τραγουδιστά το
χαρμόσυνο γεγονός της βάπτισης του Κυρίου με τα ακόλουθα κάλαντα:
«Σήμερα είναι των Φώτων
’ αγιάζουν οι παπάδες
και μεσ ’ στο. σπίτια μπαίνουνε
και λεν τον Ιορδάνη
βοήθεια να τον έχουμε
τον Άγιο Ιωάννη. . .».
Την παραμονή των Φώτων επίσης, παπάς του χωριού παίρνει «σβάρνα» όλα
τα σπίτια του χωριού και με την «αγιαστούρα» του διώχνει το βρωμερό λεφούσι των
καλικάντζαρων, που, ολάκερο το «Δωδεκαήμερο», ταλαιπωρούσε και μαγάριζε τους
πηλιορείτες και το βιο τους. Μαζί με τον αγιασμό των υδάτων, ίδιος αγιασμός
έμπαινε και μέσα στα σπίτια και αφού έπινε με τη σειρά όλη οικογένεια,
ραντίζονταν οι τέσσερις γωνιές του σπιτιού, καθώς και τα κτήματα, για να
προφυλάσσονται από τις αρρώστιες. Εξάλλου, με τον αγιασμό των νερών ξεκινούν
και οι ναυτικοί τα ταξίδια τους.»

Απόσπασμα απο την πτυχιακή εργασία της Βασιλικής Μάνη «Ιστορία των Νοοτροπιών
στα χωριά του Νοτίου Πηλίου»

Πώς βγήκαν οι λέξεις «κουραμπιές» και «μελομακάρονο»

Η φίλη μου Φρόσω μου έστειλε μια ανάρτηση χτες που μου άρεσε πολύ και πιστεύω οτι και εσείς θα τη βρείτε εξισου ενδιαφέρουσα. Αφορά την ονομασία των δύο πιο δημοφιλών γλυκών της εποχής των Χριστουγέννων, άρρηκτα συνδεδεμένων με την παράδοσή μας.

Σύμφωνα με το site constantinoupoli.com ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, (δρ. κοινωνιολογίας της Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μουσικολόγος και δικηγόρος) έψαξε και βρήκε οτι ο κουραμπιές, (Qurabiya στα Αζέρικα, Kurabiye στα Τούρκικα και φυσικά κουραμπιές στα ελληνικά), προέρχεται απο τις λέξεις Kuru = ξηρό, biye = μπισκότο.

Γράφει η ανάρτηση:

«Όμως, η ονομασία μπισκότο καθιερώθηκε τον Mεσαίωνα, ετυμολογικά προερχόμενη από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δύο φορές (στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον), ως τεχνική ψησίματος για να μην «χαλάει» εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών.

Στα σύγχρονα ιταλικά, η λέξη είναι biscotto (τo cookies έχει φλαμανδική / ολλανδική προέλευση που πέρασε στην αγγλική γλώσσα). Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους Qura /Kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη Qurabiya / Kurabiye, η οποία με αντιδάνεια ξαναγύρισε στη δύση και ελληνοποιημένη πλέον έδωσε το «κουραμπιές» με την έννοια του ξηρού μπισκότου, που διανθίστηκε με αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη κ.λπ.

Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση όσο και αν το μυαλό πάει στο «ιταλικό» μακαρόνι. Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» (επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό). Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.

Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: μέλι+μακαρία = μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του 12ημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια». Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι.»

Καλή όρεξη λοιπόν και Καλές γιορτές με υγεία και χαρά!

Η Μπάμπο ή Βρεξούδια: ένα πανάρχαιο έθιμο με αναφορά στη γυναικοκρατία

Η Μπάμπο ή Βρεξούδια είναι ένα πανάρχαιο έθιμο, με αναφορά στη γυναικοκρατία που τελείται απο τις γυναίκες της Μονοκκλησιάς, της Ανω Καμήλας και της Νεας Πέτρας Σερρών.

