Ο Νικόλαος Γύζης , ένας από τους μεγαλύτερους Ελληνες ζωγράφους, γεννήθηκε στο Σκλαβοχώρι της Τήνου την 1η Μαρτίου του 1842.Από πολύ μικρός έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική και σε ηλικία μόλις οκτώ ετών αποφασίστηκε να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών, όταν η τότε νόμιμη ηλικία ήταν τα δώδεκα. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα το 1850. Ο Γύζης αρχικά παρακολουθεί μαθήματα ως ακροατής στο Σχολείο των Τεχνών και αργότερα φοιτεί κανονικά, ως το 1864.

Σε ηλικία πέντε μόλις ετών αντέγραψε μια λιθογραφία στο πατρικό του σπίτι που αναπαρίστανε έναν αγωνιστή του 1821. Στο τέλος των σπουδών του, μέσω του φίλου του, επίσης μεγάλου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, γνωρίζει τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, ο οποίος μεσολαβεί προκειμένου να του χορηγηθει υποτροφία από το Ευαγές Ιδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην περίφημη Ακαδημία του Μονάχου .

Τον Ιούνιο του 1868 γίνεται δεκτός στις τάξεις του Πιλότυ που είχε τη φήμη ενός εξοχου δασκάλου. Τό έργο του, χάρη στο οποίο έγινε δεκτός στις τάξεις του Πιλότυ είχε ως θέμα του τον “Ιωσήφ στην φυλακή” κι ο ζωγράφος το δώρησε στο Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου, ως ένδειξη τιμής κι ευγνωμοσύνης.

Εφημερίδες και περιοδικά της Γερμανίας τον εγκωμιάζουν. Τον Απρίλιο του 1872 επιστρέφει στην Ελλάδα. Ζωγραφίζει κυρίως στα Μέγαρα και συγκεντρώνει ένα υλικό, που θα το χρησιμοποιήσει αργότερα στην Γερμανία. Στην Αθήνα εγκαθίσταται στην αυλή, απέναντι από το πατρικό του στην αδιεξοδη πάροδο της οδού Θεμιστοκλέους 18) δεν βρίσκει ανταπόκριση και μετά από ένα σύντομο ταξίδι με το Νικηφόρο Λύτρα στη Μικρά Ασία απ’ όπου γυρίζει με πολλά σχέδια για μελλοντικά του έργα, αποφασίζει να ξαναγυρίσει στο Μόναχο. Τον Αύγουστο του 1880 ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Την Πρωτοχρονιά του 1881 πήρε δώρο από την Ελλάδα την επίσημη αναγνώρισή του, (δίπλωμα και μετάλλιο του Γεωργίου Α΄).
Το 1882 εκλέγεται παμψηφεί εκτακτος καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου. Στη Διεθνη Εκθεση του Μονάχου βραβεύεται με ασημένιο μετάλλιο για την “Αποστήθιση”. Με το πέρασμα του χρόνου δουλεύει το πολύ γνωστό “Παραμύθι της γιαγιάς”. που είναι μια υποσυνείδητη αναφορά στα παιδικά του χρόνια. Από το 1884 αρχίζει να μελετά σε βάθος τη ζωή και το πνεύμα των αρχαίων. Το 1887 ζωγραφίζει το λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1888 εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου.

Το 1892 είναι γεμάτο από διεθνείς διακρίσεις! Η Πινακοθήκη του Μονάχου βραβεύει το έργο του “Αποκριά στας Αθήνας”, στη Μαδρίτη του απονέμεται χρυσό βραβείο για το “Τάμα”. Ακολουθούν κι άλλες διακρίσεις από Γερμανούς και Γάλλους και το “Δίπλωμα των Ολυμπιακών αγώνων” (1896), για το οποίο του απενεμήθη αργυρό μετάλλιο κι είχε σαν θέμα τον Ευαγγελισμό της Ελλάδας. Θα πρέπει να μνημονευτούν τα αριστουργήματά του “Ολυμπιονίκης, το πνεύμα της θλίψεως, η δόξα των Ψαρρών, σπουδές Κενταύρων, ο γέρος που καπνίζει και η χαρά εν μέσω των παιδιών (1897). Το 1898 παίρνει το χρυσό παράσημο Ριτερκρόϋτς και το κράτος αγοράζει έργα του για την Πινακοθήκη.
Το καλοκαίρι του 1900 ο Γύζης αρρωσταίνει από λευχαιμία και τον Ιανουάριο του 1901 πεθαίνει. Η τελευταία του φράση είναι η προτροπή “Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι”.
Δείτε περισσότερες γκραβούρες με ελληνικές φορεσιές στη σειρά βιβλίων traditional dress of Greece

πηγές
http://tosympantistexnis.blogspot.gr/
https://paletaart.wordpress.com
Αν σας άρεσε το άρθρο αυτό μοιραστείτε το!