Αρχείο κατηγορίας ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ

Βασιλοπιτα: ένα έθιμο με μεγάλη ιστορία!

Η αλλαγή του χρόνου συνοδεύεται πάντα με την κοπή μιας πίτας – ενός γλυκίσματος όπως συνηθίζεται σήμερα – γνωστού σε όλους ως Βασιλοπιτα. Και αλήθεια είναι οτι η Βασιλοπιτα είναι ένα έθιμο που κρατιέται πατροπαράδοτα απο γενιά σε γενιά και δεν νοείται πρωτοχρονιά δίχως την παρουσία της.

Ωστόσο λίγοι γνωρίζουν οτι οι ρίζες του εθίμου αυτού μας οδηγούν στην μακρινή αρχαία Ελλάδα. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας συνήθιζαν σε μεγάλες αγροτικές γιορτές να προσφέρουν άρτους στους Θεούς. Τέτοιες γιορτές ήταν τα Θαλύσια, γιορτή του θερισμού προς τιμήν της Θεάς Δήμητρας όπου προσέφεραν την απαρχή των δημητριακών και έφτιαχναν τον «Θαλύσιο άρτο» και τα Θαργήλια, γιορτή του Απόλλωνα, οπότε έψηναν τον «θάργηλο» ή την «ευετηρία».

Αλλά κατεξοχήν προσφορά άρτου γινόταν στα Κρόνια, γιορτή που τελούνταν την νύχτα της εαρινης ισημερίας (21 Ιουνίου – 12η μέρα του μήνα Εκατομβαιώνος  σύμφωνα με το αρχαίο ημερολόγιο). Η γιορτή αυτή περιλάμβανε ευχαριστήριες θυσίες για το τέλος της συγκομιδής, και κάθε νοικοκυριό θα έπρεπε να προσφέρει ως θυσία στον Κρόνο, άρτο και φρούτα. Για να μνημονευθεί, μάλιστα, η εποχή του χρυσού αιώνα της βασιλείας του Κρόνου (προτού τον εκθρονίσει ο γιος του Ζευς), κατά την οποία μεταξύ των ανθρώπων επικρατούσαν ευδαιμονία και ελευθερία, επέτρεπαν στους δούλους να συμπεριφέρονται ως ελεύθεροι. Την ημέρα αυτή επίσης οι δούλοι θα έπρεπε να κάθονται στο ίδιο τραπέζι με το αφεντικό ως αποζημίωση για τον τόσο κόπο που έκαναν στην συγκομιδή της σοδειάς.

Τα Κρόνια (που κατά παραφθορά μπορούν να γίνουν και Χ-ρόνια) κατά τη ρωμαϊκή εποχή συνδέθηκαν με τον θεό Saturnus, τον αντίστοιχο Θεό του ρωμαϊκού πανθέου και εορτάζονταν στις 17 Δεκεμβρίου με παρόμοιο τρόπο. Η γιορτή αυτή περιλάμβανε δημόσια αργία, καθώς και διάφορα έθιμα, όπως την ανταλλαγή μικρών δώρων ή υπαίθριες αγορές. Είναι ενδιαφέρον οτι την ημέρα της γιορτής και για τις επόμενες τρείς ημερες αναστέλλονταν η απαγόρευση στα τυχερά παιχνίδια, τα οποία επιτρέπονταν ακόμα και για τους δούλους.

Κατά την 21η και την 22α Δεκεμβρίου γινόταν αγορά, στην οποία πωλούσαν αγαλματίδια που ονομάζονταν σιγιλάρια (sigillaria). Σύμφωνα με το έθιμο, οι εορτάζοντες έπρεπε να αγοράζουν τέτοια αγαλματάκια και να τα προσφέρουν στους γνωστούς και φίλους τους, ευχόμενοι «Bona Saturnalia». Οι πλούσιοι μοίραζαν στους φτωχούς γενναία χρηματικά βοηθήματα. Μεταξύ των δώρων ήταν και λαμπάδες, επειδή, όπως πίστευαν, το φως τους ενίσχυε το φως τού ηλίου, το οποίο ελαττωνόταν την εποχή αυτή.

Τις περισσότερες πληροφορίες για τις τελετές των Σατουρναλίων μνημονεύει ο Λατίνος συγγραφέας του 5ου μΧ αιώνα Μακρόβιος στο έργο του «Saturnalia». Τα Σατουρνάλια διατηρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα, οπότε καταργήθηκαν υπό την επίδραση του Χριστιανισμού. Ωστόσο, πολλά από τα έθιμά τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαιξία κ.ο.κ.) διατηρήθηκαν και μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς.

Για να πάμε τώρα στη Βασιλόπιτα. Η πίτα αυτή, που ανήκει στα αγροτικά ελληνικά έθιμα σχετίζεται με τον Μέγα Βασίλειο γι αυτό και φέρει το όνομά του. Η παράδοση λέει οτι στην πόλη Καισάρεια όπου ήταν επίσκοπος ο Μέγας Βασίλειος ένας σκληρός έπαρχος της Καισαρείας, επέβαλε βαρύτατους φόρους για να αγοραστούν πολεμικά εφόδια εκείνης της εποχής για την αυτοκρατορία ή για να εξαγοραστούν αιχμάλωτοι πολέμου.

Μη έχοντας οι κάτοικοι να πληρώσουν, κατέφυγαν στον επίσκοπό τους. Τότε ο Άγιος τους προέτρεψε να μαζέψουν όλα τα κοσμήματα των γυναικών τους και να τα βάλλουν σε ένα κιβώτιο.

Ύστερα από λίγες μέρες, ο Άγιος πήρε το κιβώτιο με τα κοσμήματα και πήγε στον έπαρχο για να τα παραδώσει. Ο έπαρχος όμως δεν τα πήρε, Η μία έκδοση λέει ότι ντράπηκε μπροστά στην αγιότητα και στην μεγάλη αυτή μορφή του Μεγάλου Βασιλείου, και η άλλη εκδοχή λέγει ότι δεν τα δέχτηκε επειδή εν τω μεταξύ είχαν απελευθερωθεί οι αιχμάλωτοι. Είτε το ένα ισχύει είτε το άλλο, πάντως τα κοσμήματα επεστράφησαν.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου ένας αχόρταγος στρατηγός – τύραννος της περιοχής, ζήτησε κάποια μέρα να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης αλλιώς θα την πολιορκούσε για να τη λεηλατήσει.

Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία. Τότε ο Άγιος παρακάλεσε τους χριστιανούς να φέρουν απο τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν για να γλιτώσουν την πόλη τους και ο κόσμος τα έφερε και τα μάζεψε σε ένα σωρό. Κάλεσε λοιπον ο Μέγας Βασίλειος το στρατηγό και του τα πρόσφερε.

Αλλά όμως εκεί που πήγε να βάλει χέρι ο αχόρταγος δυνάστης πάνω στα κοσμήματα του κόσμου, φάνηκε μια  λάμψη και αμέσως μετά ένας λαμπρός καβαλάρης όρμησε με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας.

Όπως και να έχει το πράγμα ο Μέγας Βασίλειος τελικά βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να δώσει πίσω τα χρυσαφικά στους κατοίκους της Καισάρειας και να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αλλά πώς θα ήξερε σε ποιόν ανήκε τι; Προσευχήθηκε λοιπόν και μετά κάλεσε τις γυναίκες να ζυμώσουν όλες από ένα ψωμάκι. Μέσα στον καθένα άρτο έβαζε και ένα χρυσαφικό. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε τυχαία, σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Η παράδοση λέει οτι κατά θαυμαστό τρόπο καθένας πήρε ο,τι πραγματικά του ανήκε.

Εις ανάμνηση της ιστορίας αυτής και σήμερα στην Βασιλόπιτα κρύβουμε ένα νόμισμα που θεωρείται γούρι και τύχη για αυτόν που θα το κερδίσει. Η λέξη «γούρι» θεωρείται πως προέρχεται από το λατινικό augurium (του ρήματος auguro = αυξάνω), που σημαίνει οιωνός ή και από τη τουρκική λέξη uğur. Γενικά το νόμισμα θεωρείται αντιβασκάνιο φυλαχτό και ιδίως αν είναι κωνσταντινάτο.

Παλιότερα στη Βόρεια Εύβοια μέσα στην Βασιλόπιτα έκρυβαν τρια κλαδάκια. Ένα απο αμπέλι, ένα απο στάχυ και ένα απο πουρνάρι. Σε όποιον τύχαινε το κλαδάκι αμπελιού έλεγαν θα γινόταν καλός αμπελουργός, αυτός με το στάχυ, καλός γεωργός, και εκείνος που θα πετύχαινε το πουρνάρι, καλός τσοπάνος.

Οι λαογράφοι συνδέουν επίσης τη βασιλόπιτα με τα «μελίπηκτα» τις αρχαίες προσφορές τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας και της καλής τύχης. Σε αυτή  τους την άποψη συνεπικουρεί ο τρόπος κοψίματος της Βασιλόπιτας απο τον πατέρα- αρχηγό της οικογένειας αφού πρώτα τη σταυρώσει με το μαχαίρι και ευχηθεί καλή χρονιά. Τα πρώτα κομμάτια είναι του Χριστού, της Παναγίας, του Αγίου Βασίλη, του σπιτιού (το πνεύματα της οικίας), του φτωχού, (των μαγαζιών, των κτημάτων και των ζώων αν υπάρχουν) και μετά ακολουθούν τα μέλη της οικογένειας με τη σειρά και οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι.

Σας εύχομαι καλή χρονιά με υγεία , χαρά και κάθε καλό!

Πηγες

https://www.sansimera.gr/articles/1029

https://www.youweekly.gr/article/weird/163823-i-istoria-tou-polipothitou-flouriou-sti-vasilopita

http://www.gorgopotamosvillage.gr/laografia/protoxronia/basilopita.htm

https://www.ekklisiaonline.gr/nea/agios-vasilios-1-ianouariou-i-zoi-to-ergo-tou-ke-i-vasilopita-tin-protochronia/

https://www.achaianews.gr/news/61-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-2/32737-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%AD%CF%81%CF%87%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BB%CF%8C%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%82

Advertisement

Το θρηνητικό μοιρολόι της Παναγίας: μια πανελλήνια παράδοση

Το Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγιάς είναι ένα εντυπωσιακό μακροσκελέστατο ποίημα, που το συναντάμε σε περίπου 256 παραλλαγές σε όλη την Ελλάδα και χρονολογείται περίπου απο τον 14ο – 15ο αιώνα. Προσεγγίζοντας το μαρτύριο του Θεάνθρωπου Ιησού με μια μοναδική ευαισθησία, το στιχούργημα αυτό αποτελεί έναν επιτάφιο θρήνο που περιγράφει κυρίως την άφατη θλίψη της Παναγίας για την άδικη σταύρωση του Μονογενή Της. Μέσα απο αυτό οι γυναίκες συμπαραστέκονται στην Παρθένο και ακολουθούν το Χριστό σε όλη την πορεία του απο το δικαστήριο εμπρός στον Πιλάτο μέχρι την Ανάσταση. Συνήθως τραγουδιέται απο γυναίκες μετά την ακολουθία της Σταύρωσης τη Μεγάλη Πέμπτη, όταν οι γυναίκες μένουν στην εκκλησία να «ξενυχτίσουν το νεκρό» ή μπροστά απο τον επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή.

Αν και υπάρχουν κατά τόπους διαφορές, σε επί μέρους στοιχεία του τραγουδιού ή στη μελωδική του εκφορά, η δομή και η φόρμα του Μοιρολογιού καθώς και η λειτουργία του παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Πόντο και την Κύπρο. Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με πληροφορία που καταγράφεται στο βιβλίο του Samuel Baud-Bovy (Δοκίμιο για το Ελληνικό Τραγούδι, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1984), ακόμη και  «τουρκόφωνοι Χριστιανοί, οι Καππαδόκες από τα Φάρασα και τα Σύλατα τραγουδούσαν στη  τουρκική γλώσσα το Μοιρολόϊ της Παναγίας .Κάποιοι θεωρούν το μοιρολόι της Παναγίας σαν τα θρηνητικά κάλαντα της Μ. Παρασκευής. Στην Σκιάθο το λένε την Μεγάλη Πέμπτη ομάδες παιδιών, που γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας καλαμένιους σταυρούς στολισμένους με λουλούδια της άνοιξης. Στο Παλαιοχωρι της Λέσβου παλιά θεωρούσαν καλό να λένε το μοιρολόι της Παναγιάς τρεις φορές τη μέρα, όλη τη Σαρακοστή. «Έκαναν τις δουλειές τους το βράδυ κι έλεγαν της Παναγιάς το καταλόγι, πολλές φορές δακρύζοντας για τον πόνο της Μάνας του Χριστού»

Ο Φώτης Κόντογλου σε κείμενό του με τίτλο «Σήμερον κρεμάται», παραθέτει αυτούσια την πιο γνωστή και διαδεδομένη παραλλαγή του Μοιρολογιού της Παναγίας :

Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον εσταυρώσανε,
τον πάντων βασιλέα.
Σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
οι τρισκαταραμένοι.


