
Η αγροτική οικογένεια έστελνε στην πόλη τα πλεονάζοντα ή ανίκανα για γεωργικές εργασίες νεαρά μέλη της, αγόρια και κορίτσια, προς αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Ο βασικός τροφοδότης των πόλεων σε παιδιά
ήταν κυρίως τα νησιά και οι ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου. Στην πλειονότητά τους τα παιδιά που έρχονταν στις πόλεις, αν επρόκειτο για αγόρια, εργάζονταν σε διάφορα καταστήματα συντοπιτών τους ως υπηρέτες ή βοηθοί, με αμοιβή στέγη και τροφή, προσδοκώντας να διαδεχθούν το αφεντικό τους ή να ξεκινήσουν μια νέα δική τους δουλειά. Μερικές φορές η πόλη αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό στο δρόμο για τη «γη της επαγγελίας», την Αμερική. Τα κορίτσια απασχολούνταν ως υπηρέτριες σε διάφορες αστικές οικογένειες, οι οποίες πρόσφεραν για
αντάλλαγμα στέγη και τροφή, ενώ μετά την πάροδο ορισμένων χρόνων αναλάμβαναν να τα προικίσουν.

Παιδιά ηλικίας κάτω των 14 χρόνων εργάζονταν χωρίς καμιά νομική προστασία σε εμπορικά καταστήματα, διάφορα γραφεία, ιατρεία ή οδοντιατρεία.Τα παντοπωλεία απασχολούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των ανηλίκων. Σύμφωνα με έρευνα που έγινε το 1921 σε 225 παντοπωλεία της Αθήνας, 22 παιδιά ηλικίας 12 χρόνων και 69 από 12 έως 14 χρόνων εργάζονταν και διαβίωναν κάτω από άθλιες συνθήκες.
Από τα 225 καταστήματα, τα 71 δεν είχαν ιδιαίτερους χώρους για τη διανυκτέρευση του προσωπικού. Έτσι τα παιδιά ήταν αναγκασμένα να κοιμούνται όπου έβρισκαν και κυρίως σε «ανώγεια χαμηλά ξύλινα δάπεδα, άτινα χρησιμοποιούνται και ως αποθήκαι υλικού, κλινοστρωμναί των δε είναι οι κενοί σάκκοι των τροφίμων. Είς τινα οι μικροί υπηρέται των κατεκλίνοντο κάτωθεν των ερμαρίων». Οι μικρές υπηρέτριες αποτελούσαν ένα αρκετά διαδεδομένο φαινόμενο στα μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα της Αθήνας και του Πειραιά. Η ηλικία τους κυμαινόταν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ 10 και 20 χρόνων. Οι κυριότερες περιοχές προέλευσης των υπηρετριών ήταν η Άνδρος, η Κέα και η Τήνος, ενώ μετά το 1879 προστέθηκαν οι Σπέτσες, η Ύδρα, το Κρανίδι, η Τροιζήνα, περιοχές δηλαδή που πλήγηκαν από την κρίση της ιστιοφόρου ναυτιλίας, καθώς επίσης η Κρήτη και η Κυνουρία.
Οι συνθήκες εργασίας των μικρών κοριτσιών αλλά και των αγοριών που εργάζονταν στα σπίτια ήταν κάθε άλλο παρά ιδανικές. Σύμφωνα με τους επιθεωρητές εργασίας, τα παιδιά εργάζονταν περισσότερες από δέκα ώρες την ημέρα, ενώ συχνά γίνονταν αντικείμενα υπερβολικής εκμετάλλευσης και απάνθρωπης μεταχείρισης από τους υποτιθέμενους προστάτες τους, ιδιαίτερα μάλιστα όταν προέρχονταν από απομακρυσμένες περιοχές. Στις μικρές υπηρέτριες ξεσπούσαν
τα νεύρα της νοικοκυράς και «όλα τα ένστικτα των αγοριών ή και του κυρίου, κάτω από τη σιωπηλή σκέπη της οικογενειακής ηθικής»
Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα εμφανίστηκε μια μορφή σωματεμπορίας παιδιών από τις ορεινές επαρχίες της Κορινθίας και της Γορτυνίας. Τα παιδιά αυτά εκμισθώνονταν από τους γονείς τους με ετήσιο συμβόλαιο και έναντι ορισμένου χρηματικού ποσού σε συμπατριώτες τους, τους λεγόμενους «μάστορες». Τα συμβόλαια δεν ήταν δυνατόν να ακυρωθούν λόγω του ανηλίκου των
Παιδιών, γιατί στην περίπτωση αυτή ο νόμος υποστήριζε την πατρική εξουσία.
