Είμαι σίγουρη οτι έχετε δει κι εσείς πολλές φορές σε αρχεία, φωτογραφίες ανθρώπων της ελληνικής επικράτειας που ποζάρουν γύρω απο το φέρετρο ενός ανθρώπου. Δεν ξέρω εάν σας είχαν κεντρίσει την προσοχή οι φωτογραφίες αυτές αλλά σε εμένα κάνουν μεγάλη εντύπωση. Γιατί να θέλει κάποιος να φωτογραφίσει έναν άνθρωπο όταν έχει πλέον πεθάνει; Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή συνηθίζεται όταν τα πρόσωπα είναι διάσημα ή πρόκειται για γεροντικές μορφές αλλά αν γυρίσουμε στο παρελθόν μπορούμε να δούμε φωτογραφίες γερόντων ή ακόμη και μικρών παιδιών που ποζάρουν στο φέρετρο σαν να κοιμούνται… Στο μπλόγκ «Ανεμούριο» και τα περιοδικά «ΦΩΤΟ» και OUGH βρήκαμε ενδιαφέροντα άρθρα πάνω στη μεταθανάτια φωτογραφία του 19ου αιώνα και αρχών του 20ου, που απο ο,τι μας αναφέρει ο συγγραφέας Άλκης Ξανθάκης στο βιβλίο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ 1839-1970, 2008, εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, Αθήνα» ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο που εισήχθη στην ελληνική κοινωνία απο το εξωτερικό.

«Η νεκρική φωτογραφία ήταν για πολλούς το μοναδικό φωτογραφικό πορτρέτο που υπήρχε. Αποτελούσε, λοιπόν, την τελευταία ευκαιρία για την καταγραφή των χαρακτηριστικών κάποιου αγαπημένου, τον οποίο ο θάνατος απαίτησε τόσο ξαφνικά. (…) Τέτοιες φωτογραφίες θεωρούνταν γενικά «θεραπευτικές», ενώ παράλληλα επαλήθευαν το θάνατο κάποιου προσώπου στους συγγενείς που έμεναν μακριά. (…)» γράφει Α. Ξανθάκης
«Η απεικόνιση νεκρών ήταν από τη γέννηση της φωτογραφίας έως τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα και θεμιτή και συνήθης», γράφει ο Κωστής Αντωνιάδης, με αφορμή το έργο του Καστοριανού φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου. «Ειδικότερα η επικήδεια φωτογραφία, συνδεδεμένη με την ανάγκη της μνήμης, αποτελούσε ένα είδος αποχαιρετισμού στο νεκρό παρόμοιας σημασίας με αυτήν που έχει σήμερα στην τελετή της κηδείας το άνοιγμα του φερέτρου πριν την ταφή.»
«Τα μεταθανάτια πορτρέτα της πρώιμης περιόδου (1850-1875)» , αναφέρει ο Α. Ξανθάκης, «διαθέτουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους. Τα πιο πολλά είναι κοντινά πορτρέτα από τη μέση και πάνω, που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα χαρακτηριστικά του προσώπου.

Αν τυχαίνει να φαίνεται και ο περιβάλλων χώρος, αυτός συνήθως είναι το εσωτερικό κάποιου σπιτιού. Βιβλία, λουλούδια ή θρησκευτικά αντικείμενα, όπως κεριά ή σταυρός, τοποθετούνται ενίοτε στα χέρια ή στο στήθος του νεκρού. Η πόζα ουσιαστικά εκφράζει τα συναισθήματα προς τον νεκρό. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα επικρατούσε η αντίληψη ότι ο θάνατος δεν επήλθε πραγματικά. Οι άνθρωποι δεν πέθαιναν, αλλά απλά κοιμόντουσαν. Ουσιαστικά αναπαύονταν από τις εργασίες τους. Η ανάγκη να δημιουργήσουν τη φαντασίωση της ζωής ήταν τόσο έντονη, ώστε ο φωτογράφος συχνά τραβούσε τη φωτογραφία ενός ξαπλωμένου ατόμου και κατόπιν γύριζε την εικόνα κατά ενενήντα μοίρες, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ήταν καθιστά.»