Σαν κλέφτη τον επιάσανε
και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον τυραγνάνε.
Κι’ η Παναγιά η δέσποινα
κ’ οι άλλες οι γυναίκες
έπιασαν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι.

Το μονοπάτι τς’ έβγαλε
μεσ’ στου ληστή την πόρτα.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηρά και δεξιώτερα
βλέπει τον Άγιο Γιάννη
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε
και βαπτιστή του γυιού μου
μην είδες τον υιγιόκα μου
και σένα δάσκαλό σου;
-Δεν έχω γλώσσα να σου πω
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο,
για να σού τονε δείξω.


Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,
τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτημένο;
Οπούναι τα ματάκια του
ραμμένα με μετάξι,
κι οπού φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γυιόκας σου
και μένα δάσκαλός μου.

(περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ – Η δοκιμασία του λογικού, Εκδόσεις Αρμός 2001, σελ. 90-92)

Μια δεύτερη παραλλαγή είναι και η παρακάτω που καταγράφηκε από τον Χρόνη Αηδονίδη

Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ οι τρισκαταραμένοι

για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι

να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.

Κι’ η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.

Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:

-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες,

το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε

και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.

-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.

Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.

-Συ Φαραέ, που τά ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.

-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,

το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,

να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.

Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,

σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο

για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.

Κι’ όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι’ όταν της ηρθ’ ο νους της,

ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,

ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.

-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες

Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.

Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κύρά μ’ ανέση.

-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,

που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.

Κι’ η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα

και του Ιακώβου η αδερφή, κι’ οι τέσσερες αντάμα,

επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι

και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.

-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.

Κι’ η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,

τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,

Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,

μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,

δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.

Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,

οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,

οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;

Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!

Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.

-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;

-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·

μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,

που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,

τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,

σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.

Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,

κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,

Παράδεισο και λίβανο απ’ τον Άγιο Τάφο.

Το μοιρολόι της Παναγίας στην Κοπάνη Ιωαννίνων

Η ποντιακή εκδοχή

Δέντρον, δέντρον ξεφάντωτον,
δέντρον ξεφαντωμένον,
σην κόρφαν κάθεται ο Χριστόν,
σην ρίζα η Παναϊα,
σ’ άκρας κάθουν οι άγγελοι,
σα φύλλα οι προφητάδες
κι έψαλλ’ναν κι επροφήτευαν
και του Χριστού τα πάθη.

Ψάλλ’ ο Μωυσής, ψάλλ’ ο Δαβίδ,
ψάλλ’νε κι οι προφητάδες,
ψάλλε κι εσύ Ιάκωβε
και αδελφέ Κυρίου,
ψάλλε κι εσύ Παράδεις
μετά των αρχαγγέλων.
Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρ’ ημέρα,
σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλα
οι τρισκαταραμμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστόν
τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε
να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν
για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγία η Δέσποινα
καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε
για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού
κι απ’ αρχαγγέλου στόμα,
σώνουν, κυρά μου, οι προσευχές,
σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε
και σου χαλκιά τον πάνε.
Καρφιά, χαλκιάντ’, φκιάσατε δυο,
καρφιά, φκιάσατε πέντε,
βάλτε τα δυο σα χέρα του
και τ’ άλλα δυο σα πόδα,
το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε το σην καρδάν του.
Ένας Υιός μονογενής
κι ατός έν’ καρφωμένος,
ένας Υιός μονογενής
κι ατός έν’ σταυρωμένος.
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά
λιγοθυμά και ρούζει,
σταμνί νερό της ρίξανε,
τρία κανάται μόσκον,
αλείφ’ν ατέν ροδόσταγμαν,
΄κι έρται ο λογισμός ατ’ς…

Δείτε κι εδώ για την Κεφαλλονιά 

Η ιδέα για να σας παραθέσω κάποια στοιχεία για την συγκεκριμένη παράδοση υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μου αλλά έγινε πράξη με αφορμή τη χτεσινή βιντεοανάρτηση από φίλο στο FACEBOOK, χορωδίας γυναικών απο το χωριό Σχοινάς του Ρουμλουκιού, που συνεχίζουν να προσφέρουν στο Χριστό ως μυροβόλο θυμίαμα το υπέροχο αυτό μοιρολόι. Συγχαρητήρια σε όλους και όλες που κρατούν ζωντανή την παράδοση αυτή και την συνεχίζουν! Καλή Ανάσταση!

Δείτε και άλλα στοιχεία για το Μοιρολόι της Παναγίας και τις επιρροές του από τα βυζαντινά κείμενα 

πηγές:

http://users.sch.gr/aiasgr/Theotokos_Maria/Ymnoi/To_moiroloi_ths_Panagias.htm

http://www.dogma.gr/ellada/simera-mavros-ouranos-to-moiroloi-tis-panagias-video/2990/

https://www.sansimera.gr/articles/584/175

http://dyosmaraki.blogspot.gr/2010/04/blog-post.html

Το μπουρανί: ένα έθιμο της Καθαρής Δευτέρας απο τον Τύρναβο.

Ένα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή έθιμα της Καθαρής Δευτέρας τελείται στον Τύρναβο της Θεσσαλίας και ονομάζεται μπουρανί. Τις πρωινές ώρες, διάφορες ομάδες που ακόμα γιορτάζουν, ανάβουν μια φωτιά στη μέση της πλατείας ή σ’ ένα σταυροδρόμι και βράζουν σε μια μεγάλη χύτρα το μπουρανί, το φαγητό της Καθαρής Δευτέρας. Πρόκειται για μια χορτόσουπα που γίνεται χωρίς λάδι, με σπανάκι και λίγο ρύζι, στην οποία ρίχνουν και λίγο ξύδι για να νοστιμίσει. Ενώ το μπουρανί βράζει πάνω στη φωτιά, η συντροφιά συνεχίζει το γλέντι της, πίνοντας και τραγουδώντας διάφορα άσεμνα τραγούδια ή πειράζοντας όποιον διαβάτη τύχει να περνάει από εκεί ή ακόμα πειράζοντας ο ένας τον άλλο.  Πολλοί από τους άντρες που συμμετείχαν σ’ αυτό το τελετουργικό κρατούσαν στα χέρια τους φαλλούς σαν σκήπτρα και ήταν κατασκευασμένα από ξύλο ή πηλό ή ακόμα και από ψωμί και που αποτελούσαν το κυριότερο τελετουργικό σύμβολο. Στο έθιμο αυτό συμμετείχαν αυστηρά μόνο άντρες ενώ οι γυναίκες απείχαν, ίσως για λόγους σεμνοτυφίας λόγω των φερόμενων φαλλικών συμβόλων. Γυναικόπαιδα όμως παρακολουθούσαν τα δρώμενα καθώς επίσης και πλήθη επισκεπτών από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Όταν τελειώσει το μαγείρεμα του μπουρανιού, το παίρνει η συντροφιά και πηγαίνει στην εξοχή όπου συνεχίζουν με αμείωτο κέφι το γλέντι τους.

Τα πρώτα στοιχεία για την τέλεση των αποκριάτικων εκδηλώσεων στον Τύρναβο χρονολογούνται γύρω στο 1898.

Για την προέλευση του, υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή αναφέρει πως το έθιμο έχει βαθιές ρίζες στις Διονύσιες τελετές, τα Θεσμοφόρια, τα Αφροδίσια, τα Θαργήλια. Η δεύτερη ότι προέρχεται από Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στον Τύρναβο γύρω στο 1770, λίγο πριν τα Ορλωφικά.

Η Αποκριά εορτάζεται με έναν πρωτότυπο αλλά και τολμηρό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το έθιμο είχε απαγορευθεί πολλές φορές, για να καθιερωθεί το 1980. Το «Μπουρανί», είναι ένα αποκριάτικο φαλλικό δρώμενο. Οι κάτοικοι του Τυρνάβου γιορτάζουν κάθε χρόνο τη γονιμότητα της γης, υμνούν τη φύση και την ευχαριστούν για τους καρπούς της. Πώς έφτασε στον Τύρναβο; Το χωριό Ζάρκο, πριν από περίπου 70-80 χρόνια ήταν ο ιδανικός προορισμός των Βλάχων της Αβδέλλας Γρεβενών, για να κατοικήσουν τον χειμώνα (περίπου 200-400 άτομα). Αρκετοί ήταν αυτοί που εγκαταστάθηκαν γρήγορα στο χωριό, όμως όσο αυξανόταν ο αριθμός τους, οι ντόπιοι κάτοικοι του Ζάρκου άρχισαν να έρχονται καθημερινά σε αντιπαράθεση μαζί τους (πολλοί από αυτούς Σαρακατσαναίοι). Ώσπου μέσα σε λίγα χρόνια, οι Ζαρκινοί έδιωξαν όλους τους Αβδελλιώτες (όχι όμως όλους του Βλάχους) από το χωριό. Η ιστορία λέει, πως οι Αβδελλιώτες πήγαν στον Τύρναβο και πήραν μαζί τους και το έθιμο της Καθαράς Δευτέρας, κάνοντάς το γνωστό σε όλη την χώρα ως αντίποινα για τον διωγμό τους.

Παλαιότερα, όταν επέστρεφαν από την εξοχή, έχριζαν κάποιο άτομο από την παρέα τους Βασιλιά και του έβαφαν το πρόσωπο μαύρο, του τοποθετούσαν στο κεφάλι ένα φέσι και με σοβαρότητα άρχιζε να δικάζει και να επιβάλλει πρόστιμα. Μετά τον έβαζαν ανάποδα πάνω σ’ ένα γάιδαρο, του έδιναν να κρατάει την ουρά του και τον περιέφεραν στην πόλη με διάφορες άσεμνες πράξεις και λόγια κρατώντας στα χέρια τους φαλλούς πήλινους, ξύλινους ή από καρότα. Τελικά, το βράδυ μετέφεραν το Βασιλιά σε κάποιο λάκκο με νερό, όπου και τον έριχναν μέσα.

Αν θέλετε να φάτε κι εσείς το μπουρανί του Τυρνάβου η συνταγή βρίσκεται εδώ

πηγές

http://news247.gr/eidiseis/koinonia/mpoyrani-to-dionysiako-ethimo-h-giorth-toy-fallou-poy-epiviwnei-apo-thn-arxaiothta-ston-turnavo.4549532.html

http://www.trikalanews.gr/events___ekdiloseis/to_ampourania_sto_zarko_trikalon.html (πηγή και της φωτογραφίας)

https://www.newsbeast.gr/travel/destinations/arthro/791402/ta-prohorimena-ethima-tou-turnavou

Μαντεία με τη ρίψη ενός κόκκου σιταριού (ριχτάρι) από την Αμοργό

Η μαντεία ήταν στενά συνδεδεμένη με την ελληνική παραδοσιακή κοινωνία. Στην Αμοργό λοιπόν ο Γ. Α. Μέγας μας αναφέρει οτι υπήρχε ένας τρόπος μαντείας του μέλλοντος με τη βοήθεια ενός «ριχταριού». Αυτό περιλάμβανε μια «σκάρα»  με αριθμούς που είχε τόσα κουτάκια (σπιτόπουλα), όσες και απαντήσεις παρμένες απο διάφορα χωρία του ευαγγελίου που καθοδηγούσαν τυχαία τον ενδιαφερόμενο στο τι έπρεπε να πράξει.

Χωρίς τίτλο

Πριν ξεκινήσει την διαδικασία ο ενδιαφερόμενος απήγγειλε ορισμένα τροπάρια και μετά για να δούμε τι λέει ο Γ.Α. Μέγας…

Χωρίς τίτλο

 

Για να δείτε το «ριχταρι» και τις πιθανές απαντήσεις που λάμβανε ο ενδιαφερόμενος διαβάστε όλο το άρθρο πατώντας εδώ

Η λαϊκή λατρεία της Αγίας Μαρίνας

Περιδιαβαίνοντας στο διαδίκτυο και ψάχνοντας άλλο θέμα βρήκα αυτή την εξαιρετική εργασία της Αννας Γουήλ-Μπαδιεριτάκη για την λαϊκή λατρεία που συνδέεται με το πρόσωπο της Αγίας Μαρίνας και σας την παραθέτω σήμερα που είναι η εορτή της Αγίας.