Τα παιδιά εργάζονταν ως «στιλβωταί υποδημάτων, εφημεριδοπώλαι και οψοκομισταί. Το προϊόν της εργασίας των ώφειλαν να παραδίδουν την εσπέραν εις τον μάστορην. Και αλλοίμονον αν ήτο ανεπαρκές. Τα δυστυχή παιδιά υβρίζοντο βαναύσως, εδέρνοντο ανηλεώς, αφήνοντο νηστικά. Οι σωματέμποροι (…) επρομηθεύοντο άρτον (για τα παιδιά) από το «μπαγιατομάγαζο», το χείριστον εν
Αθήναις είδος, το λεγόμενον χαρτζίτιο, προσφάγιον τακτικόν τοις παρέθετον σάπιες ελιές. Την νύκτα συνεσώρευαν τα παιδιά το εν επί του άλλου ασφυκτικώς, εις υπόγεια υγρά, πλήρη λάσπης». Το 1873 ο αριθμός των εκμισθούμενων παιδιών στην Αθήνα έφτανε τα 300. Στις αρχές του αιώνα, μετά τη φιλανθρωπική δράση του Συλλόγου «Παρνασσός» και την ίδρυση από αυτόν της «Σχολής
απόρων παίδων» το 1872, το φαινόμενο είχε σχεδόν εξαλειφθεί. Παρ’ όλα αυτά πλήθος παιδιών εξακολουθούσε να απασχολείται σε πλανόδια επαγγέλματα ή κέντρα διασκεδάσεως, με αποτέλεσμα «αι οδοί των Αθηνών και των άλλων πόλεων να είναι πλήρεις ανηλίκων μικροπωλητών καθ’ όλην την νύκταν και ιδίως το θέρος».
Σε όλα αυτά τα ευκαιριακά ή εποχικά μικροεπαγγέλματα, όπως μικροπωλητής, γκαρσόνι, λαχειοπώλης ή βοηθός καταστημάτων, τα οποία απέφεραν άμεσες απολαβές, απασχολούνταν κυρίως αγόρια. Τα παιδιά αυτά προέρχονταν από φτωχές οικογένειες, όπου ο κανόνας για την εξασφάλιση του βίου ήταν οι πολλαπλές παράλληλες απασχολήσεις των μελών τους. Πρόκειται «για ένα λανθάνον εργατικό δυναμικό, το οποίο κινείται ακατάπαυστα από μικροεπάγγελμα σε μικροεπάγγελμα, από μεροκάματο σε μεροκάματο, περνώντας κατά περιόδους και από κάποια βιομηχανία»
απόσπασμα από το βιβλίο
ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΗΓΙΝΟΣ
ΜΟΡΦΕΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ 1870-1940
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ
ΚΕΝΤΡΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ Ε.Ι.Ε.
ΑΘΗΝΑ 1995
κατεβάστε όλο το βιβλίο δωρεάν από τον παρακάτω σύνδεσμο
Riginos-paidiki-ergasia-24grammata.com_
Δείτε και άλλα παραδοσιακά επαγγέλματα όπως ο λούστραδόρος, ο βοσκός , ο τσαρουχοποιός , ο χαμάλης , ο χαλκουργός ή γανωματής , ο αγγειοπλάστης , αλλά και ένα ενδιαφέρον άρθρο για τις γυναίκες που δούλευαν στις αλυκές του Μεσολογγίου