Αναζητώντας στο διαδίκτυο στοιχεία βρήκαμε αυτό το ενδιαφέρον pdf της Νάντιας Μαχά- Μπιζούνη που αναφέρεται στην παραδοσιακή ελληνική υφαντική και κεντητική:
«Η υφαντική τέχνη, από την επεξεργασία της πρώτης ύλης –μαλλί, βαμβάκι, μετάξι, λινάρι– μέχρι και τη μεταποίησή της σε νήμα και ύφασμα, αντανακλά την πρακτική των μελών μιας κοινότητας για την αντιμετώπιση των βασικών αναγκών και των αναγκών στολισμού. Τα υφαντά, ως έργα του υλικού λαϊκού πολιτισμού, διαθέτουν και αυτά έναν ισχυρό «βιογραφικό λόγο». Έτσι, οι υφαντικές ύλες, οι
τεχνικές της ύφανσης καθώς και τα θέματα στις διακοσμημένες επιφάνειες των υφαντών γνωστοποιούν και αναδεικνύουν το πολιτισμικό πλαίσιο της παραγωγής τους, μαρτυρούν την ιδιοπροσωπία της τοπικής υφαντικής τέχνης όπως αυτή
διαμορφώθηκε υπό την επίδραση πολιτισμικών επιρροών και την ταυτότητα κάθε κοινότητας και εθνοπολιτισμικής ομάδας, ενώ ο τρόπος χρήσης των υφαντών τεκμηριώνει την οργάνωση και τη δομή κάθε τοπικής κοινωνίας.

Η υφαντική, στο πλαίσιο της ελληνικής παραδοσιακής κοινότητας, σε οικοτεχνικό αλλά και επαγγελματικό / εργαστηριακό / βιοτεχνικό επίπεδο, αποτελεί, κατά βάση, έργο των γυναικείων χεριών, αναδεικνύοντας έτσι την έμφυλη διάστασή της. Ο αργαλειός στα χέρια των γυναικών αποτελεί εργαλείο πρώτιστα για την
παραγωγή των προικιών. Η αναγνώριση δε της ικανότητας και της επιδεξιότητας της υφάντρας δίνει κύρος στην ίδια και την οικογένειά της, ενώ, ταυτόχρονα, αποτελεί ισχυρό όπλο διαπραγμάτευσης κατά την αναζήτηση γαμπρού..

Από την άλλη πλευρά, στην υφαντική παραγωγική διαδικασία, οι άντρες λειτουργούν κυρίως μέσα από τη συντεχνιακή οργάνωση (καζάζηδες, αμπατζήδες,καποτάδες), αφενός ως τεχνίτες κι αφετέρου ως έμποροι, προμηθευόμενοι το ύφασμα συνήθως από τους αργαλειούς της υπαίθρου ή της πόλης. Είναι γνωστή,
για παράδειγμα, η δραστηριότητα της ισχυρής συντεχνίας των καποτάδων στα Γιάννενα, κατά την πρώτη εικοσαετία του 19ου αιώνα, με τα σαράντα μέλη της σε ανταγωνισμό με τους καποτάδες του Μετσόβου, του Συρράκου και των Καλαρρυτών. Εξίσου γνωστή είναι και η δραστηριότητα της συντεχνίας των καποτάδων
του Συρράκου, η οποία αρχίζει να αποκτά βιοτεχνικά χαρακτηριστικά στα τέλη του 18ου αιώνα, φτάνοντας στην κορύφωσή της τον επόμενο αιώνα, με εργαστήρια στα Επτάνησα (στη Ζάκυνθο, στην Κεφαλονιά και στην Κέρκυρα) και με καταστήματα πώλησης καπών στην Ιταλία…»
Διαβάστε περισσότερα κατεβάζοντας το αρχείο απο τον παρακάτω σύνδεσμο