17_marina

Η σύνδεση του ονόματος της Αγίας Μαρίνας με το ρήμα «μαραίνω» εξαιτίας της συνηχήσεως , ήταν αιτία η Αγία να συνδεθεί με την ίαση διαφόρων νόσων που χρειάζονταν να «μαραθούν» όπως ο ερυσίπελας. Επίσης η σύμφωνα με το βίο της πάταξη του σατανά με το σφυρί της έδωσε μεγάλη χάρη στο να μεσιτεύει για την θεραπεία των δαιμονιζομένων. Στο άρθρο θα δείτε πολλές ακόμη παραδόσεις απο όλη την Ελλάδα που αναφέρονται στην Αγία.

Καλή ανάγνωση!

Δείτε το αρχείο σε αυτό το σύνδεσμο.

Ο Αη-Γιάννης, η ρίγανη, οι φωτιές, ο κλήδονας και άλλα έθιμα

Από τα αρχαία χρόνια υπήρχαν διάφορα έθιμα που είχαν σχέση με τις θερινές τροπές του ηλίου και που αργότερα πέρασαν στο Χριστιανικό κόσμο και συνδέθηκαν με το Γενέθλιον Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν έξι μήνες μεγαλύτερος από το Χριστό. Αφού λοιπόν η Εκκλησία όρισε τη γέννηση του Θεανθρώπου στις 25 του Δεκέμβρη, δηλαδή στις χειμερινές τροπές του ηλίου, επόμενο ήταν το Γενέθλιον του Ιωάννη του Προδρόμου να συμπέσει στις 24 του Ιουνίου, δηλαδή στις θερινές τροπές του ηλίου. Έτσι διατηρήθηκαν ορισμένες συνήθειες που έχουν σχέση με το θερινό ηλιοτρόπιο και την αντίληψη ότι κάτι συμβαίνει στον ήλιο αυτή την ημέρα και μας επηρεάζει.

Την παραμονή της γιορτής του Αϊ Γιάννη Ιωάννη, αναβιώνει και το γνωστό έθιμο με τις φωτιές: Στην πλατεία ή σε γειτονιές του χωριού στήνεται μια μεγάλη φωτιά πάνω από την οποία πηδάνε όλοι οι κάτοικοι. Σύμφωνα με την παράδοση, η φωτιά, επιφέρει την κάθαρση και οι άνθρωποι απαλλάσσονται από το κακό. Οι φωτιές που έβαζαν στους δρόμους της γειτονιάς στη γιορτή του Αγιαννιού, στις στάνες οι τσοπάνηδες και στα ψαρολίμανα ή στα ακρογιαλιά οι ψαράδες έπνιγαν με τον καπνό κάθε επιβλαβές έντομο και απομάκρυναν κάθε ερπετό, ζωύφιο ή παράσιτο.
Τις φωτιές που άναβαν στον Κλήδονα τις πηδούσαν τρεις φορές από πάνω προς την ίδια κατεύθυνση.

ce9f20ce9ace9bce97ce94ce9fce9dce91cea320cea3cea5ce97ce9d20ce9acea9ce9cce99ce91ce9ace9720021
Το νόημα εδώ της φωτιάς είναι «διαβατήρια» διότι περνάμε από την μια ηλιακή περίοδο στην άλλη. Στην αρχή πηδούσαν την φωτιά οι πιο τολμηροί και καθώς χαμήλωνε περνούσαν ο γυναίκες και τα παιδιά. Περνώντας από την φωτιά έλεγαν οι πρόγονοι μας: «έμπα καλοχρόνε και έβγα κακοχρόνε» ή «αφήνω τον κακό τον χρόνο και μπαίνω στο καλλίτερο».
Το πέρασμα πάνω από την φωτιά απέβλεπε και στην υγεία και την σωματική ενδυνάμωση. Επίσης επικαλούνταν τον Άγιο να τους βοηθήσει ή να τους θεραπεύσει, λέγοντας «Άγιε μου Γιάννη το κεφάλι μου να γιάνει» ή «σίδερο η μέση μου πέτρα το κεφάλι μου» για να αντέχουν στις κακοτυχίες του καλοκαιριού. Και οι τσοπάνηδες άναβαν φωτιές στις στάνες και όταν χαμήλωνε εντελώς η φωτιά οδηγούσαν τα ζώα των να περάσουν πάνω από αυτή.
Στις φωτιές του Αγιαννιού έκαιγαν τα βάγια, τα μαγιοστέφανα, τα σταυρολούλουδα και ότι ήταν σεβαστό όπως φωτογραφίες και καταστραμμένες εικόνες.

Επίσης ο Αϊ Γιάννης αποκαλείται και Ριγανάς, επειδή την ημέρα αυτή έβγαιναν και μάζευαν ρίγανη, η οποία έπρεπε να συλλεχθεί πρωί πρωί, πριν από την ανατολή του ηλίου, αφού πίστευαν, ότι έτσι είχε μαγική δύναμη.

Την ρίγανη αυτή την έπλεναν στο ποτάμι ή στη βρύση και την πήγαιναν στο σπίτι και την κρεμούσαν σ’ ένα σημείο που να φαίνεται επάνω από την πόρτα ή το χαγιάτι για να το βλέπει όποιος πήγαινε στο σπίτι, για να μην το βασκάνει,  δηλαδή έδιωχνε την βασκανία.

Πίστευαν επίσης πως η ρίγανη αυτή είχε και θεραπευτικές ιδιότητες σε διάφορα νοσήματα όπως πόνους στην κοιλιά, κρύωμα, πόνους στο αναπνευστικό κλπ. Η ρίγανη αυτή έμενε εκεί κρεμασμένη  μέχρι τον επόμενο χρόνο του Αγίου Ιωάννη. Δεν την χρησιμοποιούσαν στα φαγητά,  γιατί ήταν άψητη, δηλαδή δεν είχε βγάλει λουλούδι ούτε είχε καρπίσει, δεν είχε ωριμάσει. Τον Αλωνάρη, δηλαδή τον Ιούλιο μάζευαν τη ρίγανη που χρησιμοποιούσαν σαν μυρωδικό  στα φαγητά.  Το πρωί, επίσης πήγαιναν  όλοι στην εκκλησία εάν βέβαια είχε παπά  το χωριό γιατί οι παπάδες ήταν λίγοι.

Λέγεται ακόμη τ’ Αη-Γιάννη του Ριγολόγου, γιατί σε παλιότερες εποχές την περίοδο αυτή θέριζε η ελονοσία (ο “ρίγος”). Λέγεται πως όποιος δεν τηρούσε τη νηστεία την ημέρα της γιορτής του Αγίου, “τον έπιανε ρίγος”.

Ο Άι-Γιάννης λέγεται και Ριζικάρης αφού η παράδοση λέει ότι φέρνει τύχη και γι’ αυτό έπρεπε από την παραμονή οι κάτοικοι του χωριου να έχουν τακτοποιήσει όλες τις οικιακές δουλειές τους.

Το βράδυ της 23ης Ιουνίου, παραμονή του Αϊ-Γιάννη, ή στις 24 Ιουνίου, σε πολλά μέρη στην Ελλάδα τελούν το πατροπαράδοτο έθιμο του κλήδονα. Η λέξη «ο κλήδονας» παράγεται από την αρχαία λέξη «η κληδών», η οποία αναφέρεται στον Παυσανία (Βοιωτικά), Όμηρο κ.α. Κληδών ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, το μαντικό σημάδι και κατ’ επέκταση το άκουσμα του οιωνισμού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.

Σύμφωνα με ορισμένους η λέξη «Κλήδωνας» προέρχεται από τη λέξη κλειδί που ανοίγει και κλείνει το κουτί της τύχης. Ωστόσο η σωστή προέλευση της είναι από την αρχαία λέξη «κλήδων» (με ήτα) που στον Όμηρο σημαίνει μαντικό σημάδι, προφητεία. Άλλο οι λέξεις «κλειδί, κλειδώνω κ.α.» και άλλο οι λέξεις «κληδών, κλήδονας κ.α.» Απλώς και οι δυο ομάδες αυτές των λέξεων έχουν πρόγονο την αυτή ρίζα, την ρίζα «κλε-», πρβ και: «κλείθρον = αττικά κλήθρον», κλείς = ιωνικά κληίς. Παράβαλε επίσης ότι: Κλειώ – κλείζω = εγκωμιάζω (από το κλέος) και κληδών ή κλεηδών ή κληηδών (από το κλέος και άδω) κ.α. = φημί ή καλέω, διαλαλώ, εγκωμιάζω κ.α.. Παράγωγα: κληδονίζω = μαντευομαι, κληδόνισμα = σημείο, οιωνός κ.α.

ce9ace9bce97ce94ce9fce9dce91cea3

Σε όλη την Ελλάδα σχεδόν,  το βράδυ της παραμονής, οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου αναθέτουν σε κάποια ή σε κάποιες από αυτές να φέρουν από το πηγάδι ή την πηγή, ή σήμερα τη δημόσια βρύση, το «αμίλητο νερό». Η κοπέλα που θα πάει πρέπει να μη μιλήσει καθόλου όσο θα παίρνει και μέχρι να φέρει το νερό στο συμφωνημένο μέρος. Επιστρέφοντας στο σπίτι όπου τελείται ο κλήδονας, το νερό μπαίνει σε πήλινο δοχείο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο δικό της (μήλο πράσινο ή κόκκινο, κόσμημα, κλειδί κ.α.), το λεγόμενο ριζικάρι. Στη συνέχεια το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα, το οποίο δένεται γερά με ένα κορδόνι , «κλειδώνεται» με κλειδωνιά σε κάποιες περιοχές και τοποθετείται σε ταράτσα ή αυλή ή άλλο ανοιχτό χώρο. Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα, «να το δούνε τ’άστρα». Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα σπίτια τους.

Ανήμερα του Αϊ-Γιαννού, αλλά πριν βγει ο ήλιος -ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων-, η υδροφόρος νεαρή της προηγουμένης φέρνει μέσα στο σπίτι το αγγείο. Το μεσημέρι, ή το απόγευμα, συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες. Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δύο φύλων, καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας. Ένας νέος ή νέα, κατά προτίμηση ελεύθερος-η, πριν ξεσκεπάσει το αγγείο έλεγε: «Ανοίγουμε τον κλήδονα με του Αγιαννιού τη χάρη και ο οποίος έχει ριζικό να έρθει να το πάρει».

Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η υδροφόρος νεαρή ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο «ριζικό» κάθε κοπέλας και μια άλλη, κάποια που έχει ποιητικό ή μαντικό ταλέντο απαγγέλει ταυτόχρονα τυχαίες μαντινάδες. Σχετικά πρόσφατα χρησιμοποιούσαν τα στιχάκια απο παλιά ημερολόγια.  Η μαντινάδα που αντιστοιχεί στο αντικείμενο (ριζικάρι) της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνάει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη.

Προς το σούρουπο, όταν τελειώσει η μαντική διαδικασία, η κάθε κοπέλα γεμίζει το στόμα της με μια γουλιά αμίλητο νερό και στέκεται μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, ή πηγαίνει αμίλητη στο δρόμο έως ότου ακούσει το πρώτο ανδρικό όνομα. Αυτό πιστεύεται ότι θα είναι και το όνομα του άνδρα που θα παντρευτεί.
Μετά που θα βγουν όλα τα ριζικάρια από το υδροφόρο αγγείο, η υδροφόρος νεαρά χύνει το νερό του αγγείου μέσα σε ένα πηγάδι σταυρωτά και στη συνέχεια το σκεπάζει με ένα κόκκινο πανί. Το μεσημέρι ή τα μεσάνυκτα οι κοπέλες, ενίοτε και νεαροί, σηκώνουν προσεκτικά το πανί, ώστε να μη δει φως το νερό του πηγαδιού, και βάζουν μέσα το κεφάλι τους. Συνάμα η υδροφόρος με ένα καθρέπτη κατεβάζει τις ακτίνες του ήλιου ή του φεγγαριού μέσα στο πηγάδι και οι κοπέλες ρίχνοντας με ειδικό τρόπο μια – μια τα ριζικάρια τους μέσα στο πηγάδι και εκεί στα κύματα του νερού του πηγαδιού οι παριστάμενοι βλέπουν υπερφυσικά ή μεταφυσικά φαινόμενα, τα οποία επεξηγούν μετά οι μεγαλύτερες και μυημένες γυναίκες, όπως επίσης και αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή το πρόσωπο που θα παντρευτούν κ.α.