Η γυναικοκρατία το 1964 

Κυρίως τελούνταν στη Βόρεια και την Ανατολική Θράκη, απ’ όπου οι πρόσφυγες το μετέφεραν στις νέες τους πατρίδες. Οι πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, το έλεγαν “Μπάμπω Ντεν”, από την Τουρκία “Μπάμπου Γκιουνού”, ενώ όσοι ήρθαν από τα παράλια του Πύργου (Μεσημβίας Σουζόπολη), το έλεγαν “Μπαμπώτερα”.
Το έθιμο αυτό, τελείται στις 8 Ιανουαρίου, εορτή της Αγίας Δομνίκης, ή Δόμνης και σκοπό έχει την απόδοση τιμής στο πρόσωπο της γιαγιάς, η οποία συνέβαλε στη γέννα των παιδιών. Η γιαγιά στην αρχαιότητα, λέγονταν μάμμη και ως έμπειρη στη ζωή, ήταν αυτή που με τη σοφία και την πείρα της βοηθούσε τις έγκυες στη γέννα. ‘Έτσι με τα χρόνια η μάμμη με την μετάθεση του τόνου έγινε μαμή και από γιαγιά απόχτησε τη σημασία της μαίας.

Η 8η του Γενάρη λοιπόν,  είναι αφιερωμένη αποκλειστικά και μόνο στις παντρεμένες γυναίκες.
Πρωί-πρωί οι γυναίκες με την ιδιότυπη ενδυμασία τους πηγαίνουν στο σπίτι της πιο ηλικιωμένης γυναίκας, της μπάμπως (μπάμπω= γριά ή μαμή), που είναι και το τιμώμενο πρόσωπο της μέρας, και, αφού τη «βρέχουν» με βασιλικό και τη βάζουν να «τάξει», της προσφέρουν δώρα. Ύστερα την τοποθετούν πάνω σε ένα αμάξι, κατάλληλα μετασκευασμένο και στολισμένο. Και τη γυρίζουν στους δρόμους του χωριού χορεύοντας στο ρυθμό της παραδοσιακής γκάιντας. Ακολουθεί το γλέντι που το μεσημέρι μεταφέρετε ξέφρενο στην κεντρική πλατεία του χωριού. Οι θρακιώτικοι χοροί, το «ζουναράδικο» και η «μπαιντούσκα» έρχονται πρώτοι έπονται ο συρτός και ο καρσιλαμάς. Μην τολμήσει κάποιο αντρικό πόδι να παραβιάσει τα σύνορα, που έχουν ορίσει με σχοινί γύρω από την πλατεία! Τον περιμένει κατάβρεγμα μέχρι το κόκαλο.
Αλλες γυναίκες ντυμένες με αντρικές ενδυμασίες ασχολούνται με καθαρά αρρενωπές δουλειές. Παράλληλα οι άντρες στα σπίτια αναγκάζονται να κάνουν τις εργασίες του σπιτιού, αφού η νοικοκυρά λείπει για μια μέρα από αυτό. Η διασκέδαση και το συμπόσιο, συνεχίζεται το σούρουπο μέσα στο οίκημα του συλλόγου σε αυστηρά περιορισμένο κύκλο των παντρεμένων γυναικών μέχρι τα ξημερώματα της επομένης μακριά από κάθε αδιάκριτο μάτι και χωρίς την αντρική παρουσία. Οι οργανοπαίκτες είναι χωρισμένοι από ένα προπέτασμα, για να μην βλέπουν ότι γίνεται.
Στην Νέα Βύσσα και στ’ άλλα χωριά του Βόρειου ‘Εβρου όπου δεν υπάρχουν πια μαίες στα χωριά, η εκδήλωση γίνεται με την εξής λειτουργικότητα.
 Το πρωί της 8ης Ιανουαρίου, η κάθε γυναίκα του χωριού που γέννησε τη χρονιά που πέρασε, επισκέπτεται στο σπίτι της την “Μπάμπω”, φέρνοντας της δώρα, πετσέτα και παπούτσια, για να μπορεί να σκουπίζεται και να τρέχει στα σπίτια, όσων την έχουν ανάγκη. Εκείνη που έχει καλοντυθεί και στολιστεί, ανταποδίδει με κεράσματα κι ευχές. ‘Οταν συγκεντρωθούν όλες οι γυναίκες, φέρνουν τη “Μπάμπω” με πομπή επάνω σε αμάξι ως τη βρύση του χωριού, όπου η κάθε γυναίκα της πλένει τελετουργικά τα χέρια. Ακολουθεί διασκέδαση μόνο των γυναικών με τη “Μπάμπω”, σε ένα καφενείο του χωριού.

Στην περιοχή των Σερρών, το έθιμο μεταφέρθηκε από τις Θρακιώτισσες που μετοίκησαν στον νομό και το διατηρούν εδώ και δεκάδες χρόνια.