«Η παλαιότερη γνωστή διαφήμιση φωτογράφου σχετική με τη φωτογράφιση νεκρών γίνεται στην Ελλάδα το Μάιο του 1851 από τον Γάλλο Alexandre Quinet (Αλεξάντρ Κινέ): «Εικόνες φωτογραφικαί, αναλλοίωται μετά ή άνευ χρωμάτων από δύο δίστηλα μέχρι των οκτώ υπό τον κ. Α. Κινέ παρισινού… Έτι δε κατασκευάζει και εικόνας τεθνεώντων […]». Ο Quinet έμεινε στην Ελλάδα ενάμιση περίπου μήνα. Στο διάστημα αυτό έφτιαχνε δαγγεροτυπίες, πιθανόν και νεκρικά πορτρέτα, που όμως κανένα δεν διασώθηκε. Το γεγονός ότι οι νεκροί… παρέμεναν τελείως ακίνητοι κατά τη διάρκεια της λήψης, ήταν κάτι ιδιαίτερα θετικό για τη λήψη δαγγεροτυπιών, που απαιτούσαν μεγάλους χρόνους έκθεσης. Ο Φίλιππος Μαργαρίτης είναι ο πρώτος Έλληνας ο οποίος μεταξύ των θεμάτων που φωτογράφισε ήταν και νεκρικά πορτρέτα μικρών παιδιών και επιφανών ανδρών της εποχής του. Πρόκειται φωτογραφίες αλμπουμίνας, τις οποίες τράβηξε την περίοδο 1855-1870. Οι λήψεις είναι συνήθως κοντινές και περιλαμβάνουν τον νεκρό, ολόκληρο ή σε μπούστο, στο κρεβάτι του.

Το Μάιο του 1862 ο φωτογράφος της Σύρου Γεώργιος Δαμιανός φωτογράφισε νεκρό τον Αρχιεπίσκοπο του νησιού. Ο Αστήρ των Κυκλάδων γράφει σχετικά: «Πάντες οι Ερμουπολίται βεβαίως ευχαριστήθησαν και οι συγγενείς μάλιστα τού Μακαρίτου, διά την πατριωτικήν και ευγενήν πράξιν τού Κυρίου Γεωργίου Δαμιανού, φροντίσαντος να φωτογραφίση τον Μακαρίτην νεκρόν εν τη Αρχιερατική αυτού στολή, όπως δια τελευταίαν φοράν είδεν αυτόν το συνοδεύον το λείψανον αυτού, ποίμνιόν του [,..]». Νεκρικά πορτρέτα συναντώνται στο εξής και σε άλλες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας, όπως π.χ. το 1870 στη Χίο. Στις 23 Νοεμβρίου 1872 ο φωτογράφος της Πάτρας Σπυρίδων Καλυβωκάς προσκλήθηκε στο Αίγιο όπου τράβηξε μια νεκρική φωτογραφία του οπλαρχηγού της Επανάστασης Βασιλείου Πετμεζά (1785-1872). Άλλοι φωτογράφοι γνωστοί για τα νεκρικά πορτρέτα τους είναι ο Ξενοφών Βάθης, ο Πέτρος Μωραΐτης, ο Γεώργιος Κολόμβος κ.ά. Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα συνέχισαν να γίνονται νεκρικά πορτρέτα, χωρίς όμως να είναι δυνατό να εκτιμηθεί, από το υπάρχον υλικό, αν ο αριθμός τους αυξήθηκε ή μειώθηκε την περίοδο εκείνη. Ορισμένες τέτοιες φωτογραφίες πήραν ο Νικόλαος Μπίρκος, μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, και ο φωτογράφος του Πειραιά Αναστάσιος Γαζιάδης.

Προς τα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν και φωτογραφίες που περιλάμβαναν και τους συγγενείς που βρίσκονταν πίσω ή γύρω από το νεκρό. Οι λήψεις αυτές χρειάζονταν αρκετή ώρα μέχρι να τοποθετηθούν όλοι στην κατάλληλη θέση, ανάλογα με το βαθμό συγγένειας που είχαν με τον νεκρό. Κατά τον 20ό αιώνα γίνονταν και λήψεις όπου όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού στέκονταν γύρω από το ανοικτό φέρετρο, στο προαύλιο της εκκλησίας.»
.jpg)
«Αποχαιρετισμοί νεκρών με πλήθος κόσμου συγκεντρωμένο γύρω από ένα ανοιχτό φέρετρο απαθανατίζονταν αρκετά συχνά από τον Λεωνίδα Παπάζογλου και είναι από τα πιο ενδιαφέροντα ομαδικά πορτραίτα που περιέχονται στο αρχείο του. Η λεπτομέρεια με την οποία περιγράφονται τα πρόσωπα προσκαλεί το βλέμμα μας σε μια προσεκτική εξέταση εκφράσεων που εκδηλώνουν συναισθήματα και συχνά μαρτυρούν τη σχέση τους με τον νεκρό. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτές τις φωτογραφίες είναι ότι απεικονίζουν την έννοια της κοινότητας ως συνάθροιση ατόμων, διαφορετικών κάθε φορά, σε μια αποχαιρετιστήρια τελετή αναμνηστικής φωτογραφίας.» (πηγη)