Λέγεται επίσης ότι ανάλογο με το πρώτο πρόσωπο που θα δουν αυτοί που είχαν σκύψει το πηγάδι μετά που θα βγάλουν έξω το κεφάλι τους, ανάλογο θα είναι και π.χ. το παιδί που θα γεννηθεί, δηλαδή αν δουν άντρα, αγόρι θα είναι το παιδί που θα γεννήσει μια γυναίκα έγκυος, ή το ίδιο όνομα θα έχει εκείνος που θα παντρευτούν κ.τ.λ.

Σημειώνεται ότι:
α) Όσοι παρακολουθούν την εν λόγω ιεροτελεστία πρέπει λέει να είναι με αυτοσυγκέντρωση, αλλά και μύηση, γιατί υπάρχουν και μυστικά για την παρούσα ιεροτελεστία.
β) Αν το πηγάδι δεν έχει καθάριο και πόσιμο νερό δεν γίνεται να γίνει κλήδονας

Παρόμοια διαδικασία γινόταν και στον Πόντο. ενώ στη Στενήμαχο είχαν μια επιπλέον λεπτομέρεια, τη νυφούλα Καλλινίτσα που τραβούσε τα ριζικάρια

Στην Κεφαλονιά έπαιρναν αμίλητο νερό και έχυναν μέσα λιωμένο μολύβι- μέταλλο. Όπως έπεφτε το λιωμένο μολύβι μέσα στη λεκάνη με το κρύο νερό, κρύωνε απότομα και έπαιρνε διάφορα σχήματα. Η παλιότερη, η γηραιότερη από την παρέα των κοριτσιών, η «εξηγήστρα», μελετούσε τα σχήματα και έδινε διάφορες εξηγήσεις, δηλαδή καταλάβαινε ποια θα είναι τα μελλούμενα του κοριτσιού που του είχαν ονοματίσει «τη ριξιά» του μολυβιού

ΙΣΤΟΡΙΑ – ΑΡΧΑΙΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Ο Κλήδωνας είναι ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Στην εποχή του Ομήρου, χρησιμοποιούσαν τη μαγεία του Κλήδωνα για να μαντέψουν τα μελλούμενα. Ο Παυσανίας (Βοιωτικά, 11, 7), σχετικά με τον κλήδονα, αναφέρει τα εξής: «Στη συνέχεια του Ηρακλείου (της Θήβας) υπάρχει γυμνάσιο και στάδιο, που και τα δυο έχουν το όνομα του Θεού. Πέρα από το Σωφρονιστήρα λίθο υπάρχει βωμός του Απόλλωνα του επονομαζόμενου Σποδίου. Ο Βωμός του Απόλλωνα σχηματίστηκε από τη στάχτη των σφαγίων. Εδώ συνηθίζεται μαντική από κληδόνων («μαντική δε καθέστηκεν αυτόθι από κληδόνων»), την οποία ξέρω ότι τη χρησιμοποιούν οι Σμυρνιοί περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες και οι Σμυρνιοί έχουν πάνω από τη πόλη, έξω από το τείχος, ιερό των κληδόνων («κληδόνων ιερόν»). Παλιά οι Θηβαίοι θυσίαζαν ταύρους στον Σπόδιο Απόλλωνα». Στα χρόνια του Βυζαντίου συναντάμε το έθιμο σαν λατρεία του Ήλιου. Φωτιές ανάβονται και ο λαός πηδά πάνω απ΄ αυτές για να εξαγνίσει το κακό, όπως και σήμερα. Με τα χρόνια ο Κλήδωνας χάνει το χαρακτήρα της γενικής μαντικής και περιορίζεται στους ερωτικούς χρησμούς. Η θεά Κλήδωνα αποσύρεται σιωπηλά και δίνει τη θέση της στον Αϊ Γιάννη, του οποίου τη χάρη επικαλείται ο λαός.

Στους βυζαντινούς χρόνους, όπως αναφέρεται στο «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» του Φ.Κουκουλέ στο κεφάλαιο για το 12ο αιώνα (τόμος Α2, σ. 170, Αθήνα, 1948), την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε κάποιο σπίτι ή στη γειτονιά, όπου γινόταν τραπέζι σαν να επρόκειτο για γαμήλιο δείπνο. Εκεί παρευρισκόταν κάποιο νεαρό κορίτσι ντυμένο νύφη. Στο τέλος της βραδιάς, ο κάθε παριστάμενος έριχνε ένα αντικείμενο σε ειδικό αγγείο με νερό, από όπου το ανέσυρε στη συνέχεια η «νύφη» υπό μορφήν κλήρου ως απάντηση στην ερώτηση του καθένα για το τι επιφύλασσε το μέλλον.

Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει αφενός ότι ο κλήδωνας και οι μαντείες υπήρχαν επί εποχής εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο, ήτοι το 1500 π.Χ., και αφετέρου ότι είναι πράξεις καταδικαστέες, πρβ: «τα γαρ έθνη ταύτα, ους συ κατακληρονομείς αυτούς, ούτοι κληδόνων και μαντειών ακούσονται, σοι δε ουχ ούτως έδωκε Κύριος ο Θεός σου» (Δευτερονόμιο 18,14)

Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών κατά το β’ μισό του 12ου αιώνα, σχολιάζοντας τους Κανόνων της Πενθέκτης Συνόδου (691-2) σχετικά με τις νουμηνίες, τις φωτιές και τον κλήδονα, παραθέτει περιγραφή του εθίμου το οποίο προσομοιάζει με βακχική τελετή συνδεδεμένη με το Σατανά και για το λόγο αυτό το θεωρεί καταδικαστέο, πρβ: «Κατά την εσπέραν της κγ’ του Ιουνίου μηνός, ηθροίζοντο εν ταις ρυμίσι και εν τοις οίκοις άνδρες και γυναίκες, και πρωτότοκον κοράσιον νυμφικώς εστόλιζον μετά γονυ το συμποσιάσαι και βακχικώτερον ορχήσασθαι και χορεύσαι και αλαλάξαι, έβαλλον εν αγγείω συστόμω χαλκώ θαλάττιον ύδωρ, και είδη τινά εκάστω τούτων ανήκοντα – και ώσπερ της παιδός εκείνης λαβούσης Ισχύν εκ τον Σατανά προμηνύειν τα ερωτώμενα, αυτοί μεν περί τούδε τίνος αγαθού ή και αποτροπαίον ανεβοών ερωτηματικώς· το δε κοράσιον από των εν τω αγγείω εμβληθέντων ειδών το παρατυχόν εξαγαγόν υπεδείκνυεν· και λαμβάνων ανόητος τούτον δεσπότης, επληροφορείτο τάχα τα επ’ αυτώ συνενεχθήναι μέλλοντα, ευτυχή τε και δυστυχή. Την επαύριον δε μετά τυμπάνων και χορών συν τω κορασίω εις τους αιγιαλούς απερχόμενοι, και ύδωρ θαλάττιον αφθόνως αναλαμβανόμενοι, τας κατοικίας αυτών έρραινον και ου μόνον ταύτα ετελούντο παρά των ασυνετωτέρων, αλλά και δι’ όλης της νυκτός από χόρτον πυρκαΐας ανάπτοντες, επήδον υπεράνω αυτών και εκληδονίζοντο, ήτοι εμαντεύοντο περί ευτυχίας και δυστυχίας και άλλων τινών δαιμονιωδώς. Τας δε ένθεν κακείθεν εισόδους αυτών και το δωμάτιον, εν ώ ετελείτο η κληδών, συν τοις παρακειμένοις υπαίθροις, χρυσίζουσι πέπλοις και σηρικοίς κατεκόσμουν υφάσμασι· αλλά μην και φυλλάσι δένδρων κατεστεφάνουν, εις τιμήν και υποδοχήν, ως έοικε, του οικειωσαμένου αυτούς Σατανά».

Ωστόσο, παρ’ όλη την αρνητική στάση της Εκκλησίας, το έθιμο του κλήδονα επιβίωσε μέχρι σήμερα, όμως με κάποιες παραλλαγές σε σχέση με τα βυζαντινά δρώμενα. (Συγχρόνως, η έκφραση «αυτά τα λεν στον κλήδονα», με την έννοια ότι αυτά που λέγονται δεν είναι σοβαρά, πιθανόν να εκφράζει την εκκλησιαστική άποψη ως προς τη μαντική πρακτική, ή απλώς μια λαϊκή δυσπιστία.)

πηγές και επιλεγμένα αποσπάσματα απο τα άρθρα:

http://www.krassanakis.gr/klidonas.htm

Οι φωτιές του Αϊ Γιάννη του Κλήδονα: Tο δημοφιλέστερο έθιμο του καλοκαιριού 

http://paterikos.blogspot.gr/2012/06/24.html

http://www.monemvasia.gr/el/cultural-activities/festivals-a-events/the-custom-of-klidonas-revives-in-agios-nickolaos-voion-and-metamorfosi

http://users.sch.gr/ntinos_psilop/index.php?option=com_content&view=article&id=569:ithi-ethima-vrises-aigiannis-klidonas&catid=119:ithi-kai-ethima-vrises&Itemid=367

http://pitharipandoras.blogspot.gr/2014/06/blog-post_23.html

Το «Ύψωμα» ένα έθιμο από την Κωνσταντινούπολη που αναβιώνει στο Ν.Πύργο Ευβοίας

Σήμερα θα μιλήσουμε για ένα εκκλησιαστικό έθιμο που τελείται ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής στο Νέο Πύργο Ευβοίας, όπου γιορτάζει το ομώνυμο εκκλησάκι αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή (Μπαλουκλή)

ce96cea9ce9fce94ce9fcea7ce9fcea3-cea0ce97ce93ce97-26
το εκκλησάκι στο Νέο Πύργο (Πηγή palmos.gr)

Σήμερα μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ανήμερα της εορτής πλειστηριάζεται το Ύψωμα, ένας άρτος δηλαδή, τον οποίο «χτυπούν» οι παρευρισκόμενοι προσφέροντας χρήματα για την εκκλησία. Θεωρείται ευλογία για τον άνθρωπο που θα δώσει τα περισσότερα να πάρει τον άρτο αυτό από τα χέρια του ιερέα. Το έθιμο έχει τις ρίζες του σε αυτό που τελούταν στον ομώνυμο ναό του χωριού Πύργος Κωνσταντινουπόλεως κατά το οποίο μετά το τέλος της Λειτουργίας οι πιστοί πλειοδοτούσαν ποιός θα αποκτήσει το «Ύψωμα» προσφέροντας όμως όσο το δυνατόν περισσότερο λάδι στην εκκλησία. Ο ναός εκπωλούσε το πλεονάζον λάδι και με τα χρήματα συντηρούσαν τα ιδρύματα της εκκλησίας.

Όταν οι πρόσφυγες εκ Πύργου έφτασαν στη Βόρεια Εύβοια βρήκαν στην περιοχή το εκκλησάκι της Παναγίας της Αληθινής, στο όριο του χωριού προς την πόλη της Ιστιαίας το οποίο μετονόμασαν σε Ζωοδόχο Πηγή Μπαλουκλή εις ανάμνησιν της πατρίδας τους. Στο εκκλησάκι αυτό, τελούν κάθε χρόνο την Παρασκευή της Διακαινισίμου Εβδομάδας την Πανηγυρική Θεία Λειτουργία και το πατροπαράδοτο αυτό έθιμο. Μάλιστα φέρνουν και τις πασχαλινές τους λαμπάδες για να τις κάψουν, συνήθεια που υπάρχει σε όλη τη Βόρεια Εύβοια, αφού η πασχαλινή λαμπάδα πρέπει να καεί μέχρι τέλους αν είναι δυνατόν, μέσα στο Ναό. Για το λόγο αυτό και οι περισσότεροι τις αφήνουν μετά αναμμένες στα μανουάλια.