Σύμφωνα με αυτό, στις 8 Ιανουαρίου, οι γυναίκες αναλαμβάνουν κυρίαρχο ρόλο, γλεντούν, χορεύουν και πίνουν όλη μέρα, ενώ οι άνδρες μένουν μέσα στα σπίτια και αναλαμβάνουν τον ρόλο της νοικοκυράς. Τη μέρα αυτή αποδίδονται ιδιαίτερες τιμές στη γηραιότερη γυναίκα του χωριού (μπάμπω), που στα ύστερα χρόνια εκτελούσε και χρέη μαμής.

Κατά το δρώμενο, νωρίς το μεσημέρι, οι παντρεμένες γυναίκες του χωριού, με τη συνοδεία ήχων μουσικών οργάνων (παλιότερα με τους ήχους της γκάιντας), μαζεύονται στην κεντρική πλατεία και από εκεί πορεύονται προς το σπίτι της «μπάμπως» για να της προσφέρουν δώρα και να πάρουν τις ευχές της, για μακροζωία και γονιμότητα.  Στη συνέχεια, σχηματίζουν πομπή και οδηγούνται στην πλατεία του χωριού, όπου στήνεται το γλέντι. Καθ’ όλη τη διάρκεια του «ξεφαντώματος» των γυναικών, οι άνδρες δεν επιτρέπεται ούτε να κυκλοφορούν στους δρόμους, αλλά ούτε και να πλησιάσουν τις γυναίκες. Σε περίπτωση που κάποιος θαρραλέος τολμήσει να πλησιάσει, τότε οι γυναίκες τον κυνηγούν, τον καταβρέχουν και προσπαθούν να τού βγάλουν τα ρούχα,τα οποία και στη συνέχεια θα δημοπρατήσουν. Το μεγάλο γλέντι των γυναικών ολοκληρώνεται αργά το απόγευμα με τραγούδια, παραδοσιακά εδέσματα και πολύ κρασί.
    Στις Σέρρες, το έθιμο αναβιώνει από τον Σύλλογο Έγγαμων Γυναικών της Νέας Πέτρας Σερρών και από τον Σύλλογο Γυναικών Μονοκκλησιάς, ενώ το «παρών» στις εκδηλώσεις δίνουν αρκετοί πολιτικοί άρχοντες της περιοχής, που προκειμένου να πλησιάσουν στις εκδηλώσεις, φορούν μαντίλες στο κεφάλι και ποδιές στη μέση. Δεν είναι λίγες δε, οι φορές που οι γυναίκες τους καταβρέχουν και τους αλευρώνουν…

Οι ρίζες όμως του εθίμου πρέπει να αναζητηθούν πολύ πιο παλιά και πιθανόν στην αρχαιότητα. Ίσως ξεκίνησε από τη λατρεία κάποιας αρχαίας θεότητας της γονιμότητας. Οι γυναίκες στην αρχαιότητα πρόσφεραν θυσίες στην Γενετυλλίδα, αττική θεότητα της γονιμότητας του τοκετού, η γιορτή που γινόταν προς τιμή της χαρακτηριζόταν ως γιορτή των γυναικών. Το έθιμο αυτό φαίνεται πως πρωτάρχισε με τιμώμενο πρόσωπο τη μαμή, που αποτελούσε αξιόλογο μέλος της κοινωνίας του χωριού, και από έλλειψη μαμής πιθανόν στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων στη Μονοκκλησιά, τη θέση της πήρε η γεροντότερη γυναίκα του χωριού. Παρόμοια έθιμα με συμμετοχή γυναικών γίνονται και σε άλλα χωριά της Βόρειας κυρίως Ελλάδας.

Κατά τους λαογράφους, το έθιμο έχει αρχαιοελληνική προέλευση και θυμίζει τα “Θεσμοφόρια”, αγροτική γιορτή κατά την οποία οι γυναίκες επικαλούνταν γονιμότητα και ιδιαίτερα τα Αλώα, που γίνονταν την ίδια εποχή (αρχές Ιανουαρίου) στη Θράκη, στα οποία μετείχαν μόνο γυναίκες, οι οποίες πορεύονταν τραγουδώντας άσεμνα τραγούδια, ενώ στα τραπέζια τους είχαν πολύ κρασί και ομοιώματα “μορίων”. Όλα αυτά, ήταν χαρακτηριστικά για όλες τις γιορτές, οι οποίες αποσκοπούσαν στη γονιμότητα των ανθρώπων και των καρπών. Άλλοι ερευνητές συνδέουν το έθιμο της Μπάμπως με τα ορφικά και ελευσίνια μυστήρια. Περισσότερες πληροφορίες δείτε εδώ