(Πληροφορίες π. Τίτος Γερονικολός, εφημέριος Νέου Πύργου Ευβοίας)

Έθιμα της βάπτισης στην Ελλάδα

Το Μυστήριο του Βαπτίσματος αποτελεί την είσοδο του ανθρώπου στην Εκκλησία. Με το βάπτισμα το νήπιο αποκαθαίρεται από το προπατορικό και κάθε προσωπικό αμάρτημα μέσω του νερού, το οποίο συμβολίζει το αίμα του Ιησού Χριστού. Η βύθιση στο νερό συμβολίζει την είσοδο του πιστού στην Εκκλησία. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια κοινή πρακτική ήταν η βάπτιση σε ώριμη ηλικία, αφού προηγουμένως γινόταν η κατήχηση, η διδασκαλία δηλαδή των αρχών της χριστιανικής πίστης. Αργότερα, λόγω του μεγάλου ποσοστού παιδικής θνησιμότητας, υιοθετήθηκε ο νηπιοβαπτισμός και αντί του βαπτιζόμενου βρέφους στην ομολογία πίστης προβαίνει ο νονός, συμβολή του οποίου είναι η ύστερη κατήχηση του νέου μέλους της Εκκλησίας.

60862_690_1500
Βάφτιση σε Ζακυνθινή εκκλησία, Διονύσιος Τσόκος , Εθνική Πινακοθήκη

Σε πάρα πολλά σημεία της Ελλάδας, η βάπτιση γινόταν χωρίς την παρουσία των γονιών του παιδιού, οι οποίοι περίμεναν στο σπίτι τη χαρμόσυνη αναγγελία του ονόματος. Συνήθως η γιαγιά του μωρού, κυρίως η μητέρα του γαμπρού, ή η μαμή πήγαιναν το μωρό στην εκκλησία. Μόλις ο νονός ή η νονά έλεγε το όνομα του μωρού, όλοι οι πιτσιρικάδες του χωριού έτρεχαν στα σοκάκια για να πουν στους γονείς το όνομα. Ο πρώτος που έφτανε στους γονείς έπαιρνε καλό φιλοδώρημα σε χρήματα της εποχής. Οι υπόλοιποι δέχονταν κεράσματα (καραμέλες, καρύδια, κάστανα, χαλβά ή λουκούμια). Όσο τα παιδιά έτρεχαν, από την εκκλησία ξεκινούσε μια πομπή με τους υπόλοιπους καλεσμένους. Επικεφαλής ήταν ο ιερέας και ακολουθούσε ο νονός ή η νονά με το βαφτισμένο μωρό. Με την άφιξη της πομπής η μητέρα παραλάμβανε από το νονό ή τη νονά το μωρό της, αφού πρώτα φιλούσε το χέρι του ιερέα κι έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά τους. Ακολουθούσαν κεράσματα της εποχής, που ήταν συνήθως περιποιημένες πίτες, τα γνωστά “μπουρέκια”.
Κατά την παράδοση, μετά τη βάπτιση, η μητέρα δεν έπρεπε να ξεπλύνει το παιδί από το λάδι. Εξαίρεση αποτελούσε φυσικά η τοπική πλύση για λόγους υγιεινής. Μετά από τρεις ημέρες, η μητέρα μπορούσε να πλύνει το βρέφος, αλλά έπρεπε να κρατήσει το νερό, το οποίο θα πετούσε είτε στη θάλασσα, είτε σε απάτητο χώμα. Σε κάποια μέρη το χρησιμοποιούσαν, για να ποτίσουν λουλούδια ή φυτά.
Στη Μικρά Ασία και στη Ρόδο, τρεις μέρες μετά τη βάπτιση, στο σπίτι του νεοφώτιστου γινόταν ένα γλέντι μόνο για τις γυναίκες, όπου η νονά έβγαζε το λάδι από το μωρό. Κατά τη διάρκεια του “ξελαδώματος” η νονά έβαζε ένα αυγό στο νερό, για να είναι ατελείωτες οι μέρες του μωρού, όπως και το αυγό δεν είχε αρχή και τέλος. Οι υπόλοιπες γυναίκες έριχναν μέσα στη σκάφη του μωρού χρήματα, για να είναι αγαπητό όπως το χρήμα, λέγοντας η καθεμιά τις ευχές της. Κάποια έθιμα απαιτούσαν το παιδί να μην κουρευτεί μέχρι τη βάπτισή του. Ακόμα και τα νύχια του που κόβονταν πριν τη βάπτιση, έπρεπε να φυλαχτούν και να ριχτούν στην κολυμπήθρα. (πηγή)

Priest on his way to perform a baptism ceremony in SCHWEIGER LERCHENFELD, Amand, (Freiherr von). Griechenland in Wort und Bild, Eine Schilderung des hellenischen Konigreiches, Leipzig, Heinrich Schmidt & Carl Günther, 1887 / Kettwig, Phaidon, 1992.

Αν σας άρεσε αυτό το άρθρο κοινοποιήστε το!

Μια διαφορετική προσέγγιση στη ζωή της Βόρειας Εύβοιας του 19ου αιώνα μέσα από το θέατρο

Με πολλή αγάπη για την τοπική μας κουλτούρα, εθελοντική προσφορά και σεβασμό απέναντι στην βορειοευβοιώτικη ιδιόλεκτο, σε συνεργασία με τον Σύλλογο Γυναικών Ιστιαίας και το Σύλλογος Φίλων του Μουσείου Δροσίνη, διοργανώσαμε μια διαφορετική για τα δεδομένα της βόρειας Εύβοιας εκδήλωση, η οποία δικαίωσε τους κόπους των συντελεστών της, μίας και η προσέλευση του κόσμου ήταν κάτι παραπάνω από αθρόα, στην Αίθουσα Πολιτισμού του Λυκείου Ιστιαίας, η οποία δεν στάθηκε ικανή να χωρέσει τον κόσμο που προσήλθε.

img_7726

Η εκδήλωση με τίτλο «Σκόρπια Φύλλα του Αγροτικού Βίου μέσα από τα μάτια του Γ.Δροσίνη» είχε ως στόχο την μεταφορά μας μέσα απο την δραματοποίηση μικρών θεατρικών, στην εποχή που ενέπνευσε τον Γεώργιο Δροσίνη για να γράψει τα έργα του «Αγροτικές Επιστολές» και «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» τα οποία αναφέρονταν στις εμπειρίες του από τη συναναστροφή του με τους απλοϊκούς κατοίκους της Βόρειας Εύβοιας του τέλους του 19ου αιώνα .Η δραματοποίηση των θεατρικών διαλόγων, οι οποίοι ήταν εμπνευσμένοι από τις «Αγροτικές Επιστολές» και γράφτηκαν στο τοπικό μας βορειοευβοϊκό ιδίωμα από εμένα και την Μαρία Τρίγκα, ήταν απολαυστική και προκάλεσε άφθονο γέλιο στους παρευρισκόμενους, σε μια εποχή που το γέλιο είναι κάτι παραπάνω απο αναγκαίο για την ψυχική μας εκτόνωση και την πνευματική μας ανάταση.

img_7742

Στη σκηνή είδαμε κατά σειρά εμφάνισης τους Φιλοθέη Τσιρόζογλου, Στρατή Λούλη, Μάχη Αρβανιτόγιαννη, Νικόλαο Γεωργόπουλο, Φρόσω Σπανού, Σπύρο Αναγνώστου, Νίκο Μάρκου, Άννα Καλέμη, Χρήστο Ζάκκα και Κωνσταντίνα Διαμαντή, ενώ μαζί με τη Μαρία Τρίγκα είχαμε το ρόλο των αφηγητών πλαισιώνοντας τα θεατρικά.

Η πρόταση αυτή του Συλλόγου Γυναικών να γράψουμε θεατρικούς διαλόγους στο τοπικό μας ιδίωμα ήταν κάτι παραπάνω απο απρόσμενη για μένα, μιας και πρόσφατα ολοκλήρωσα το νέο μου βιβλίο που αφορά στην καταγραφή του τοπικού ιδιώματος της Βόρειας Εύβοιας, για το οποίο είμαι σε αναζήτηση χορηγών προκειμένου να βρεί τον δρόμο του για τα βιβλιοπωλεία.

Με το βιβλίο αυτό γίνεται μια προσπάθεια να αποτυπωθεί το γλωσσικό ιδίωμα της Βόρειας Εύβοιας όπως ακόμη μιλιέται στα χωριά από την Αγία Άννα μέχρι και τη Λιχάδα μέσα από μία έρευνα-συλλογή λεξιλογικού υλικού που έχει κρατήσει 13 χρόνια. Σε αυτό το πόνημα διασώζονται 2300 ιδιαίτερες ιδιωματικές λέξεις και πάνω από 250 εκφράσεις της τοπικής ιδιολέκτου, που χρησιμοποιούνταν τακτικά από τους παλαιότερους αλλά και αρκετοί από τους νεότερους διασώζουν στον προφορικό τους λόγο. Τα σπαράγματα αυτά της γλώσσας μας, που αποτελούν ένα δείγμα της ιδιαίτερης πολιτισμικής μας κληρονομιάς και είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ανθρωπολογική μας ταυτότητα, έγινε προσπάθεια να ετυμολογηθούν, να βρεθούν οι ρίζες τους αλλά και οι συγγένειές τους με άλλες περιοχές της Ελλάδος, και τελικά να διαπιστωθεί η ιστορική συνέχεια του τοπικού ιδιώματος, που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Επίσης διαπιστώνεται γλωσσική διαφορά ανάμεσα σε ομάδες χωριών της Βόρειας Εύβοιας και η εξελικτική δύναμη των λέξεων καθώς αυτές μετασχηματίζονται σημασιολογικά μέσα στο πέρασμα των χρόνων, ανάλογα με τις τρέχουσες συνθήκες ζωής. Το βιβλίο συμπληρώνεται με πολλές πηγές οι οποίες αποδίδουν εκφάνσεις της ζωής στα τέλη του 19ου αιώνα, με το ιδιαίτερο λεξιλογικό χρώμα, εκτεταμένη βιβλιογραφία αλλά και 7 θεατρικά δρώμενα που αναφέρονται σε καταστάσεις της καθημερινής ζωής με ιδιωματικό λόγο.

img_7759

Η Βόρεια Εύβοια είναι ένας τόπος με δυστυχώς μικρή πνευματική παραγωγή σε έρευνες πάνω στον λαϊκό της πολιτισμό. Η προσπάθεια αυτή στοχεύει στο να διασώσει τα στοιχεία αυτά του Βορειοευβοϊκού τοπικού ιδιώματος και να τα προβάλλει στους ντόπιους και τους επισκέπτες της περιοχής, ως αυθεντικά στοιχεία του τόπου μας. Η προβολή του τοπικού στοιχείου λειτουργεί θετικά ως προς την γενικότερη προβολή και διαφήμιση της Βόρειας Εύβοιας καθώς ακούγεται το όνομά της και γίνεται συζήτηση γύρω από αυτή. Επιπλέον, αυξάνει την θετική αντίληψη των κατοίκων που μένουν σε αυτή καθώς αντιλαμβάνονται την ιδιαίτερη πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα και βοηθά τους νέους να αντιληφθούν ότι η περιοχή μας έχει και αυτή την μοναδική πολιτιστική της κληρονομιά που οφείλουμε να προστατεύσουμε και να διασώσουμε. Τέλος, καθώς τα χρόνια περνούν και οι παλιές γενιές χάνονται, η απευθείας καταγραφή του τοπικού στοιχείου γίνεται όλο και δυσκολότερη. Πονήματα όπως αυτό είναι δύσκολο να δημιουργηθούν και πάλι. Είναι σημαντικό όμως να βγουν στο φως της δημοσιότητας για να γίνουν ευρέως γνωστά.

Η εκδήλωση λοιπόν αυτή αποτέλεσε, ένα προοίμιο θα έλεγα του νέου μου βιβλίου, στο οποίο θα επανέλθω σε λίγο διάστημα. Απολαύστε το βίντεο, το θεατρικό του οποίου περιλαμβάνεται στο νέο μου βιβλίο, την τοπική μας γλώσσα και τις ενδυμασίες μας, αγαπήστε τα και διαδώστε τα!

Με εκτίμηση,

Ασημίνα Ντέλιου (συγγραφέας-ερευνήτρια)

Το δρώμενο της Καμήλας στην Ελλάδα

Στο χωριό Κερασιά της Βόρειας Εύβοιας συναντάμε να γίνεται την Πρωτομαγιά το δρώμενο της Καμήλας. Το έθιμο δεν είναι αποκλειστικό της Βόρειας Εύβοιας παρόλα αυτά αλλά συναντάται σε όλη την Ελλάδα. Σας παραθέτω σήμερα το άρθρο της κ. Ελένης Δάγκα που αναφέρεται στο δρώμενο της Καμήλας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Η Καμήλα της Κερασιάς Ευβοίας μπορεί να τη δείτε στο παρακάτω βίντεο

Το δρώμενο της Καμήλας.
 


της Ελένης Δάγκα 
απόσπασμα έρευνας της σκηνογράφου-ενδυματολόγου
(υποψήφιας διδάκτορος τμήματος Θεάτρου -Σχολή Καλών Τεχνών, ΑΠΘ)(αναρτημένο στο facebook)
Το δρώμενο της Καμήλας, ιδιαίτερα διαδεδομένο στο παρελθόν, αλλά και σήμερα, στη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη (από τον Πόντο ως την Πόλη και από την Ουκρανία ως την Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη νότια Αυστρία και τη Σλοβενία), εμφανίζεται ως μεταμφίεση τελετουργικού χαρακτήρα με «αόριστη γονιμοποιητική σημασία».[1 Το έθιμο, που με διαφορετικές παραλλαγές –αλλά πάντα πάνω στο ίδιο μοτίβο- το συναντάμε σε ολόκληρη την Ελλάδα,[2] συνηθίζεται από τους πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας  μέσα στις γιορτές του Δωδεκαημέρου, και πιο συγκεκριμένα, κατά την παραμονή της πρωτοχρονιάς. 
 Ο Β. Πούχνερ (Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια) υποστηρίζει, βέβαια,
πως στον ελληνικό χώρο καλούνται «καμήλες» οι μεταμφιεσμένοι και μουτζουρωμένοι με καπνιά,ντυμένοι με κουρέλια, προβιές και κουδούνια.[3]Εντούτοις, όσο κι αν μιλήσαμε με τους ανθρώπους της Θράκης δεν αναφέρθηκε ποτέ αυτός ο χαρακτηρισμός –που δεν μπορούμε, φυσικά, να αμφισβητήσουμε πως ίσως ισχύει για άλλες περιοχές της Ελλάδας- για τους ‘μουτζουρωμένους’ της αποκριάς ή άλλων εθίμων.Ο σκοπός του εθίμου της Καμήλας, μοιάζει να έχει χαθεί, μαζί με την προέλευσή του.
Όπως κάθε αγερμός έχει σαν στόχο την ανταλλαγή ευχών για ‘καλοχρονιά’, γονιμότητα και υγεία. Άγνωστοι όμως παραμένουν οι λόγοι κατασκευής ενός τέτοιου ομοιώματος. Η καμήλα πιστεύεται, μας είπαν, ως ζώο που συμβολίζει την αφθονία. Θεωρούμε, όμως, πως αυτή είναι, μάλλον, μία εκ των υστέρων εξήγηση των σύγχρονών μας –ή λίγο γηραιότερων- που τους τέθηκε αυτό το ερώτημα.  Υπάρχει, πάντα, και η προφανής απάντηση ότι το πλούσιο εμπόριο ερχόταν στη Θράκη από το Βυζάντιο και την Ανατολή με καμήλες, γι’ αυτό και οι νέοι έμαθαν να συλλέγουν τα συμβολικά ‘δώρα’ του αγερμού τους με αυτό το υπομονετικό ζώο. Ή αντίθετα, ότι αφού ο κίνδυνος της επιδρομής κατέφθανε στην Ευρώπη από την Ανατολή και την Οθωμανική αυτοκρατορία με καμήλες, οι Βαλκάνιοι ξόρκισαν τους φόβους τους με μια ‘μαγική’ ιεροπραξία που αντικαθιστούσε το αρνητικό με το θετικό.[4] Όπως και να έχει ο συμβολισμός του ομοιώματος δεν μας είναι ξεκάθαρος.[5]
Ακόμη και τα παιχνίδια της με τον καμηλιέρη, όταν προσποιείται πως πεθαίνει κι έπειτα ανασταίνεται με την προσφορά κρασιού ή άλλων δώρων δεν φαίνεται να έχουν την ίδια σκοπιμότητα με το θάνατο και την ανάσταση του Τζαμαλάρη στο συγγενικό της έθιμο της σποράς. Και αυτό γιατί το συγκεκριμένο δρώμενο είναι αρκετά φτωχό σε συμβολισμούς, αντίθετα πλουσιότερο σε δράση που συμβαίνει προς χάριν των θεατών, κάτι που θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα σε επόμενη ενότητα.
Η μεταμφίεση και ο τρόπος κατασκευής του ομοιώματος της καμήλας είναι γνωστός και παντού ο ίδιος.
Μπάμπιντεν Πετρούσα Δράμας

Ο Καμηλιέρης ή Ντιβιτζής ή Χιμπιτζής που συνοδεύει το ομοίωμα της καμήλας ή, σε κάποιες περιοχές, το ξόανο με το μακρύ λαιμό και το σαγόνι που ανοιγοκλείνει μηχανικά είναι συνήθως μεταμφιεσμένος είτε σε ανατολίτη, είτε με προβιές, ενώ οι συνοδοί του είναι φορτωμένοι με κουδούνια και μουτζουρωμένοι, όπως άλλωστε και στα περισσότερα λαϊκά δρώμενα. Όσο για την κατασκευή, αν και τα όρια ανάμεσα στα τετράποδα είναι ρευστά,[6]εντούτοις παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο κατασκευαζόταν σε όλες –ανεξαιρέτως- τις περιοχές η καμήλα. Πιο συγκεκριμένα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως αν και ενδιέφερε η αληθοφάνεια (γι’ αυτό και οι λεπτομερείς περιγραφές και η χρήση δέρματος στο λαιμό ή το κεφάλι), το ομοίωμα δινόταν σχηματικά, με κάποια στοιχεία, σχεδόν σουρεαλιστικά θα έλεγε κανείς, κι όμως αυτό ακριβώς συντελούσε στην αίσθηση της πιστής απεικόνισης.[7]Για παράδειγμα, συχνότατα χρησιμοποιούσαν κρανίο πρόβατου ή σκύλου για το κεφάλι του ομοιώματος, τα οποία διαφέρουν πολύ από το κρανίο της καμήλας,ή κατασκεύαζαν με δυο ξύλα –τυλιγμένα με δέρμα ζώου- απλώς ένα σαγόνι.

 Επιπλέον, αν και είναι ξεκάθαρο πως το σύμβολο του δρωμένου είναι μια θηλυκή οντότητα, εντούτοις η κατασκευή παραπέμπει σε ένα πλάσμα άφυλο και εξορίζει από το δρώμενο αυτό κάθε στοιχείο σεξουαλικότητας, γεγονός ιδιαίτερα περίεργο για μια τελετή τέτοιου είδους.
Αναφορές στη βιβλιογραφία 
Θούριο

Το 1969, καταγράφεται από τον Δ. Κτενίδη, η Καμήλα στο Θούριο Διδυμοτείχου. Το έθιμο θεωρείται –προφανώς με αφορμή την ημερομηνία τέλεσής του- ως αναπαράσταση του ταξιδιού του Αγίου Βασιλείου από τα βάθη της Ανατολής. 

Σάππες
Η τελετουργία του δρωμένου είναι απλή, πρόκειται για ένα αγερμό την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, κατά τον οποίο, πολλές ομάδες νέων -μία ομάδα νέων στο παρελθόν του χωριού όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας- γυρνούν στα σπίτια του χωριού μεταφέροντας ευχές, τραγουδώντας, χορεύοντας, κάνοντας αστείες και μιμικές κινήσεις, και στους οποίους οι νοικοκυραίοι προσφέρουν χρήματα ως ανταμοιβή. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η κατασκευή της καμήλας.Κατασκευάζουν πρώτα ένα πλαίσιο από ξύλα σε σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου με τις πλάγιες πλευρές μεγαλύτερες από τις παράλληλες, οι οποίες εξέχουν λίγο.Επάνω σε αυτό το πλαίσιο στηρίζουν ένα σκελετό από βέργες μουριάς καμπουριαστό. Πάνω στο σκελετό αυτό εφαρμόζουν κουβέρτες χρώματος σταχτί κι έτσι σχηματίζεται ο κορμός της καμήλας.Ένα κομμάτι ξύλο τυλιγμένο με δέρμα λαγού αποτελεί το λαιμό και ένα κρανίο προβάτου ή σκύλου αποτελεί το κεφάλι.Δύο γυαλιστεροί βόλοι αποτελούν τα μάτια και μια κόκκινη πιπεριά τη γλώσσα.Η ουρά κατασκευάζεται με μια λωρίδα από προβιά ή μια φούντα από μαλλιά κατάλληλα πλεγμένα.  Όλο αυτό το σύστημα το ανασηκώνουν δύο νέοι, το σώμα των οποίων κρύβεται και προβάλλουν μόνο τα τέσσερα πόδια. Στο λαιμό κρεμούν ένα κουδούνι.[8]

Την Καμήλα ακολουθεί πάντα ο Καμηλιέρης, μεταμφιεσμένος σε ανατολίτη (φορώντας γυναικεία ρούχα) και μαυρισμένος με φούμο, ενώ στις ομάδες υπάρχει πάντα ένας ταμίας, και συχνά και οργανοπαίχτες.

Γαλάτιστα Χαλκιδικής

Ο Ι. Πραντσίδης στη διδακτορική διατριβή[9] του αναφέρει πως στο Ακ Μπουρνάρ της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Inzovo Βουλγαρίας) το έθιμο της Kαμήλας τελούνταν αποκλειστικά από άντρες, 
που επιλέγονταν προσεκτικά με κριτήριο, όχι μόνο την καλή γνώση του εθίμου και των στιχομυθιών που επαναλαμβάνονταν, αλλά και την ευχέρεια τους στο λόγο, τους αστεϊσμούς, καθώς και την άνεσή τους μπροστά στο κοινό τους, μια και θα ξεστόμιζαν φράσεις με άσεμνο περιεχόμενο.Τα πρόσωπα του εθίμου ήταν ο Ντιβιτζής, δηλαδή ο καμηλιέρης με την καμήλα του, μια δεύτερη καμήλα που κυκλοφορούσε ελεύθερη, οι δυο παππούκες και οι οργανοπαίχτες (με γκάιντα και νταούλι).Τα ομοιώματα της καμήλας ήταν κατασκευασμένα από ξύλα, επενδυμένα με υφαντές κουρελούδες, ενώ ο λαιμός και το σαγόνι, χάριν της αληθοφάνειας επενδύονταν με προβιές.Το σαγόνι της κατασκευής αυτής ήταν δεμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανοιγοκλείνει με ευκολία, ενώ γύρω από το σώμα της κρεμούσαν κουδούνια. Την καμήλα κουβαλούσε ένας άντρας στην πλάτη του, με τέτοιο τρόπο ώστε να κρύβεται κάτω από την καμπούρα της και να φαίνονται μόνο τα πόδια του.

Καβακλή-Νέο Μοναστήρι. Ντιβιτζής κρατάει το τοπούζι.

Ο Ντιβιτζής φορούσε ανάποδα ένα μακρύ παλτό επενδυμένο με προβιά (την κουζιούφκα), ένα ψηλό κωνοειδές καπέλο ντυμένο με ύφασμα ή δέρμα, το καούκι, τσαρούχια και από πάνω μπιάλια (:άσπρες γκέτες) ενώ μαύριζε το πρόσωπό του με καπνιά.Στη μέση του έδενε μια μεταλλική βέργα με γάντζο (τον άλσο), που όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας χρησιμοποιούσαν πάνω από το τζάκι για να κρεμάνε τα μπακιρένια σκεύη, και κρατούσε στα χέρια ένα ξύλινο σπαθί και το τοπούζι,  ένα κοντό ρόπαλο σε σχήμα φαλλού. Ο παππούκας φορούσε παλιά ρούχα και ένα δερμάτινο προσωπείο με γένια και κέρατα,[10] ενώ κρατούσε στο χέρι και μία λεπτή βέργα.Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι άντρες επισκέπτονταν τον Ντιβιτζή για να τον προσκαλέσουν στο έθιμο.

Νέα Ορεστιάδα

Εκείνος αρχικά, προσποιούνταν πως δεν θέλει και τους ανάγκαζε να τον παρακαλούν, μέχρι να του υποσχεθούν κάποιο δώρο. Αφού τον έπειθαν, ξεκινούσαν όλοι μαζί για το σπίτι του παπά, το πρώτο σπίτι που έπρεπε σύμφωνα με το έθιμο να επισκεφθούν.Ακολουθούσε επίσκεψη σε όλα τα σπίτια του χωριού ως το πρωί.[11] Σε κάθε πόρτα που έφταναν ο Ντιβιτζήςρωτούσε το νοικοκύρη αν ήθελε να του χορέψει η Καμήλα. Αν ο τελευταίος δεχόταν, ακολουθούσαν διάφορα αστεία που ολοκληρώνονταν με το συμβολικό θάνατο και την ανάσταση της Καμήλας.

 

Αφιντικό να χουρέψη η καμήουα;
 Η τόπους είνι ιρός; 
ντιμέκ είνι βαρά η καμήουα να μην πατώσ(ει). 
Ιντάξ(ει) ιρός είνι, λέει τ’ αφεντικό.
 Χιρνά η γκάιντα να ουαλεί,
πιάν(ει) αυτός ‘ν καμήουα,
 ‘ν παένει κι φιουά του χερ(ι) τ’ αφεντικού, 
σ’ αφεντικίνας, ύστιρα χιρνά να χουρεύ(ει). 
Χουρεύ(ει) ως καπ, 
α σουρήξ(ει) νιάφρα η γκάιντα ξιέρν(ει) η καμήουα. 
Πεφτν οι παπούκες πχακών
 ‘ν καμήουα να τ’ σφαξν
 να μην πάει τζιάμπα.
 […]
 Ιρνά κατ’ αφιντικό τουν φτα, 
δεν ντρέπισι να μη πεις ψέμματα,
 η τόπους δεν ήταν ιρός και ξέορι του χαϊβάν(ι). 
[…]
Παέν(ει) ως καπ ιρνά, κοίταξι λέει, 
του χαϊβάν(ι) ψόφσι που ψόφσι να βρούμι κάνα φάρμακο
 να του δώσουμι, 
να ιδούμι δα να πιράσ(ει); 
Λέει, τίπτας αν εχς κρασί να του δώσουμι…
 […] 
Τ’ δίν(ει) ‘ν καμήουα, 
να πιη κι άθραπους ουπχάτ, 
πάλι δεν ένιτι δλεια, 
η καμήουα δεν ταράζιτι, 
να ιδούμε κάνα ξούρ(ι) θα ‘χει. [
…] 
Τηράει, λέει, ε αφιντικό κοίταξ(ει) 
η δλεια που είνι, 
δα ξιίρι του πέταουτς μη του νύχ(ι) μαζί, 
αν έχς κάνα πέταου που να γράφ(ει) 20, 50 λέφια να ‘ν καλιγώσουμι,
 θα σκουθεί.[12]
Σάππες
  Μετά το φιλοδώρημα της καμήλας ακολουθούσαν ευχές και ένα ξόρκι στα τουρκοελληνικά για καλή σοδειά και γονιμότητα με την ακόλουθη κατάληξη:
«σικινίντα μπιρικέτ(ι) σικινίντα κουβέτ(ι)», 
δηλαδή «καλή δύναμη και σοδειά στο φαλλό μας».
Η σκηνή τελείωνε με χορό, που σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διατριβή, αλλά και το πληροφοριακό υλικό που συγκεντρώσαμε μέσα από συνεντεύξεις για την περιοχή, ήταν συγκεκριμένος και ονομαζόταν ‘καμηλίτικος’ (ζωναράδικος χορός).Στο χορό αυτό οι πρωταγωνιστές είχαν συγκεκριμένες θέσεις και χόρευαν μπρος- πίσω, δίχως να μετακινούνται προς τα δεξιά.
Έπειτα ξεκινούσαν για το επόμενο νοικοκυριό.

Σταυρούπολη

Το δρώμενο συνεχιζόταν ως τα ξημερώματα, μέχρι να περάσουν από ολόκληρο το χωριό και να συναντηθούν με την ομάδα που τελείωνε εκείνη την ώρα τα ‘τραγούδια’ της παραμονής.[13]

Για το Μεγάλο Μοναστήρι της Ανατολικής Ρωμυλίας, επίσης στην επαρχία του Καβακλή,

οι Καμήλεςκαθώς ήταν το έθιμο που άνοιγε και έκλεινε τον κάθε χρόνο,ήταν, ίσως, 
και το σημαντικότερο της κοινωνικής ζωής των κατοίκων. 

 Ο Π. Λιτούδης στη μεταπτυχιακή του εργασία με θέμα το συγκεκριμένο δρώμενο, μας πληροφορεί πως οι Ντιβιτζήδες (:οι καμηλιέρηδες) ετοιμάζονταν μέρες πριν.[14] Η φορεσιά του Ντιβιτζή στο Μοναστήρι ήταν όμοια με εκείνη του Ακ Μπουρνάρ. μακρύ πανωφόρι από προβιά, όμοιο παντελόνι, τσαρούχια, άσπρες γκέτες, τοπούζι στα χέρια και καούκι στο κεφάλι (το προσωπείο του είχε ακόμη και κατασκευασμένα φρύδια, μουστάκι από σπάγκο, και δόντια από φασόλια περασμένα σε σκοινί με ειδικό τρόπο).
Κολινδρός

Η Καμήλα κατασκευαζόταν με ένα σκληρό ξύλινο πλαίσιο βάσης με κουδούνια σε κάθε γωνία, πάνω του βέργες σε καμπύλη και από πάνω παλιά στρωσίδια ή δέρματα.Για λαιμό και κεφάλι της Καμήλας χρησιμοποιούσαν μια χοντρή βέργα,τον πατσά ή καφά που κατέληγε σε «κύρτωμα», πάνω στο οποίο τύλιγαν ένα δέρμα ή προβιά.

 Η διαφοροποίηση στην περιοχή αυτή συναντάται στο γεγονός πως εδώ το ίδιο βράδυ, βγαίνουν πολλοί Ντιβιτζήδες, ο καθένας με την Καμήλα του, και γυρνάνε ως ζευγάρι τα σπίτια.

Όταν την νύχτα της παραμονής έφταναν σε κάποιο σπίτι έλεγε ο ντιβιτζής μπροστά στο νοικοκύρη, που τους προϋπαντούσε τα εξής λόγια:

«Μαχ, μαχ τον πίτα, 
τον παρά, τσοκ λαρά τον πίτα τον παρά, 
νάσου μπακαλούμ; 
μπεε; 
κεφλιρί εβατζιά τον πίτα τον παρά
. Μάχ, μαχ τον πίτα τον πάρα». […]

Έλεγε χτυπώντας το τοπούζι «Μαχ, μαχ τον πίτα τον παρά».[15] 

Αμέσως η καμήλα λικνιζόταν σιγά- σιγά και καθόταν κάτω, ή σε κάποιο κάθισμα.η έκφραση «τσοκ λαρά τον πίτα τον παρά» σημαίνει θα τον πάρουμε τον πίτα τον παρά. Ο πίτας ο παράς ήταν το νόμισμα της πίτας της πρωτοχρονιάτικης.Αυτό ζητούσαν σαν φιλοδώρημα. Οι λέξεις «νάσου μπακαλούμ, μπεε» ήταν η παράκληση του ντιβιτζή προς την καμήλα να σηκωθεί. Η καμήλα σηκωνόταν μόλις την έλεγε «κεφλιρί εβατζιά τον πίτα τον παρά», δηλαδή μας έδωσαν τα χρήματα, «τον πίτα τον παρά».Προτού συμβεί αυτό ο νοικοκύρης τους έλεγε, μήπως πρέπει να δώσουν κάτι στο ζωντανό για να σηκωθεί, δηλαδή λίγο τσίπουρο, λίγο κρασί «κανιά μοίρα» μόλις συνέβαινε κι αυτό τότε ο ντιβιτζής έβαζε το τοπούζι από κάτω στη βάση του πλαισίου και την στήριζε βοηθώντας να σηκωθεί.[16] Η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν ως το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς.

Σοχός

Όταν η περιφορά της καμήλας τελείωνε συγκεντρώνονταν όλοι στην πλατεία του χωριού, περιμένοντας να τελειώσει η λειτουργία της εκκλησίας ώστε να στήσουν το χορό που κρατούσε ως αργά το μεσημέρι.[17] Πριν, όμως, ‘κλείσει’ το έθιμο χόρευαν οι καμήλες τον «καμηλτζίδκου χουρό», κατά τον οποίο, η μία προσπαθούσε να ‘νταϊκώσει’ την άλλη από κάτω (ουσιαστικά η μία προσπαθούσε να επιβληθεί της άλλης), και στη συνέχεια, οι ντιβιτζήδες, τον «ντιβιτζίδκου χουρό», συγκαθιστό χορό κατά τον οποίο έπρεπε να δείξουν όλη τη χάρη και τη δεξιοτεχνία τους.

Άποψη Καβακλή 1904

   Το Καβακλή ήταν η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στην Ανατολική Ρωμυλία,[18] με πληθυσμό γύρω στις δέκα χιλιάδες Έλληνες κατοίκους στις αρχές του εικοστού αιώνα. Το 1906, μάλιστα, βρίσκουμε κατεγραμμένα τέσσερα ελληνικά σχολεία και τρεις ελληνικές εκκλησίες.[19] Για τους Καβακλιώτες η Πρωτοχρονιά ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική μέρα που έπρεπε να γιορταστεί με συμβολισμούς πλούτου και αφθονίας. Ακριβώς αυτήν την αφθονία, υποστηρίζουν οι σημερινοί ηλικιωμένοι απόγονοί τους πως συμβολίζει η καμήλα.Πιστεύοντας, δηλαδή, πως πρόκειται για ένα ζώο που αντανακλά το προσόν της υπομονής, αλλά και τη χάρη της αφθονίας (υποθέτουμε πως, μάλλον, αυτή η εντύπωση έχει δημιουργηθεί επειδή συγκρατεί άφθονο νερό στο οργανισμό της ώστε να επιζήσει στην έρημο), η καμήλα επιλέχθηκε για να συντροφεύσει τους νέους στο βραδινό αγερμό της παραμονής της Πρωτοχρονιάς.

 Οι κάτοικοι του δήμου Κουφαλίων[20] σήμερα υποστηρίζουν πως όταν ξεκίνησε το έθιμο, η τέλεσή του γινόταν με ζωντανές καμήλες.[21] Εντούτοις, στην πρώτη καταγραφή του δρωμένου, που ανακαλύψαμε σε ένα ανέκδοτο κείμενο φοιτητή από το αρχείο του Σπουδαστηρίου Λαογραφίας, γραμμένη το 1966 και βασισμένη στην περιγραφή και τις εμπειρίες ενός ηλικιωμένου πρόσφυγα που γεννήθηκε στο Καβακλή περίπου το 1886, η Καμήλα τελούνταν με την κατασκευή ομοιώματος.
 Όταν πρόκειται για μεγάλη καμήλα (…) συγκεντρώνονται μεγάλοι άντρες μπροστά από καιρό και κάνουν τις ετοιμασίες, (…) 15- 20 άντρες και κατέβαλαν ένα ορισμένο χρηματικό ποσό που κατά τη γνώμη τους θα κάλυπτε τα έξοδά της…Πάνω σ’ ένα κάρο δίτροχο έκαναν το σκελετό της με ξύλα καρφωμένα στα πλευρά του κάρου, τα οποία σκέπαζαν με διάφορες γούνες ή υφάσματα ούτως ώστε να σχηματίζεται ο κορμός της.Από το εμπρόσθιο μέρος του κάρου, εκεί που φυσιολογικά βρίσκεται ο λαιμός της καμήλας, τοποθετούσαν ένα μακρύ και λίγο στραβό σε δύο μέρη ξύλο, (…) και στο άκρο του λαιμού, όπου το ξύλο ήταν πιο εξογκωμένο να δηλώνει το κεφάλι στο κάτω μέρος, μ’ ένα κομμάτι σανιδιού καταλλήλως πελεκημένο σχημάτιζαν την κάτω σιαγόνα της καμήλας στερεωμένη στο πίσω άκρο έτσι ώστε να κινήται όπως ακριβώς μια φυσιολογική […]Στο κούφιο μέρος που σχημάτιζαν μέσα στον κορμό της καμήλας τοποθέτησαν ένα παιδί να κινή με τη βοήθεια ενός σκοινιού και δια μίας τρύπας που ήταν για αυτόν ακριβώς το λόγο ανοιγμένη στην απάνω σιαγόνα.Τη συνοδεία της καμήλας αποτελούσε ολόκληρο επιτελείο από ψεύτικα κανόνια τα οποία έσερναν άλογα, ένα σωρό καβαλάρηδες λαμπροστολισμένοι, φουστανελοφόροι (…)παρίστανε ο καθένας τους κι ένα μεγάλο στρατηγό. Τα κανόνια κατά την ώρα της πορείας (…) σε κάθε δυο- τρία σταυροδρόμια βροντούσαν και μ’ αυτό τον τρόπο έκαναν πιο επιβλητική τη μεγαλοπρέπεια του κατασκευάσματος. […]

Η πομπή συνοδευόταν από πλήθος κόσμου και απολάμβανε ασυγκίνητα ενθουσιώδη χειροκροτήματα και οι ομορφοντυμένοι καβαλάρηδες έκαναν διάφορους καλπασμούς πάνω στ’ άσπρα τους άλογα και κόλπα, που κατά τη γνώμη τους δεν μπορούσαν να κάνουν άλλοι.Η πομπή της καμήλας γύριζε και στα γειτονικά χωριά για να αυξηθούν όσο το δυνατόν τα έσοδά της. […]Σήμερα στα Κουφάλια (…) κάνουν καμήλες, μικρές όπως τις ονομάζουν, συνήθως μικρά παιδιά.Κάνουν μόνο το ‘τσιακαλdάκ’, δηλαδή το λαιμό και το κεφάλι της καμήλας παίρνουν μερικά κουδούνια μεγάλα απ’ τους τσομπάνηδες, τα λεγόμενα ‘τουντσιά’, και γυρίζουν το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς απ’ τα σπίτια, χτυπώντας τα κουδούνια και φωνάζοντας ‘dίου dέdου κάμι dέdου ό ό ορ ι ι σι’ με μια δυνατή και μακρόσυρτη φωνή[22].Εκτός απ’ το βράδυ της παραμονής οι καμηλιέρηδες (καμιουάρους) στέκονται και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς έξω από την εκκλησία, στην εξωτερική πύλη της και ενώ βγαίνει ο κόσμος χτυπούν πάλι τα κουδούνια, ανοιγοκλείνουν το ‘τσιακαλdάκι’ της καμήλας, βροντοφωνάζουν το συνηθισμένο σκοπό κ’ απλώνουν το χέρι τους με τον κουμπαρά στους πιστούς δημιουργώντας ένα σωστό πανδαιμόνιο εκκωφαντικών θορύβων.[23]Από την ίδια καταγραφή, μαθαίνουμε, επίσης, πως στο Καβακλή μετά την περιφορά της Καμήλας ακολουθούσε πολύωρο γλέντι με τις προσφορές που είχαν μαζευτεί καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, ενώ ό, τι περίσσευε από τα έσοδα της βραδιάς, οι συμμετέχοντες το μοίραζαν στις φτωχές οικογένειες.

 

Παραπομπές

[1] Β. Πούχνερ, Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, σ. 88

[2] Μια εκτενή περιγραφή για τον Ασπρόπυργο, βλ. στο Β. Πούχνερ, ό. π., σσ. 88- 89

[3] Ό. π., σ. 79

[4] Για το ίδιο ζήτημα, βλ. και Θ. Γράμματα, Δρώμενα και Λαϊκό θέατρο, σ. 18

[5] Καθώς δεν έχουμε ανακαλύψει στη βιβλιογραφία κάποια ικανοποιητική εξήγηση, και αφού δεν θεωρούμε εαυτούς ειδικούς σε τέτοια ζητήματα, αφήνουμε το ερώτημα ανοιχτό.

[6] Με τον ίδιο τρόπο σε άλλες περιοχές παριστάνουν π.χ. τα ‘άλογα’. Βλ. και Β. Πούχνερ, ό. π., σ. 91-92

[7] Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στο αφαιρετικό αυτό σχήμα και την αληθοφάνεια θα μας απασχολήσει στη συνέχεια εκτενέστερα. Όσο για τον όρο ‘σουρεαλιστικό’ τον χρησιμοποιούμε με την πλατιά ετυμολογική του σημασία και όχι με την πιο ειδική έννοια που έλαβε στα διάφορα κινήματα της τέχνης (βλ. και την ενότητα του σχολιασμού των δρωμένων)

[8] Δ. Κτενίδης «Λαογραφικά Θουρίου Διδυμοτείχου», Θρακικά τόμ. 43ος, σ. 141. Αναδημοσιευμένο και στο Θ. Γραμματάς, Δρώμενα και Λαϊκό Θέατρο, σσ. 22- 23

[9] Ιωάννης Πραντσίδης, Ο παραδοσιακός χορός στις κοινότητες των Ακμπουναριωτών στο Γκενεράλ Ίντσοβο Βουλγαρίας και στο Αιγίνιο Πιερίας, σσ. 54- 59

[10] Δεν μπορούμε και εμείς να μην κάνουμε εδώ τη σύγκριση με τους σάτυρους. Εντούτοις, αναρωτιόμαστε πάντα, αν ο παππούκας θύμιζε εξαρχής τους αρχαίους προγόνους του ή αν η ομοιότητα προέκυψε από την επιθυμία να τους θυμίσει.

[11] Σημειώνεται εδώ πως στο δρόμο τραγουδούσαν όλοι το τραγούδι Μωρ’ Λένου, Λένου
Μωρ’ Λένου- Λένου καραγκιόζου (μαυρομάτα)
Μωρ’ που ήσαν Λένου τώρα βδουμάδα
Τώρα βδουμάδα κι τρεις σου μέρις
Στου Μαναστήρι ζουνάρια υφαίνου μουρ μουκαντέινα μαρμαρουδήτμα (σχέδια ύφανσης)
Ν’ ακούς μουρ Λένου τι λέει η γκάιντα τι χουρατεύι
Η γκάιντα λέει Τούρκουν αϊγάπσις Τούρκουν θα πάρεις.
Σφάζομαι μάναμ κόφτουμι μάναμ τα’ αρμάνια παίρνου Τούρκον δεν παίρνου

(Ό. π. σ. 56)

[12] Αφήγηση του Ένιο Ντ. Σμόκοφ (κάτοικος στο Ίντζοβο και γεννημένος το 1925) στον Ι. Πραντσίδη. Ό. π. σ. 57
Μεταφέρουμε στα νέα ελληνικά:
Αφεντικό, να χορέψει η καμήλα; Το πάτωμα είναι γερό; Γιατί η καμήλα είναι βαριά, να μην πέσει. Εντάξει, γερός είναι, λέει το αφεντικό. Ξεκινά η γκάιντα να τραγουδά, πιάνει κι αυτό (εν. ο ντιβιτζής) την καμήλα, πηγαίνει και φιλά το χέρι του αφεντικού και της αφεντικίνας, κι ύστερα ξεκινά να χορεύει. Χορεύει ως κάπου (εν. λίγο), μέχρι να παίξει μια φορά η γκάιντα, πέφτει κάτω η καμήλα. Πέφτουν οι παππούκες πλακώνουν την καμήλα να τη σφάξουν να μην πάει χαμένη. […] Γυρνά αυτός στο αφεντικό, τον φτύνει, δεν ντρέπεσαι που μου είπες ψέματα, το πάτωμα δεν ήταν γερό και έπεσε το ζώο. […] Πηγαίνει μέχρι κάπου (εν. ο ντιβιτζής), γυρίζει, κοίταξε, λέει, το ζώο, ψόφησε που ψόφησε, να βρούμε κανένα φάρμακο να του δώσουμε, να δούμε θα περάσει; Λέει, τίποτα κρασί, αν έχεις να του δώσουμε. […] Το δίνουν στην καμήλα, να πιει κι ο άνθρωπος που ήταν από κάτω, πάλι δεν γίνεται δουλειά, η καμήλα δεν ταράζεται, να δούμε κανένα πρόβλημα θα έχει. Βλέπει, λέει, αφεντικό κοίταξε, δουλειά που έγινε, θα φύγει το πέταλό της με το νύχι μαζί. αν έχεις κανένα πέταλο που να γράφει 23- 30 λέφια (νομίσματα Βουλγαρίας) να την πεταλώσουμε, θα σηκωθεί.

[13] Έθιμο, επίσης της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ήταν η περιφορά μιας ομάδας αντρών από σπίτι σε σπίτι για να τραγουδήσουν κάλαντα και, κυρίως, ευχές για τους νοικοκυραίους.

[14] «Η λέξη προέρχεται ετυμολογικά από την αραβική ‘ντεβέτ’ που σημαίνει καμήλα, άρα ντιβιτζής προέρχεται από το ‘ντεβετζή’ και σημαίνει τον αναβάτη της καμήλας, τον καμηλιέρη». Π. Λιτούδης,Το δρώμενο της ‘Καμήλας’ και η μουσικοχορευτική παράδοσή του κατά το πέρασμα του χρόνου από τους Μεγαλομοναστηριώτες, σ. 40

[15] Όπως μας πληροφορεί ο Π. Λιτούδης «μαχ, μαχ» είναι το πρόσταγμα του Ντιβιτζή για να καθίσει η καμήλα. Συνεπώς, «μαχ, μαχ τον πίτα τον παρά» θα σήμαινε –σε ελεύθερη απόδοση- «κάθισε για να πάρουμε τον πίτα τον παρά, δηλαδή το φιλοδώρημα».

[16] Π. Λιτούδης, ό. π., σσ. 40- 41

[17] Ο χορός της ημέρας ήταν οι ‘Καμήλες’ σε ζωναράδικο ρυθμό, με στίχους όπως «Καλές καμήλες, καουά παλκάρια, καλές φουντούδες, καουά κουρτσούδια». Βλ. Π. Λιτούδης, ό. π., σ. 42

[18] Η περιφέρεια ή επαρχία Καβακλή περιλάμβανε τα χωριά Καρυαί, Σιναπλή, Μέγα και Μικρό Μοναστήριον, Ακ Μπουρνάρ (ή Ακ Βουνάρ), Μέγα και Μικρό Βογιαλίκιον, Μουραδανλή, Δογάνογλου, Δράμα, Τσεκούρ- κιοϊ (ή Τσικούρ- κιοϊού), Χάσκιουϊού, με συνολικό ελληνικό πληθυσμό 28.500 κατοίκων το 1906. Βλ. Α. Γλαβίνα, Το Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας, σ. 20

[19] Βλ. ακόμη Μ. Λουλουδόπουλος, Ανέκδοτος συλλογή, 1903, σ. α- ιη

[20] Δήμος στο νομό Θεσσαλονίκη όπου κατοικούν οι περισσότεροι πρόσφυγες Καβακλιώτες.

[21] Στην πεποίθησή τους αυτή φαίνεται να οφείλεται και το γεγονός πως στο παρελθόν το 1957, αλλά και γύρω στα 1971, έφεραν από την Ανατολή ζωντανές καμήλες στα Κουφάλια για να γιορταστεί το έθιμο. Εμείς, βέβαια, αναρωτιόμαστε μήπως είναι η ανάμνηση αυτή, μαζί και φωτογραφικό υλικό με καμήλες στο Καβακλή (φώτο 79), που έχει προκαλέσει τη σύγχυση για την πεποίθηση αυτή, μια και ο γηραιότερος σήμερα, ελάχιστες μνήμες μπορεί να έχει ουσιαστικά από τη γενέτειρά του.

[22] Η έκφραση αυτή, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, επαναλαμβάνεται με παρόμοιους τρόπους ως τις μέρες μας, δίχως κανείς να είναι σίγουρος για την προέλευση και τη σημασία της. Ενδιαφέρον λοιπόν, παρουσιάζει το σχόλιο του επίδοξου συγγραφέα πως όσο κι αν ρώτησε τους γηραιότερους δεν πήρε απάντηση για τη σημασία των λόγων αυτών, γεγονός που δείχνει πως από τότε είχε χαθεί η αρχική τους έννοια.

[23] Χ. Λέκας, (Καβακλί- Αν. Ρωμυλίας) Από τους βουλγαροπρόσφυγες ‘Καβακλιώτες’. Έθιμα κατά τις ημέρες των Δωδεκαημέρων (αdέτια) (1966) Πρωτογενές λαογραφικό υλικό για τη Θράκη, Σπουδαστήριο λαογραφίας ΑΠΘ, 340- περιγραφή του Ιβάντσιου Σαράφι/ Ιωάννη Σαραφείδη, αυτόπτη μάρτυρα της καμήλας στο Καβακλί, περίπου 80 χρονών την εποχή της καταγραφής
H ανάρτηση είναι αναδημοσίευση άρθρου απο τον σύνδεσμο εδώ